Άρθρο 29: Πειθαρχική Διαδικασία

29.1 Εφόσον η Εταιρία έχει βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, η Διοίκηση ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτήν στέλεχος της Εταιρίας δικαιούται να συγκεντρώσει κάθε χρήσιμο στοιχείο με κάθε νόμιμο μέσο για τη διερεύνηση του κατά πόσον πρέπει να ασκηθεί Πειθαρχική Δίωξη.
29.2 Την Πειθαρχική Δίωξη ασκεί η Διοίκηση ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτήν στέλεχος της Εταιρίας. Αυτός που την ασκεί δικαιούται να είναι και μέλος τού ΠΠΣ ή του ΔΠΣ.
29.3 Μετά την άσκηση της Πειθαρχικής Δίωξης, το όργανο που την άσκησε δικαιούται να ορίσει ανακριτή, ο οποίος δικαιούται να συγκεντρώσει κάθε χρήσιμο στοιχείο με κάθε νόμιμο μέσο. Η ανάκριση είναι μυστική. Μετά το πέρας της, η Διοίκηση ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτόν στέλεχος της Εταιρίας κρίνει αν η υπόθεση πρέπει ή όχι να παραπεμφθεί στο πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
29.4 Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΠΠΣ) αποτελείται από:
(α) Στέλεχος της Εταιρίας, οριζόμενο από τη Διοίκηση, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα του προέδρου, ή αναπληρωτή του.
(β) Δύο μέλη οριζόμενα από τη Διοίκηση, ή τους αναπληρωτές τους.
29.5 Στο Συμβούλιο αυτό μετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων, που υποδεικνύει η πλέον αντιπροσωπευτική επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν υποδείξει κανένα, θεωρείται ότι έχει υποδείξει τον Πρόεδρο της.
29.6 Το ΠΠΣ επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό τών πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Καθήκοντα εισηγητή ασκεί ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού ή εκπρόσωπός του, που δεν επιτρέπεται να είναι μέλος τού ΠΠΣ.
29.7 Σε κάθε περίπτωση παραπομπής του σε Πειθαρχικό Συμβούλιο (όχι όμως και κατά τη διαδικασία τής ανάκρισης), ο Εργαζόμενος ενημερώνεται για την πράξη, για την οποία εγκαλείται, και για όλα τα στοιχεία που την τεκμηριώνουν το αργότερο 10 ημερολογιακές ημέρες πριν από τη συζήτηση και έχει δικαίωμα να παραστεί στη σχετική συνεδρίαση, για να απολογηθεί απαραιτήτως εγγράφως, αλλά αν το επιθυμεί και προφορικώς. Καμία πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, αν προηγουμένως δεν έχει κληθεί ο εγκαλούμενος για να απολογηθεί.
29.8 Εκπρόθεσμη υποβολή τής απολογίας τού εγκαλούμενου, εφόσον η κλήση τού επιδόθηκε και τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προθεσμίες, δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αν, όμως, η απολογία δοθεί τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση, τότε το Πειθαρχικό Συμβούλιο οφείλει να τη λάβει υπόψη του.
29.9 Οι πειθαρχικές αποφάσεις του ΠΠΣ υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου (ΔΠΣ), εντός προθεσμίας 10 ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η απόφαση για την επιβολή της πειθαρχικής διαδικασίας, αλλά και κάθε έγγραφο (κλήση σε απολογία κλπ.) θα κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος θα υπογράφει σχετικό αποδεικτικό. Αν αρνηθεί ο ενδιαφερόμενος να υπογράψει το έγγραφο, θα κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή.
29.10 Δικαίωμα έφεσης έχουν ο τυχόν τιμωρηθείς και η Διοίκηση ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτήν στέλεχος της Εταιρίας.
Η προθεσμία για έφεση και η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης.
29.11 Το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο (ΔΠΣ) αποτελείται από διαφορετικά τών μελών τού ΠΠΣ:
(α) Στέλεχος τής Εταιρίας, οριζόμενο από τη Διοίκηση, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα του προέδρου, ή αναπληρωτή του.
(β) Δύο μέλη οριζόμενα από τη Διοίκηση, ή τους αναπληρωτές τους.
(γ) Δύο μέλη οριζόμενα από τη Διοίκηση έως ότου συσταθεί επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση, οπότε εφεξής θα ορίζονται από την πλέον αντιπροσωπευτική επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση, ή τους αναπληρωτές τους.
29.12 Η ενώπιον του ΔΠΣ διαδικασία είναι ακριβώς όμοια με την ενώπιον του ΠΠΣ. Όμως, το ΔΠΣ δεν μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή από αυτή που καταλόγισε το ΠΠΣ, εκτός αν επιληφθεί (και) έφεσης ασκηθείσας από τη Διοίκηση ή εξουσιοδοτημένο απ’ αυτήν στέλεχος της Εταιρίας .
29.13 Η Διοίκηση έχει το δικαίωμα να ακυρώσει οιαδήποτε ποινή.
29. 14 Οι ποινές καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο και στο μητρώο τού Εργαζομένου και λαμβάνονται υπόψη οπωσδήποτε κατά την αξιολόγηση.
29.15 Μετά την παρέλευση διετίας από την τελεσιδικία τής καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης και εφόσον στο μεταξύ δεν ασκηθεί νέα πειθαρχική διαδικασία ούτε λάβει χώρα οιαδήποτε πράξη ποινικής δίωξης (διότι στην περίπτωση αυτή διακόπτεται η προθεσμία, που αρχίζει πάλι να τρέχει εκ νέου), οι συνέπειες των πειθαρχικών ποινών αίρονται με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τα σχετικά έγγραφα αφαιρούνται από το αρχείο προσωπικού και από τον ατομικό φάκελο του Εργαζόμενου και εξαφανίζονται, εφόσον εκείνος που ελέγχθηκε πειθαρχικά επέδειξε ιδιαίτερη προσήλωση στα καθήκοντά του.
29.16 Η μη ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας εντός ενός έτους από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης επιφέρει την αυτοδίκαια παύση της και την εξάλειψη του πειθαρχικού παραπτώματος.
29.17 Όποιος κρίθηκε τελεσίδικα, μπορεί να ζητήσει την επανάληψη της διαδικασίας στο ΔΠΣ, αν προκύψουν νέα στοιχεία που ήταν άγνωστα σε αυτούς που έκριναν την υπόθεση, εφόσον αποδεικνύουν ότι η γνώση των στοιχείων αυτών από το Πειθαρχικό Συμβούλιο οδηγεί στην αθώωση ή κρίθηκε για παράβαση μεγαλύτερη από εκείνη που διέπραξε.
29.18 Καταδικαστική απόφαση δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθεί πριν καταστεί τελεσίδικη. Η δημοσιοποίηση της αθωωτικής απόφασης πρέπει να προβάλλεται χωρίς καθυστέρηση.
29.19 Εφόσον εκκρεμεί Πειθαρχική Δίωξη ή / και πρωτοβάθμια καταδίκη ή / και η έκδοση απόφασης Πειθαρχικού Συμβουλίου, ο διωκόμενος Εργαζόμενος δεν δικαιούται να καταλάβει θέση Προϊσταμένου, ενώ παράλληλη η αξιολόγησή του αναστέλλεται, μέχρι τελεσίδικης περάτωσης της πειθαρχικής διαδικασίας.
29.20 Η πειθαρχική δίωξη και εν γένει διαδικασία είναι εντελώς ανεξάρτητη της τυχόν ποινικής και αντίστροφα. Σε καμία περίπτωση η ποινική δίωξη ή / και δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, ούτε και αντίστροφα.

  • 13 Δεκεμβρίου 2013, 14:29 | Σ. Α.
    Το βλέπω Θετικά/Αρνητικά: 0  0

    Τα πειθαρχικά συμβούλια ΠΠΣ & ΔΠΣ να απαρτίζονται από πρόσωπα εκτός ΝΕΡΙΤ. Π.χ. συνταξιούχοι δικαστικοί εγνωσμένου κύρους με πρόταση του προέδρου του Αρείου Πάγου ή άλλα πρόσωπα αμερόληπτα εκτός ΝΕΡΙΤ. Οι εργαζόμενοι στην ΝΕΡΙΤ να συμμετέχουν ως σύμβουλοι, υπερασπιστές ή μάρτυρες για τις κρινόμενες υποθέσεις. Ετσι θα εχουν νόημα οι κρίσεις και οι εργαζόμενοι θα σκέπτοντε πολυ πριν το λάθος. Γιατι αυτο που εχει σημασία ειναι να μην γίνει το κακό.