- Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων - http://www.opengov.gr/gengk -

Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των Κυβερνητικών Οργάνων και της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης

Διαβάστε το νομοσχέδιο ή πιέστε εδώ προκειμένου να το μεταφορτώσετε σε μορφή pdf  [1]

Στη δεξιά στήλη μπορείτε να μεταφορτώσετε την αιτιολογική έκθεση [2] που συνοδεύει το σχέδιο νόμου.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης,

των Κυβερνητικών Οργάνων και της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

www.opengov.gr [3] και διαρκεί δύο (2) εβδομάδες. Κατά τη φάση της διαβούλευσης αναρτάται στο δικτυακό τόπο προσχέδιο των διατάξεων του νομοσχεδίου καθώς και μία προκαταρκτική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης και παρέχεται η δυνατότητα κατ’ άρθρον σχολιασμού.

  • Η διαβούλευση μπορεί να συντμηθεί μέχρι μία (1) εβδομάδα ή να επιμηκυνθεί για μία (1) ακόμη εβδομάδα, με εισήγηση του οικείου Υπουργού και έγκριση της Προεδρίας της Κυβέρνησης, για επαρκώς τεκμηριωμένους λόγους, οι οποίοι αναφέρονται στην έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης που συνοδεύει τη ρύθμιση.
  • Η Υπηρεσία Συντονισμού του οικείου Υπουργείου συντάσσει έκθεση επί της δημόσιας διαβούλευσης, στην οποία παρουσιάζονται ομαδοποιημένα τα σχόλια και οι προτάσεις όσων έλαβαν μέρος στη διαβούλευση και τεκμηριώνεται η ενσωμάτωσή τους ή μη στις τελικές διατάξεις. Η έκθεση εντάσσεται στην τελική Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του άρθρου 62 του παρόντος και συνοδεύει τη ρύθμιση κατά την κατάθεσή της στη Βουλή, αναρτάται στο δικτυακό τόπο στον οποίον έλαβε χώρα η διαβούλευση και αποστέλλεται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις από τις οποίες προήλθαν τα σχόλια.
  • 3016/2002 [4] (Α’ 110). Ο Πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου ορίζεται από τα μέλη της. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Αρχής καθορίζονται οι προϋποθέσεις και το ύψος της αποζημίωσης των μελών της Επιτροπής Ελέγχου ανά συνεδρίαση αυτής.

  • Η εσωτερική διάρθρωση των οργανικών μονάδων και υπηρεσιών της Αρχής καθορίζεται με την έκδοση του Οργανισμού της Αρχής.
  •  

     

    Άρθρο 96

    Προσωπικό της Αρχής

    1. Στην Αρχή συνιστώνται πεντακόσιες (503) θέσεις, πέραν των καλυπτόμενων με μετακλητούς, οι οποίες κατανέμονται ως εξής: α) τετρακόσιες πενήντα μία (451) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ). β) Πέντε (5) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού. γ) Δώδεκα (12) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ). δ) τριάντα (30) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ). ε) τρεις (3) θέσεις εκπαιδευτικής κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ). στ) Δύο (2) θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής.
    2. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής δύναται να ανακατανέμονται οι θέσεις ανά εκπαιδευτική κατηγορία προς κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών της Αρχής. Εκ των θέσεων εκπαιδευτικής κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ, της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, τριακόσιες εξήντα πέντε (365) θέσεις καταλαμβάνονται κατ’ ελάχιστον και υποχρεωτικά από Επιθεωρητές-Ελεγκτές.
    3. Τα απαιτούμενα προσόντα για την κάλυψη των ανωτέρω θέσεων είναι τα οριζόμενα στο π.δ. 50/2001 (Α’ 39), όπως ισχύει κάθε φορά, εκτός αν άλλως ορίζεται στον Οργανισμό της Αρχής.
    4. Οι θέσεις των Επιθεωρητών-Ελεγκτών κατανέμονται αποκλειστικά στη Μονάδα Επιθεωρήσεων και Ελέγχων και στις Περιφερειακές Υπηρεσίες της Αρχής.
    5. Για την υποβοήθηση του Διοικητή της Αρχής συνιστώνται έξι (6) θέσεις συνεργατών . Αντίστοιχα, για την υποβοήθηση του Προέδρου της Αρχής και του Συμβουλίου Διοίκησης συνιστώνται δύο (2) θέσεις συνεργατών. Οι θέσεις αυτές καλύπτονται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, των προβλεπομένων στις οικείες διατάξεις του παρόντος για τις θέσεις συνεργατών των ιδιαίτερων γραφείων των μελών της κυβέρνησης και των Υφυπουργών. Στο Γραφείο του Διοικητή της Αρχής συνιστάται θέση Διευθυντή, η οποία καλύπτεται από έναν εκ των συνεργατών. Ο Διευθυντής ασκεί, κατ’ αντιστοιχία, τις αρμοδιότητες που προβλέπονται στις οικείες διατάξεις του παρόντος. Για τις αποδοχές των ανωτέρω εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ν.4354/2015 που αφορούν τους συνεργάτες που υπηρετούν στα ιδιαίτερα γραφεία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, όπως εκάστοτε ισχύουν.
    6. Στο Γραφείο Τύπου της Αρχής συνιστώνται δύο (2) θέσεις δημοσιογράφων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για τις οποίες προσλαμβάνονται από τον Διοικητή της Αρχής δημοσιογράφοι είτε μέλη αναγνωρισμένης στην Ελλάδα επαγγελματικής δημοσιογραφικής οργάνωσης είτε με διετή τουλάχιστον προϋπηρεσία σε ημερήσια πολιτική ή οικονομική εφημερίδα ή σε περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας ή στη ραδιοφωνία ή στην τηλεόραση, που αποδεικνύεται από την καταβολή των εισφορών στον οικείο ασφαλιστικό φορέα με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Στη σύμβαση τίθεται υποχρεωτικά ο όρος ότι αυτή λύεται αυτοδικαίως και χωρίς αποζημίωση και ο προσληφθείς απολύεται με την αποχώρηση για οποιονδήποτε λόγο του Διοικητή της Αρχής που τον προσέλαβε. Οι θέσεις αυτές μπορεί επίσης να καλύπτονται και με απόσπαση υπαλλήλων ανάλογων προσόντων από τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αποσπάσεων του παρόντος νόμου.
    7. Η Αρχή στελεχώνεται από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους και υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα καθώς και των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και καταλαμβάνουν αντίστοιχες οργανικές θέσεις. Η πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων γίνεται με διορισμό μέσω ΑΣΕΠ, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για τις Ανεξάρτητες Αρχές. Κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων της Αρχής δύναται, επίσης, να γίνεται με απόφαση του Διοικητή, ύστερα από προκήρυξη της Αρχής, κατ’ εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, όπως εκάστοτε ισχύουν, με μετάταξη ή απόσπαση προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990, όπως εκάστοτε ισχύει, χωρίς να απαιτείται απόφαση ή σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Υπηρεσιακών Συμβουλίων του φορέα προέλευσης καθώς και του οργάνου διοίκησης αυτού, με την ίδια σχέση εργασίας. Για τις αποδοχές του προσωπικού που διορίζεται, προσλαμβάνεται, μετατάσσεται, αποσπάται ή μεταφέρεται στην Αρχή ισχύουν και εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 93 του παρόντος. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος υπηρεσίας στην οργανική τους θέση. Η χρονική διάρκεια της απόσπασης ορίζεται στα τρία (3) έτη με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης μέχρι τέσσερις (4) φορές.
    8. Οι οργανικές θέσεις των Επιθεωρητών-Ελεγκτών της παρ. 1 του παρόντος, καλύπτονται αποκλειστικά με αποσπάσεις προσωπικού που υπηρετεί στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει, με απόφαση του Διοικητή και ύστερα από προκήρυξη της Αρχής, κατ’ εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης όπως εκάστοτε ισχύουν, χωρίς να απαιτείται απόφαση ή σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Υπηρεσιακών Συμβουλίων του φορέα προέλευσης καθώς και του οργάνου διοίκησης αυτού, με την ίδια σχέση εργασίας. Με την πρόσκληση μπορεί να καθορίζονται, για ορισμένο αριθμό θέσεων Επιθεωρητών – Ελεγκτών, συγκεκριμένοι κλάδοι και ειδικότητες. Σε θέσεις Επιθεωρητών – Ελεγκτών αποσπώνται υπάλληλοι, εφόσον δεν έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους. Η χρονική διάρκεια της απόσπασης ορίζεται στα τρία (3) έτη με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης μέχρι τέσσερις (4) φορές.
    9. Στην Αρχή μπορούν να αποσπώνται κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, όπως εκάστοτε ισχύουν, πέραν του μονίμου προσωπικού και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετεί σε φορείς του δημόσιου ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 όπως εκάστοτε ισχύει, και α) ένστολοι των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Ελληνικής Ακτοφυλακής, β) δικαστικοί υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, η απόσπαση των οποίων διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, ν. 2812/2000 (A` 67) και γ) γιατροί, οδοντίατροι και φαρμακοποιοί του Ε.Σ.Υ., που προέρχονται από τις θέσεις του κλάδου Ιατρών Ε.Σ.Υ., ο οποίος έχει συσταθεί στο Υπουργείο Υγείας με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν. 1397/1983 (Α’ 143), όπως αυτές καθορίζονται κάθε φορά κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1397/1983 (Α’ 143) και του άρθρου 64 του ν. 2071/1992 (Α’ 123), καθώς επαγγελματιών που ανήκουν στους κλάδους των Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών Ε.Σ.Υ., Νοσοκομειακών Φυσικών Νοσοκομείων-Ακτινοφυσικών Ε.Σ.Υ., Κλινικών Χημικών, Χημικών, Βιοχημικών, Βιολόγων των Ιατρικών Εργαστηρίων Νοσοκομείων Ε.Σ.Υ. και Ψυχολόγων Ε.Σ.Υ. οι οποίες έχουν συσταθεί στο Υπουργείο Υγείας με τις διατάξεις των άρθρων 40, 41, 42 και 43 του ν. 2519/1997 (Α’ 165), όπως καθορίζονται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 2519/1997. Ειδικά το ως άνω προσωπικό επιλέγει με δήλωσή του το αργότερο εντός τριμήνου από την απόσπασή του στην Αρχή, εάν επιθυμεί να διατηρήσει τις αποδοχές της οργανικής του θέσης. Η χρονική διάρκεια της απόσπασης ορίζεται στα τρία (3) έτη με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης μέχρι τέσσερις (4) φορές.
    10. Για τις αποδοχές του ως άνω προσωπικού ισχύουν και εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 93 του παρόντος. Ο χρόνος υπηρεσίας των αποσπασμένων λογίζεται για κάθε έννομη συνέπεια ως χρόνος υπηρεσίας στην οργανική τους θέση.
    11. α) Στην Αρχή συστήνονται: (αα) μία (1) θέση Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, (ββ) δύο (2) θέσεις Προϊσταμένων για τη Γενική Διεύθυνση Ακεραιότητας και Λογοδοσίας και για τη Γενική Διεύθυνση Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία αντίστοιχα, (γγ) δύο (2) θέσεις Προϊσταμένων για τη Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων και για τη Διεύθυνση Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών Πολιτικών. β) Οι θέσεις της υποπαραγράφου α’ της παρούσης, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και οι επιλεγέντες για αυτές διορίζονται για τριετή θητεία κατά παρέκκλιση των διατάξεων της Π.Υ.Σ. 33/2006, όπως εκάστοτε ισχύει. γ) Οι θητείες αυτές μπορούν να ανανεωθούν μέχρι τρεις (3) φορές με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διοικητή της Αρχής. δ) Οι θητείες των επιλεγέντων για τις ως άνω θέσεις μπορούν να διακόπτονται πριν από τη λήξη τους για λόγους που ανάγονται σε αδυναμία ή σε πλημμελή εκπλήρωση των καθηκόντων τους, με αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διοικητή της Αρχής.
    12. Για την κάλυψη των θέσεων της προηγούμενης παραγράφου εκδίδεται με απόφαση του Διοικητή σχετική προκήρυξη με την οποία εξειδικεύονται τα καθήκοντα της θέσης, τα απαιτούμενα προσόντα και η διαδικασία επιλογής. Υποψήφιοι δύνανται να είναι είτε ιδιώτες είτε μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί ή υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990, όπως εκάστοτε ισχύει. Οι υποψήφιοι πρέπει κατ’ ελάχιστον να κατέχουν πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, τουλάχιστον δέκα (10) χρόνια εμπειρίας στις σχετικές με τις θέσεις της προηγούμενης υποπαραγράφου αρμοδιότητες, εκτός από τις θέσεις του Διευθυντή Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων και του Διευθυντή Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών Πολιτικών για τις οποίες απαιτούνται τουλάχιστον πέντε (5) χρόνια σχετικής εμπειρίας, καθώς και άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Οι ανωτέρω επιλέγονται από τριμελή Επιτροπή Επιλογής που συγκροτείται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής από: α) ένα μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από το Συμβούλιο Διοίκησης και ασκεί καθήκοντα Προέδρου της Επιτροπής, β) ένα μέλος του ΑΣΕΠ με τον αναπληρωτή του, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του, και γ) το Διοικητή της Αρχής με το νόμιμο αναπληρωτή του.
    13. Στην περίπτωση επιλογής και κάλυψης της θέσης από ιδιώτη συνάπτεται σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του Διοικητή της Αρχής και του φυσικού προσώπου διάρκειας τριών (3) ετών με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης μέχρι τρεις (3) φορές. Στην περίπτωση επιλογής υπαλλήλου που υπηρετεί στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στο άρθρο 51 του ν. 1892/1990, διενεργείται απόσπαση από το φορέα προέλευσης, με απόφαση του Διοικητή, κατ’ εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης περί αποσπάσεων όπως εκάστοτε ισχύουν, και χωρίς να απαιτείται απόφαση ή σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Υπηρεσιακών Συμβουλίων του φορέα προέλευσης καθώς και του οργάνου διοίκησης αυτού για διάστημα τριών (3) ετών με δυνατότητα ισόχρονης ανανέωσης μέχρι τρεις (3) φορές. Στην τελευταία περίπτωση, ο χρόνος υπηρεσίας στη θέση του Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων της Αρχής και των Προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης Ακεραιότητας και Λογοδοσίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία, λογίζεται για κάθε έννομη συνέπεια ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση επικεφαλής οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης ενώ ο χρόνος υπηρεσίας στη θέση Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων καθώς και της Διεύθυνσης Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών Πολιτικών, λογίζεται για κάθε έννομη συνέπεια ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση επιπέδου Διεύθυνσης. Στην περίπτωση αυτή για τις αποδοχές των προσώπων αυτών ισχύουν τα προβλεπόμενα στην επόμενη παράγραφο.
    14. Οι αποδοχές του Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 5 περ. β του ν. 4354/2015. Στον ανωτέρω καταβάλλονται επίσης, το επίδομα της θέσης ευθύνης του άρθρου 16 παρ. 1 περ. α υποπερ. αβ, καθώς και η οικογενειακή παροχή του άρθρου 15 του ιδίου ως άνω νόμου. Οι αποδοχές των Προϊσταμένων της Γενικής Διεύθυνσης Ακεραιότητας και Λογοδοσίας και της Γενικής Διεύθυνσης Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 4354/2015. Στους ανωτέρω καταβάλλονται επίσης το επίδομα της θέσης ευθύνης του άρθρου 16 παρ. 1 περ. α υποπερ. αδ, καθώς και η οικογενειακή παροχή του άρθρου 15 του ιδίου ως άνω νόμου. Οι αποδοχές του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 93 του παρόντος νόμου για το προσωπικό που υπηρετεί στις οργανικές μονάδες, επιπέδου Διεύθυνσης, που υπάγονται στο Διοικητή. Στον ανωτέρω καταβάλλονται, το επίδομα θέσης ευθύνης του του άρθρου 16 παρ. 1 περ. α υποπερ. αε, καθώς και η οικογενειακή παροχή του άρθρου 15 του ιδίου ως άνω νόμου. Οι αποδοχές του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών πολιτικών είναι αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 93 του παρόντος νόμου για το προσωπικό που υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνσης Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία. Στον ανωτέρω καταβάλλονται επίσης, το επίδομα θέσης ευθύνης του του άρθρου 16 παρ. 1 περ. α υποπερ. αε, καθώς και η οικογενειακή παροχή του άρθρου 15 του ιδίου ως άνω νόμου. Στους ανωτέρω, εφόσον είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, εξακολουθεί να καταβάλλεται τυχόν προσωπική διαφορά του άρθρου 27 του ν. 4354/2015, στο ύψος που αυτή έχει προσδιοριστεί κατά την ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας στην Αρχή, χωρίς αυτή να συμψηφίζεται με τον καταβαλλόμενο βασικό μισθό, όπως αυτός προσδιορίζεται, κατά περίπτωση, στα προηγούμενα εδάφια.
    15. Με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του ως άνω προσωπικού, εφόσον κατέχουν θέση δημοσίου υπαλλήλου, επανέρχονται αυτοδίκαια σε κενή θέση ή εάν δεν υπάρχει, σε συνιστώμενη με την πράξη επαναφοράς προσωποπαγή θέση, του φορέα προέλευσής τους. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό αυτό με την επαναφορά του εξελίσσεται κανονικά στους βαθμούς και τα Μ.Κ. της κατηγορίας του, συνυπολογιζόμενου του χρόνου υπηρεσίας που έχει διανυθεί στην Αρχή.
    16. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, κατόπιν γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης, δύναται να καθορίζεται εντός των ορίων του προϋπολογισμού της Αρχής και του εκάστοτε Μ.Π.Δ.Σ., ειδικό μισθολογικό καθεστώς του προσωπικού της Αρχής, στη βάση των περιγραμμάτων θέσεων εργασίας.
    17. Ο Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, οι Επιθεωρητές Ελεγκτές, και το υπόλοιπο προσωπικό που υπηρετεί στην Αρχή, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς απασχόλησής τους, υποχρεούνται να τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και επί μία πενταετία μετά την αποχώρησή τους. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και του καθήκοντος εχεμύθειας αφορά και το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
    18. Παραβιάσεις του απορρήτου ή του καθήκοντος εχεμύθειας, καθώς και η εκ δόλου μη στάθμιση στοιχείων επιβαρυντικών για την υπηρεσία που επιθεωρείται ή ελέγχεται και τους υπαλλήλους της, συνιστούν σοβαρό λόγο για την ανάκληση της απόσπασης του Επιθεωρητή – Ελεγκτή.
    19. Με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητή ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου Διοίκησης, είναι δυνατόν να διακοπεί η απόσπαση Επιθεωρητών–Ελεγκτών, καθώς και του λοιπού προσωπικού που υπηρετεί στην Αρχή, πριν από τη λήξη της, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων ή μεταβολή των υπηρεσιακών αναγκών ή μετά από αίτηση του υπαλλήλου, αφού συνεκτιμηθούν οι υπηρεσιακές ανάγκες.

     

    Άρθρο 97

    Προανακριτικές αρμοδιότητες και δικονομικές ρυθμίσεις

    1. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές που υπηρετούν στην Αρχή δύνανται, κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του επόμενου άρθρου, να διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, για υποθέσεις για τις οποίες διενεργείται ή έχει διενεργηθεί επιθεώρηση-έλεγχος από την Αρχή. Στο πλαίσιο αυτό οι εντεταλμένοι προς τούτο υπάλληλοι της Αρχής μεριμνούν ιδίως για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού προκειμένου να διαβιβαστεί, στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, η σχετική αναφορά για εγκλήματα που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 83 και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134, 216, 222, 235, 236, 237, 252, 263Α και 372 του Ποινικού Κώδικα. Στις προκαταρκτικές εξετάσεις ή προανακρίσεις που διενεργούνται από την Αρχή μπορούν να εκτελούν χρέη β` ανακριτικού υπαλλήλου και διοικητικοί υπάλληλοι ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ, οι οποίοι υπηρετούν με οποιαδήποτε σχέση στην Αρχή.
    2. Εάν, σύμφωνα με το περιεχόμενο των εκθέσεων που συντάσσουν οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής ανακύπτουν ποινικές ευθύνες, αντίγραφο αυτών με τα σχετικά στοιχεία κοινοποιείται, από τον Διοικητή της Αρχής, στον ασκούντα την εποπτεία στην Αρχή, Εισαγγελέα Εφετών, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 98 του παρόντος νόμου.
    3. Ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών διαβιβάζει το φάκελο στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να παραγγέλλει στους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής, οι οποίοι στην περίπτωση αυτή ενεργούν και ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Η σχετική παραγγελία, με περίληψη του θέματος κοινοποιείται και στον αρμόδιο, κατά τόπο, Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Στο πλαίσιο αυτό ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή ή τη συμπλήρωση της προκαταρκτικής ή προανακριτικής έρευνας, από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας ή τις κατά τόπους ανακριτικές ή προανακριτικές ή Αστυνομικές Αρχές. Επίσης, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2713/ 1999 (Α’ 89). Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.
    4. α) Υποθέσεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134, 216, 222, 235, 236, 237, 252, 263Α και 372 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία αποδίδονται σε υπαλλήλους του άρθρου 13 του Π.Κ. εκδικάζονται κατά προτίμηση. β) Η προανάκριση στις υποθέσεις αυτές ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών, ενώ η κυρία ανάκριση το αργότερο εντός έξι (6) μηνών. γ) Στις κακουργηματικού χαρακτήρα υποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου του παρόντος άρθρου, μόλις περατωθεί η ανάκριση, η δικογραφία υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος εάν κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με απευθείας κλήση, εισάγει την υπόθεση, με πρότασή του, στο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο αποφασίζει σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 309 έως και 315 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. δ) Εάν ο Εισαγγελέας Εφετών κρίνει ότι προκύπτουν ενδείξεις και ότι η δικογραφία δεν πρέπει να επιστραφεί προς συμπλήρωση, εφόσον συμφωνεί και ο Πρόεδρος Εφετών, εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο με απευθείας κλήση ως προς όλους τους κατηγορουμένους και για τα συναφή πλημμελήματα. ε) Προκειμένου για υποθέσεις, σε βαθμό πλημμελήματος, είτε μετά την περάτωση της προανάκρισης, είτε και χωρίς τη διενέργεια αυτής, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο, με απευθείας κλήση στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο.
    5. Στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη η ανάκριση για τα εγκλήματα της παρ. 4α του παρόντος άρθρου διεξάγεται από ανακριτές στους οποίους ανατίθεται αποκλειστικά η ανάκριση αυτών των εγκλημάτων. Δεν αποτελεί λόγο υποχρεωτικής αναβολής, εκκρεμής πειθαρχική διαδικασία, η οποία είναι συναφής με τη δικαζόμενη υπόθεση.
    6. α) Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, όταν ασκεί ποινική δίωξη σε υποθέσεις της παρ. 4α του παρόντος άρθρου οφείλει να γνωστοποιεί την ποινική δίωξη, με περίληψη του θέματος στην Αρχή και στην αρμόδια υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ή ανήκει οργανικά ο υπάλληλος. β) Οι Γραμματείς των δικαστηρίων ή δικαστικών συμβουλίων, οφείλουν να διαβιβάζουν στην Αρχή και στην υπηρεσία στην οποία ανήκει οργανικά ο υπάλληλος τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα του πρώτου και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, καθώς και τις πρωτοδίκες, τελεσίδικες και αμετάκλητες καταδικαστικές ή απαλλακτικές αποφάσεις που αφορούν τις υποθέσεις αυτές.
    7. Ο Διοικητής της Αρχής έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών ή από τους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 83 με υποχρέωση συμμόρφωσης των τελευταίων: α) να παρίστανται κατά την προδικασία και την κύρια ακροαματική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντες και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις του υπαλλήλου, λειτουργού ή του οργάνου τους, β) να ασκούν υπό την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος όλα τα παρεχόμενα σε αυτούς ένδικα μέσα κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων, γ) να ζητούν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα υπό την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκήσει τα παρεχόμενα σε αυτόν ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και την επίσπευση της ποινικής διαδικασίας και την κατά προτίμηση εκδίκαση των υποθέσεων.

     

    Άρθρο 98

    Δικαστική Eποπτεία

    1. α) Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ασκεί την εποπτεία εφαρμογής του παρόντος νόμου για όσες ρυθμίσεις σχετίζονται με θέματα ποινικής ευθύνης υπαλλήλων. β) Πέραν των αρμοδιοτήτων, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 97 παρ. 3 και 4 του παρόντος και των επόμενων παραγράφων, παρέχει τις αναγκαίες οδηγίες, σε κάθε περίπτωση που ζητείται η συνδρομή του από τον Διοικητή της Αρχής ή τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές, εφόσον κατά τη διενέργεια Επιθεώρησης, Ελέγχου ή έρευνας ανακύπτουν ποινικές ευθύνες.
    2. Ο αρμόδιος, κατά τόπο, Εισαγγελέας Εφετών, ή κατά παραγγελίαν αυτού ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ασκεί εποπτεία στις προκαταρκτικές έρευνες ή προανακρίσεις που διενεργούνται από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής. Ειδικότερα στην εποπτεία αυτή περιλαμβάνεται και η αρμοδιότητα να παραγγέλλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, να λαμβάνει γνώση των υποθέσεων, που έχουν ποινικό χαρακτήρα, να παρακολουθεί την πορεία τους, να παρέχει οδηγίες, να δίδει παραγγελίες σε άλλες προανακριτικές ή αστυνομικές αρχές του κράτους, να ζητεί από αυτές τη συνδρομή τους ή τη συμπλήρωση των ερευνών που κάνει η Αρχή, να παρίσταται κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων και να ασκεί τα δικαιώματα του άρθρου 6 του ν. 2713/1999 (Α’ 89).
    3. Οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών υποβάλλουν, ανά εξάμηνο, στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, αναλυτική κατάσταση των εκκρεμών υποθέσεων του άρθρου 97 παρ. 4α. Από τις καταστάσεις αυτές πρέπει να προκύπτει η τήρηση των προθεσμιών του άρθρου 97 παρ. 4β. Επίσης, μνημονεύονται σε αυτές τα ονοματεπώνυμα των κατηγορουμένων, οι υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούν ή υπηρετούσαν, τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται, το δικονομικό στάδιο στο οποίο βρίσκονται οι σχετικές δικογραφίες, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία πληροφορία.

     

    Άρθρο 99

    Πειθαρχικές Αρμοδιότητες

    1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών και ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούνται να ανακοινώνουν στον Διοικητή της Αρχής ο μεν πρώτος την ποινική δίωξη, που ασκείται με κάθε μορφή συμμετοχής κατά υπαλλήλου, λειτουργού ή οργάνου των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 του παρόντος για εγκλήματα περί την υπηρεσία (άρθρα 235, 236 και 237 Π.Κ.), περί τα υπομνήματα (άρθρα 216, 217, 220, 222 Π.Κ.), κατά της ιδιοκτησίας (άρθρα 372 και 375, Π.Κ.) και κατά περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρα 386, 386Α, 389, 390 και 394), που στρέφονται κατά του Δημοσίου και των ως άνω φορέων, ο δε δεύτερος τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά των ως άνω προσώπων και για τις αξιόποινες αυτές πράξεις.
    2. Η διαπίστωση, ύστερα από διενέργεια επιθεώρησης ή ελέγχου, από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων, λειτουργών ή οργάνων των φορέων της προαναφερόμενης διάταξης δεσμεύει τα αρμόδια όργανα των φορέων αυτών για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης. Ο Διοικητής της Αρχής παρακολουθεί την πορεία της πειθαρχικής δίωξης από το αρμόδιο κατά περίπτωση πειθαρχικό όργανο και δύναται να παραγγέλλει τη λήψη άλλων μέτρων.
    3. Ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να ασκεί ένσταση κατά οποιασδήποτε απόφασης των πειθαρχικών οργάνων των φορέων και των υπηρεσιών της παρ. 1 του άρθρου 83, παραπέμποντας: α) Στο αμέσως ανώτερο πειθαρχικό όργανο υποθέσεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση κατώτερου πειθαρχικού οργάνου, β) στο οικείο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο υποθέσεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση μονομελούς πειθαρχικού οργάνου, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, οι οποίες δεν προσβάλλονται με ένσταση στο υπηρεσιακό συμβούλιο του οικείου φορέα. Στις ως άνω δύο περιπτώσεις εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή οι κατά περίπτωση οικείες διατάξεις, όπως ισχύουν κάθε φορά.
    4. Ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να ασκεί ένσταση υπέρ της διοίκησης ή του υπαλλήλου, εναντίον όλων των πειθαρχικών αποφάσεων μονομελών και συλλογικών πειθαρχικών οργάνων των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83, εξαιρουμένων των αποφάσεων μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών και για οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι πειθαρχικές διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ή οι κατά περίπτωση οικείες διατάξεις πειθαρχικού δικαίου των ελεγχόμενων φορέων.
    5. Ο Διοικητής της Αρχής έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των τελεσίδικων αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των υπηρεσιών και των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 για πειθαρχικά αδικήματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, καθώς και ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κατά όλων των άλλων τελεσίδικων αποφάσεων μονομελών ή συλλογικών πειθαρχικών οργάνων.
    6. Η προθεσμία για την άσκηση ενστάσεων και προσφυγών αρχίζει από την υποχρεωτική κοινοποίηση των πειθαρχικών αποφάσεων στην Αρχή. Η προσφυγή υπογράφεται είτε από το Διοικητή είτε από τον Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων και κατά τη συζήτησή της μπορεί να παρίσταται είτε ο Διοικητής είτε ο Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων είτε εκπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. είτε πληρεξούσιος δικηγόρος, ο οποίος υπηρετεί στην Αρχή. Αν η προσφυγή ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας και ο υπάλληλος έχει ασκήσει ήδη προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης από την Αρχή τελεσίδικης απόφασης ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Εφετείου ή την ασκεί ενόσω εκκρεμεί η ανωτέρω προσφυγή της Αρχής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο Συμβούλιο της Επικράτειας προς συνεκδίκαση των ανωτέρω προσφυγών.

     

    Άρθρο 100

    Ελεγκτική διαδικασία

    1. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές που υπηρετούν στην Αρχή α) μπορούν στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και για την εκπλήρωση του έργου τους να επισκέπτονται χωρίς ή με προειδοποίηση τους ελεγχόμενους φορείς, αρχές και υπηρεσίες ή οποιονδήποτε εμπλεκόμενο, φορέα, αρχή και υπηρεσία της παρ. 1 του άρθρου 83, να μελετούν επί τόπου την εξεταζόμενη υπόθεση, να ενεργούν αυτοψίες και να εξετάζουν πρόσωπα, β) μπορούν επίσης να εξετάζουν οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να εισφέρει στοιχεία στον διενεργούμενο έλεγχο, να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από τους αρμόδιους υπαλλήλους των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων που εμπλέκονται με την εξεταζόμενη υπόθεση, γ) έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους φακέλους συμπεριλαμβανομένων και των απορρήτων, εκτός εάν πρόκειται για ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την εθνική άμυνα και την κρατική ασφάλεια, δ) μπορούν να ζητούν με έγγραφό τους πληροφορίες σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Στο έγγραφο αναφέρονται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, οι οποίες θεμελιώνουν το αίτημα, ο σκοπός του αιτήματος, η προθεσμία που τάσσεται για την παροχή των πληροφοριών, η οποία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των πέντε ημερών, καθώς και οι κυρώσεις, οι οποίες προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την υποχρέωση παροχής πληροφοριών. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται.
    2. Ο Διοικητής της Αρχής δίνει εντολή για επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα στους Επιθεωρητές Ελεγκτές σε εκτέλεση του ετήσιου σχεδίου ελεγκτικής δράσης ή αυτεπάγγελτα ή συνεκτιμώντας σχετικό αίτημα του οικείου Υπουργού για τις υπηρεσίες του ή τα εποπτευόμενα από αυτόν Ν.Π.Δ.Δ και κρατικά Ν.Π.Ι.Δ.
    3. α) Ο Διοικητής της αρχής κατανέμει τις εντολές σε Επιθεωρητές-Ελεγκτές ή σε κλιμάκιο Επιθεωρητών-Ελεγκτών και παρακολουθεί την έγκαιρη εκτέλεσή τους. Με την ίδια εντολή καθορίζει το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να περατωθεί ο έλεγχος και να υποβληθεί η σχετική έκθεση. β) Στο κλιμάκιο Επιθεωρητών Ελεγκτών μπορούν να συμμετέχουν και ιδιώτες τεχνικοί εμπειρογνώμονες, καθώς και επιθεωρητές ή υπάλληλοι των υπηρεσιακών μονάδων εσωτερικού ελέγχου ή άλλων υπηρεσιών των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 οι οποίοι ορίζονται, μετά από σχετικό αίτημα του Διοικητή της Αρχής, από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας τους και διατίθενται στην Αρχή για το χρονικό διάστημα της διενέργειας του ελέγχου.
    4. α) Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Αρχής και τη διαπίστωση παραβάσεων των κείμενων διατάξεων που αφορούν σε θέματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων και τα λοιπά στελέχη της Αρχής που μετέχουν, ανά περίπτωση, στα κλιμάκια ελέγχου έχουν την αρμοδιότητα: αα) να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων στη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους, ββ) να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες, γγ) να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων φορέων, δδ) να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των ελεγχόμενων φορέων, εε) να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού, στστ) να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με τον ελεγχόμενο φορέα και το αντικείμενο του ελέγχου, ζζ) να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις. Η διαδικασία κατάσχεσης, συλλογής, φύλαξης και επεξεργασίας ηλεκτρονικών αρχείων και αλληλογραφίας, που συλλέγονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, καθορίζεται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους, σύμφωνα με τις περιπτώσεις αα’ μέχρι ζζ’, οι υπάλληλοι της Αρχής τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος για το άσυλο της κατοικίας. β) Η σχετική εντολή παρέχεται εγγράφως από τον Διοικητή της Αρχής και περιέχει το αντικείμενο της έρευνας και τις συνέπειες της παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης αυτής ή άρνησης εμφάνισης των αιτούμενων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων ή χορήγησης αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους. γ) Ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να ζητεί, εγγράφως, τη συνδρομή των δημόσιων αρχών και υπηρεσιών, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τη διεξαγωγή των ερευνών που αναφέρονται στις περιπτώσεις αα’ μέχρι ζζ’ της παραγράφου 4. δ) Για τους ελέγχους και τις έρευνες που έγιναν, συντάσσεται από αυτόν που τις διεξήγαγε έκθεση, αντίγραφο της οποίας κοινοποιείται στους οικείους ελεγχόμενους φορείς. ε) Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή αυτής, επιβάλλεται στους ελεγχόμενους φορείς ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες του παρόντος άρθρου, καθώς και στους φορείς ή σε αυτούς που αρνούνται να υποβληθούν στις εν λόγω έρευνες, να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους, πρόστιμο κατ’ ελάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ και μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ στο καθένα από τα πρόσωπα και για κάθε παράβαση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωσή τους στην έκβαση της έρευνας. στ) Σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των εντεταλμένων υπαλλήλων της Αρχής στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προληπτικά.
    5. Η εφαρμογή και η υλοποίηση των συστάσεων–προτάσεων που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου είναι υποχρεωτική για τους ελεγχόμενους φορείς. Οι φορείς, αρχές και υπηρεσίες της παρ. 1 του άρθρου 83 οφείλουν εντός διμήνου από τη γνωστοποίηση της σχετικής έκθεσης επιθεώρησης-ελέγχου, να ενημερώνουν την Αρχή για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν για την υλοποίηση των προτάσεων της έκθεσης. Σημειώνεται ότι η διαπίστωση ύστερα από διενέργεια επιθεώρησης ή ελέγχου πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεσμεύει τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.
    6. Ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 που εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς να εντάσσονται στην Αρχή υποχρεούνται να κοινοποιούν σε αυτή α) τα πορίσματα και τις εκθέσεις τους αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σχετικών επιθεωρήσεων και ελέγχων. β) τους ετήσιους προγραμματισμούς της δράσης τους το αργότερο μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του κάθε έτους.
    7. Η μη χορήγηση των παραπάνω πληροφοριών ή στοιχείων, η απόκρυψη στοιχείων ή πληροφοριών, καθώς επίσης η χορήγηση εν γνώσει ανακριβών στοιχείων και γενικά η παρακώλυση και παραπλάνηση του έργου των Επιθεωρητών-Ελεγκτών της Αρχής συνιστά αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο μπορεί να επιβληθεί μια από τις ποινές που προβλέπονται στις περιπτώσεις γ` έως και στ` της παρ.1 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα.
    8. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης παροχής των αιτούμενων κατά περίπτωση πληροφοριών ή σε περίπτωση παροχής πληροφοριών ανακριβών ή ελλιπών, η Αρχή, όταν πρόκειται για ιδιωτικές επιχειρήσεις και λοιπούς ιδιωτικούς φορείς και ιδιώτες φυσικά πρόσωπα, επιβάλλει πρόστιμο δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ στο καθένα από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και για κάθε παράβαση.
    9. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρούνται: α) Όποιος παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει με οποιονδήποτε τρόπο την διεξαγωγή ερευνών για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου από τα εντεταλμένα για τον έλεγχο όργανα της Αρχής, ιδίως με την παρεμβολή προσκομμάτων ή απόκρυψη στοιχείων. β) Όποιος αρνείται ή δυσχεραίνει την παροχή πληροφοριών κατά τη διενέργεια των ελέγχων. γ) Όποιος παρέχει, εν γνώσει, ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει στοιχεία στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας. δ) Όποιος αρνείται, αν και έχει κληθεί για το σκοπό αυτό από εντεταλμένο για τον έλεγχο όργανο, να προβεί σε ένορκη ή ανωμοτί κατάθεση ενώπιον του, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και όποιος, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, εν γνώσει καταθέτει ψευδή στοιχεία ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθή.
    10. Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, που λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία 4/5 και ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις απαλλαγής ή μείωσης των προστίμων που επιβάλλονται σε βάρος των ελεγχόμενων φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 ή φυσικών προσώπων που συμβάλλουν στον εντοπισμό και στη διερεύνηση παραβάσεων των κείμενων διατάξεων που αφορούν σε θέματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας και καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς (πρόγραμμα επιείκειας). Εάν ελεγχόμενος φορέας ή φυσικό πρόσωπο υπαχθεί στο πρόγραμμα επιείκειας, και εν συνεχεία απαλλαγεί πλήρως από την επιβολή προστίμου τότε οι υπαίτιοι ή συμμέτοχοι στην παράνομη πράξη απαλλάσσονται από κάθε ποινή. Η υπαγωγή στο πρόγραμμα επιείκειας εξαιτίας της οποίας επιβλήθηκε μειωμένο πρόστιμο, θεωρείται ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 Π.Κ. και στους δράστες των πράξεων αυτών επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.
    11. Ο υπαίτιος ή οι συμμέτοχοι στην παράνομη πράξη μένουν ατιμώρητοι, εάν με δική τους θέληση και σε κάθε περίπτωση πριν εξεταστούν, την αναγγείλουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, στην Αρχή ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια Αρχή, προσκομίζοντας συγχρόνως αποδεικτικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η ουσιώδης συμβολή των παραπάνω προσώπων στην αποκάλυψη της συμμετοχής στις πράξεις αυτές, με την προσκόμιση στοιχείων στις Αρχές θεωρείται ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 Π.Κ. και στους δράστες των πράξεων αυτών επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ.
    12. α) Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ύπαρξη ελλειμμάτων, αυτά καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών, σε βάρος των υπευθύνων υπολόγων, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 96 παρ. 2 και 152 παρ. 3 του ν. 4270/2014, όπως εκάστοτε ισχύουν. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές μπορούν να θέτουν με αιτιολογημένη απόφασή τους εκτός διαχειρίσεως οποιονδήποτε δημόσιο υπόλογο, εάν ενδεικτικά: α) αρνείται να συνεργαστεί και να παράσχει σε αυτούς όλα τα απαραίτητα έγγραφα και πληροφορίες που του ζητούνται κατά τη διάρκεια του ελέγχου και να υπογράψει παρουσία τους τα πρωτόκολλα κατάσχεσης και τα λοιπά έγγραφα του ελέγχου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αυτά υπογράφονται από τον προσωρινό αναπληρωτή του δημόσιου υπολόγου που έχει τεθεί εκτός διαχειρίσεως και από δύο μάρτυρες. β) από τις πράξεις του υπολόγου κινδυνεύει το συμφέρον του Δημοσίου. γ) ανακαλυφθούν ατασθαλίες που δημιουργούν εύλογη υπόνοια κατάχρησης ή δ) εάν εμποδίζεται η απρόσκοπτη διενέργεια του ελέγχου. β) Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κανονισμού λειτουργίας αυτής ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τη διαδικασία του καταλογισμού, τη θέση εκτός διαχείρισης των υπευθύνων υπολόγων εφόσον τα ζητήματα αυτά δεν καλύπτονται από τις διατάξεις του ν. 4270/2014.
    13. α) Σε κάθε περίπτωση, ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να προκαλέσει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), το πόρισμα της οποίας, πλήρως τεκμηριωμένο, του γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, εάν προκύψουν πειθαρχικές ευθύνες, η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα, η οποία εκδηλώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση του πορίσματος. β) Η ανωτέρω Ε.Δ.Ε ενεργείται, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στις οικείες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, από Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής, που ορίζονται από τον Διοικητή της Αρχής και έναν μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α’ του ελεγχόμενου φορέα, αρχής ή υπηρεσίας, που προτείνεται αντίστοιχα από τον φορέα προέλευσής του, μέσα σε προθεσμία, η οποία ορίζεται στην οικεία πρόσκληση του Διοικητή της Αρχής. Η εντολή για τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. εκδίδεται από τον Διοικητή της Αρχής. Αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα ως άνω προθεσμία, ο Διοικητής της Αρχής αναθέτει τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. μόνο σε Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής. γ) Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον οικείο φορέα. Εάν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη εφαρμόζονται αναλόγως οι αντίστοιχες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα. δ) Η άρνηση κατάθεσης σε διενεργούμενη, κατά τα ανωτέρω, ένορκη διοικητική εξέταση αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό αδίκημα, το οποίο επισύρει την ποινή του προστίμου έως τις αποδοχές έξι μηνών. ε) Αν από την Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκε, κατά τα ανωτέρω, διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από εκείνα που τιμωρούνται, κατά την παρ. 2 του άρθρου 109 του Υπαλληλικού Κώδικα, με την ποινή της οριστικής παύσης, ο Διοικητής της Αρχής ασκεί ο ίδιος την πειθαρχική δίωξη και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Αν διαπιστώνεται διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος αιρετού οργάνου της τοπικής αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού, ο φάκελος διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο υποχρεούται να ασκήσει την πειθαρχική δίωξη εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση της έκθεσης. στ) Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές που υπηρετούν στην Αρχή μπορούν να διεξάγουν Ε.Δ.Ε. κατόπιν σχετικής εντολής του Διοικητή της Αρχής, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, μπορεί να ασκήσει ή να διατάξει την άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή τη λήψη άλλων διοικητικών μέτρων. ζ) Ένορκη διοικητική εξέταση μπορεί επίσης να διενεργηθεί και κατά τη διάρκεια του ελέγχου, μετά από εισήγηση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και εντολή του Διοικητή της Αρχής. Στην περίπτωση αυτή η Ε.Δ.Ε. διενεργείται μόνο από Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.
    14. Ο Διοικητής της Αρχής, όταν αναθέτει τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. οφείλει να γνωστοποιεί τούτο με περίληψη του θέματος στον αρμόδιο επιθεωρητή-ελεγκτή και στην υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ή ανήκει οργανικά ο υπάλληλος.
    15. Στο πλαίσιο των ελέγχων, επιθεωρήσεων και ερευνών που διενεργούνται από τις υπηρεσίες της Αρχής ή κατόπιν εντολής του Διοικητή αυτής από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 του παρόντος, είναι δυνατή, ύστερα από έγγραφη εντολή του Διοικητή της, η άρση του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου. Η άρση του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου είναι δυνατή και στο πλαίσιο του ελέγχου από τις υπηρεσίες της Αρχής των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες») των μελών των ιδιαίτερων Σωμάτων και Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου, εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Α’ 170), καθώς και μετά από παραγγελία του εισαγγελέα στο πλαίσιο διενεργούμενης προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.
    16. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής, στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας, έχουν πρόσβαση στα πληροφοριακά συστήματα που διαχειρίζεται η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γνωστοποιώντας στην τελευταία την πρόσβαση αυτή, σύμφωνα με τους κανόνες ιχνηλασιμότητας και πρόσβασης στα συστήματα της Α.Α.Δ.Ε., και λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο για τη συγκεκριμένη υπόθεση που ερευνούν. Η πρόσβαση αφορά σε πληροφορίες ή στοιχεία προσδιορισμένων φυσικών και νομικών προσώπων και κάθε είδους νομικών οντοτήτων με εντοπισμένο αριθμό φορολογικού μητρώου. Η προαναφερθείσα πρόσβαση των Επιθεωρητών-Ελεγκτών της Αρχής δεν υπόκειται σε περιορισμούς διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου, υποχρεούνται, όμως, αυτοί στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα,
    17. Οι επιθεωρητές-ελεγκτές της Αρχής έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63 του ν. 4170/2013 (Α΄ 163) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος, μη υποκείμενοι σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου και απορρήτου των στοιχείων, υποχρεούνται, όμως, στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.
    18. Κατά τους ελέγχους, επανελέγχους, επιθεωρήσεις, έρευνες και ένορκες διοικητικές εξετάσεις που διενεργούνται από την Αρχή ή, ύστερα από εντολή του Διοικητή αυτής, από τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83, μπορεί να ορίζονται, με απόφασή του Διοικητή της Αρχής, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ως εμπειρογνώμονες λειτουργοί ή υπάλληλοι των φορέων της παρ. 1 του άρθρου 83 του παρόντος. Οι κάθε είδους δαπάνες βαρύνουν, κατά περίπτωση, τους προϋπολογισμούς των παραπάνω φορέων. Επίσης ο Διοικητής της Αρχής μπορεί να αναθέτει πραγματογνωμοσύνες και σε ιδιώτες. Στην περίπτωση αυτή οι δαπάνες βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Αρχής.
    19. Τα πρότυπα, οι διαδικασίες και οι μεθοδολογίες σχεδιασμού, διεξαγωγής και σύνταξης των πορισμάτων των αποστολών επιθεώρησης και ελέγχου, η διαδικασία διαχείρισης καταγγελιών και αναφορών, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των επιθεωρητών-ελεγκτών που σχετίζονται με το ελεγκτικό έργο καθώς και οι ειδικότερες υποχρεώσεις των ελεγχόμενων αρχών, φορέων και υπηρεσιών εξειδικεύονται με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής.

     

    Άρθρο 101

    Νομική Υπεράσπιση – Δικαστικά Έξοδα

    1. Ο Πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης, ο Διοικητής, ο Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές, και οι υπόλοιποι υπάλληλοι της Αρχής, εν ενεργεία και διατελέσαντες,  που ασκούν ελεγκτικά ή προανακριτικά καθήκοντα, δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για αιτιολογημένη γνώμη ή εισήγηση ή πρόταση που διατύπωσαν ή για πράξεις ή παραλείψεις που ενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου ισχύουν για τους ανωτέρω υπαλλήλους και όταν ασκούν καθήκοντα ως μέλη Συμβουλίων, Επιτροπών και Ομάδων Εργασίας που συστήνονται και λειτουργούν στην Αρχή, καθώς και για το αποσπασμένο προσωπικό στις υπηρεσίες αυτές για πράξεις ή παραλείψεις του κατά τη διάρκεια αυτής. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που οι ανωτέρω υπάλληλοι έπραξαν με δόλο ή με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να βλάψουν το Δημόσιο ή άλλον κατά τα οριζόμενα στις εκάστοτε ισχύουσες ποινικές διατάξεις ή σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ως προς την αστική ευθύνη των ως άνω υπαλλήλων έχει εφαρμογή το άρθρο 38 του Υπαλληλικού Κώδικα
    2. Τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον εξετάζονται ή διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ενώπιον των ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων, παρίστανται και εκπροσωπούνται από μέλος του Ν.Σ.Κ. ύστερα από απόφαση του Προέδρου του, κατόπιν εγγράφου αιτήματος του Διοικητή της Αρχής προς το Ν.Σ.Κ., το οποίο γίνεται υποχρεωτικά δεκτό. Το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται υποχρεωτικά από τον Διοικητή, εφόσον περιέλθει σε αυτόν έγγραφη αίτηση εξεταζόμενου, διωκόμενου ή εναγόμενου υπαλλήλου, η οποία συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων. Στην περίπτωση δε του τελευταίου, συνοδεύεται από θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου και Ερευνών της Αρχής.
    3. Η εκπροσώπηση των παραπάνω προσώπων από μέλος του Ν.Σ.Κ. δεν αποκλείει την εκπροσώπησή τους διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου της επιλογής τους σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Η εκπροσώπησή τους διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου αποκλείει την εκπροσώπησή τους παράλληλα και από μέλος του Ν.Σ.Κ..
    4. Σε περίπτωση εκπροσώπησης των παραπάνω προσώπων, εν ενεργεία ή διατελεσάντων, διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, η Αρχή υποχρεούται, με απόφαση του Διοικητή, να καλύψει τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται κατά την προκαταρκτική διαδικασία ή με την ιδιότητα του κατηγορουμένου, του εναγόμενου ή του πολιτικώς ενάγοντος, σε δίκες που αφορούν πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, εφόσον υποβληθεί σχετικό προς τούτο αίτημα, συνοδευόμενο από θετική εισήγηση. Στην περίπτωση των Ελεγκτών-Επιθεωρητών και των λοιπών υπαλλήλων της Αρχής, απαιτείται θετική εισήγηση του Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων. Στην περίπτωση δε του τελευταίου, από θετική εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου και Ερευνών της Αρχής. Στην περίπτωση του Διοικητή, του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης, για την εκπροσώπησή τους αρκεί μόνο η υποβολή αιτήματος τους προς τη Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής.
    5. Στις ανωτέρω δίκες, καθώς και σε εκείνες στις οποίες τα παραπάνω πρόσωπα έχουν την ιδιότητα του ενάγοντος και αφορούν την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν εφαρμογή οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί ατελειών του Ν.Σ.Κ..
    6. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει θετική εισήγηση, τα ως άνω έξοδα καταβάλλονται εκ των υστέρων, εφόσον για τις ποινικές υποθέσεις εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, με την οποία τα ως άνω πρόσωπα κηρύσσονται αθώα ή απαλλάσσονται των κατηγοριών ή τελεσίδικο βούλευμα δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παύει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον τους ή τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. Για όσους φέρουν την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος απαιτείται να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση από την οποία να προκύπτει η διάπραξη του σε βάρος τους εγκλήματος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εξαιτίας αυτών. Για τις αστικές υποθέσεις απαιτείται η έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, με την οποία απορρίπτεται η σε βάρος τους ασκηθείσα αγωγή.
    7. Το σχετικό κόστος επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Αρχής, στον οποίο εγγράφονται οι σχετικές πιστώσεις. Η καταβολή των ανωτέρω δαπανών γίνεται εφόσον προσκομισθούν τα νόμιμα παραστατικά. Το αιτούμενο ποσό δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του ποσού αναφοράς κάθε διαδικαστικής πράξης ή υπηρεσίας, όπως προσδιορίζεται στους πίνακες του Κώδικα Δικηγόρων και των παραρτημάτων αυτού, όπως εκάστοτε ισχύουν.
    8. Εάν τα παραπάνω πρόσωπα καταδικασθούν αμετάκλητα ή γίνει αμετάκλητα δεκτή αγωγή εναντίον τους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή απορριφθεί αμετάκλητα αγωγή ή πολιτική αγωγή που άσκησαν για αδικήματα και πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα σε βάρος τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και εξ αφορμής αυτών, υποχρεούνται να επιστρέψουν στην Αρχή τις ως άνω δαπάνες. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αμετάκλητης αθώωσης του καθ` ου η πολιτική αγωγή.
    9. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία παροχής νομικής υπεράσπισης και κάλυψης των παραπάνω εξόδων, το ύψος του ποσού που καταβάλλεται ως δικηγορική αμοιβή, η προθεσμία υποβολής του αιτήματος για την πληρωμή των δαπανών, η διαδικασία επιστροφής των δαπανών, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
    10. Οι ρυθμίσεις του παρόντος κατισχύουν κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης.
    11. Τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως και 10 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για τις εντολές επιθεώρησης και ελέγχου και κάθε άλλη πράξη και ενέργεια που εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων της Αρχής από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

     

    Άρθρο 102

    Δικαστική εκπροσώπηση της Αρχής

    1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή.
    2. α) Η εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγονται από το Ν.Σ.Κ. σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/2002, Α` 324). Για το λόγο αυτό στην Αρχή ιδρύεται Γραφείο Νομικού Συμβούλου, στο οποίο υπηρετούν κατ’ ελάχιστον ένας Νομικός Σύμβουλος και ένας Πάρεδρος, και το οποίο αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του ΝΣΚ, και λειτουργεί στην Αρχή. β) Η γραμματεία του Γραφείου Νομικού Συμβούλου στελεχώνεται από υπαλλήλους της Αρχής, με απόφαση απόσπασης του Διοικητή της, η οποία καθορίζει τη χρονική της διάρκεια, καθώς και την παράταση, διακοπή ή ανάκλησή της.
    3. Στην αρμοδιότητα του Γραφείου Νομικού Συμβούλου περιλαμβάνονται, ιδίως: α) η εν γένει νομική υποστήριξη της Αρχής., με την έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα που υποβάλλονται από τον Διοικητή της. Με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β` της παρ. 1 του άρθρου 6 του Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. (ν. 3086/2002, Α`324) και στην παράγραφο 4, η αποδοχή ή μη των γνωμοδοτήσεων και η έγκριση ή μη των πρακτικών γίνεται με επισημειωματική πράξη του Διοικητή της Αρχής, β) η νομική υποστήριξη κατά την κατάρτιση των συμβάσεων στις οποίες συμβάλλεται η Αρχή, γ) η νομοτεχνική υποστήριξη της Αρχής κατά την κατάρτιση προτάσεων σχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων, εφόσον παραπέμπονται αρμοδίως από τον Διοικητή της, δ) η εισήγηση προς τον Διοικητή της Αρχής, για την προώθηση νομοθετικών μέτρων, τα οποία είναι αναγκαία για την άρση των προβλημάτων που παρατηρούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και εν γένει για την προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του Δημοσίου και, γενικότερα, του δημόσιου συμφέροντος, ε) Η άμεση ενημέρωση των οργανικών μονάδων της Αρχής ή απευθείας του Διοικητή της, για τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων επί των δικαστικών υποθέσεων αρμοδιότητας του Γραφείου, στ) Η συμμετοχή σε συλλογικά όργανα που συστήνονται για θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής, κατόπιν υποβολής αιτήματος του Διοικητή, ζ) κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις περί λειτουργίας του Ν.Σ.Κ..

     

    Άρθρο 103

    Εθνικό Συντονιστικό Όργανο Ελέγχου και Λογοδοσίας (Ε.Σ.Ο.Ε.Λ)

    1. Στην Αρχή συστήνεται το Εθνικό Συντονιστικό Όργανο Ελέγχου και Λογοδοσίας (Ε.Σ.Ο.Ε.Λ).
    2. Οι βασικοί στόχοι της Ε.Σ.Ο.Ε.Λ είναι οι εξής: (α) ο εντοπισμός των συνεργειών και των τυχόν αλληλοεπικαλύψεων μεταξύ των ελεγκτικών δράσεων και των πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της διαφθοράς, β) ο σχεδιασμός και η ανάληψη κοινών δράσεων στο πεδίο αυτό, γ) ο συστηματικός διάλογος και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ όλων των Αρχών, φορέων και υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στον έλεγχο της δράσης των δημόσιων οργανισμών και στην καταπολέμηση της διαφθοράς και δ) η διάχυση καλών πρακτικών και καινοτόμων μεθοδολογικών προσεγγίσεων και εργαλείων με την ανάπτυξη κοινών προτύπων και εργαλείων.
    3. Το Ε.Σ.Ο.Ε.Λ. εδρεύει και υποστηρίζεται γραμματειακά από την Αρχή Προεδρεύεται από τον Διοικητή της Αρχής. Καθήκοντα Αντιπροέδρου και αναπληρωτή του, ασκεί ο Επικεφαλής ενός εκ των φορέων-υπηρεσιών που συμμετέχουν σε αυτό, οι οποίοι εναλλάσσονται σε ετήσια βάση. Στην ολομέλεια του Ε.Σ.Ο.Ε.Λ συμμετέχουν οι Επικεφαλής ή Προϊστάμενοι, με τους αναπληρωτές τους, όλων των φορέων και υπηρεσιών επιθεώρησης, ελέγχου και καταπολέμησης της διαφθοράς με τους αναπληρωτές τους που δεν εντάσσονται στην Αρχή, περιλαμβανομένων του Επικεφαλής της Οικονομική Αστυνομίας, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ., του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών Επιθεώρησης και Ελέγχου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και των αναπληρωτών τους καθώς και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Εξωτερικών μαζί με τον αναπληρωτή του. Στο Ε.Σ.Ο.Ε.Λ επίσης συμμετέχουν οι Προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου και της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων μαζί με τους αναπληρωτές τους.
    4. Το Ε.Σ.Ο.Ε.Λ συνεδριάζει τακτικά μία φορά, τουλάχιστον, το μήνα στην έδρα της Αρχής και εκτάκτως, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του.
    5. Το Ε.Σ.Ο.Ε.Λ μπορεί να αποφασίζει τη διενέργεια κοινών επιθεωρήσεων, ελέγχων και ερευνών από μικτές ομάδες επιθεωρητών-ελεγκτών των φορέων και υπηρεσιών επιθεώρησης, ελέγχου και καταπολέμησης της διαφθοράς που μετέχουν σε αυτό. Τα μέλη των ομάδων προτείνονται από τους Επικεφαλής ή Προϊσταμένους των εν λόγω φορέων και υπηρεσιών, και η σχετική εντολή ελέγχου υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Ε.Σ.Ο.Ε.Λ. Στους ελεγκτές, επιθεωρητές και υπαλλήλους που μετέχουν στις μικτές ομάδες μπορούν να ανατεθούν καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, ακόμα και εάν τούτο δεν προβλέπεται από τος οικίες διατάξεις του φορέα προέλευσής τους.
    6. Οι λεπτομέρειες σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Ε.Σ.Ο.Ε.Λ ρυθμίζονται με Εσωτερικό Κανονισμό της Αρχής που εκδίδεται με απόφαση του Διοικητή αυτής.
    7. Εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με απόφαση του Διοικητή της Αρχής, καθορίζονται οι αρχές, φορείς και υπηρεσίες ελέγχου που συμμετέχουν στο Ε.Σ.Ο.Ε.Λ. Είναι δυνατόν με απόφαση του Διοικητή της Αρχής που εκδίδεται το τελευταίο τρίμηνο κάθε ημερολογιακού έτους να ανακαθορίζονται οι αρχές, φορείς και υπηρεσίες ελέγχου που συμμετέχουν στο Ε.Σ.Ο.Ε.Λ.

     

    ΜΕΡΟΣ Ε ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ

    Κεφάλαιο Α’

    Σύσταση Ειδικών Κλάδων

     

    Άρθρο 104

    Σύσταση κλάδων

    1. Συνιστώνται κλάδοι προσωπικού για την υποστήριξη ειδικών λειτουργιών των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 18 του παρόντος νόμου, ως εξής: (α) Κλάδος ΠΕ Αναλυτών Δημοσίων Πολιτικών, (β) Κλάδος ΠΕ Νομοτεχνών και (γ) Κλάδος ΠΕ  Αναλυτών Ψηφιακής Πολιτικής.
    2. Αντικείμενο εργασίας των υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ Αναλυτών Δημοσίων Πολιτικών είναι η τεκμηριωμένη υποστήριξη της πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας του φορέα στον οποίο υπηρετούν κατά το σχεδιασμό, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των δημοσίων πολιτικών του τομέα πολιτικής ειδίκευσής τους, και η παροχή ενημέρωσης αναφορικά με τις επιλογές, τις παραμέτρους, τους περιορισμούς, τους κινδύνους και τις συνέπειες των δημοσίων πολιτικών. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπάλληλοι του κλάδου πρέπει να είναι σε θέση: (α) να συλλέγουν, ταξινομούν, αναλύουν, αξιολογούν και επικοινωνούν δεδομένα, πληροφορίες, έρευνες και μετρήσεις χρησιμοποιώντας αναγνωρισμένες ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδους και εργαλεία,  (β) να παρακολουθούν το κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και τεχνολογικό περιβάλλον εντός του οποίου οι δημόσιες πολιτικές σχεδιάζονται, εφαρμόζονται και ανασχεδιάζονται με ιδιαίτερη έμφαση στον έγκαιρο και συστηματικό εντοπισμό των τάσεων, εξελίξεων, καλών πρακτικών, στη Ελλάδα και  διεθνώς, και των κάθε φορά υφιστάμενων κενών και προβλημάτων στους τομείς πολιτικής αρμοδιότητας των φορέων τους, (γ) να συνεργάζονται και διαβουλεύονται με ομάδες ερευνητών, αναλυτές δεδομένων, εμπειρογνώμονες και την κοινωνία ευρύτερα στο πλαίσιο εκπλήρωσης των καθηκόντων τους.
    3. Αντικείμενο εργασίας των υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ  Νομοτεχνών είναι η υποστήριξη της πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας του φορέα στον οποίο υπηρετούν κατά τη σύνταξη, αξιολόγηση και τροποποίηση σχεδίων νόμων, κανονιστικών πράξεων και λοιπών συνοδευτικών εγγράφων, της αρμοδιότητας τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι υπάλληλοι του κλάδου πρέπει να είσαι σε θέση: (α) να εφαρμόζουν τις αρχές και τα εργαλεία της καλής νομοθέτησης κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, (β) να συντάσσουν απλά και κατανοητά νομοθετικά και κανονιστικά κείμενα με μέριμνα για τη χαμηλότερη, δυνατή επιβάρυνση των πολιτών και των επιχειρήσεων, καθώς και τα συνοδευτικά αυτών κείμενα, (γ) να έχουν γνώση των καλών πρακτικών, στην Ελλάδα και διεθνώς, του τομέα πολιτικής που διαχειρίζονται, (δ) να γνωρίζουν τις τεχνικές απλούστευσης, κωδικοποίησης και αναμόρφωσης του δικαίου.
    4. Αντικείμενο εργασίας των υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ Αναλυτών Ψηφιακής Πολιτικής είναι η υποστήριξη της πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας  του φορέα στον οποίο υπηρετούν κατά τον σχεδιασμό, την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση πολιτικών, προγραμμάτων και δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού του ελληνικού Κράτους και, εν γένει, της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπάλληλοι του κλάδου πρέπει να είναι σε θέση: (α) να αναλύουν, σχεδιάζουν και ανασχεδιάζουν διαδικασίες και υπηρεσίες, φιλικές προς τους χρήστες και χρήσιμες για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις – αξιοποιώντας εδραιωμένες και καινοτόμες τεχνολογίες πληροφορικής, επικοινωνιών και λοιπών τομέων της οικονομίας, (β) να παρακολουθούν και αξιολογούν τις τεχνολογικές εξελίξεις, να εντοπίζουν και να αναλύουν καλές πρακτικές, να διαγιγνώσκουν ευκαιρίες και απειλές και να συντάσσουν ολοκληρωμένες προτάσεις για το σχεδιασμό πολιτικών, προγραμμάτων και δράσεων με αντικείμενο τον ψηφιακό μετασχηματισμό του φορέα ή των φορέων που τους έχουν ανατεθεί, (γ) να σχεδιάζουν, να υλοποιούν και να διαχειρίζονται έργα ψηφιακού μετασχηματισμού σύμφωνα με τις αρχές της διοίκησης έργων και ανάλυσης κινδύνων, καλύπτοντας όχι μόνο το τεχνικό σκέλος αλλά όλες τις πτυχές του εγχειρήματος: οργανωτικές, οικονομικές και νομικές και (δ) να συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες, αναλυτές και ερευνητές του χώρου για τη βέλτιστη εκτέλεση των καθηκόντων τους.
    5. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων προσωπικού των κλάδων της παραγράφου 1 καθορίζεται με διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης των αρμόδιων για θέματα δημόσιας διοίκησης και προϋπολογισμού υπουργών. Οι οργανικές θέσεις του προηγούμενου εδαφίου κατανέμονται, με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργού, στις υπηρεσίες των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 18 του παρόντος νόμου.

     

    Άρθρο 105

    Τρόπος και προσόντα διορισμού στους κλάδους

    1. Οι οργανικές θέσεις των κλάδων προσωπικού του προηγούμενου άρθρου καλύπτονται με διορισμό, κατόπιν απόφασης του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης υπουργού, μετά την αποφοίτηση από εξειδικευμένα τμήματα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.
    2. Οι θέσεις των ως άνω κλάδων μπορούν να καλύπτονται και με μετάταξη υπηρετούντων υπαλλήλων φορέων της γενικής κυβέρνησης με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφόσον είναι κάτοχοι πτυχίου ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (πανεπιστημιακού ή τεχνολογικού τομέα) της ημεδαπής ή της αλλοδαπής και αναγνωρισμένου μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας ή απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Προϋπόθεση για τη μετάταξη είναι η προηγούμενη ελάχιστη προϋπηρεσία τεσσάρων ετών μετά τον διορισμό και η επιτυχής παρακολούθηση προγράμματος πιστοποίησης το οποίο οργανώνεται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης. Τα σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος καθορίζονται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργού μετά από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΚΔΔΑ. Με την ίδια απόφαση μπορούν να εξειδικεύονται περαιτέρω οι προϋποθέσεις και τα ελάχιστα προσόντα για την παρακολούθηση των προγραμμάτων πιστοποίησης.
    3. Όλες οι απαιτούμενες διαδικασίες του άρθρου 7 του ν. 4440/2016 για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου διενεργούνται αποκλειστικά από την Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας του άρθρου 5 του ν. 4440/2016 (Α’ 224). Οι αιτήσεις υποβάλλονται σε κάθε έναν από τους τρείς κύκλους κινητικότητας του άρθρου 6 του ν. 4440/2016 (Α’ 224). Για την ολοκλήρωση των μετατάξεων, εκδίδεται απόφαση από τον αρμόδιο για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργό στην οποία αναγράφονται κατ΄ ελάχιστο ο κλάδος, ο φορέας και η οργανική θέση όπου μετατάσσεται ο κάθε υπάλληλος. Κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου ρυθμίζεται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργού.

     

    Άρθρο 106

    Γενικές διατάξεις για τους ειδικούς κλάδους

    1. Οι υπάλληλοι των κλάδων του παρόντος κεφαλαίου τοποθετούνται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργού, στις οργανικές θέσεις όπως αυτές έχουν κατανεμηθεί βάσει της παραγράφου 5 του άρθρου 104 του παρόντος.
    2. Η κάθε είδους υπηρεσιακή μεταβολή υπαλλήλου των ως άνω κλάδων που αφορά σε μετακίνηση, μετάταξη, απόσπαση, διάθεση σε θέση άλλου κλάδου ή άλλης υπηρεσίας, μπορεί να διενεργηθεί μόνο με απόφαση του αρμοδίου για θέματα δημόσιας διοίκησης υπουργού.
    3. Σε περίπτωση που ο υπουργός της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώσει με οποιοδήποτε τρόπο ότι υπάλληλος έχει μετακινηθεί σε υπηρεσία διαφορετική από εκείνη στην οποία τοποθετήθηκε ή ότι εκτελεί καθήκοντα διαφορετικά από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 104, ανακαλεί άμεσα την τοποθέτηση του υπαλλήλου στον συγκεκριμένο φορέα και τον επανατοποθετεί με απόφαση του σε κενή οργανική θέση του ίδιου κλάδου σε άλλο φορέα.
    4. Υπάλληλος που έχει διοριστεί ή μεταταχτεί στους κλάδους του παρόντος Κεφαλαίου δεν μπορεί να μεταταχτεί, αποσπαστεί, μετακινηθεί πριν παρέλθει πενταετία από την πράξη διορισμού ή μετάταξης στον κλάδο. Εξαιρέσεις από το προηγούμενο εδάφιο επιτρέπονται μόνο για εξαιρετικούς λόγους, οι οποίοι καθορίζονται με απόφαση του αρμοδίου για θέματα δημόσιας διοίκησης υπουργού.

     

    Άρθρο 107

    Μισθολογικές διατάξεις

    1. Ως εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο των κλάδων του παρόντος κεφαλαίου ορίζεται το ΜΚ 8 της ΠΕ κατηγορίας όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του ν. 4354/2015.
    1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των λοιπών μισθολογικών κλιμακίων της συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο κλιμάκιο του ποσού που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του ποσού των 780 ευρώ με το συντελεστή 1,40 και στη συνέχεια με το συντελεστή 0,0915. Το μισθολογικό κλιμάκιο 19 για τους κλάδους του παρόντος Κεφαλαίου δεν μπορεί να ξεπερνά το μηνιαίου βασικού μισθού των προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης όπως αυτός κάθε φορά ορίζεται από τις κείμενες διατάξεις.
    1. Οι υπάλληλοι που μετατάσσονται στους κλάδους του παρόντος κεφαλαίου, κατατάσσονται αυτομάτως στο ΜΚ 8 της ΠΕ κατηγορίας. Εφόσον έχουν ήδη καταταχθεί σε υψηλότερο κλιμάκιο, επανακατατάσσονται στο αυτό κλιμάκιο. Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφουν λαμβάνουν τις αποδοχές όπως αυτές προκύπτουν από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
    2. Η περίπτωση β της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 σχετικά με το χρόνο και τον τρόπο μισθολογικής εξέλιξης των ΠΕ και ΤΕ υπαλλήλων ισχύει και για τους κλάδους του παρόντος κεφαλαίου.

     

    Άρθρο 108

    Τροποποίηση του διατάξεων του ν. 4440/2016

    Το άρθρο 5 του ν. 4440/2016 αντικαθίσταται ως εξής:

    Άρθρο 5

    Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας

    1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών συνιστάται Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας, η οποία λαμβάνοντας υπόψη το ψηφιακό Οργανόγραμμα του άρθρου 16 συντονίζει και επιβλέπει την εφαρμογή του ΕΣΚ και αξιολογεί τα αιτήματα των φορέων για την αναγκαιότητα διενέργειας αποσπάσεων λόγω σοβαρών και επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών. Επίσης γνωμοδοτεί για την κατανομή των αιτούμενων υπαλλήλων για συνυπηρέτηση, για αιτήματα υπαλλήλων για απόσπαση ή μετάταξη για αποδεδειγμένα ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους υγείας, για την ανακατανομή του προσωπικού σε υπηρεσίες του Δημοσίου μετά από αναδιάρθρωση υπηρεσιών, συγχώνευση φορέων ή μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των φορέων και εν γένει για ζητήματα σχετικά με την πολιτική κινητικότητας και τη στελέχωση του Δημοσίου. Επιπλέον, η Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας αποφασίζει για τη μετάταξη υπαλλήλων στους κλάδους των ΠΕ Αναλυτών Δημοσίων Πολιτικών και ΠΕ Νομοτεχνών και ΠΕ Αναλυτών Ψηφιακής Πολιτικής, καθώς και στις οργανικές θέσεις των κλάδων αυτών.
    2. Η Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας είναι επταμελής και αποτελείται από τους εξής: (α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του ΑΣΕΠ ως Πρόεδρο που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ με τον αναπληρωτή του, (β) ένα (1) μέλος του ΑΣΕΠ που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ με τον αναπληρωτή του, (γ) έναν (1) νομικό σύμβουλο του ΝΣΚ που ορίζεται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ με τον αναπληρωτή του, (δ) τον Υπηρεσιακό Γραμματέα του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργείου με αναπληρωτή του έναν Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του ιδίου Υπουργείου, (ε) τον Υπηρεσιακό Γραμματέα του αρμοδίου για θέματα προϋπολογισμού Υπουργείου, με αναπληρωτή του έναν Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης, του ιδίου Υπουργείου, (στ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών, με αναπληρωτή του τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, (ζ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Αποκέντρωσης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, με αναπληρωτή του τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προσωπικού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας συμμετέχουν ως παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας (1) εκπρόσωπος της Α.Δ.Ε.ΔΥ. και ένας (1) εκπρόσωπος της Κ.Ε.Δ.Ε..
    3. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Κινητικότητας ορίζονται για θητεία τριών (3) ετών με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας συνεπικουρείται στο έργο της από τη Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού και υποστηρίζεται από γραμματεία, της οποίας η οργάνωση, η στελέχωση και κάθε άλλο αναγκαίο για τη λειτουργία της θέμα καθορίζονται με απόφαση του αρμόδιου για θέματα δημόσιας διοίκησης Υπουργού.
    4. Ειδικώς για τις αποφάσεις μετάταξης υπαλλήλων στους κλάδους των ΠΕ Αναλυτών Δημοσίων Πολιτικών, ΠΕ Νομοτεχνών και ΠΕ Αναλυτών Ψηφιακής Πολιτικής η σύνθεση της Κεντρικής Επιτροπής Κινητικότητας τροποποιείται ως εξής: το υπό στοιχείο και το υπό στοιχείο (ζ) μέλος αντικαθίσταται από τον Πρόεδρο του ΕΚΔΔΑ με αναπληρωτή έναν επιστημονικό υπεύθυνο του ΕΚΔΔΑ που ορίζει ο ίδιος. Ο Υπηρεσιακός Γραμματέας του στοιχείου (ε) για τις περιπτώσεις αυτές είναι υποχρεωτικά ο Υπηρεσιακός Γραμματέας του Υπουργείου στο οποίο η υπό πλήρωση θέση ανήκει με αναπληρωτή έναν Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου αυτού.
    5. Μέχρι τον ορισμό των Υπηρεσιακών Γραμματέων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για τις περιπτώσεις δ` και ε` της παραγράφου 2 του παρόντος ορίζονται ως μέλη Γενικοί Γραμματείς που καθορίζονται με αποφάσεις των οικείων Υπουργών.

     

    Κεφάλαιο Β’

    Ενδυνάμωση Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων

     

    Άρθρο 109

    Ανάθεση δικαιώματος υπογραφής στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Υπουργείων

    1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 37, ανατίθεται δια του παρόντος νόμου στους Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων των Υπουργείων που επιλέγονται και τοποθετούνται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ισχύει, καθώς και στους νόμιμους αναπληρωτές αυτών, η αρμοδιότητα τελικής υπογραφής σε κάθε ατομική διοικητική πράξη για τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών των οποίων προΐστανται. Διατάξεις τυπικού νόμου με τις οποίες η έκδοση ατομικών διοικητικών πράξεων έχει ανατεθεί σε ιεραρχικώς κατώτερα επίπεδα διοίκησης, διατηρούνται σε ισχύ.
    2. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της τυχόν προβλεπόμενης από τις οικείες διατάξεις προθεσμίας για την έκδοση της πράξης της παραγράφου 1 του παρόντος ή, σε περίπτωση μη πρόβλεψης ειδικής προθεσμίας, με την πάροδο της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2690/1999 (Α’ 45) η αρμοδιότητα της παραγράφου 1 του παρόντος ασκείται από τον αρμόδιο Υπουργό.
    3. Η αρμοδιότητα μπορεί να ασκηθεί από τον Υπουργό και πριν από την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, εφόσον συντρέχουν λόγοι κατεπείγοντος που αιτιολογούνται ειδικώς.
    4. Οι διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου και αναφέρονται σε γενικότερης σημασίας θέματα κοινοποιούνται στον Υπουργό και στον οικείο Γενικό Γραμματέα.
    5. Η άπρακτη πάροδος της προθεσμίας της παραγράφου 2 του παρόντος λαμβάνεται ειδικά υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης του άρθρου 16 του ν. 4369/2016 (Α’33) και δύναται, με την παράθεση ειδικής αιτιολογίας από τους αξιολογητές, να αποτελεί σπουδαίο λόγο για τη μη ανανέωση της θητείας των Γενικών Διευθυντών και κώλυμα για τη συμμετοχή τους σε νέα διαδικασία επιλογής Προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
    6. Η τυχόν απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος κατά την άσκηση της αρμοδιότητας της παραγράφου 1 συνιστά, πέραν των ποινικών, το πειθαρχικό παράπτωμα της περίπτωσης (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 107 του Υπαλληλικού Κώδικα και επισύρει τις ποινές των περιπτώσεων (στ), (ζ) και (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 109, του ιδίου Κώδικα, τηρουμένης της διάταξης της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.
    7. Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων οι οποίοι διεκπεραίωσαν κάθε ατομική διοικητική πράξη αρμοδιότητας τους εντός της προβλεπομένης ημερομηνίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 δικαιούνται ετήσια ειδική ανταμοιβή (bonus), το ύψος και η χορήγηση της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Πρωθυπουργού η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
    8. Η ισχύς του παρόντος άρθρου εκκινεί μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου. Εντός της ίδιας προθεσμίας κάθε Υπουργείο οφείλει να καταγράψει και αποστείλει στη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων (α) τον κατάλογο των ατομικών διοικητικών πράξεων της παραγράφο 1 του παρόντος και (β) τα έγγραφα που δεν συνιστούν εκτελεστές πράξεις.
    9. Με απόφαση του οικείου υπουργού και του υπουργού αρμοδίου για θέματα απλούστευσης διαδικασιών, μετά το πέρας του ως άνω εξαμήνου, δύναται να επεκτείνεται η εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος και σε έγγραφα που δεν συνιστούν εκτελεστές πράξεις.

     

     

     

     

    ΜΕΡΟΣ ΣΤ ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Κεφάλαιο Α’

    Ειδικές διατάξεις

     

    Άρθρο 110

    Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4354/2015

    1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “5. (α) Οι Υπηρεσιακοί Γραμματείς και οι Γενικοί Γραμματείς κατατάσσονται στο καταληκτικό Μ.Κ. της Π.Ε. κατηγορίας, πολλαπλασιαζόμενου του αντίστοιχου βασικού μισθού με το συντελεστή 1,5. (β) Οι Ειδικοί Γραμματείς κατατάσσονται στο καταληκτικό Μ.Κ. της Π.Ε. κατηγορίας, πολλαπλασιαζόμενου του αντίστοιχου βασικού μισθού με το συντελεστή 1.3. (γ) Οι υπάλληλοι της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων 1ου και 2ου βαθμού λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) και εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) αντίστοιχα του βασικού μισθού του Ειδικού Γραμματέα. Τα ανωτέρω ποσά στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ.”
    2. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “Οι μετακλητοί υπάλληλοι της Προεδρίας της Κυβέρνησης, των ιδιαίτερων γραφείων των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών και των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων, που καταλαμβάνουν θέσεις μετακλητών, κατατάσσονται, σε μισθολογικά κλιμάκια ως εξής: (a) οι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου σπουδών στο Μ.Κ. 17 της κατηγορίας τους, (β) οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α.) ή οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Μ.Κ. 15 της κατηγορίας τους, (γ) οι κάτοχοι πτυχίου ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης, κατατάσσονται στο Μ.Κ. 13 της κατηγορίας τους, (δ) οι κάτοχοι τίτλου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατατάσσονται στο Μ.Κ. 11 της ΔΕ κατηγορίας.”
    3. Η παράγραφος 7 του άρθρου 9 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “Οι μηνιαίες αποδοχές των Προϊσταμένων κάθε επιπέδου και ανεξαρτήτως του τρόπου διορισμού τους, των Γενικών Γραμματειών του Πρωθυπουργού, Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων πλην της Γενικής Διεύθυνσης του Εθνικού Τυπογραφείου, Συντονισμού Εσωτερικών Πολιτικών, Συντονισμού Οικονομικών και Αναπτυξιακών Πολιτικών καθώς και των Γραφείων που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης είναι ίσες με αυτές των υπαλλήλων της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων 1ου βαθμού. Οι απολαβές των λοιπών προϊσταμένων των υπηρεσιών της Προεδρίας της Κυβέρνησης είναι ίσες με αυτές των προϊσταμένων διοίκησης του παρόντος νόμου.”
    4. Η υποπερίπτωση (αα) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν.4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “(α) Προϊστάμενοι Διοίκησης: (αα) Γενικοί και Υπηρεσιακοί Γραμματείς: χίλια τετρακόσια (1.400) ευρώ.”
    5. Το προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης (γ) της παραγράφου 3 του μέρους Α του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 αντικαθίστανται ως εξής: “Δεν επιτρέπεται η καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης στους Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς, στους Υπηρεσιακούς Γραμματείς των Υπουργείων και στους Διευθυντές των Ιδιαίτερων Γραφείων καθώς και στους μετακλητούς προϊσταμένους κάθε επιπέδου της Προεδρίας της Κυβέρνησης.”
    6. Η περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του μέρους Γ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “(α) Για τους συνεργάτες των ιδιαίτερων γραφείων, την προσωπική ασφάλεια και τους οδηγούς, που είναι αποσπασμένοι ή διατίθενται στα ιδιαίτερα γραφεία της Προεδρίας της Κυβέρνησης, των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, καθώς και την προσωπική ασφάλεια και τους οδηγούς, που είναι αποσπασμένοι ή διατίθενται ή διορίζονται στην Προεδρία της Δημοκρατίας, συνολικά το μήνα για κάθε υπάλληλο, ως ακολούθως: αα) Υπερωριακή εργασία (μέχρι 22ης ώρας) 20 ώρες, ββ) Νυχτερινή υπερωριακή εργασία (από 22ης ώρας μέχρι 6ης πρωινής) 8 ώρες, γγ) Εργασία τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες (από 6ης πρωινής μέχρι 22ης ώρας) 12 ώρες,
    7. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 2 του μέρους Γ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “(β) Για τους συνεργάτες των ιδιαίτερων γραφείων, την προσωπική ασφάλεια και τους οδηγούς, που είναι αποσπασμένοι ή διατίθενται στα ιδιαίτερα γραφεία Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων ή στα γραφεία των Υπηρεσιακών Γραμματέων ή στο γραφείο του Γενικού Αρχειοθέτη του Κράτους, συνολικά το μήνα για κάθε υπάλληλο, ως ακολούθως:  αα) Υπερωριακή εργασία (μέχρι 22ης ώρας) 15 ώρες, β) Νυχτερινή υπερωριακή εργασία (από 22ης ώρας μέχρι 6ης πρωινής)  7 ώρες, γγ) Εργασία τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες (από 6ης πρωινής μέχρι 22ης ώρας) 8 ώρες.”
    8. Η παράγραφος 9 του άρθρου 25 του ν. 4354/2015 αντικαθίσταται ως εξής: “Υπάλληλοι που αποσπώνται σε θέσεις μετακλητών υπαλλήλων στην Προεδρία της Κυβέρνησης, στα ιδιαίτερα γραφεία των μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών ή μετακλητών υπαλλήλων των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων, λαμβάνουν με δήλωσή τους είτε τις αποδοχές της οργανικής τους θέσης, με τις προϋποθέσεις χορήγησής τους είτε τις αποδοχές της θέσης που αποσπώνται. Τα ανωτέρω ισχύουν και για αυτούς που αποσπώνται σε θέσεις ειδικών συμβούλων, ειδικών ή επιστημονικών συνεργατών στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και στους Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού. Σε περίπτωση πλήρους παράλληλης ανάθεσης καθηκόντων καταβάλλονται οι αποδοχές της οργανικής θέσης και το σαράντα τοις εκατό (40%) του βασικού μισθού της θέσης του μετακλητού. Σε περίπτωση μερικής παράλληλης ανάθεσης καθηκόντων καταβάλλονται οι αποδοχές της οργανικής θέσης και το είκοσι τοις εκατό (20%) του βασικού μισθού της θέσης του μετακλητού

     

    Άρθρο 111

    Οργανωτικές διατάξεις Υπουργείων

    1. Στις κάτωθι υπηρεσίες των οποίων οι θέσεις μετακλητών Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων καταργήθηκαν με το π.δ. 84/2019 (Α’ 123) συστήνονται θέσεις Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων οι οποίοι προΐστανται των εν λόγω υπηρεσιών: (α) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) της Γενικής Γραμματείας Φορολογικής Πολιτικής και Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίον υπάγονται οι υπηρεσίες του Σ.Δ.Ο.Ε., (β) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Διπλωματίας της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διπλωματίας, Θρησκευτικών και Προξενικών Υποθέσεων, στον οποίο υπάγονται οι Διευθύνσεις Διεθνούς Επικοινωνίας και Διπλωματίας Μέσων Ενημέρωσης καθώς και τα Γραφεία Τύπου και Επικοινωνίας Εξωτερικού, τα οποία μετονομάζονται σε Γραφεία Δημόσιας Διπλωματίας, (γ) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Συντονισμού και Διαχείρισης Προγραμμάτων Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας και άλλων πόρων, της Γενικής Γραμματείας Μεταναστευτικής Πολιτικής, Υποδοχής και Ασύλου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, στην οποία υπάγεται η Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού και Διαχείρισης Προγραμμάτων Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας και άλλων πόρων, του άρθρου 76 του ν. 4375/2016 (Α’ 51), (δ) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε.) της Γενικής Γραμματείας Εργασίας, του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, στο οποίον υπάγονται οι υπηρεσίες του Σ.Ε.Π.Ε., (ε) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Υδάτων της Γενικής Γραμματείας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος προΐσταται των Διευθύνσεων Προστασίας και Διαχείρισης Υδάτινου Περιβάλλοντος και Σχεδιασμού και Διαχείρισης Υπηρεσιών Ύδατος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, (στ) Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος προΐσταται του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
    2. Ως προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων που συνιστώνται με τις διατάξεις του παρόντος επιλέγονται και τοποθετούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, υπάλληλοι ΠΕ όλων των κλάδων, πλην της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του παρόντος, στην οποία ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 94 του π.δ. 142/2017 (Α’181). Μέχρι την επιλογή με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου τοποθετούνται προϊστάμενοι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις και τα προσόντα επιλογής που τίθενται. Για την τοποθέτηση των υπαλλήλων, σύμφωνα με την περίπτωση αυτή, συνεκτιμώνται τα ουσιαστικά προσόντα, η ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς τους, η γνώση του αντικειμένου του φορέα και οι εν γένει διοικητικές τους ικανότητες.
    3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του π.δ. 84/2019 καταργείται από την ημερομηνία που ίσχυσε.
    4. Στη Γενική Γραμματεία Μεταναστευτικής Πολιτικής, Υποδοχής και Ασύλου, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 84/2019 συστήνεται Ειδική Γραμματεία Υποδοχής η οποία υπάγεται στην ως άνω Γενική Γραμματεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 του παρόντος νόμου. Στην νέα Ειδική Γραμματεία υπάγονται οι υπηρεσίες της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης του άρθρου 8 του ν. 4375/2016. Της Ειδικής Γραμματείας προΐσταται μετακλητός υπάλληλος με βαθμό Β΄ της κατηγορίας ειδικών θέσεων.
    5. Η Γενική Γραμματεία Συντονισμού Διαχείρισης Αποβλήτων που συστάθηκε με το π.δ. 4/2014 (Α’ 9) μεταφέρεται ως σύνολο θέσεων, προσωπικού και αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ως τη συγκρότηση ενιαίων υπηρεσιακών και πειθαρχικών συμβουλίων, το προσωπικό των μεταφερόμενων με το παρόν άρθρο υπηρεσιών εξακολουθεί να υπάγεται στα υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια στα οποία υπαγόταν κατά την έκδοση του παρόντος. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται Υπουργός Εσωτερικών για τις αρμοδιότητες που μεταφέρονται με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, νοείται εφεξής ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας στον οποίο μεταφέρεται η σχετική αρμοδιότητα. Οι δαπάνες λειτουργίας της μεταφερόμενης Γενικής Γραμματείας της παρούσας παραγράφου εξακολουθούν να βαρύνουν έως 31.12.2019 τον προϋπολογισμό που έχει εγκριθεί για το υπουργείο, οι πιστώσεις του οποίου μεταφέρονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας κατά το μέρος που αφορούν τις μεταφερόμενες σε αυτό υπηρεσίες.
    6. Η Ειδική Γραμματεία Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών που συστάθηκε με το άρθρο 125 του ν. 4483/2017 (Α’ 107) μετατρέπεται σε Γενική Γραμματεία Ιθαγένειας, στην οποία προΐσταται μετακλητός Γενικός Γραμματέας με βαθμό Α’ της κατηγορίας ειδικών θέσεων.
    7. Η Ειδική Γραμματεία Διαρθρωτικών Προγραμμάτων που συστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του π.δ. 84/2019 (Α’ 123) μετονομάζεται σε Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, Ταμείου Συνοχής και Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και υπάγεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42 του παρόντος νόμου.
    8. Η Β’ Γενική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών υπάγεται στον Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας.
    9. Η Γενική Γραμματεία του πρώην Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και η θέση του Γενικού/Διοικητικού Γραμματέα του Υπουργείου καταργούνται. Οι υπηρεσίες της παραγράφου 2α του άρθρου του π.δ. 122/2017 (Α’ 149) μεταφέρονται στον Υπουργό.
    10. Συστήνεται θέση μετακλητού Γενικού Διευθυντή του Εθνικού Τυπογραφείου. Η επιλογή και τοποθέτηση του Γενικού Διευθυντή γίνεται με απόφαση του Πρωθυπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Για το μισθολογικό του καθεστώς εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4354/2015 για τις θέσεις προϊσταμένων Γενικής Διεύθυνσης. Η θέση του μετακλητού Ειδικού Γραμματέα του Εθνικού Γραμματέα καταργείται.
    11. Η Ειδική Γραμματεία Επικοινωνιακής Διαχείρισης Κρίσεων και η θέση του Ειδικού/Τομεακού Γραμματέα καταργούνται. Η Διεύθυνση Επικοινωνιακής Διαχείρισης Κρίσεων εντάσσεται ως οργανική μονάδα στην Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του παρόντος.

     

     

     

     

    Άρθρο 112

    Τροποποίηση διάταξης ν. 4270/2014

    Η παράγραφος 1 του άρθρου 65 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) τροποποιείται ως εξής: «1. Διατάκτης κάθε Υπουργείου ορίζεται ο Υπηρεσιακός Γραμματέας του οικείου Υπουργείου στις περιπτώσεις που αυτός υπάρχει ή ο Υπουργός στις λοιπές περιπτώσεις ή το προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία ή τις οργανικές διατάξεις όργανο κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης ή οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτούς όργανο, που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του προϋπολογισμού του φορέα του, αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού αυτού και προσδιορίζει τις απαιτήσεις σε βάρος του. Κύριος διατάκτης είναι ο διατάκτης που αναλαμβάνει υποχρεώσεις σε βάρος των πιστώσεων, οι οποίες τίθενται στη διάθεσή του απευθείας από τον προϋπολογισμό του φορέα του, ακολουθώντας τη διαδικασία των άρθρων 66, 67 και 79».

     

    Άρθρο 113

    Σύσταση Επιτροπής “Ελλάδα 2021”

    1. Συστήνεται Επιτροπή, υπαγόμενη στον Πρωθυπουργό, για την προετοιμασία της χώρας ενόψει της συμπλήρωσης διακοσίων ετών από την Παλιγγενεσία. Σκοπός της επιτροπής είναι: (α) η μελέτη και η υποβολή προτάσεων για την ανάδειξη των αξιών του Ελληνικού Έθνους, του πολιτισμού και της ιστορίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα, (β) η ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και ιδιαιτεροτήτων της Ελλάδος, (γ) η ανάπτυξη του εθνικού αφηγήματος της Ελλάδας με σκοπό την δημιουργία ενιαίας εικόνας και ταυτότητας της χώρας και των φορέων του ελληνικού κράτους, (δ) η δημιουργία της στρατηγικής ενεργειών και του πλάνου δράσεων που θα συντελεστούν για τον εορτασμό της εθνικής επετείου για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, (ε) ο συντονισμός των δράσεων όλων των αρμόδιων Υπουργείων και φορέων στο πλαίσιο των ενεργειών που θα προταθούν και εγκριθούν για την επίτευξη των στόχων του έργου, όπως τα παραπάνω προκύψουν και συνδιαμορφωθούν και μέσα από διαβούλευση και ανάπτυξη συλλογικών δράσεων με εκπροσώπους της κοινωνίας, ιδρυμάτων, κρατικών δομών και φορέων.
    2. Η Επιτροπή αποτελείται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους από το χώρο της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών και της επιστήμης.
    3. Με διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Πρωθυπουργού ρυθμίζεται κάθε ζήτημα που αφορά στη συγκρότηση, τη λειτουργία, την υποστήριξη από υπηρεσίες, τους πόρους, την στελέχωση και κάθε δραστηριότητα στην οποία προβαίνει προς την επίτευξη των σκοπών της.

     

    Κεφάλαιο Β’

    Μεταβατικές διατάξεις

     

    Άρθρο 114

    Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Α’

    1. Μέχρι την έκδοση της απόφασης συγκρότησης του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Άμυνας, το ΚΥ.Σ.Ε.Α. συνέρχεται και λειτουργεί, εφόσον καταστεί απαραίτητο, βάσει της υπ’ αριθ. 21/18.7.2019 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου “Ανασύνθεση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥ.Σ.Ε.Α.)” (Α’ 124). ΄
    2. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που συστάθηκε με το άρθρο 72 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) συνεχίζει να λειτουργεί ως Κυβερνητική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση.
    3. Η σειρά τάξης των υπουργείων που καθορίστηκε βάσει της υπ’ αριθ. Y1/2019 Απόφασης του Πρωθυπουργού “Καθορισμός σειράς τάξης των Υπουργείων” (B’ 2901) διατηρείται σε ισχύ.
    4. Εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος εκδίδεται ο Κανονισμός Λειτουργίας του Υπουργικού Συμβουλίου και των Συλλογικών Κυβερνητικών Οργάνων.

     

    Άρθρο 115

    Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Β’

    1. Ο Οργανισμός της Προεδρίας της Κυβέρνησης εκδίδεται το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.
    2. Μέχρι την έκδοση του οργανισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης, με απόφαση του Πρωθυπουργού, καθορίζεται η ειδικότερη εσωτερική διάρθρωση των Γενικών Γραμματειών των άρθρων 25 και 26 του παρόντος.
    3. Από τη δημοσίευση του παρόντος, οι υπηρετούντες Γενικοί Γραμματείς στις θέσεις του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού και του Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης, προΐστανται αντιστοίχως, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση, της Γενικής Γραμματείας του Πρωθυπουργού και της Γενικής Γραμματείας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων του παρόντος νόμου. Για την πρώτη εφαρμογή του παρόντος καθήκοντα γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου ασκεί ο Γενικός Γραμματέας Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων.
    4. Το σύνολο των υφιστάμενων θέσεων και του προσωπικού που υπηρετεί με οποιοδήποτε τρόπο και σχέση εργασίας κατά τη δημοσίευση του παρόντος στις καταργούμενες: (α) Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, (β) Γενική Γραμματεία  Συντονισμού του άρθρου 14 του ν. 4109/2013 (Α΄ 16), καθώς και τις μονάδες αυτών, μεταφέρεται αντιστοίχως στη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων του άρθρου 25 και στις Γενικές Γραμματείες Συντονισμού του άρθρου 26 του παρόντος. Ειδικώς στην περίπτωση (β) του προηγούμενου εδαφίου, οι υφιστάμενες θέσεις και το προσωπικό κατανέμονται μεταξύ των συνιστώμενων Γενικών Γραμματειών Συντονισμού, με απόφαση του Πρωθυπουργού. Με αποφάσεις των οικείων Γενικών Γραμματέων Συντονισμού, το προσωπικό που έχει μεταφερθεί στις Γενικές Γραμματείες που προΐστανται, τοποθετείται στις οργανικές μονάδες που προβλέπονται στην απόφαση της παραγράφου 2 του παρόντος.
    5. Με αποφάσεις των οικείων Γενικών Γραμματέων Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων και Συντονισμού, στις οργανικές μονάδες που προβλέπονται στην απόφαση της παραγράφου 2 του παρόντος τοποθετούνται προϊστάμενοι μεταβατικά και μέχρι την έκδοση του Οργανισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης και την τοποθέτησή προϊσταμένων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31 του παρόντος. Για την τοποθέτηση αυτή, συνεκτιμώνται τα ουσιαστικά προσόντα, η ποιότητα της υπηρεσιακής δραστηριότητάς τους, η γνώση του αντικειμένου του φορέα και οι εν γένει διοικητικές τους ικανότητες.
    6. Μέχρι την ολοκλήρωση της αναγκαίας προετοιμασίας για την πλήρη λειτουργία της Μονάδας Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης, η οποία διαπιστώνεται με απόφαση του Πρωθυπουργού, οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που είναι απαραίτητες για τις διοικητικές και οικονομικές λειτουργίες της Προεδρίας της Κυβέρνησης, εξακολουθούν να ασκούνται από τα όργανα και τις υπηρεσίες που τις ασκούσαν, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
    7. Η υπ’ αριθ. Υ8/2019 Απόφαση του Πρωθυπουργού “Αναδιάρθρωση και σύνθεση σε προσωπικό της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού”(Β’ 2903) διατηρείται σε ισχύ ως προς το σύνολο των διατάξεων της έως την έκδοση του Οργανισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης. Οι υπηρετούντες υπάλληλοι και προϊστάμενοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος συνεχίζουν τις θητείες τους χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διατύπωση.
    8. Οι υπηρεσίες των περιπτώσεων (γ) έως (ε) της παραγράφου 2 του άρθρου 35 συνεχίζουν να ασκούν τις αρμοδιότητες των υπηρεσιών των περιπτώσεων (α) και (β) της ίδιας παραγράφου και άρθρου που ασκούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος. Οι αρμοδιότητες του προηγούμενου εδαφίου που αφορούν σε οριζόντιες υποστηρικτικές υπηρεσίες, μεταφέρονται αυτοδικαίως στους Υπηρεσιακούς Γραμματείς των Υπουργείων με την επιλογή και τοποθέτηση τους.
    9. Μέχρι την επιλογή Υπηρεσιακών Γραμματέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του παρόντος, οι σχετικές αρμοδιότητες ασκούνται (α) από τον οικείο Υπουργό ή (β) από Γενικό Γραμματέα, στον οποίον ο Υπουργός μεταβιβάζει με απόφαση του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τις σχετικές υπηρεσίες και αρμοδιότητες. Στην περίπτωση (β) του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 37 περί δικαιώματος τελικής υπογραφής, εκτός εάν το δικαίωμα αυτό έχει ήδη μεταβιβαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 84/2019 ή μεταβιβαστεί μετά τη δημοσίευση του παρόντος, με απόφαση του οικείου Υπουργού. Σε κάθε περίπτωση, κάθε κανονιστική πράξη μεταβίβασης εξουσίας υπογραφής της παρούσας παραγράφου καταργείται αυτοδικαίως με την επιλογή και τοποθέτηση των οικείων Υπηρεσιακών Γραμματέων.
    1. Τα κωλύματα υποβολής υποψηφιότητας για την επιλογή Υπηρεσιακών Γραμματέων της παραγράφου 5 του άρθρου 36 δεν εφαρμόζονται στην πρώτη διαδικασία επιλογής των προσώπων για τις θέσεις αυτές.
    2. Οι Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς που έχουν διοριστεί βάσει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 4369/2016, συνεχίζουν τη θητεία τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, χωρίς να χρειάζεται εκ νέου διορισμός. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στις εξής περιπτώσεις: (α) Ειδικών Γραμματέων των οποίων οι Ειδικές Γραμματείες υπήχθησαν σε Γενικές Γραμματείες βάσει των διατάξεων των άρθρων 42 και 111 του παρόντος νόμου, (β) Γενικών ή Ειδικών Γραμματέων των οποίων οι Γραμματείες μετονομάστηκαν ή μεταφέρθηκαν σε άλλο υπουργείο βάσει των διατάξεων του άρθρου 111 του παρόντος.
    3. Σε περίπτωση μετατροπής Ειδικής Γραμματείας σε Γενική Γραμματεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του παρόντος, απαιτείται εκ νέου διορισμός τόσο για τον Γενικό Γραμματέα όσο και για τους συνεργάτες του ιδιαίτερου γραφείου αυτού.
    4. Έως την έκδοση του διατάγματος της παραγράφου 2 του άρθρου 43 για τα Συμβόλαια Απόδοσης Γενικών και Ειδικών Γραμματέων, τα πρόσωπα που διορίζονται στις εν λόγω θέσεις ασκούν τα καθήκοντα τους χωρίς την υποχρέωση υπογραφής τέτοιου συμβολαίου ή αξιολόγησης βάσει αυτού.
    5. Με αποφάσεις των οικείων Υπουργών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από γνώμη της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, προσδιορίζεται η έναρξη λειτουργίας των Μονάδων Εσωτερικού Ελέγχου του άρθρου 39 του παρόντος σε κάθε Υπουργείο. Με αποφάσεις των οικείων Υπουργών και του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να περιέρχονται σε αυτές πρόσθετες αρμοδιότητες, συναφείς προς την επιχειρησιακή αποστολή τους, να συστήνονται, να καταργούνται ή να συγχωνεύονται οργανικές μονάδες αυτών, να προσδιορίζονται οι κανόνες και τα κριτήρια επιλογής και τοποθέτησης των προϊσταμένων τους και να ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για τη λειτουργία τους. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 39 του παρόντος, σε οποιοδήποτε στάδιο έλεγχοι, επιθεωρήσεις και κάθε είδους έρευνες, ελεγκτικές, προανακριτικές και πειθαρχικές διαδικασίες και σχετικές με τις υποθέσεις αυτές διαδικαστικές πράξεις ή ενέργειες, συνεχίζουν και εκτελούνται από τις Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου του άρθρου 39 του παρόντος, από τα όργανα στα οποία αυτές έχουν ανατεθεί. Μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση Προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα στις Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου του άρθρου 39 του παρόντος, ο οικείος Υπουργός τοποθετεί με απόφασή του μεταβατικά στις οργανικές μονάδες αυτών, τους υπηρετούντες προϊσταμένους. Σε περίπτωση που ο αριθμός των θέσεων ευθύνης υπερβαίνει τον αριθμό των υπηρετούντων προϊσταμένων ο οικείος Υπουργός επιλέγει και τοποθετεί προϊσταμένους πέραν αυτών του προηγούμενου εδαφίου, οι οποίοι πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που τίθενται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
    6. Μέχρι την επιλογή Προϊσταμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα στις Υπηρεσίες Συντονισμού του άρθρου 38 του παρόντος ο οικείος Υπουργός τοποθετεί μεταβατικά, με απόφαση του, προϊσταμένους ως εξής: (α) τους υπηρετούντες προϊσταμένους υπηρεσιών οι οποίες συγχωνεύονται στις Υπηρεσίες Συντονισμού ή (β) υπαλλήλους οι οποίοι πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που τίθενται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα για τις θέσεις ευθύνης του αυτού επιπέδου.
    7. Οι υπηρετούντες, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας και σε οποιαδήποτε θέση, στα πολιτικά γραφεία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, καθώς και στα γραφεία που επικουρούν το έργο των Γενικών Γραμματέων, Αναπληρωτών Γενικών Γραμματέων και Ειδικών Γραμματέων, συνεχίζουν τη θητεία τους και κατατάσσονται, με απόφαση του οργάνου που τους προσέλαβε, διόρισε, απέσπασε ή ανάθεσε καθήκοντα, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά αναρτάται στο διαδίκτυο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3861/2010, στις θέσεις του άρθρου 46 του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τα ειδικώς οριζόμενα στα άρθρα 45 έως 48 του παρόντος νόμου. Με όμοια απόφαση, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην περίπτωση που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου οι ήδη υπηρετούντες στα ως άνω γραφεία υπερβαίνουν τον αριθμό των συνεργατών που προβλέπεται στο άρθρο 46 για καθεμία από τις περιπτώσεις ιδιαίτερων γραφείων, διαπιστώνεται η λήξη της θητείας του υπεράριθμου προσωπικού, όπως αυτό προκύπτει από την κατάταξη του προηγούμενου εδαφίου, αζημίως για το Ελληνικό Δημόσιο. Η λήξη της θητείας στα ως άνω γραφεία δεν γεννά κανένα δικαίωμα αποζημίωσης για το εν λόγω προσωπικό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 47 του παρόντος.

     

    Άρθρο 116

    Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Γ’

    1. Μέχρι την έκδοση της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου που θα καθορίζει την έναρξη ισχύος του Μέρους Γ, πρέπει να έχουν εκδοθεί: (α) πρότυπο σχέδιο δράσης Υπουργείων και πρότυπο Ε.Σ.Κυ.Π., (β) πρότυπη Έκθεση Ανάλυσης Επιπτώσεων. Μέχρι την ως άνω προθεσμία να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι την ψήφιση του παρόντος νόμου.
    2. Ειδικά για τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων του έτους 2020 εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 7 του ν. 4590/2019 (Α΄ 17), ως ίσχυσαν πριν από την τροποποίησή τους με τον παρόντα νόμο.
    3. Διατάξεις με τις οποίες έχουν ήδη ανατεθεί στην ΚΕΚ συγκεκριμένες εργασίες κωδικοποίησης διατηρούνται σε ισχύ

     

    Άρθρο 117

    Μεταβατικές διατάξεις Μέρους Δ’

    1. Για τους ήδη υπηρετούντες καθώς και για όσους διοριστούν στις θέσεις του άρθρου 68 μέχρι τις 30 Νοεμβρίου 2019 η δήλωση της παραγράφου 1 του άρθρου 72 υποβάλλεται στην Προεδρία της Κυβέρνησης μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2019.
    2. (α) Το πάσης φύσεως προσωπικό που υπηρετεί, με οποιαδήποτε τρόπο, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στο Γραφείο του Γ.Ε.Δ.Δ., στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., στο Σ.Ε.Δ.Ε., στο Σ.Ε.Ε.ΜΕ, στο Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και στη ΓΕ.Γ.ΚΑΔ αποσπάται αυτοδίκαια στην Αρχή που ιδρύεται με τον παρόντα νόμο για το υπόλοιπο του χρόνου της απόσπασής του. β) Ειδικότερα, οι Ειδικοί Επιθεωρητές του Γραφείου Γ.Ε.Δ.Δ., οι Προϊστάμενοι Επιθεωρητές και οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., του Σ.Ε.Ε.ΜΕ, του Σ.Ε.Δ.Ε. και του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. ως Επιθεωρητές Ελεγκτές. Οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. αποσπώνται ως Επιθεωρητές Ελεγκτές για το υπόλοιπο του χρόνου της απόσπασής τους.
    3. Ο συνολικός διανυθείς χρόνος απασχόλησης, με οποιοδήποτε τρόπο, στους καταργούμενους φορείς και το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αυτοδίκαιη απόσπαση στην Αρχή μέχρι και την πρώτη ανανέωση αυτής, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου των δώδεκα (12) ετών που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ως το ανώτατο χρονικό όριο απόσπασης στην Αρχή σε θέση Επιθεωρητή-Ελεγκτή. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3074/2002, όπως ισχύει, καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
    4. Οι υπηρετούντες ως Προϊστάμενοι Επιθεωρητές, Επιθεωρητές-Ελεγκτές και Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές στα Περιφερειακά Γραφεία του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, που παύουν να λειτουργούν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, συμπεριλαμβάνονται στους Επιθεωρητές-Ελεγκτές της παρ. 2 α του παρόντος άρθρου, εκτός εάν με αίτησή τους  που υποβάλλεται στην Αρχή εντός μηνός από την από την έναρξη ισχύος του παρόντος δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν τη συνέχιση της απόσπασής τους.
    5. Κατ’ εξαίρεση, κατά την πρώτη λειτουργία της Αρχής, ο Διοικητής αυτής προτείνεται για τριετή θητεία από τον Πρωθυπουργό και διορίζεται με απόφαση του ιδίου, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. Η θητεία αυτή δύναται να ανανεωθεί για δύο ακόμη έτη, με μόνη απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης, που λαμβάνεται δύο μήνες πριν από τη λήξη της. Σε περίπτωση μη ανανέωσης, το Συμβούλιο Διοίκησης εκδίδει ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, με πλειοψηφία των 4/5 του συνόλου των μελών του. Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατά το προηγούμενο εδάφιο της παρούσας ανανέωση, η θητεία του Διοικητή μπορεί να ανανεωθεί με τη διαδικασία, τις λοιπές προϋποθέσεις και τη διάρκεια που προβλέπονται στο άρθρο 90 του παρόντος νόμου.
    6. Κατ’ εξαίρεση, κατά την πρώτη λειτουργία της Αρχής, ο Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ακεραιότητας και Λογοδοσίας, ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Ευαισθητοποίησης και Δράσεων με την Κοινωνία, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού και Συμπεριφορικών Αναλύσεων και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Δράσεων Ευαισθητοποίησης και Εκπαιδευτικών Πολιτικών επιλέγονται και τοποθετούνται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής για τρία (3) έτη. Η θητεία αυτή δύναται να ανανεωθεί για δύο ακόμη έτη, με απόφαση του Διοικητή κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Συμβουλίου Διοίκησης. Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατά το προηγούμενο εδάφιο της παρούσας ανανέωση, η θητεία των εν λόγω στελεχών της Αρχής μπορεί να ανανεωθεί με τη διαδικασία, τις λοιπές προϋποθέσεις και τη διάρκεια που προβλέπονται στις πάγιες διατάξεις του άρθρου 96 του παρόντος νόμου.
    7. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος λήγουν όλες οι τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης των καταργούμενων φορέων τόσο σε υπηρεσίες και μονάδες επιθεώρησης και ελέγχου όσο και σε διοικητικές-οικονομικές μονάδες. Μέχρι τη θέση σε ισχύ του Οργανισμού της Αρχής, κάθε επείγουσα διαδικαστική ενέργεια υπογράφεται από τον αρχαιότερο Επιθεωρητή-Ελεγκτή, που υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος σε οποιονδήποτε από τους καταργούμενους φορείς.
    8. Μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση των Προϊσταμένων των οργανικών μονάδων της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων, κατά τις κείμενες διατάξεις και τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής, οι θέσεις αυτές καταλαμβάνονται, με απόφαση του Διοικητή, από τους Επιθεωρητές-Ελεγκτές που αποσπώνται αυτοδίκαια στην Αρχή.
    9. Μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση των Προϊσταμένων των λοιπών οργανικών μονάδων της Αρχής, κατά τις κείμενες διατάξεις και τα ειδικώς οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 4492/2017 (Α΄156).
    10. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στις Διευθύνσεις και στα Τμήματα ή Γραφεία Διοικητικής Υποστήριξης και Οικονομικού του Γραφείου Γ.Ε.Δ.Δ., του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., του Σ.Ε.Δ.Ε., του Σ.Ε.Ε.ΜΕ., του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και της ΓΕ.Γ.ΚΑΔ αποσπώνται ή μεταφέρονται αυτοδίκαια στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Αρχής κατά τις διατάξεις της παρ.2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις περιφερειακές υπηρεσίες των καταργούμενων φορέων.
    11. Η Αρχή δύναται, με Απόφαση του Διοικητή αυτής, είτε να αναστείλει είτε να υπεισέλθει σε κάθε στάδιο των εκκρεμών διαδικασιών διορισμών και πάσης φύσεως υπηρεσιακών μεταβολών των καταργούμενων φορέων του παρόντος νόμου χωρίς να απαιτείται επανάληψή τους, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων.
    12. Έως τη συγκρότηση του υπηρεσιακού και των πειθαρχικών συμβουλίων της Αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, το προσωπικό των καταργούμενων φορέων εξακολουθεί να υπάγεται στα υπηρεσιακά και πειθαρχικά συμβούλια στα οποία υπαγόταν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον τούτα δεν καταργούνται με τις διατάξεις του παρόντος.
    13. Από τη συγκρότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και των Πειθαρχικών Συμβουλίων της Αρχής, οι εκκρεμείς, κατά το χρόνο έναρξης της λειτουργίας της Αρχής, υποθέσεις ενώπιον των Υπηρεσιακών και Πειθαρχικών Συμβουλίων, των καταργούμενων φορέων, για το προσωπικό που μεταφέρεται στην Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, αποτελούν υποθέσεις του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και των Πειθαρχικών Συμβουλίων της Αρχής και εξετάζονται από αυτά. Κατά τα λοιπά σε σχέση με τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και των Πειθαρχικών Συμβουλίων της Αρχής ισχύουν οι πάγιες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
    14. (α) Οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή που απασχολούνται με οιαδήποτε σχέση στους καταργούμενους φορείς υποχρεούνται μέσα σε ένα (1) μήνα από  τον διορισμό του Διοικητή της Αρχής να υποβάλουν σε αυτόν: (αα) Αναλυτική κατάσταση των εκκρεμών και των περατωμένων δικαστικών υποθέσεων που χειρίστηκαν, η οποία προσυπογράφεται για την ακρίβειά της από τον προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας του φορέα, εφόσον υπάρχει, διαφορετικά υπογράφεται μόνο από τον ίδιο το δικηγόρο με έμμισθη εντολή. Στην πιο πάνω κατάσταση για τις εκκρεμείς υποθέσεις γίνεται λεπτομερής μνεία του διαδικαστικού σταδίου στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση και η ημερομηνία της επόμενης διαδικαστικής πράξης. (ββ) Πλήρεις φακέλους των παραπάνω εκκρεμών και περατωμένων υποθέσεων με ακριβή αντίγραφα των δικογράφων, εισηγητικών εκθέσεων, δικαστικών αποφάσεων και των εγγράφων αποδείξεως. (γγ) Λεπτομερή πίνακα με τα υπό επεξεργασία σχέδια νόμων και κανονιστικών πράξεων, καθώς και των νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων που συνέταξαν ή στην επεξεργασία των οποίων συμμετείχαν σε οποιαδήποτε στάδιο επισυνάπτοντας και τα σχετικά και έγγραφα. Σε περίπτωση που τα πιο πάνω στοιχεία δεν παραδοθούν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή δεν είναι πλήρη, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου, θεωρείται ότι η σύμβαση λύθηκε για σπουδαίο λόγο με υπαιτιότητα του δικηγόρου και δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας. Οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή έχουν υποχρέωση να υποβάλουν τα παραπάνω στοιχεία και για τις υποθέσεις των οποίων ο χειρισμός ανατέθηκε σε δικηγόρους που δεν αμείβονταν με πάγια αντιμισθία, εφόσον τα στοιχεία έχουν περιέλθει σε αυτούς. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να φροντίσουν να συλλέξουν τα στοιχεία αυτά και στη συνέχεια να τα υποβάλουν, σύμφωνα με τα πιο πάνω, άλλως θεωρείται ότι η σύμβαση λύθηκε για σπουδαίο λόγο με υπαιτιότητα του δικηγόρου και δεν οφείλεται αποζημίωση λόγω καταγγελίας. Στην περίπτωση δικηγόρων που απασχολούνταν στους καταργούμενους φορείς με καθεστώς απόσπασης, η μη τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων, πέραν του ότι αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης τους με υπαιτιότητά τους και αζημίως για το δημόσιο,  αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο επισύρει την ποινή του προστίμου έως τις αποδοχές έξι μηνών. Για την αρμοδιότητα των πειθαρχικών οργάνων ισχύουν αναλογικά τα αναφερόμενα στις οικείες μεταβατικές διατάξεις του παρόντος. β) Οι συμβάσεις των δικηγόρων της παρούσας παραγράφου λύονται και οι αποσπάσεις ανακαλούνται με απόφαση του Διοικητή της Αρχής εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τον διορισμό του.
    15. Με την έναρξη ισχύος του παρόντος, η Αρχή μπορεί να καταγγείλει τις πάσης φύσεως συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ή παροχής έργου των καταργούμενων φορέων,
    16. Μέχρι τη σύσταση και πλήρη λειτουργία της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το οποίο μπορεί να ανανεώνεται με Απόφαση του Διοικητή, όλες οι αρμοδιότητες οικονομικής φύσεως που αφορούν την Αρχή ασκούνται από τη Γενική Διεύθυνση για οικονομικά και διοικητικά θέματα του αρμόδιου για ζητήματα ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης Υπουργείου.
    17. Κατά την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 93 του παρόντος νόμου και μέχρι την πλήρη λειτουργία της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής, το συνολικό κόστος μισθοδοσίας, περιλαμβανόμενης και της μισθολογικής διαφοράς που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω άρθρου βαρύνει τους προϋπολογισμούς των φορέων και των υπηρεσιών προέλευσης των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και του λοιπού προσωπικού της παρ. 2 που υπηρετεί με απόσπαση στην Αρχή και καταβάλλεται από αυτούς. Με την έγκριση του πρώτου προϋπολογισμού της Αρχής και την πλήρη λειτουργία της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών αυτής, το συνολικό κόστος μισθοδοσίας, περιλαμβανόμενης και της ως άνω μισθολογικής διαφοράς του προσωπικού που αποσπάται ή είναι αποσπασμένο σε αυτή, εκτός των αποσπώμενων ή ήδη αποσπασμένων σε θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών, βαρύνει την Αρχή και καταβάλλεται από αυτήν.
    18. Ειδικά, για τον πρώτο προϋπολογισμό της Αρχής το συνολικό ύψος των πιστώσεων της Αρχής που θα περιληφθεί στο σχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2020, δεν δύναται να είναι κατώτερο του 100% των συνολικών πιστώσεων που προβλέπονται στον τρέχοντα ψηφισθέντα ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό 2019 για τους καταργούμενους φορείς και υπηρεσίες: α) ΓΕ.Γ.ΚΑΔ., β) Γ.Ε.Δ.Δ., γ) Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., δ) Σ.Ε.Δ.Ε., ε) Σ.Ε.Ε.ΜΕ, και στ) Σ.Ε.Υ.Υ.Π..
    19. Το συνολικό ύψος των πιστώσεων της Αρχής για τα έτη 2020-2021 που θα περιληφθεί στα αντίστοιχα Μ.Π.Δ.Σ. και σχέδια Κρατικού Προϋπολογισμού, δεν δύναται να είναι κατώτερο του 100% των συνολικών πιστώσεων που θα προβλέπονται στον ψηφισθέντα ετήσιο Κρατικό Προϋπολογισμό έτους 2019 για τους ως άνω φορείς και υπηρεσίες.
    20. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος και μέχρι τη σύσταση και πλήρη λειτουργία της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής, οι απαραίτητες δαπάνες για τη μισθοδοσία και τη λειτουργία της Αρχής καλύπτονται από πιστώσεις που έχουν εγγραφεί στον ειδικό φορέα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών «Γενικές Κρατικές Δαπάνες», κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, και μόνο στην περίπτωση που αυτές δεν καλύπτονται από τις ήδη εγγραφείσες πιστώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό για τους καταργούμενους φορείς, οι οποίες μεταφέρονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος στην Αρχή, ή σε κάθε περίπτωση από το αποθεματικό. Για την εφαρμογή του παρόντος διενεργούνται κατά προτεραιότητα όλες οι απαραίτητες ενέργειες μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης για οικονομικά και διοικητικά θέματα του αρμόδιου για ζητήματα ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης Υπουργείου η οποία ορίζεται ως υπεύθυνη Γ.Δ.Ο.Υ. και των αρμόδιων υπηρεσιών του Γενικού λογιστηρίου του Κράτους. Για κάθε ένα από τα επόμενα έτη, οι απαραίτητες πιστώσεις εγγράφονται στον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.
    21. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος και μέχρι την πλήρη λειτουργία της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής οι πρόσθετες αποδοχές της παραγράφου 3 του άρθρου 93 βαρύνουν τον προϋπολογισμό του αρμόδιου για ζητήματα ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης Υπουργείου και καταβάλλονται από την αρμόδια Γενική Διεύθυνση για οικονομικά και διοικητικά θέματα αυτού.
    22. Έργα προμηθειών που αφορούν στους καταργούμενους φορείς και είναι σε εξέλιξη, από την έναρξη ισχύος του παρόντος συνεχίζονται από την Αρχή, η οποία καθίσταται δικαιούχος των έργων. Η Αρχή συνεχίζει και ολοκληρώνει τις διαδικασίες που απαιτούνται για την υλοποίηση των έργων, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί προμηθειών διατάξεις.
    23. Η Αρχή υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα στάδια των δράσεων, προγραμμάτων και έργων, τα οποία χρηματοδοτούνται εν όλω ή εν μέρει από πόρους προερχόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Ε.Ο.Χ. και διεθνείς οργανισμούς.
    24. Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η Αρχή δύναται να καταγγείλει αζημίως τις υφιστάμενες μισθώσεις ακινήτων των φορέων που καταργούνται με τον παρόντα νόμο, με έγγραφη καταγγελία η οποία επιδίδεται στους εκμισθωτές και τα αποτελέσματά της οποίας επέρχονται μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την επίδοσή της. Όλως ειδικώς και για την πρώτη μεταστέγαση όλων των εντασσόμενων φορέων σε ενιαίο κτίριο, για τις μισθώσεις ακινήτων από την Αρχή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Π.Δ. 715/1979 (ΦΕΚ Α` 212) «Περί τρόπου ενεργείας υπό των νομικών προσώπων  δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), προμηθειών, μισθώσεων και εκμισθώσεων εν γένει, αγορών ή εκποιήσεων ακινήτων, εκποιήσεων κινητών πραγμάτων ως και εκτελέσεως εργασιών», όπως κάθε φορά ισχύει. Όπου, στο παραπάνω προεδρικό διάταγμα αναφέρεται το συλλογικό όργανο που διοικεί το Ν.Π.Δ.Δ., νοείται ο Διοικητής της Αρχής. Οι επιτροπές που αναφέρονται στο παραπάνω προεδρικό διάταγμα και η σύνθεσή τους, ορίζονται από τα όργανα διοίκησης της Αρχής.
    25. Η ιδιοκτησία, η διοίκηση και διαχείριση υλικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του σκοπού και για την εξυπηρέτηση των καταργούμενων φορέων κατά την έναρξη λειτουργίας του παρόντος, αναλαμβάνονται εφεξής από την Αρχή.
    26. Οι πάγιες προκαταβολές που αφορούν τους καταργούμενους φορείς περιέρχονται στην Αρχή. Με απόφαση του Διοικητή της Αρχής καθορίζονται οι υπόλογοι διαχειριστές αυτών.
    27. Μέχρι τη σύσταση και πλήρη λειτουργία της Γενικής Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Αρχής και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι υποθέσεις διοικητικού και οικονομικού ενδιαφέροντος που αφορούν την Αρχή διεκπεραιώνονται από τη Γενική Διεύθυνση για οικονομικά και διοικητικά θέματα του αρμόδιου για ζητήματα ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης Υπουργείου.
    28. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος σε οποιοδήποτε στάδιο έλεγχοι, επιθεωρήσεις και κάθε είδους έρευνες, ελεγκτικές, προανακριτικές και πειθαρχικές διαδικασίες και σχετικές με τις υποθέσεις αυτές διαδικαστικές πράξεις ή ενέργειες, συνεχίζουν και εκτελούνται κατά τις οικείες διατάξεις οι οποίες διήπαν τους καταργούμενους φορείς στο όνομα της Αρχής και από τα όργανα στα οποία αυτές έχουν ανατεθεί. Για το σκοπό αυτό συντάσσονται σχετικά πρωτόκολλα, εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών, από τον διορισμό του Διοικητή. Την ευθύνη υπέχει ο αρχαιότερος σε χρόνο υπηρεσίας επιθεωρητής που υπηρετούσε στον οικείο καταργούμενο φορείς μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος . Στην περίπτωση της ΓΕ.Γ.ΚΑΔ η σχετική ευθύνη βαρύνει τον κατέχοντα τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στον ανώτερο βαθμό υπάλληλο που υπηρετούσε με απόσπαση στη ΓΕ.Γ.ΚΑΔ. μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα πρωτόκολλα αυτά παραδίδονται στον Διοικητή της Αρχής ή σε όργανα που αυτός εξουσιοδοτεί για αυτό τον σκοπό.
    29. Το σύνολο των φυσικών και ηλεκτρονικών αρχείων των ΓΕ.Γ.ΚΑ.Δ., Γ.Ε.Δ.Δ., Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., Σ.Ε.Δ.Ε., το Σ.Ε.Ε.ΜΕ και Σ.Ε.Υ.Υ.Π., συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν αποθηκευτεί σε μεταφερόμενα ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και τα φυσικά αρχεία των υποθέσεων που εκκρεμούν στα δικαστήρια μεταφέρονται αυτοδικαίως στην Αρχή. Το σύνολο των φυσικών και άυλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου, τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του σκοπού και για την εξυπηρέτηση των παραπάνω φορέων και υπηρεσιών κατά την έναρξη λειτουργίας της Αρχής, μεταφέρεται στην Αρχή βάσει ειδικού πρωτοκόλλου που συντάσσεται προς τούτο με ευθύνη των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου. Στο πρωτόκολλο αυτό καταγράφονται και κάθε έγγραφο που αφορά στην οικονομική διαχείριση, τις εν εξελίξει προμήθειες και έργα που υλοποιούσαν οι καταργούμενοι φορείς, φυσικά και ηλεκτρονικά πρωτόκολλα διακίνησης εγγράφων και διαχείρισης καταγγελιών. Η ενέργειες αυτές πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί εντός 15 ημερών από τον διορισμό του Διοικητή της Αρχής.
    30. Όπου στην κείμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων του συνόλου των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί αρμοδίως, αναφέρεται η ΓΕ.ΓΚΑΔ, το Γραφείο του Γ.Ε.Δ.Δ., το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., το Σ.Ε.Δ.Ε., το Σ.Ε.Ε.Μ.Ε. και το Σ.Ε.Υ.Υ.Π νοείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος η Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
    31. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων του συνόλου των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί αρμοδίως, αναφέρεται ο Γενικός Γραμματέας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, Ο Ειδικός Γραμματέας του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ, ο Επικεφαλής ή το Εποπτικό Συμβούλιο Διοίκησης του Σ.Ε.Δ.Ε., ο Γενικός Επιθεωρητής του Σ.Ε.Ε.ΜΕ. και ο Γενικός Επιθεωρητής του Σ.Ε.Υ.Υ.Π, νοούνται ο Διοικητής ή το Συμβούλιο Διοίκησης της Αρχής, κατά λόγο αρμοδιότητας.
    32. Όπου στην κείμενη νομοθεσία ή σε κανονιστικές πράξεις αναφέρεται αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητα οποιουδήποτε Υπουργού για ζητήματα των καταργούμενων δια του παρόντος φορέων, αυτή ασκείται εφεξής από τον Πρωθυπουργό ή από τον Υπουργό στον οποίον αυτός αναθέτει τη σχετική αρμοδιότητα.
    33. Με απόφαση του Διοικητή που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εκδίδεται εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος δύνανται να καταργούνται ή να τροποποιούνται κανονιστικές αποφάσεις που αφορούν θέματα οργάνωσης, λειτουργίας και άσκησης των αρμοδιοτήτων των φορέων και υπηρεσιών που εντάσσονται στην Αρχή, οι οποίες δεν καταργούνται με τον παρόντα νόμο.
    34. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του ν. 3051/2002 (Α’ 220) , όπως κάθε φορά ισχύει.

     

    Κεφάλαιο Γ’

    Καταργούμενες διατάξεις

     

    Άρθρο 118

    Καταργούμενες διατάξεις

    Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις:

    1. Ο ν. 4048/2012 “Ρυθμιστική διακυβέρνηση: αρχές, διαδικασίες και μέσα Καλής Νομοθέτησης”(ΦΕΚ Α’ 34),
    2. Τα άρθρα 1 έως 13 του ν. 4369/2016 “Εθνικό Μητρώο Επιτελικών Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, συστήματα αξιολόγησης, προαγωγών και επιλογής προϊσταμένων (διαφάνεια-αξιοκρατία και αποτελεσματικότητα της Δημόσιας Διοίκησης) και άλλες διατάξεις”(ΦΕΚ Α’ 33),
    3. Τα άρθρα 6 έως 28 του ν. 4320/2015 “Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις”(ΦΕΚ Α’ 29),
    4. Η παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4081/2012 “Περιστολή δημοσίων δαπανών, ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις” (Α΄184),
    1. Τα άρθρα 1 έως 9 του ν. 4606/2019 “ Σύσταση, συγκρότηση και αρμοδιότητες της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης και άλλες διατάξεις” (Α’ 57).
    1. Τα άρθρα 14 έως 25 του ν. 4109/2013 “Κατάργηση και συγχώνευση νομικών προσώπων του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα-Σύσταση Γενικής Γραμματείας για το συντονισμό του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α’ 16),
    2. Τα άρθρα 25, 26 και 75 του ν. 4375/2016 “Οργάνωση και λειτουργία Υπηρεσίας Ασύλου, Αρχής Προσφυγών, Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης σύσταση Γενικής Γραμματείας Υποδοχής, προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (L 180/29.06.2013), διατάξεις για την εργασία δικαιούχων διεθνούς προστασίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α’ 51),
    3. Τα άρθρα 20 έως 23 του ν. 4440/2016 “Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υποχρεώσεις των προσώπων που διορίζονται στις θέσεις των άρθρων 6 και 8 του ν. 4369/2016, ασυμβίβαστα και πρόληψη των περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α’ 224),
    4. Τα άρθρα 161, 169 και 170 του Ν. 4389/2016 “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” (ΦΕΚ Α’ 94),
    5. Το άρθρο 25 Ν. 3448/2006 «Για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα και τη ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης» (ΦΕΚ Α΄ 57),
    6. Το άρθρο 54 του ν. 4178/2013 “Αντιμετώπιση της αυθαίρετης δόμησης-περιβαλλοντικό ισοζύγιο και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α’ 174)
    7. Οι  διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 67 του ν. 1943/1991, Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης,  αναβάθμιση  του  προσωπικού της και  άλλες  συναφείς διατάξεις”. (Α’ 50).
    1. το π.δ. 63/2005 “Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα” (ΦΕΚ Α’ 98), μαζί με όλες τις διατάξεις που κωδικοποιεί πλην του άρθρου 90 του π.δ. αυτού.
    2. το π.δ. 32/2004 “Σύσταση και Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης” (Α’ 28) όπως ισχύει.
    3. το π.δ. 2/2011 «Μετατροπή του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού σε Γενική Γραμματεία Πρωθυπουργού» (Α’ 5), όπως ισχύει
    1. Όλες οι πράξεις υπουργικού συμβουλίου ή άλλες κανονιστικές πράξεις βάσει των οποίων θεσπίζονται θέσεις μετακλητών υπαλλήλων στα πολιτικά γραφεία μελών της κυβέρνησης, υφυπουργών, γενικών και ειδικών γραμματέων.
    1. Η Απόφαση του Πρωθυπουργού με αριθμό Υ135/15.03.2016 με τίτλο «Σύσταση Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς» (Β’ 711)
    2. Οι κατ’ εξουσιοδότηση των παραπάνω καταργούμενων διατάξεων εκδοθείσες κανονιστικές πράξεις που αφορούν στην ίδρυση και οργάνωση των καταργούμενων δια του παρόντος νόμου φορέων, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
    3. Κάθε άλλη διάταξη ή κανονιστική πράξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

     

    Κεφάλαιο Δ’

    Θέση σε ισχύ

     

    Άρθρο 119

    Θέση σε ισχύ

    Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης

     

     

     

     

    Παναγιώτης Πικραμμένος

     

     

     

    Οι Υπουργοί

     

    Οικονομικών

     

     

     

     

     

     

    Χρήστος Σταϊκούρας

    Ανάπτυξης και Επενδύσεων

     

     

     

     

     

    Σπυρίδων – Άδωνις Γεωργιάδης

     

    Εξωτερικών

     

     

     

     

     

     

    Νικόλαος – Γεώργιος Δένδιας

     

     

    Προστασίας του Πολίτη

     

     

     

     

     

    Μιχαήλ Χρυσοχοΐδης

     

     

     

     

     

     

     

     

     

    Εθνικής Άμυνας

     

     

     

     

     

     

    Νικόλαος Παναγιωτόπουλος

     

     

     

    Παιδείας και Θρησκευμάτων

     

     

     

     

     

    Νίκη Κεραμέως

     

    Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων

     

     

     

     

    Ιωάννης Βρούτσης

     

    Υγείας

     

     

     

     

     

     

    Βασίλειος Κικίλιας

    Περιβάλλοντος και Ενέργειας

     

     

     

     

    Κωνσταντίνος Χατζηδάκης

    Πολιτισμού και Αθλητισμού

     

     

     

     

    Στυλιανή Μενδώνη

    Δικαιοσύνης

     

     

     

     

     

    Κωνσταντίνος Τσιάρας

    Εσωτερικών

     

     

     

     

     

    Παναγιώτης Θεοδωρικάκος

     

     

     

     

     

     

    Επικρατείας

     

     

     

     

     

     

    Κυριάκος Πιερρακάκης

     

     

     

     

     

     

    Υποδομών και

    Μεταφορών

     

     

     

     

     

    Κωνσταντίνος Καραμανλής

     

     

     

     

     

     

    Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής

     

     

     

     

    Ιωάννης Πλακιωτάκης

     

     

     

     

     

     

    Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

     

     

     

     

     

    Μαυρουδής Βορίδης

     

     

     

    Τουρισμού

     

     

     

     

     

    Θεοχάρης Θεοχάρης

     

     

     

     

    Επικρατείας

     

     

     

     

    Γεώργιος Γεραπετρίτης

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

     

    Εξωτερικών

     

     

     

     

     

     

    Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης

     

     

     

    Οι Αναπληρωτές Υπουργοί

     

     

    Προστασίας του Πολίτη

     

     

     

     

     

    Γεώργιος Κουμουτσάκος