• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Εταιριών Διαφήμισης & Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)' | 10 Δεκεμβρίου 2020, 15:53

    ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 8 Α Διαφωνούμε με το περιεχόμενο της παραγράφου για τους εξής λόγους: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ Για πολλοστή φορά στην ιστορία του άρθρου 12 γίνεται μια ακόμα απόπειρα ακραίας κρατικής παρέμβασης στη φυσιολογική λειτουργία της αγοράς διαφήμισης, όπως είναι διαμορφωμένη σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Ως προς τους οικονομικούς όρους αγοράς χώρου και χρόνου, ο διαφημιστής κάνει προβλέψεις με βάση αντικειμενικά δεδομένα και ειδική τεχνογνωσία. Για αυτές τις προβλέψεις δεσμεύεται με δική του ευθύνη απέναντι στο διαφημιζόμενο πελάτη του, είτε συμβατικά είτε όχι. Καμμία σύμβαση μεταξύ τρίτων (διαφημιστής – διαφημιζόμενος) δεν δεσμεύει τα Μέσα να πωλήσουν το χώρο ή χρόνο τους σε τιμή που δεν ικανοποιεί τα ίδια. Εδώ, προφανώς, η Κυβέρνηση έρχεται να ικανοποιήσει νομοθετικά την επιθυμία των Μέσων (και δη των τηλεοπτικών σταθμών όπως γίνεται φανερό από την ορολογία που χρησιμοποιείται στο κείμενο) να πωλήσουν σε ψηλότερες τιμές και με αυτές τις τιμές να δεσμεύσουν, εκ των προτέρων, τον οικονομικό προγραμματισμό των αγοραστών τους διαφημιστών και διαφημιζόμενων, ΧΩΡΙΣ να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείρισή τους από τα Μέσα, με αντικειμενικά οικονομικά κριτήρια, ιδίως σε διαγωνιστικές διαδικασίες, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι με βάση μελέτες διεθνών δικτύων, οι τιμές πώλησης διαφημιστικού χρόνου στην Ελλάδα είναι στο μέσο επίπεδο τιμών της Ευρώπης και όχι χαμηλές. Το βασικότερο, όμως, είναι ότι οι τιμές στην Αγορά – οποιαδήποτε Αγορά – δεν ορίζονται με νόμους αλλά με τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης. Ο κρατικός παρεμβατισμός είναι ωφέλιμος μόνο σε περιπτώσεις που πρέπει να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον ή ο καταναλωτής και μόνο για να κρατήσει τις τιμές χαμηλά, όπως στα αγαθά πρώτης ανάγκης. Η ρύθμιση αντιβαίνει στη στρατηγική της Κυβέρνησης για ελεύθερη οικονομία. Με τα σημερινά δεδομένα, η προσφορά διαφημιστικού χώρου και χρόνου είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Η χαμηλή ζήτηση χώρου και χρόνου είναι αποτέλεσμα της 10ετούς οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που έχουν οδηγήσει στη συρρίκνωση του εισοδήματος των καταναλωτών και επομένως στον περιορισμό της ζήτησης προϊόντων. Αυτό οδηγεί νομοτελειακά τη βιομηχανία σε προσπάθεια περιορισμού των κέντρων κόστους, ανάμεσα στα οποία και η διαφήμιση. Ο μοναδικός τρόπος να ανέβουν οι τιμές είναι είτε να αυξηθεί σημαντικά η ζήτηση, είτε τα ίδια τα Μέσα να περιορίσουν την προσφορά χώρου και χρόνου. Η υπό συζήτηση οδηγία τούς δίνει αυτή τη δυνατότητα και αν η Κυβέρνηση επιθυμεί να παρέμβει νομοθετικά για να τους ενισχύσει αυτή τη δυνατότητα, μπορεί να το κάνει. Αντίθετα, η προτεινόμενη διάταξη δεν πρόκειται να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί πολύ απλά, όσο η ζήτηση για διαφημιστικό χώρο και χρόνο συνεχίζει να είναι μικρότερη από την προσφορά, η όποια πίεση στις τιμές θα υπάρχει είτε με γραφειοκρατικές προβλέψεις προ-συμφωνιών, είτε όχι. Συνεπώς, δεν χρειάζεται νομοθέτηση για αυτό το σκοπό. Το μόνο που θα επιτύχει αυτή η διάταξη, αν ψηφιστεί, θα είναι να επιβαρυνθεί η λειτουργία της ΑΑΔΕ με ένα αντικείμενο που δεν γνωρίζει και δεν την αφορά εκ του ιδρυτικού της σκοπού. Επίσης, θα επιβαρυνθεί το διοικητικό κόστος λειτουργίας των διαφημιστικών εταιριών και των διαφημιζόμενων, υπό την απειλή επαχθέστατων προστίμων, πρωτοφανούς ύψους. Μετά από ένα ή δύο χρόνια, θα έχουν όλοι διαπιστώσει ότι άλλη μια ιδέα δεν λειτούργησε και θα συζητείται η επόμενη τροποποίηση του άρθρου 12. Ας σταματήσει εδώ αυτή η ατελέσφορη προσπάθεια. ΝΟΜΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ Η κατά την αιτιολογική έκθεση αφηρημένη επίκληση της ανάγκης θέσπισης «εύλογων περιορισμών» στην ελευθερία συμβάσεων μεταξύ διαφημιστή και διαφημιζόμενου (ειδικότερη έκφανση της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας), «προκειμένου να λειτουργήσει ορθά ο ελεύθερος ανταγωνισμός» δεν τους καθιστά και θεμιτούς. Και τούτο διότι οι εν λόγω περιορισμοί δεν δικαιολογούνται/επιβάλλονται από την εφαρμοζόμενη, τόσο στο εθνικό δίκαιο (άρθρο 25 Συντάγματος) όσο και στο Ενωσιακό δίκαιο, αρχή της αναλογικότητας, δυνάμει της οποίας οι περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος και όχι δυσανάλογοι προς αυτό. Εν προκειμένω, όμως: α. Σε ό,τι αφορά τον μεν έλεγχο της προσφορότητας, δηλαδή το εάν ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με το θεσπιζόμενο μέτρο, το προτεινόμενο μέτρο δεν είναι πρόσφορο, γιατί περιορίζεται στην ύπαρξη μιας τυπικής, ανελαστικής συμφωνίας Μέσου – διαφημιστή ως προϋπόθεση της σύμβασης διαφημιστή – διαφημιζόμενου, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ευελιξίας ως προς την τήρησή της. β. Σε ό,τι αφορά δε τον έλεγχο της αναγκαιότητας, δηλαδή το κατά πόσο το θεσπιζόμενο μέτρο είναι αναγκαίο (από τη σκοπιά της έντασής του) για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού ή αν υφίστανται άλλα ηπιότερα μέτρα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη του ίδιου κατ' αρχήν θεμιτού σκοπού, το προτεινόμενο μέτρο βαίνει πέραν του αναγκαίου, ιδίως αφού είναι νοητά ηπιότερα μέτρα τα οποία μπορούν να εξυπηρετήσουν τον ίδιο σκοπό, χωρίς ωστόσο να θίγουν με την ίδια ένταση τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας διαφημιστή και διαφημιζόμενου. Έτι περαιτέρω, εφόσον ήθελε υποστηριχθεί ότι ο προτεινόμενος περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας επιβάλλεται από την ανάγκη διασφάλισης της διαφάνειας στις σχέσεις των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στα μέσα ενημέρωσης (ο οποίος συνιστά σκοπό δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να περιορίσει, σε εθνικό επίπεδο την οικονομική ελευθερία, και, σε ενωσιακό επίπεδο -άρθ. 56 ΣΛΕΕ- την ελεύθερη κυκλοφορία), δεν είναι καθόλου προφανές ότι ο άμεσος έλεγχος που το Κράτος δύναται να ασκεί μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση οποιουδήποτε ζητήματος και την επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού, πλην εκείνων που ρητά αναφέρονται στο άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος. Πράγματι, οι σκοποί που επιδιώκονται από την προτεινόμενη διάταξη δεν έχουν καμία σχέση με τους επιδιωκόμενους από το ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος σκοπούς. Η ασαφής και αφηρημένη αιτιολογία της δεν στηρίζεται σε καμία ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη (π.χ. ως προς ζητήματα τεχνικής φύσης του media buying, μεταξύ των οποίων ενδεικτικά αναφέρουμε τον εσφαλμένο ορισμό της «μονάδας διαφημιστικής φόρτισης» - CPR), από την οποία να προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι οι συγκεκριμένοι περιορισμοί διασφαλίζουν τη διαφάνεια, επειδή είναι πράγματι πρόσφοροι αλλά και αναγκαίοι για την αποτελεσματική εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Και πάντως, από το ότι κατά το άρθρο 15 παρ. 2 Συντ. μπορούν ενδεχομένως να δικαιολογηθούν ευρύτεροι περιορισμοί ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, δεν προκύπτει ότι οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να φθάνουν μέχρι του σημείου να στερούνται βασικών πτυχών της οικονομικής τους ελευθερίας και οι διαφημιστές και οι διαφημιζόμενοι, ιδίως όταν οι ίδιοι σκοποί μπορούν να επιτευχθούν με ηπιότερα μέσα. Τέλος, η απουσία εν στενή έννοια αναλογικότητας είναι ορατή και στο ζήτημα των προβλεπόμενων κυρώσεων, αφού απουσιάζει οποιαδήποτε εύλογη σχέση μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και της θεσπιζόμενης επιβάρυνσης. Η πρόβλεψη ποινής χρηματικού προστίμου «ίσου με την οικονομική αξία της μη εξουσιοδοτημένης πώλησης» είναι άκρως δυσανάλογη και επαχθής, ιδίως σε σχέση με την επιδιωκόμενη ωφέλεια, πολλώ δε μάλλον όταν δεν οριοθετείται με ακρίβεια το διακυβευόμενο αγαθό. Ουδόλως δε διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον, αφού επιβαρύνει υπέρμετρα την αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ με τον έλεγχο ιδιωτικών συμφωνιών εμπορικού περιεχομένου που περιέχουν συχνά σύνθετους όρους τεχνικής φύσεως (π.χ. ως προς το media buying), ο οποίος υπερβαίνει την τεχνογνωσία των ελεγκτικών μηχανισμών, με τις όποιες συνέπειες μπορεί αυτό να έχει ως προς τον ορθό καταλογισμό (και τη νομική αμφισβήτηση) του προστίμου.