• Σχόλιο του χρήστη 'Μαριάνθη Εμμανουηλίδου' | 12 Σεπτεμβρίου 2016, 20:50

    Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1193, 1195, 1198,1199, 1846 και 1847 του ΑΚ, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1ζ του Ν.2664/1998 περί Εθνικού Κτηματολογίου, προκύπτει ότι η αποδοχή κληρονομίας είναι άτυπη μονομερής δήλωση βούλησης του κληρονόμου στον οποίο έχει επαχθεί η κληρονομία, ότι θέλει να είναι και οριστικός κληρονόμος και δεν μπορεί να ανακληθεί. Όταν ο κληρονόμος παραμελεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα στην προθεσμία του ΑΚ 1847, δηλαδή εντός τετραμήνου από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της (δηλ. το θάνατο και αν καλείται ως εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης κληρονόμος) έχουμε πλασματική αποδοχή. Και συνήθως αυτό συμβαίνει στην πράξη, καθόσον είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που ο κληρονόμος θα προβεί σε ρητή αποδοχή της κληρονομίας ενώπιον συμβολαιογράφου ή του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας εντός της ως άνω προθεσμίας. Η -μετά την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας- σύνταξη δημοσίου εγγράφου, που αποτυπώνει την ως άνω δήλωση βούλησης του κληρονόμου [και τέτοιο δημόσιο έγγραφο είναι η οικεία πράξη του συμβολαιογράφου, η έκθεση του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας , το κληρονομητήριο, το πιστοποιητικό μη αποποίησης, ακόμα και η δήλωση φόρου κληρονομίας], γίνεται μόνο για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (πλην της νομής) επί του κληρονομιαίου ακινήτου στον κληρονόμο, η οποία πάντα ανατρέχει στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του δημοσίου εγγράφου και τη μεταγραφή ή την καταχώρησή του. Όσον αφορά τη νομή του κληρονομιαίου ακινήτου επάγεται άμεσα κατ΄ άρθρο 983 του ΑΚ στους κληρονόμους χωρίς να χρειάζεται η σύνταξη και η μεταγραφή ή καταχώρηση δημοσίου εγγράφου περί αποδοχής. Στην πράξη, συνηθίζεται το ως άνω δημόσιο έγγραφο περί μη αποποίησης (που αποτυπώνει την πλασματική αποδοχή) να ζητείται όχι από τον κληρονόμο (ο οποίος δεν έχει συμφέρον το κληρονομιαίο ακίνητο να αποτελέσει εμφανές περιουσιακό του στοιχείο και να υπόκειται στον έλεγχο των δανειστών του , μεταξύ των οποίων και το Ελληνικό Δημόσιο), αλλά πρωτίστως από τους δανειστές του τελευταίου ή του κληρονομούμενου, οι οποίοι το μεταγράφουν ώστε να μεταβιβασθεί η κυριότητα του κληρονομιαίου ακινήτου στον κληρονόμο και στη συνέχεια να μπορέσουν να το κατάσχουν ή με άλλον τρόπο να το δεσμεύσουν. Αυτήν την τακτική ακολουθεί και το Ελληνικό Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία τα τελευταία χρόνια ώστε να μπορέσoυν να κατασχέσουν ακίνητα οφειλετών τους. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 64 παρ.1 περ.β του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, που προβλέπει υποχρέωση επισύναψης υπεύθυνης δήλωσης του ιδιοκτήτη και βεβαίωση του μηχανικού για τη μεταγραφή του δημοσίου εγγράφου περί αποδοχής της κληρονομίας, θα ακυρώσει στην πράξη την ανωτέρω δυνατότητα του Ελληνικού Δημοσίου, των Ταμείων και γενικά των δανειστών ….εκτός αν προτίθενται οι τελευταίοι να αναλάβουν να τακτοποιήσουν τις αυθαιρεσίες του οφειλέτη τους ή ενδεχομένως θέλουν να τον προστατέψουν από τη δέσμευση της περιουσίας του;.... Επίσης όσον αφορά την υποπερ.ββ της περ.ε του ιδίου άρθρου, που προβλέπει την υποχρέωση επισύναψης υπεύθυνης δήλωσης του διενεργούντος τη μεταγραφή και βεβαίωσης του μηχανικού στην περίπτωση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες αναγνωρίζεται κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που έχει κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία, παραβλέπει τη διάταξη του άρθρου 1198 του ΑΚ , που δεν περιλαμβάνει τη μεταγραφή ή την καταχώρηση της ως άνω δικαστικής απόφασης ως προϋπόθεση για την κτήση της κυριότητας, διότι η παράλειψη της μεταγραφής δεν επιφέρει τη μη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου που αναγνωρίστηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, καθόσον η εν λόγω μεταγραφή δεν έχει συστατικό χαρακτήρα (ΑΠ 1330/2008, ΑΠ 399/2006, ΕφΑθ 211/2016), όπως συμβαίνει με τις λοιπές μεταγραπτέες πράξεις, αλλά απλά πληροφοριακό που εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή το εμπράγματο δικαίωμα (κυριότητα κ.λπ.) αποκτάται με τη συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας και όχι από τη μεταγραφή της δικαστικής αποφάσεως (βλ. και αιτιολογική έκθεση νόμου 2298/1995 στο άρθρο 15), οπότε ουδείς θα ενδιαφέρεται να μεταγράψει τοιαύτη απόφαση, όταν τούτο θα σημαίνει πέραν του κόστους απόκτησης της βεβαίωσης του μηχανικού κλπ. και ανάδειξη των αυθαιρεσιών του ακινήτου του.