• Σχόλιο του χρήστη 'Ινστιτούτο Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ)' | 28 Ιανουαρίου 2022, 10:15

    Η διαμόρφωση του παρόντος σχεδίου νόμου, όπως τίθεται σε δημόσια διαβούλευση για την υιοθέτηση του πρώτου Εθνικού Κλιματικού Νόμου, αποτελεί σίγουρα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση. Ομοίως, τέτοιο βήμα αποτελεί και η έμφαση που δίνεται μέσα από τις διατάξεις του παρόντος στην απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού συστήματος και υποδομών της Ελλάδας και στην επιπρόσθετη προώθηση των ΑΠΕ. Ωστόσο, το παρόν νομοσχέδιο κρίνεται πως αν και προβλέπει χρήσιμες καινοτομίες για την πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση, παρουσιάζει αδυναμίες, οι οποίες δύνανται να αποτελέσουν σοβαρά εμπόδια στη πορεία αυτή και κυρίως στη δίκαιη εξέλιξή της. Αρχικά, ως προς το σκοπό του νομοσχεδίου, δεδομένου του συνολικού περιεχομένου του, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως απουσιάζει μια σαφής αναφορά στο στόχο που ετέθη από τη Συμφωνία του Παρισιού (2015) αναφορικά με τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1.5 βαθμό Κελσίου ή σε κάθε περίπτωση σε επίπεδο πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς, τη στιγμή που τα υφιστάμενα σενάρια δείχνουν να οδηγούν σε αύξηση άνω των 2.5 βαθμών Κελσίου ως το τέλος του αιώνα που διανύουμε. Με τον Κλιματικό Νόμο, η Ελλάδα αποκτά συγκεκριμένο πλαίσιο για την ευθυγράμμιση της εθνικής πολιτικής με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και την μετάβαση σε κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Σχέδιο Νόμου ξεπερνάει σε σημεία την φιλοδοξία της ΕΕ, ενώ αποτυγχάνει να δημιουργήσει ένα θεσμικό πλαίσιο που να προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλες τις τεχνολογίες που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στην μετάβαση. Η δέσμευση της Ελλάδας για κατάργηση της πώλησης οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης, ήδη από το έτος 2030, είναι πρώιμη σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΕΕ και τους ρυθμούς ανάπτυξης του εθνικού δικτύου υποδομών. Παράλληλα, αγνοεί τα οφέλη των ανανεώσιμων καυσίμων που μπορούν να μειώσουν άμεσα τις εκπομπές από το σύνολο των οδικών μεταφορών (επιβατικά, φορτηγά, μη οδικά κινητά μηχανήματα), συμπληρωματικά με την ηλεκτροκίνηση. Είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η πώληση νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2030, με την προϋπόθεση ότι τα οχήματα θα χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα χαμηλού άνθρακα. Έτσι, θα ανοίξει και ο δρόμος για τη μείωση εκπομπών σε τομείς των μεταφορών για τους οποίους δεν υπάρχουν εναλλακτικές τεχνολογικές λύσεις, όπως η αεροπορία, η ναυτιλία, οι βαριές μεταφορές, αλλά και η βιομηχανική αλυσίδα αξίας. Τους παραπάνω τομείς μεταφορών, ο Κλιματικός Νόμος τους αγνοεί παντελώς, εστιάζοντας αποσπασματικά μόνο στα επιβατικά οχήματα, ενώ θα έπρεπε και για αυτούς να θέσει στόχους μείωσης εκπομπών και κίνητρα ανάπτυξης ανανεώσιμων καυσίμων, σε αντιστοιχία με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Επίσης, το νομοσχέδιο αναδεικνύει το φυσικό αέριο ως το προνομιακό μεταβατικό καύσιμο, παραβλέποντας τη χρήση του ως μίγματος με το τοπικά παραγόμενο βιομεθάνιο και το υδρογόνο. Επιπρόσθετα, δεν τίθενται διατάξεις για τη σταδιακή μείωση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στα μίγματα και συνεπώς αύξηση της συμμετοχής του βιομεθανίου και του υδρογόνου. Η προσέγγιση αυτή του Κλιματικού Νόμου δεν συνάδει με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ταξινομίας και του νέου Κανονισμού για το Αέριο. Ταυτόχρονα, δεν κάνει εξειδικευμένη μνεία στη χρήση του Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG) (ή/και των μιγμάτων αυτού με BioLNG) ως καυσίμου για την κίνηση των βαρέων οχημάτων, τη ναυσιπλοΐα και την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά. Παράλληλα, το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας μέσω της παραγωγής του βιομεθανίου και από υπολείμματα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας (γεωργία - κτηνοτροφία) και χρήσης ως τοπικά παραγομένου ανανεώσιμου καυσίμου. Περαιτέρω δεν εισαγάγει διατάξεις για την συλλογή ή/και χρήση του διοξειδίου του άνθρακα από την παραγωγή του βιομεθανίου, αλλά ούτε διατάξεις για την επεξεργασία του χωνεμένου υπολείμματος και τη διάθεσή του ως λιπάσματος. Σχετικά με την συλλογή και χρήση του διοξειδίου του άνθρακα δεν υπάρχει ουδεμία μνεία στην εφαρμογή συστημάτων Carbon Capture and Storage (CCUS), τα οποία μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό ή και τον μηδενισμό των εκπομπών που προέρχονται απο την παραγωγή ηλεκτρισμού και από την βιομηχανία. Αντίστοιχη θα πρέπει να είναι και η προσέγγιση για την μείωση των εκπομπών από τα κτίρια, στοχεύοντας στην σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και σίγουρα με ορίζοντα μεγαλύτερο του 2030. Η κατάργηση της εγκατάστασης και χρήσης των καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης επιβαρύνει τους ευάλωτους καταναλωτές και αγνοεί ότι οι τεχνολογίες αυτές μπορούν να συνεισφέρουν στη μείωση των εκπομπών από όλα τα κτίρια, ανεξαρτήτως κατάστασης και γεωγραφικής θέσης, μέσω της χρήσης ανανεώσιμων υγρών και αέριων καυσίμων (βιομεθανίου και υδρογόνου) ή των μιγμάτων αυτών με φυσικό αέριο για την οποία χρήση δεν απαιτείται αντικατάσταση των υφισταμένων συσκευών χρήσης (καυστήρων, λεβήτων, κλπ). Επίσης, το νομοσχέδιο είναι αντιφατικό ως προς το γεγονός ότι μολονότι προωθεί τον εξηλεκτρισμό σε διάφορους τομείς της οικονομίας, δεν αναφέρει σημαντικές αναγκαιότητες εξηλεκτρισμού όπως ο τομέας των σιδηροδρόμων και η ξηρά ηλεκτροδότηση (cold ironing) των πλοίων κατά τη διάρκεια ελλιμενισμού τους. Οι ανωτέρω αποφάσεις μηδενίζουν απότομα την αγορά των οδικών καυσίμων και των καυσίμων θέρμανσης το 2030, αγνοώντας ότι ο Κλάδος θα χρειαστεί να συμβάλλει στην μετάβαση μέσω της ανάπτυξης ανανεώσιμων καυσίμων σε ευρεία κλίμακα. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο ένα καθεστώς στήριξης, με στόχους, κίνητρα και ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον, αντίστοιχο με αυτού που απολαμβάνει η ηλεκτροκίνηση. Το αποτέλεσμα θα ήταν η θέσπιση ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για το Κλίμα, που να στηρίζει όλες τις καινοτόμες τεχνολογίες, χωρίς αποκλεισμούς και να διευκολύνει την μετάβαση του συνόλου της οικονομίας. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι στόχοι και τα μέτρα θα πρέπει να βασίζονται σε μια λεπτομερή ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, το κόστος υποδομών, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, τις κοινωνικές επιπτώσεις στις ευάλωτες ομάδες, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί μια δίκαιη μετάβαση για κάθε πολίτη σε κάθε άκρη της χώρας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει αναφορά στην αναγκαιότητα για λεπτομερή ανάλυση. Παράλληλα, η κατά κάποιο τρόπο γενική αναφορά στο ΕΣΕΚ στο 1ο άρθρο του νομοσχεδίου («λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ)») ενδεχομένως να αφήνει περιθώρια αποκλίσεων των κλιματικών στόχων από τις προβλέψεις του νόμου με την αιτιολόγηση πως μπορούν να τελούν υπό την αίρεση πιθανόν διαφορετικών προβλέψεων του ΕΣΕΚ, δημιουργώντας έτσι ένα πλήγμα στη δεσμευτικότητα των στόχων αυτών. Ενώ ορθώς ορίζεται ο διπλός στόχος του νομοσχεδίου (προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή/κλιματική ουδετερότητα), οι ενδιάμεσοι στόχοι αφορούν μόνο στον μετριασμό και αγνοούν σημαντικές προβλέψεις για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και την αποφυγή της ενεργειακής φτώχειας. Θα πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη αναφορά σε αυτούς τους στόχους και η προβλεπόμενη στο άρθρο 8.1 αναθεώρηση των ενδιάμεσων στόχων, η οποία τώρα προβλέπεται μόνο με κριτήρια κλιματικής ουδετερότητας, να λαμβάνει υπόψη και αυτές τις παραμέτρους και να δίνεται αντίστοιχη δυνατότητα παράτασής τους. Γενικά, το κείμενο του νομοσχεδίου, ακολουθώντας έναν κλασικό γραφειοκρατικό τρόπο, αναφέρεται σε πολλά άρθρα ή/και παραγράφους από άλλες ΥΑ/άλλους νόμους, κλπ., ένα θέμα που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε όλους τους εμπλεκόμενους. Βέβαια, αυτή η πολιτική είναι συνήθης στο ενεργειακό νομικό πλαίσιο της χώρας, που όμως δεν είναι το πλέον αποδοτικό και θα πρέπει εφεξής να αλλάξει, ώστε να γίνει πιο σαφές το περιεχόμενο του Νόμου και δημιουργική η εφαρμογή του, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, παρατηρήθηκαν στο νομοσχέδιο συχνές αναφορές σε «μελλοντικές» αποφάσεις του ΥΠΕΝ. Προτείνεται η ελαχιστοποίηση της πολιτικής αυτής, δηλαδή της αναφοράς σε αποφάσεις ΥΠΕΝ, που, από την υπάρχουσα εμπειρία έως τώρα, δημιουργεί σοβαρές καθυστερήσεις στην πλήρη εφαρμογή του Νόμου. Θεωρούμε ότι είναι προτιμότερο να καθυστερήσει για λίγο η έκδοση του Νόμου, ώστε να περιλαμβάνει πολλές από τις «αποφάσεις ΥΠΕΝ», που θα έχει σοβαρά πλεονεκτήματα για την εφαρμογή του Νόμου, σε σχέση με την ακολουθούμενη πολιτική του ΥΠΕΝ. Τέλος, δεν γίνεται καμία συγκεκριμένη αναφορά στην αναγκαιότητα για βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων και της βιομηχανίας. Αυτό αποτελεί σημαντικό μειονέκτημα για το νομοσχέδιο, που έτσι δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται την σημαντική συνεισφορά της ενεργειακής αποδοτικότητας στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.