• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΟΝΤΟΜΗΤΡΟΥ ΦΙΛΙΤΣΑ' | 19 Ιουλίου 2010, 23:25

    Ως προς το άρθρο 24 παρ. 1: Το άρθρο αυτό εξαιρεί από τις ρυθμίσεις του μόνο τους οικισμούς που οριοθετήθηκαν με τις διατάξεις των Π.Δ. της 19.7.-25.7.1979 κλπ. και όχι οικισμούς που είχαν οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Πρόκειται για άνιση μεταχείριση σε βάρος οικισμών που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση παλαιότερες διατάξεις. Στην περίπτωση του Δήμου Αγ. Στεφάνου, τα όρια του οικισμού είχαν ήδη προσδιορισθεί από το 1940, ενώ έχει εγκριθεί και Γ.Π.Σ. όπου φαίνονται τα όρια του οικισμού. Ως προς την οριοθέτηση του 1940 επισημαίνονται τα εξής: Το ζήτημα της οριοθέτησης των οικισμών προ του 1923 αντιμετωπίζονταν, έμμεσα, από το ίδιο το Ν.Δ. του 1923 «περί σχεδίων πόλεων, κωμών, συνοικισμών κλπ.», και μάλιστα από το άρθρο 14 (βλ. ιδίως τις παραγράφους του 4 και 5) : «1. Επί των γηπέδων των περιλαμβανομένων εντός ζώνης κειμένης πέριξ των τελευταίων ορίων των κατά τα ανωτέρω εγκεκριμένων σχεδίων επιτρέπονται αι εργασίαι δομήσεως υπό ορισμένους όρους και περιορισμούς ως προς το εμβαδόν και τας διαστάσεις των γηπέδων και τον όγκον των επ’ αυτών ανεγειρομένων κτιρίων, εφαρμοζομένων αναλόγως και ως προς ταύτας των σχετικών διατάξεων του άρθ. 9 .Οι ανωτέρω όροι και περιορισμοί κανονίζονται δια Δ/των, εκδιδομένων μετά γνώμην του συμβουλίου των δημοσίων έργων δι’ εκάστην πόλιν, δύνανται δε να διαφέρωσι κατά τμήματα ζώνης της αυτής πόλεως» (αντικ.παρ.1 από παρ. 5 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. της 3/17 Δεκ. 1925). 2. Εφ’ όσον επί των κατά τα ανωτέρω γηπέδων ανεγείρονται κτίρια, οι ιδιοκτήται αυτών υποχρεούνται εις την ίδρυσιν και συντήρησιν δενδροφυτειών εις ας θέσεις και καθ’ ον τρόποιν θέλει καθορίζει η αρμοδία τεχνική υπηρεσία . 3. Τα όρια της κατά την προηγουμένην παράγραφον ζώνης καθορίζονται εις εκάστην περίπτωσιν δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου μετά γνώμην του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και του συμβουλίου των δημοσίων έργων, εφ’ όσον δε δεν ορίζονται, ως άνω τα ειρημένα όρια, η ζώνη θεωρείται αυτοδικαίως υφισταμένη και έχουσα πλάτος πεντακοσίων μέτρων. Το πλάτος της ζώνης, άπαξ ορισθέν, δύναται να αυξηθή, αλλ’ ουχί και να μειωθή, εν περιπτώσει δ’ επεκτάσεως του σχεδίου εντός της ζώνης θεωρείται και αύτη αυτοδικαίως επεκτεινομένη εν εκάστη θέσει κατά το πλάτος της αντιστοίχου επεκτάσεως του σχεδίου εν τη ιδία θέσει. 4. Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου περί ζωνών ισχύουσι και ως προς τας δυνάμει των μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων υφισταμένας ζώνας πόλεων κλπ. δύνανται δε να εφαρμόζωνται αναλόγως, εν όλω ή εν μέρει, και επί πόλεων, κωμών και συνοικισμών μη εχουσών έτι εγκεκριμένον σχέδιον. Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί. 5. Δια πάσαν τυχόν αμφιβολίαν ως προς τα όρια και την εν γένει θέσιν ζώνης κατά την εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του παρόντος Δ/τος, αρμοδία όπως αποφανθή είναι η επί της εφαρμογής αυτού τεχνική υπηρεσία του υπουργείου της Συγκοινωνίας, εν περιπτώσει δ’ ενστάσεως των ενδιαφερομένων κατά των αποφάσεων της υπηρεσίας ταύτης αποφασίζει ανεκκλήτως ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός μετά σχετικήν γνώμην του συμβουλίου δημοσίων έργων». Είναι προφανές, ότι με τις διατάξεις του στο άρθρο 14, ο νομοθέτης της εποχής, σε μια χώρα που παρουσίαζε πρωτοφανείς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης εξαιτίας της εισροής προσφύγων και της υψηλής γεννητικότητας του γηγενούς πληθυσμού, ήθελε να ανταποκριθεί στους ταχείς ρυθμούς οικιστικής επέκτασης, οι οποίοι πολύ γρήγορα καθιστούσαν απαρχαιωμένο και εκτός πραγματικότητας το όποιο σχέδιο πόλης, κώμης, συνοικισμού κλπ. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία των τότε υφιστάμενων πόλεων/κωμών διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο, προέβλεπε τον καθορισμό μιας τέτοιας ζώνης και σε οικισμούς προϋφιστάμενους του 1923 χωρίς σχέδιο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, για την επείγουσα αναγκαιότητα καθορισμού μιας τέτοιας ζώνης, το γεγονός ότι σε περίπτωση απραξίας ή αδυναμίας ή απλά σκόπιμης παράλειψης της διοίκησης να οριοθετήσει αυτή τη ζώνη με βασιλικό διάταγμα κατά την παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου 14, τότε τα όρια της ζώνης ορίζονταν από τον ίδιο το νόμο σε 500 μέτρα από τα όρια του σχεδίου. Σε περίπτωση όπου επρόκειτο για οικισμούς χωρίς σχέδιο (όπως ήταν εν προκειμένου και ο οικισμός Μπογιατίου (Αγ.Στεφάνου, αφού το ρυμοτομικό διανομής δεν εκάλυπτε ολόκληρη την έκτασή του), τότε τα όρια της ζώνης ξεκινούσαν από τις οικοδομές που υπήρχαν «εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ.», δηλ. εις τα άκρα του οικισμού προϋφιστάμενου του 1923. Ως προς τα εν λόγω άκρα του οικισμού, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 14 όριζε ότι «ως όρια δια τον καθορισμόν της ζώνης λαμβάνονται αι εις τα άκρα της πόλεως, κώμης κλπ. υπάρχουσαι οικοδομαί». Επρόκειτο, δηλ., για πραγματικά περιστατικά, η διαπίστωση των οποίων, ενόψει και των συνθηκών της εποχής, μπορούσε να γίνει μόνον επί τόπου από τις αρμόδιες τεχνικές υπηρεσίες. Την σχετική ευθύνη ανέθετε λοιπόν ρητά ο ίδιος ο νόμος στην τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου επί της Συγκοινωνίας (άρθρο 14 παρ. 5). Είναι προφανές, ότι διαδικαστική αφετηρία και προϋπόθεση για τον καθορισμό της ως άνω ζώνης, σε περίπτωση οικισμού προ του 1923, ήταν καταρχήν η βάσει της υφιστάμενης πραγματικότητας οριοθέτηση του οικισμού από την τεχνική υπηρεσία, δηλ. η διαπίστωση και επίσημη αποτύπωση από την τεχνική υπηρεσία των οικοδομών που υπάρχουν «εις τα άκρα» του συνοικισμού και προσδιορίζουν, σύμφωνα με την ρητή ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14, τα όριά του, που αποτελούν συνάμα και σημεία εκκίνησης της πέραν του οικισμού ζώνης. Αφού προσδιορισθούν με αυτό τον τρόπο τα όρια του οικισμού, στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση, δηλ. ο καθορισμός των ορίων της ζώνης με Β.Δ. κατά το άρθρο 14 παρ. 3, σε περίπτωση δε όπου για οποιοδήποτε λόγο δεν καθοριστεί η ζώνη, τότε ισχύει, για τον καθορισμό της ζώνης, το εκ του νόμου πλάτος των 500 μέτρων, από τα κατά την παρ. 5 του άρθρου 14 καθορισθέντα όρια του οικισμού. Στην περίπτωση του οικισμού Αγ.Στεφάνου, η κατά νόμο (άρθρ. 14 παρ. 5 Ν.Δ. 1923) αρμόδια τεχνική υπηρεσία του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δηλ. το Γραφείο Σχεδίου Πόλεων του Υπουργείου Συγκοινωνιών, προσδιόρισε τα όρια του οικισμού με την 12033/8-6-1940 Γ.Σ.Π.Α.Β. πράξη της, βάσει του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν.Δ. του 1923 και της 44130/1939 σχετικής Υπουργικής Απόφασης, εφαρμόζοντας εν προκειμένω πιστά τους όρους, τις προϋποθέσεις και την διαδικασία που ορίζονται στο άρθρου 14 του Ν.Δ. του 1923. Συνεπώς τα όρια του οικισμού προ του 1923 Αγ.Στέφανος έχουν διαπιστωθεί από το 1940 σύμφωνα με το νόμο (άλλωστε η εν λόγω πράξη του ΓΣΠΑΒ ουδέποτε ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε), εξακολουθούν δε σε κάθε περίπτωση να παραμένουν ισχυρά και δεσμευτικά για όλες τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν είναι συνταγματικά και ηθικά ανεκτή η δυσμενής μεταχείριση, που επιβάλλεται από το άρθρο 24 του εν λόγω σχεδίου νόμου, σε βάρος παλαιών οικισμών προ του 1923 που είχαν ήδη οριοθετηθεί με βάση τις διατάξεις του ν.δ του 1923 και πρέπει να αλλάξει η διατύπωση του προσχεδίου νόμου και να προστεθεί και η δική τους κατηγορία στις περιπτώσεις των οικισμών που εξαιρούνται από τις διατάξεις του.