- Yπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας - http://www.opengov.gr/minenv -

Άρθρο 08: ΟΡΘΕΣ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ ΩΣ

1.  Σε περίπτωση παρουσίας υψηλής συγκέντρωσης νιτρικών ιόντων γεωργικής προέλευσης σε επιφανειακά και υπόγεια νερά, αυτά έχουν παρασυρθεί εκεί είτε μέσω των βροχοπτώσεων είτε μέσω απωλειών του αρδευτικού νερού. Η σχέση λίπανσης – βροχοπτώσεων – νιτρορύπανσης, αντιμετωπίζεται από τα προηγούμενα άρθρα. Όσον αφορά τις απώλειες αρδευτικού νερού που συντελούν στη νιτρορύπανση, αυτές λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο είτε με:

Σε ό,τι αφορά τη σχέση άρδευσης – νιτρορύπανσης, οι παραγωγοί πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ακόμα και αν χρησιμοποιήσουν το σωστό είδος λιπάσματος στη σωστή χρονική στιγμή και με τη σωστή δόση, αν αρδεύουν σπάταλα με σημαντικές απώλειες αρδευτικού νερού, θα προκληθεί βαθεία διήθηση ή επιφανειακή απορροή, με αποτέλεσμα τη νιτρορύπανση των υπόγειων και επιφανειακών νερών. Οι παραγωγοί οφείλουν να αρδεύουν μεριμνώντας ταυτόχρονα για την αντιμετώπιση και των δύο προαναφερθεισών απωλειών αρδευτικού νερού, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στη μείωση της συγκέντρωσης νιτρικών ιόντων στα επιφανειακά και υπόγεια νερά.

Στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, καθώς και στο Παράρτημα VII, κωδικοποιούνται θέματα αρδευτικών πρακτικών που σχετίζονται με τη νιτρορύπανση.

2. Πέραν της συμμετοχής της στην εμφάνιση νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης, η άρδευση σχετίζεται έντονα και με άλλα καλλιεργητικά και περιβαλλοντικά θέματα. Έτσι, οι πρακτικές για τη προστασία από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης που πρέπει να εφαρμόζονται από τους παραγωγούς πρέπει ταυτόχρονα να είναι συμβατές και με άλλες γεωργικές ή περιβαλλοντικές αναγκαιότητες που σχετίζονται με τη διαδικασία της άρδευσης. 

Επιγραμματικά αναφέρεται ότι η άρδευση:

3.  Στην κατεύθυνση του σκοπού ελαχιστοποίησης των απωλειών βαθείας διήθησης και επιφανειακής απορροής, οι παραγωγοί πρέπει:

α.  Να γνωρίζουν και να λαμβάνουν υπόψη τους:

β.  Στη συνέχεια, και με βάση τα παραπάνω δεδομένα, οι παραγωγοί:

γ.  Ειδικότερα, σχετικά με τη βαθεία διήθηση:

Οι παραγωγοί, επειδή δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουν την υγρασία που περιέχεται στο έδαφος, ούτε να χρησιμοποιήσουν περίπλοκο και σύνθετο εργαστηριακό εξοπλισμό για την εκτίμηση της βαθείας διήθησης, οφείλουν να τηρούν τις αρδευτικές πρακτικές ανά καλλιέργεια, για τα εκάστοτε συστήματα άρδευσης και για τα εκάστοτε εδάφη (συνολικές ανάγκες σε νερό, δόσεις άρδευσης, διάρκεια άρδευσης, εύρος άρδευσης), όπως αυτές συστήνονται από τις αρμόδιες τοπικές υπηρεσίες – Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων, όπως κάθε φορά ισχύουν.

Για μια πρώτη εκτίμηση δύναται να χρησιμοποιείται η μέθοδος της σιδερένιας ράβδου:

Με την απλή αυτή μέθοδο, ο παραγωγός χρησιμοποιεί ένα απλό σίδερο οικοδομών (12άρι) σε σχήμα Τ, μήκους1 μέτρου, λίγο μετά την άρδευση. Συγκεκριμένα μετά από 24 ώρες από τη λήξη της άρδευσης για αμμώδη εδάφη και μετά από 48 ώρες για μέσα και βαριά εδάφη, ο παραγωγός μπορεί να ελέγξει μέχρι ποιο βάθος θα εισχωρήσει η ράβδος στο έδαφος, σε διάφορες θέσεις μέσα στον αγρό (για να διαπιστωθεί περίπτωση ανομοιομορφίας της χορήγησης νερού). Η ράβδος εισχωρεί μέχρι το βάθος στο οποίο το έδαφος είναι υγρό, ενώ σε απότιστα εδάφη είναι αδύνατο να εισχωρήσει. Σε μια επιτυχημένη άρδευση η σιδερένια ράβδος πρέπει να εισχωρεί κατά το μάλλον ή ήττον μέχρι το βάθος του ενεργού ριζοστρώματος των φυτών, που στις περισσότερες ετήσιες καλλιέργειες θεωρείται απλουστευτικά ότι είναι30 εκατοστά, ενώ στις δενδρώδεις καλλιέργειες και άλλες πολυετείς,60 εκατοστά. Οι καλλιέργειες θεωρούνται πάντα στο ώριμο στάδιο ανάπτυξης. Για καλλιέργειες σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης και άρα με ρηχότερο ριζικό σύστημα, προτείνονται μικρότερες του κανονικού δόσεις άρδευσης. Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το ενεργό ριζόστρωμα ανά καλλιέργεια – σε ώριμο στάδιο ανάπτυξης – παρέχονται στο Παράρτημα VII, Πίνακας 1.

Γενικότερα, οι παραγωγοί πρέπει να γνωρίζουν ότι ο ρυθμός άντλησης του νερού από τις ρίζες και το βάθος του ριζοστρώματος διαμορφώνονται από τη κατανομή της υγρασίας στο έδαφος, το είδος της καλλιέργειας και τις εδαφικές και κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε περιοχή. Ως εκ τούτου, το βάθος του ενεργού ριζοστρώματος ανά καλλιέργεια ποικίλλει τοπικά, και οι τιμές που δίνονται στο Παράρτημα VII, Πίνακας 1, είναι ενδεικτικές.

Αν η ράβδος δεν εισχωρεί μέχρι το βάθος του ενεργού ριζοστρώματος, σημαίνει ότι η άρδευση ήταν ανεπαρκής για τα φυτά (ασχέτως αν δόθηκε πολύ νερό οπότε μεγάλο ποσοστό του χάθηκε σε εξάτμιση ή επιφανειακή απορροή). Αντίθετα αν η ράβδος ξεπερνά το βάθος του ενεργού ριζοστρώματος, η άρδευση έχει σημαντικές απώλειες βαθείας διήθησης.

Κατά συνέπεια και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις η άρδευση κρίνεται ως ανεπιτυχής και την επόμενη φορά πρέπει να διορθωθεί.

Όσον αφορά τη διόρθωση:

                  i.    Εάν ο παραγωγός αντιληφθεί ότι αντιμετωπίζει απώλειες βαθείας διήθησης, πρέπει κατ΄ αρχήν να ελέγξει την ομοιομορφία της άρδευσης. Κατά τόπους μέσα στον αγρό μπορεί να κατανέμεται δυσανάλογα περισσότερο νερό και αλλού η άρδευση να είναι ανεπαρκής, οπότε την επόμενη φορά, ανάλογα με τη μέθοδο και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί, πρέπει να προβεί σε διόρθωση.

                ii.    Εάν ακολούθως διαπιστώνει ότι σε όλο τον αγρό αντιμετωπίζει σημαντικές απώλειες βαθείας διήθησης, πρέπει να προβληματιστεί για τη δόση άρδευσης που χορηγεί και να την μειώσει, μειώνοντας την παροχή ή/και την διάρκεια άρδευσης. Σε αυτή την περίπτωση, για να συνεχίσει να ικανοποιεί τις ανάγκες των φυτών σε νερό, πρέπει να μειώσει και το εύρος άρδευσης.

Επισημαίνεται ότι η χρήση της σιδερένιας ράβδου ως εργαλείου – μεθόδου εκτίμησης της βαθείας διήθησης, δεν ενδείκνυται στη περίπτωση της στάγδην άρδευσης, γιατί ενέχει το κίνδυνο τραυματισμού των ριζών των φυτών.

Όσον αφορά τις ευπρόσβλητες ζώνες, στα Προγράμματα Δράσης θα προταθούν αρδευτικά σχήματα ανάλογα τις καλλιέργειες και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες των περιοχών.

 

δ.  Ειδικότερα, σχετικά με την επιφανειακή απορροή, οι παραγωγοί πρέπει να γνωρίζουν ότι:

      i.        Η ταχύτητα με την οποία το νερό μπορεί να διηθηθεί στο έδαφος σε οποιαδήποτε στιγμή (στιγμιαία διηθητικότητα) δεν είναι σταθερή κατά τη διάρκεια της άρδευσης. Αρχικά η ταχύτητα αυτή (αρχική διηθητικότητα) είναι μεγάλη, αλλά με την πάροδο του χρόνου ελαττώνεται σημαντικά μέχρι κάποιο όριο. Από εκεί και πέρα παραμένει σταθερή (τελική ή βασική διηθητικότητα). Όμως κατά τη διάρκεια της άρδευσης, η παροχή νερού και κατ΄ επέκταση και ο ρυθμός εφαρμογής του νερού είναι σταθερά και δεν είναι δυνατόν να μεταβάλλονται ανάλογα με την διηθητικότητα. Κατά συνέπεια, αμέσως μόλις η στιγμιαία διηθητικότητα του εδάφους καταστεί μικρότερη από το ρυθμό εφαρμογής του νερού, το νερό δεν προλαβαίνει όλο να διηθηθεί.

        ii.    Από αυτή τη στιγμή, μέρος του νερού μένει στην επιφάνεια του εδάφους και:

 iii.  Σε αντίθεση με τη βαθεία διήθηση, η επιφανειακή απορροή είναι εύκολο να διαπιστωθεί, με φυσική παρουσία των παραγωγών στον αγρό και εποπτεία κατά τη διάρκεια της άρδευσης. Αν διαπιστωθεί επιφανειακή απορροή:

Στην παράγραφο 4.β) – σχετικά με τη τεχνητή βροχή, θα παρατεθούν περισσότερες σχετικές λεπτομέρειες, γιατί κυρίως σε αυτή την οικογένεια αρδευτικών μεθόδων βρίσκουν εφαρμογή τα παραπάνω, και αντιστοίχως σε πίνακες στο Παράρτημα VII.

      iv. Επιπρόσθετα των όσων αναφέρονται στη παρ. 3.α του παρόντος άρθρου, στη φύση η πραγματική διηθητικότητα των εδαφών κατά τη διάρκεια του χρόνου, επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες οι οποίοι είναι δυνατόν να επιφέρουν μεταβολές και για τους οποίους οι παραγωγοί πρέπει να είναι ενήμεροι με τη συνεχή παρακολούθηση των αγρών τους. Οι μεταβολές αυτές έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης τους από τους παραγωγούς.

Συνεπώς, οι παραγωγοί πρέπει να παρακολουθούν κάθε χρόνο τη κατάσταση των αγρών τους για τυχόν δυσμενείς μεταβολές της διηθητικότητας αυτών και να προβαίνουν σε άρση της:

 

4.  Μέθοδοι άρδευσης:

Κατά κύριο λόγο η εφαρμογή του νερού γίνεται με μεθόδους επιφανειακής άρδευσης, με μεθόδους τεχνητής βροχής και με στάγδην άρδευση:

α.  Σχετικά με τις μεθόδους επιφανειακής άρδευσης:

Στην επιφανειακή άρδευση το νερό εφαρμόζεται στην επιφάνεια του αγρού είτε στατικά είτε κινούμενο.

Για να εφαρμοσθεί επιτυχημένα οποιαδήποτε μέθοδος επιφανειακής άρδευσης, πρέπει η επιφάνεια του εδάφους να είναι έτσι διαμορφωμένη, ώστε το νερό που ρέει επάνω της να διηθείται όσο το δυνατόν ομοιόμορφα σε όλη την έκταση του αγρού. Επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι σύνηθες, η προς άρδευση έκταση πρέπει να υποστεί προετοιμασία, η οποία κατά κύριο λόγο είναι η ισοπέδωση.

Ο επόμενος παράγοντας που παίζει σημαντικό ρόλο στην επιτυχή εφαρμογή των επιφανειακών μεθόδων άρδευσης και κατ΄ επέκταση στην αποφυγή νιτρορύπανσης – κυρίως από βαθεία διήθηση, είναι η σωστή διαστασιολόγηση και κατασκευή των λεκανών κατάκλυσης, των λωρίδων και των αυλακιών. Όμως για το σκοπό αυτό, απαιτείται πρώτα λεπτομερής σχεδιασμός και μελέτη.

Η γενική αρχή είναι ότι σε συνεκτικά εδάφη και εφόσον η κλίση το επιτρέπει, οι διαστάσεις των λεκανών/των λωρίδων/των αυλακιών μπορούν να είναι μεγαλύτερες από ότι σε ελαφρά εδάφη. Αν σε ελαφρά εδάφη διαμορφωθούν μεγάλες λεκάνες/λωρίδες/αυλάκια, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ανομοιόμορφη άρδευση (ανάλογα και με τη κλίση), με απώλειες βαθείας διήθησης κοντά στο σημείο εισόδου του νερού.

Περαιτέρω, για επιτυχημένη άρδευση πρέπει να ελέγχεται και να ρυθμίζεται η παροχή άρδευσης, δηλαδή η λήψη του νερού από τη προσαγωγό διώρυγα και η απόδοσή του στις λεκάνες / λωρίδες / αυλάκια. Για την επίτευξη του στόχου αυτού προτιμάται η κατασκευή στομίων υδροληψίας στα πλαϊνά τοιχώματα της διώρυγας, τα οποία είναι εξ΄ αρχής μελετημένα και κατασκευασμένα έτσι ώστε η παροχή νερού που λαμβάνεται μέσω αυτών να αντιστοιχίζεται στο (βαθμιαίο) άνοιγμά τους.

Αν δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα, εναλλακτική λύση αποτελούν τα σιφώνια κυκλικής διατομής. Επειδή η χρήση των σιφωνίων συνήθως δεν συνοδεύεται από μέτρηση της παροχής, στο Παράρτημα VIΙ παρατίθεται ο Πίνακας 2, με χρήση του οποίου μπορεί να εκτιμηθεί η λαμβανόμενη μέσω των σιφωνίων παροχή νερού. Στον Πίνακα αυτό, ως «ύψος φορτίου» είναι η απόσταση από τη στάθμη του νερού στη διώρυγα εφαρμογής μέχρι το μέσο της οπής εκροής του σιφωνίου. Η παροχή που χορηγείται σε κάθε αυλάκι ελέγχεται από το ύψος φορτίου και τη διάμετρο των σιφωνίων. Συνήθως χρησιμοποιείται ένα σιφώνιο ανά αυλάκι αλλά αναλόγως της επιθυμητής παροχής και της επιθυμητής δυνατότητας ρύθμισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν δύο ή τρία σιφώνια ανά αυλάκι. Στην περίπτωση αυτή, αν κατά τη διάρκεια της άρδευσης θέλουμε να μειώσουμε την παροχή, μπορούμε απλώς να αφαιρέσουμε από τη λειτουργία κάποια από τα σιφώνια.

Συμπερασματικά όλοι οι αγροί δεν είναι κατάλληλοι για την εφαρμογή μεθόδων επιφανειακής άρδευσης, καθώς πέραν από τις δυσκολίες που εκ φύσεως προκύπτουν για την αποτελεσματική χορήγηση νερού στις καλλιέργειες, ευνοείται και η εμφάνιση νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης.

Τέτοιες περιπτώσεις αγρών αναφέρονται παρακάτω:

Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις πρέπει η χρήση επιφανειακών μεθόδων άρδευσης να αποφεύγεται.

Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις μεθόδους επιφανειακής άρδευσης παρατίθενται στο Παράρτημα VIII.

 

β.  Σχετικά με την άρδευση με τεχνητή βροχή:

Κατά την άρδευση με τεχνητή βροχή ή καταιονισμό, το νερό εφαρμόζεται σε όλη την επιφάνεια του αγρού σαν τεχνητή απομίμηση της βροχής και διηθείται στο έδαφος κατακόρυφα. Σε σύγκριση με τις επιφανειακές μεθόδους άρδευσης, η άρδευση με τεχνητή βροχή μπορεί να αξιοποιήσει μικρότερες παροχές νερού και μεγαλύτερη ποικιλία εδαφικών συνθηκών (όπως πολύ διαπερατά εδάφη, αβαθή εδάφη, με υψηλή υπόγεια στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, μεγαλύτερη κλίση ή ανώμαλη τοπογραφία), για όλες σχεδόν τις καλλιέργειες. Θεωρείται επίσης ότι είναι πιο εύκολη όσον αφορά την εξοικείωση των παραγωγών εφόσον είναι πιο εύκολο να ρυθμιστεί η ποσότητα νερού που θα δοθεί στο χωράφι, με την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί καλός σχεδιασμός και μελέτη.

Πριν την αγορά, εγκατάσταση και λειτουργία του αρδευτικού συστήματος, πρέπει να λαμβάνει χώρα σχεδιασμός και μελέτη, με σκοπό η κατανομή του νερού στον αγρό να γίνεται ομοιόμορφα και χωρίς σημαντικές απώλειες νερού σε βαθεία διήθηση, εξάτμιση ή επιφανειακή απορροή. Σημαντικές παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κατά την άρδευση με τεχνητή βροχή είναι τα αναφερόμενα στη παράγραφο 3α του παρόντος άρθρου.

Κατά τη διάρκεια της άρδευσης ο ρυθμός εφαρμογής του νερού  πρέπει κάθε στιγμή να είναι, κατά το δυνατόν, ίσος με ή μικρότερος από το ρυθμό που το έδαφος μπορεί να απορροφήσει το νερό, δηλαδή την εκάστοτε στιγμιαία διηθητικότητα. Αυτό είναι επιθυμητό ώστε να μην προκύψει ποσότητα νερού που δε θα διηθηθεί στο έδαφος και το οποίο θα καταλήξει να απορρέει επιφανειακά παρασύροντας μαζί του και λιπάσματα.

Για το σκοπό αυτό η επιλογή των εκτοξευτήρων (με την αντίστοιχη διάταξη αυτών – σε περίπτωση που δεν αρδεύει ένας μόνο εκτοξευτήρας) προς αγορά και χρήση πρέπει να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε η ένταση του καταιονισμού (δηλαδή ο ρυθμός εφαρμογής του νερού) των εκτοξευτήρων να είναι περίπου ίση με τη βασική διηθητικότητα του αρδευόμενου εδάφους. Για να γίνει η σύγκριση πρέπει κατ΄ αρχήν ο ρυθμός του καταιονιζόμενου νερού από τους εκτοξευτήρες, στη προβλεπόμενη διάταξη, και ο ρυθμός του διηθούμενου νερού (βασική διηθητικότητα) να είναι εκφρασμένα με τον ίδιο τρόπο και συνήθως εκφράζονται σε χιλιοστά ύψους νερού ανά ώρα (mm/h). Στον Πίνακα 4 του Παραρτήματος VIII παρατίθενται ενδεικτικές τιμές βασικής διηθητικότητας εδαφών για βασικές κατηγορίες εδαφών. Οι κατηγορίες αυτές μπορούν να διαπιστωθούν μετά από κοκκομετρική ανάλυση του εδάφους. Επίσης, αυτές οι τιμές προτείνονται για χρήση στη περίπτωση άρδευσης σε οριζόντια εδάφη. Εάν αρδεύεται κεκλιμένος αγρός, τότε οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι λόγω της κλίσης η επιφανειακή απορροή εμφανίζεται νωρίτερα, δηλαδή πριν η διηθητικότητα του εδάφους φθάσει στην τελική της τιμή. Η κλίση λειτουργεί μειωτικά ως προς την διηθητική ικανότητα του εδάφους και προς αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος προτείνονται ενδεικτικές τιμές εκατοστιαίας μείωσης της διηθητικότητας των εδαφών στο Πίνακα 5 του Παραρτήματος VIII.

Με βάση την τιμή της βασικής διηθητικότητας του εδάφους και με χρήση των ειδικών πινάκων των κατασκευαστών, όπως αυτός που παρατίθεται ως παράδειγμα στον Πίνακα 6 του Παραρτήματος VIII και αφορά την περίπτωση συστήματος εκτοξευτήρων, γίνεται η εκλογή του κατάλληλου εκτοξευτήρα (διάμετρος και πίεση λειτουργίας ακροφυσίου) με την αντίστοιχη διάταξη, έτσι ώστε να ελέγχονται οι απώλειες από επιφανειακή απορροή στο υπό άρδευση έδαφος. Στην 6η, 7η, 8η, 9η, και 11η στήλη του Πίνακα 6 του Παραρτήματος VIII δίνεται ο ρυθμός εφαρμογής του νερού  για την προτεινόμενη ποικιλία εκτοξευτήρων σε διάφορες παραλλαγές αποστάσεων και διατάξεων, σε χιλιοστά ανά ώρα (mm/h). Αυτά τα στοιχεία συγκρίνονται με τη τιμή της βασικής διηθητικότητας του εδάφους, η οποία μπορεί να ληφθεί από τον προαναφερθέντα Πίνακα 4 για επίπεδα εδάφη συγκεκριμένης κοκκομετρικής σύστασης (για κεκλιμένα εδάφη πρώτα πρέπει να υποστεί διόρθωση με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 5).

Η σωστή επιλογή του αρδευτικού συστήματος εκ μέρους των παραγωγών αποσκοπεί στο να ελεγχθούν οι απώλειες νερού από επιφανειακή απορροή. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αν χρησιμοποιηθεί εξοπλισμός που έχει ρυθμό εφαρμογής νερού χαμηλότερο από τη βασική διηθητικότητα, ναι μεν εξασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξουν καθόλου απώλειες νερού σε επιφανειακή απορροή, αλλά έτσι:

1) κινδυνεύει να αυξηθεί υπερβολικά η διάρκεια της άρδευσης και να καταστεί πρακτικώς μη εφαρμόσιμη, και

2) λόγω της αργής χορήγησης του νερού, αυτό θα εκτίθεται περισσότερο στο αέριο περιβάλλον, οπότε διευκολύνονται οι απώλειες από εξάτμιση.

Για αυτούς τους λόγους συστήνεται η επιλογή εξοπλισμού με ρυθμό εφαρμογής περίπου ίσο με τη βασική διηθητικότητα του εδάφους. Συστήνεται επίσης να αποφεύγεται η άρδευση κατά τις μεσημεριανές ώρες, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι απώλειες από εξάτμιση.

Η επόμενη μέριμνα των παραγωγών είναι ο έλεγχος της διάρκειας άρδευσης. Αυτό γιατί:

1)  Αν ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός χαρακτηρίζεται από ρυθμό εφαρμογής του νερού ελαφρά μεγαλύτερο από τη βασική διηθητικότητα του εδάφους, ελέγχοντας τη διάρκεια άρδευσης, οι παραγωγοί μπορούν να σταματήσουν την άρδευση σύντομα αφού διαπιστώσουν ότι η διηθητικότητα του εδάφους έφτασε στη χαμηλή της τιμή (βασική διηθητικότητα). Έτσι περιορίζουν τις απώλειες επιφανειακής απορροής. (Μέχρι η διηθητικότητα να φτάσει στη βασική της τιμή, μπορεί να παρέλθουν λίγες ώρες άρδευσης). Αν ακολουθώντας μια τέτοια πρακτική, δεν επιτυγχάνεται η προκαθορισμένη δόση άρδευσης, τότε, η άρδευση πρέπει να επαναλαμβάνεται συχνότερα με μικρότερες δόσεις για την ικανοποίηση των αναγκών των φυτών σε νερό.

2)  Με δεδομένη τη παροχή άρδευσης, η διάρκεια άρδευσης καθορίζει την επίτευξη της χορήγησης συγκεκριμένης δόσης νερού στον αγρό, ώστε δηλαδή να αποθηκευτεί αρκετό νερό στον όγκο του ενεργού ριζοστρώματος, χωρίς σημαντικές απώλειες νερού και αζωτούχων λιπασμάτων στα βαθύτερα στρώματα. Αν λόγω μεγάλης διάρκειας άρδευσης, γίνει υπέρβαση της προκαθορισμένης δόσης, αυτό έχει σαν συνέπεια μεγάλες απώλειες νερού σε βαθεία διήθηση, και άρα στην επόμενη άρδευση η διάρκεια άρδευσης πρέπει να μειωθεί.

Για τον έλεγχο της βαθείας διήθησης μετά την άρδευση, και τυχόν διόρθωση της στις επόμενες αρδεύσεις, ισχύουν τα αναφερθέντα στην παράγραφο 3γ.

3) Για την επιτυχή εφαρμογή της άρδευσης, οι εκτοξευτήρες τοποθετούνται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, σε ύψος που επιλέγεται ανάλογα με το ύψος της καλλιέργειας, με την υποστήριξη σωλήνων ανύψωσης. Εάν οι εκτοξευτήρες δεν τοποθετηθούν καταλλήλως, η άρδευση δυσχεραίνεται, γίνεται πολύ ανομοιόμορφη κι τελικά χάνεται νερό.

Όλος ο εξοπλισμός (σωλήνες, συνδέσεις, βαλβίδες διακόπτες, ρυθμιστές πίεσης, μετρητές παροχής και ότι άλλο) πρέπει να βρίσκεται σε καλή κατάσταση προκειμένου να αποφεύγονται προβλήματα στην άρδευση, μεταξύ των οποίων και οι απώλειες νερού.

4) Πρόσθετα, σημαντική παράμετρο για την επιτυχή εφαρμογή της τεχνητής βροχής χωρίς σημαντικές απώλειες νερού, αποτελεί και ο άνεμος. Προκαλεί παραμόρφωση της κατανομής του νερού στον αγρό, ανάλογα με τη ταχύτητά του. Όταν η ταχύτητα του ανέμου υπερβαίνει τα4 μέτραανά δευτερόλεπτο (m/sec), που αντιστοιχούν σε14,4 χιλιόμετραανά ώρα (km/h) ή ένταση ανέμου 3 Βeaufort, η άρδευση πρέπει να διακόπτεται, καθώς είναι εμπειρικά γνωστό ότι η κατανομή του νερού από το καταιονισμό με τέτοιο άνεμο είναι πολύ ανομοιόμορφη. Αυτό είναι ακόμη πιο ανεπιθύμητο εάν με την άρδευση λαμβάνει χώρα και υδρολίπανση. Άρα οι παραγωγοί για την επιτυχή εφαρμογή της άρδευσης με τεχνητή βροχή πρέπει να παρακολουθούν το μετεωρολογικο δελτίο.

 

γ.  Σχετικά με την στάγδην άρδευση:

1. Κατά τη στάγδην άρδευση το νερό χορηγείται σε μέρος του εδάφους της καλλιέργειας και συγκεκριμένα κατευθείαν στη περιοχή του ριζικού συστήματος κάθε φυτού. Διαφοροποιείται από τις κλασσικές μεθόδους άρδευσης (επιφανειακή άρδευση και τεχνητή βροχή) κατά τις οποίες το νερό αποθηκεύεται σε όλο το έδαφος της καλλιέργειας (δηλαδή στον εδαφικό όγκο που ορίζεται από όλη την καλλιεργούμενη επιφάνεια κι εκτείνεται ως το βάθος του ενεργού ριζοστρώματος).

Το νερό χορηγείται στο κάθε φυτό με μικρές παροχές (της τάξεως των 2-10 λίτρωνανά ώρα), και οι αρδεύσεις γίνονται συχνότερα σε σύγκριση με τις άλλες μεθόδους (έως και καθημερινά). Υγραίνεται μόνο το έδαφος που περιβάλλει – βρίσκεται κοντά στις ρίζες (το κυριότερο άνω μέρος τους) του κάθε φυτού, ενώ ταυτόχρονα όλα τα είδη απωλειών αρδευτικού νερού (εξάτμιση, βαθεία διήθηση, επιφανειακή απορροή), είναι πολύ μειωμένα. Έτσι η συνολική κατανάλωση νερού κατά τη στάγδην άρδευση είναι προδήλως μικρότερη από ότι κατά τις κλασσικές μεθόδους (επιφανειακή άρδευση, τεχνητή βροχή). Σε σύγκριση με τις άλλες μεθόδους άρδευσης προσαρμόζεται καλύτερα σε κεκλιμένα ή ανώμαλης τοπογραφίας (μη ισοπεδωμένα) εδάφη. Με κατάλληλο εξοπλισμό είναι εφικτό στο νερό άρδευσης να προ-διαλύεται λίπασμα, και να χορηγείται μαζί με το νερό άρδευσης στο κάθε φυτό.

2. Το όλο σύστημα είναι επιδεκτικό αυτοματισμών και άρα, εφόσον έχει εγκατασταθεί και ρυθμιστεί κατάλληλα, παρέχει τη δυνατότητα επαρκούς ελέγχου των χορηγούμενων ποσοτήτων νερού. Για τον ίδιο λόγο, η στάγδην άρδευση δίνει τη δυνατότητα σταδιακής, κατά δόσεις, εφαρμογής υδρολίπανσης, με αντίστοιχα χαμηλές απώλειες λιπάσματος.

3. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, σε σύγκριση με τις κλασσικές μεθόδους άρδευσης θεωρείται ότι είναι η καταλληλότερη προς χρήση – όπου είναι εφικτό να εφαρμοστεί, όσον αφορά την προστασία από τη νιτρορύπανση. Μέχρι στιγμής η στάγδην άρδευση δεν εφαρμόζεται σε καλλιέργειες που σπέρνονται χύδην στον αγρό, όπως πχ η μηδική. Ενώ, βάσει νεότερων εξελίξεων, η στάγδην άρδευση μπορεί να εφαρμοστεί και σε γραμμικές καλλιέργειες έστω και αν αυτές σπέρνονται χύδην κατά τη γραμμή σποράς, όπως π.χ. ο αραβόσιτος: οι σταλακτηφόροι αγωγοί τοποθετούνται κατά μήκος της γραμμής σποράς, με τους σταλακτήρες σε ικανή πυκνότητα και με ικανή παροχή, ώστε να υγραίνεται το έδαφος που περιβάλλει – βρίσκεται κοντά στις γραμμικά παραταγμένες ρίζες των φυτών (το κυριότερο άνω μέρος τους).

4. Τα μόνα σημαντικά μειονεκτήματα της στάγδην άρδευσης είναι:

Γενικότερα, επειδή με τη μέθοδο της στάγδην άρδευσης υγραίνεται τμήμα μόνο του εδάφους, η διασπορά των λιπασμάτων σε όλη την επιφάνεια κατά το συνηθισμένο τρόπο λίπανσης δεν συνιστάται, γιατί τα λιπαντικά στοιχεία στα ξερά τμήματα του εδάφους δεν μπορούν να μετακινηθούν με το νερό άρδευσης. Γιαυτό αποτελεσματικότερη είναι η προσθήκη των λιπαντικών στοιχείων στο νερό της άρδευσης, που παρέχει και τη δυνατότητα εφαρμογής της λίπανσης περισσότερες φορές και σε μικρότερες δόσεις. Με τη μέθοδο αυτή της υδρολίπανσης τα φυτά έχουν στη διάθεσή τους λιπαντικά στοιχεία, τα οποία και απορροφούν αδιάκοπα καθ΄ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης και απόδοσης.

Όσον αφορά τα αζωτούχα λιπάσματα, τα περισσότερα από αυτά είναι αρκετά ευδιάλυτα στο νερό (θειική αμμωνία, νιτρική αμμωνία και ουρία) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην υδρολίπανση. Προβλήματα δυσδιαλυτότητας (κατακρήμνιση, σχηματισμός μικροκρυστάλλων και τελικά εμφράξεις) μπορεί να δημιουργηθούν αν χρησιμοποιηθεί θειική αμμωνία και ταυτόχρονα το νερό άρδευσης έχει πολύ ασβέστιο (πάνω από 70mg/L). Η υγρή αμμωνία είναι ακατάλληλη για χρησιμοποίηση με το νερό άρδευσης, καθώς επίσης το νιτρικό ασβέστιο και η ασβεστούχος νιτρική αμμωνία. Επίσης η φωσφορική αμμωνία για να χρησιμοποιηθεί στην υδρολίπανση πρέπει να διαλυθεί σε αναλογία 1:5000 στο νερό, ενώ γενικότερα τα αζωτοφωσφορούχα λιπάσματα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν σε διάλυση τουλάχιστον 1:100 και σε θερμοκρασία μικρότερη των 45οC. Το νιτρικό κάλιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε κρυσταλλική μορφή είτε σε υγρή, όχι όμως σε μορφή σκόνης.

Όλος ο εξοπλισμός (δεξαμενές, φίλτρα, σωλήνες σταθεροί ή εύκαμπτοι, συνδέσεις, βαλβίδες διακόπτες, ρυθμιστές πίεσης, μετρητές παροχής, κ.ά.) πρέπει να βρίσκεται σε καλή κατάσταση προκειμένου να αποφεύγονται προβλήματα στην άρδευση, μεταξύ των οποίων και οι απώλειες νερού.

Τέλος κατά τη στάγδην άρδευση αντενδείκνυται να διαπιστώνει κανείς το βάθος στο οποίο έχει επαρκώς αποθηκευτεί νερό με τη χρήση της ράβδου, όπως έχει περιγραφεί στη παράγραφο 3γ του παρόντος άρθρου, διότι, καθώς δεν υγραίνεται όλο το έδαφος αλλά μόνο τμήματά του κοντά στις ρίζες του κάθε φυτού, θα έπρεπε η ράβδος να χρησιμοποιείται πολύ κοντά στις ρίζες, οπότε προκύπτει ο κίνδυνος τραυματισμού των ριζών.

δ. Σχετικά με την υπόγεια στάγδην άρδευση:

Η στάγδην άρδευση χρησιμοποιείται και υπό τη παραλλαγή της υπόγειας στάγδην άρδευσης. Πλεονεκτεί ακόμα και σε σύγκριση με την επιφανειακή στάγδην άρδευση όσον αφορά τις πολύ μειωμένες απώλειες αρδευτικού νερού, αλλά και νιτρικών, πλεονέκτημα το οποίο είναι σημαντικό για τη προστασία από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης. Επιπρόσθετα:

Προσοχή όμως πρέπει να αποδίδεται στο ότι:

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα (Ανοιχτό | Κλείσιμο)

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα Στο "Άρθρο 08: ΟΡΘΕΣ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΔΕΥΣΗ ΩΣ"

#1 Σχόλιο Από Κώστας Σίμογλου Στις 20 Μάρτιος, 2015 @ 20:15

Στο άρθρο 8, σημείο 3-δ-vi, αναφέρεται σε βαθειά άροση ή χρήση υπεδαφοκαλλιεργητή «κατόπιν χορήγησης ειδικής άδειας από την αρμόδια υπηρεσία». Παρακαλώ επιβεβαιώστε ότι ισχύει αυτό, διότι από όσο γνωρίζω δεν προβλέπεται η χορήγηση τέτοιου είδους άδεια από καμία υπηρεσία.

#2 Σχόλιο Από Ναπολέων Πιάκης Στις 27 Μάρτιος, 2015 @ 15:24

Παρ.3α Οι γεωργοί θα πρέπει να λαμβάνουν επίσης συνολικά ανά ενότητα αρδευόμενης περιοχής τα διαθέσιμα νερού προς άρδευση που υπάρχουν και να προσαρμόζουν τις καλλιέργειες τους και την μέθοδο άρδευσης αναλόγως. Το νερό δε θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ανεξάντλητος φυσικός πόρος.

Παρ. 4α «Όταν σε μια περιοχή υπάρχει μόνιμο πρόβλημα υψηλής υπόγειας στάθμης υδροφόρου ορίζοντα, η άρδευση πρέπει να γίνεται προσεκτικά, χρησιμοποιώντας μικρές δόσεις, για να αποφευχθεί τυχόν ανύψωση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα και περαιτέρω νιτρορύπανση των υπογείων νερών.» Αυτό συμβαίνει στο δυτικό δέλτα του Νέστου. Υψηλή υπόγεια στάθμη υδροφόρου ορίζοντα και σχεδόν απεριόριστο νερό προς άρδευση με αποτέλεσμα νιτροποίηση υπόγειων υδάτων. Μετρήσεις νιτρικών στα υπόγεια ύδατα θα πρέπει να λαμβάνονται συνολικά και αναλόγως με τα αποτελέσματα να υπάρχουν αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις στις ακολουθούμενες πρακτικές.

Όλες οι πρακτικές και παραινέσεις που περιγράφονται θα πρέπει να εξειδικευτούν ανά αρδευόμενη περιοχή με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια και η πληροφορία αυτή να διοχετευθεί από κάποια εποπτεύουσα αρχή ( στην αρχή αυτή θα πρέπει να συμμετέχουν εκπρόσωποι των τοπικών διευθύνσεων υδάτων, φορείς προστατευόμενων περιοχών και οι ΓΟΕΒ και ΤΟΕΒ, οι οποίοι όμως θα πρέπει να αναβαθμιστούν ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα νέα τους καθήκοντα) και να περάσουμε από τις γενικές κατευθύνσεις σε όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένες οδηγίες αν είναι δυνατόν ακόμη και σε επίπεδο καλλιεργούμενης μονάδας. Ο αγρότης θα πρέπει να έχει πρόσβαση και να αξιοποιεί τα υπάρχοντα δεδομένα και τις καινούργιες πρακτικές, αλλά θα πρέπει αυτή η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και εύληπτη. Επίσης θα πρέπει να εξειδικευθεί το πλαίσιο κατά περιοχές μέσα στο οποίο θα μπορεί να κινηθεί συνολικά για θέματα λίπανσης, άρδευσης και φυτοπροστασίας.

Ναπολέων Πιάκης, Βιολόγος MSc
Φορέας Διαχείρισης Δέλτα Νέστου-Βιστωνίδας-Ισμαρίδας

#3 Σχόλιο Από Χρυσοβαλάντης Χατζηγεωργίου Στις 1 Απρίλιος, 2015 @ 10:40

Στην παράγραφο 3α μπορεί να προστεθεί: αν έχει εφαρμοστεί φυσικός ζεόλιθος και σε τι ποσότητα καθώς ο ζεόλιθος καθιστά το χώμα πιο αφράτο και αποτρέπει τη δημιουργία επιφανειακής κρούστας.