• Σχόλιο του χρήστη 'Στέλιος Παπαδημητρίου' | 11 Δεκεμβρίου 2017, 11:07

    Η αισθητά μειωμένη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των Καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες, όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο (1-11 Δεκεμβρίου) περί Αδειοδότησης και Λειτουργίας Επιχειρήσεων Καζίνο, εν συγκρίσει με τους λοιπούς ανταγωνιστικούς παρόχους τυχερών παιγνίων, δημιουργεί ζητήματα ασυμβατότητας με το Πρωτογενές Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα τη Σ.Λ.Ε.Ε. Καταρχάς, η έλλειψη/απουσία σύνδεσης της συμμετοχής του Δημοσίου στα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων παροχής τυχερών παιγνίων, με συγκεκριμένη αντιπαροχή προς τους φορείς που βαρύνονται με αυτή, προσδίδει αναμφιβόλως στην εν λόγω συμμετοχή τα χαρακτηριστικά φόρου. Η εν λόγω, κατ’ ουσία γνήσια, φορολογική επιβάρυνση διαμορφώνεται με βάση τους εξής συντελεστές στα ακαθάριστα έσοδα (Gaming Gross Revenues / GGR) των καζίνο που θα λειτουργούν με τις νέες άδειες: 20% για GGR 500M, βαίνοντας μειούμενη αναλόγως της αυξήσεως των ακαθαρίστων εσόδων. Ωστόσο οι αντίστοιχοι συντελεστές για τους υπόλοιπους φορείς τυχερών παιγνίων, που τελούν σε ανταγωνιστική σχέση με τα Καζίνο τα οποία εξαρχής θα λειτουργήσουν με τις νέες άδειες είναι οι εξής: → ΟΠΑΠ για τα αριθμολαχεία και τον στοιχηματισμό (αθλητικό και προκαθορισμένο ιπποδρομιακό στοίχημα): 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%) → ΟΠΑΠ για τα VLT: 30-35% → Ιπποδρομίες ΑΕ για το αμοιβαίο ιπποδρομιακό στοίχημα: 30% → Ελληνικά Λαχεία ΑΕ για τα κρατικά λαχεία και το ΣΚΡΑΤΣ: 30% → 24 πάροχοι του «προσωρινού» καθεστώτος για τα παιχνίδια που προσφέρουν online: 35% από 1.01.2016 (πριν: 30%) → Καζίνο με το σημερινό καθεστώς λειτουργίας σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Ρόδο, Αχαϊα: 30% κατ’ ελάχιστον (για ορισμένα υπό προϋποθέσεις φθάνει έως 35%) → Καζίνο στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας: 20% κατ’ ελάχιστον Είναι σαφές πως η ανωτέρω διαφοροποίηση, δια της πρόβλεψης μειωμένων συντελεστών συμμετοχής σε επιλεγμένους παρόχους υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, μπορεί να θεωρηθεί και πιθανότατα θα εκληφθεί ως κρατική ενίσχυση φορολογικού χαρακτήρα, αντίθετη στο άρθρο 107(1) ΣΛΕΕ, διότι παρέχει πλεονέκτημα σε επιλεγμένους φορείς παιγνίων δια της αποχής του Κράτους από την είσπραξη μέρους των φόρων αυτών που εισπράττει από άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με ισόποση κρατική δαπάνη η οποία δίδεται ως πλεονέκτημα στις εν λόγω επιχειρήσεις που επωφελούνται της μειωμένης συμμετοχής. Παρά το γεγονός ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίζει το ισχύον φορολογικό σύστημα και να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις στη φορολόγηση οικονομικών φορέων, εντούτοις δεσμεύεται από το Κοινοτικό Δίκαιο και οφείλει να αιτιολογεί τις όποιες διαφοροποιήσεις, με βάση γενικά αλλά αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια σε σχέση με το γενικότερο φορολογικό σύστημα που ισχύει σε ένα Κράτος-Μέλος, σεβόμενος πάντοτε την Αρχή της Ίσης Μεταχείρισης. Η διαφοροποίηση όμως που προβλέπει το υπό διαβούλευση άρθρο, δεν φαίνεται να προκύπτει, ούτε και να αιτιολογείται, με βάση αντικειμενικές διαφορές, είναι δε σαφές πως αυτό καθαυτό το γεγονός της λειτουργίας των νέων φορέων Καζίνο (με νέες άδειες) όχι μόνο δεν είναι ικανό να στοιχειοθετήσει τέτοια διαφοροποίηση αλλά κατά βάση έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκότερη (διακριτική) μεταχείριση των επιχειρήσεων αυτών έναντι αυτών που ήδη λειτουργούν με το σημερινό καθεστώς, τελούν δε σε απολύτως όμοια νομική και πραγματική κατάσταση και βρίσκονται σε σχέση ανταγωνισμού με αυτές, στοιχείο που οδηγεί (ή θα οδηγήσει) σε νόθευση ή απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού και σε διατάραξη του εσωτερικού κοινοτικού εμπορίου στο χώρο που δραστηριοποιούνται. Συναφής είναι άλλωστε και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην υπόθεση C-16/2010 που χαρακτήρισε παράνομη φορολογική ενίσχυση τη διαφορετική τιμή των εισιτηρίων εισόδου σε ορισμένα Ελληνικά Καζίνο (βλ. και Κ. Πέρρου, σε Δ.Ε.Ε. 2011/1129 «Η νόθευση του ανταγωνισμού μέσω διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης και οι συνέπειές της»). Τυχόν διατήρηση της άνω διάταξης ή παράλειψη αναπροσαρμογής σε εξομοιωμένα επίπεδα των συντελεστών συμμετοχής του Δημοσίου που επιβάλλονται στα ακαθάριστα έσοδα ανταγωνιστικών παρόχων ομοίων υπηρεσιών, με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε καταγγελίες των θιγομένων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και σε προσφυγές στη Δικαιοσύνη, λόγω παραβίασης της Αρχής της Ισότητας στα φορολογικά βάση καθώς και νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού. Με βάση όσα εκτέθηκαν φρονούμε πως πρέπει απαραιτήτως να υπάρξει εξομοίωση και όμοια αντιμετώπιση όλων των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιγνίων, αναφορικά με τους συντελεστές συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στα ακαθάριστά έσοδά τους για να προληφθούν/αποφευχθούν αυτές οι στρεβλώσεις.