- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

Άρθρο 136 – Αύξηση κεφαλαίου

1. Για το σκοπό των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 52, της παραγράφου 5 του άρθρου 90 και του άρθρου 94 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της μπορεί να ζητήσει από πιστωτικό ίδρυμα και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού να αυξήσει το κεφάλαιό του εντός προθεσμίας και κατά τους ειδικότερους όρους που ορίζονται στην ίδια απόφαση. Η απόφαση προσδιορίζει το ελάχιστο ποσό της απαιτούμενης αύξησης κεφαλαίου, προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει ίδια κεφάλαια ανταποκρινόμενα στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Με την ίδια απόφαση είναι δυνατόν να προβλέπεται ότι οι μετοχές που εκδίδονται για την αύξηση του κεφαλαίου είναι προνομιούχες, να προσδιορίζεται το προνόμιο και να καθορίζονται οι όροι και διαδικασίες που υποχρεούνται να ακολουθήσουν το πιστωτικό ίδρυμα και οι μέτοχοί του για την πραγματοποίηση της αύξησης εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Επίσης μπορεί να απαιτείται, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επιτυχία της αύξησης, ταυτόχρονη με την αύξηση ονομαστική μείωση του κεφαλαίου.
2. Εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το πιστωτικό ίδρυμα ανακοινώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει προς συμμόρφωση με την απόφαση αυτή, όπως και το σχετικό χρονοδιάγραμμα. Εάν το Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση, όπως απαιτεί η απόφαση της παραγράφου 1, ή δεν αποφασίσει αύξηση κεφαλαίου αν και είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει με απόφασή της σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης ή την αύξηση του κεφαλαίου, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 – 300.000) ευρώ.
3. Εάν η αύξηση του κεφαλαίου στην περίπτωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920. Ως προς τον τυχόν αποκλεισμό ή περιορισμό του δικαιώματος προτίμησης ή την τυχόν μείωση του κεφαλαίου εφαρμόζονται οι απαιτήσεις απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920. Τυχόν αυστηρότερες καταστατικές διατάξεις δεν ισχύουν. Η προθεσμία για τη σύγκλιση της γενικής συνέλευσης και των επαναληπτικών γενικών συνελεύσεων, καθώς και για την υποβολή εγγράφων στις εποπτικές αρχές, συντέμνεται στο ήμισυ των προθεσμιών που προβλέπονται στο κ.ν. 2190/1920.
4. Η απόφαση της γενικής συνέλευσης του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνεται κατόπιν της αποφάσεως της παραγράφου 1 δεν ανακαλείται.
5. Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία συνέρχεται εντός μηνός από την ως άνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, προκειμένου αυτή να εξουσιοδοτήσει, με εφαρμογή των απαιτήσεων απαρτίας και πλειοψηφίας των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 29 και της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του κ.ν. 2190/1920, το Διοικητικό Συμβούλιο προς αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, καθώς και προς αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920, για την περίπτωση που θα ζητηθεί αύξηση κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 140 του παρόντος νόμου. Η εξουσιοδότηση αυτή ανανεώνεται πριν από την εκάστοτε λήξη της. Η προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 13 του κ.ν. 2190/1920 έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του κ.ν. 2190/1920 πριν από τη διάθεση των νέων μετοχών με χρήση της εξουσιοδότησης. Εάν Διοικητικό Συμβούλιο πιστωτικού ιδρύματος δεν συγκαλέσει τη γενική συνέλευση των μετόχων, όπως απαιτεί η παρούσα παράγραφος, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει σε κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, που δεν ενήργησε τα δέοντα για τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης, πρόστιμο από εκατό χιλιάδες έως τριακόσιες χιλιάδες (100.000 – 300.000) ευρώ.