- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

Άρθρο 19 – Διαβίβαση και επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχει ο καταναλωτής

(Άρθρο 20 της Οδηγίας)

1. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας που αναφέρεται στο άρθρο 17 διενεργείται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή, καθώς και για άλλες χρηματοοικονομικές και οικονομικές συνθήκες που τον αφορούν. Ο πιστωτικός φορέας αντλεί τις πληροφορίες αυτές από κατάλληλες εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή, και συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που παρέχονται στο μεσίτη πιστώσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης. Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, μεταξύ άλλων, μέσω χρήσης δικαιολογητικών που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές, εφόσον είναι αναγκαίο.

2. Ο μεσίτης πιστώσεων διαβιβάζει, με ακρίβεια, στον ενδιαφερόμενο πιστωτικό φορέα τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνει από τον καταναλωτή, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας.

3. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσδιορίζει με σαφή και κατανοητό τρόπο τις αναγκαίες πληροφορίες και την προερχόμενη από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές τεκμηρίωση που οφείλει να παράσχει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να παράσχει τα στοιχεία αυτά. Το αίτημα αυτό του πιστωτικού φορέα για παροχή πληροφοριών από τον καταναλωτή πρέπει να είναι αναλογικό και να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για τη διενέργεια άρτιας αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας δύναται να ζητά διευκρινίσεις από τον καταναλωτή όσον αφορά στις πληροφορίες που λαμβάνει σε απάντηση του εν λόγω αιτήματός του, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητάς του.
Ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, επί τη βάσει του ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης ήταν ελλιπείς. Εν τούτοις, δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης, εφόσον αποδειχθεί ότι ο καταναλωτής εν γνώσει του απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες.
4.Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων ενημερώνουν εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο τον καταναλωτή για την υποχρέωσή του να παρέχει ορθές πληροφορίες, κατόπιν του αιτήματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, και για το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες, με σκοπό τη διεξαγωγή της αξιολόγησης της πιστοληπτικής του ικανότητας. Ο πιστωτικός φορέας ή ο μεσίτης πιστώσεων οφείλουν να προειδοποιούν τον καταναλωτή, ότι σε περίπτωση κατά την οποία ο πιστωτικός φορέας δεν είναι σε θέση να προβεί σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, επειδή ο καταναλωτής επέλεξε να μην παράσχει τις πληροφορίες ή τα δικαιολογητικά που είναι αναγκαία για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής του ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται από τον πιστωτικό φορέα σε τυποποιημένη μορφή.
5. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του Νόμου 2472/1997 (Α΄ 50) και ιδίως του άρθρου 4 αυτού.