- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

Άρθρο 12 – Παράβαση υποχρεώσεων κατά την άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρο 5 Οδηγίας)

1. Εάν η εποπτική αρχή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει λόγους να θεωρεί ότι ο (αντ)ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας, ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των διατάξεων της οδηγίας 2016/97/ΕΕ ή/και του παρόντος ή και των κατ’ εξουσιοδότησή του πράξεων, γνωστοποιεί τις διαπιστώσεις αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

2. Εάν η εποπτική αρχή ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής κρίνει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, παρά την ενημέρωση της παρ. 1, δεν έλαβε κανένα μέτρο ή αν τα μέτρα που έλαβε είναι κατά την κρίση της εποπτικής αρχής ανεπαρκή ή αν, παρά τα ληφθέντα μέτρα από το κράτος μέλος καταγωγής, ο (αντ)ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας εξακολουθεί να ενεργεί κατά τρόπο προδήλως ζημιογόνο είτε για τα συμφέροντα των καταναλωτών της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς σε μεγάλη κλίμακα είτε για την εύρυθμη λειτουργία της (αντ)ασφαλιστικής αγοράς, η εποπτική αρχή μπορεί, αφού ενημερώσει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει οποιοδήποτε κατάλληλο μέτρο, ιδίως εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 42 του παρόντος, για την αποτροπή τέλεσης νέων παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος ή και των κατ’ εξουσιοδότησή του πράξεων και, εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίο, μπορεί να απαγορεύσει στον διαμεσολαβητή την άσκηση νέων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα. Επιπλέον, στην περίπτωση αυτή η εποπτική αρχή μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη βοήθειά της σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

3. Πέραν από τα αναφερόμενα στις παρ. 1 και 2, σε περίπτωση κατά την οποία είναι απαραίτητη η άμεση λήψη μέτρων προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα των καταναλωτών και ιδίως για να αποτραπεί ή να τιμωρηθεί η τέλεση παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος ή/και των κατ’ εξουσιοδότησή του πράξεων, η εποπτική αρχή δύναται να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 42 του παρόντος. Η εποπτική αρχή δύναται, επιπλέον των μέτρων του άρθρου 42 του παρόντος, να απαγορεύσει στον διαμεσολαβητή του προηγούμενου εδαφίου την άσκηση νέων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα.

4. Αν η εποπτική αρχή ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ότι ένας (αντ)ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ένας ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας, ο οποίος έχει χώρα καταγωγής την Ελλάδα και ασκεί δραστηριότητες στο κράτος μέλος υποδοχής με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των κανόνων δημοσίου συμφέροντος του κράτους μέλους υποδοχής, ή/και της οδηγίας 2016/97/ΕΕ όπως έχει ενσωματωθεί σ’ αυτό το κράτος, τότε η εποπτική αρχή αξιολογεί την πληροφορία και δύναται να λαμβάνει, το συντομότερο δυνατόν και κρίνοντας κατά περίπτωση, τα ενδεδειγμένα μέτρα εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 42 του παρόντος. Η εποπτική αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε μέτρο που έλαβε. Επίσης η εποπτική αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΑΕΣ και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.

5. Κάθε μέτρο που λαμβάνει η εποπτική αρχή ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιείται εγγράφως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση:
α) με αιτιολογημένη απόφαση στον ενδιαφερόμενο (αντ)ασφαλιστικό διαμεσολαβητή ή στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας,
β) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του διαμεσολαβητή,
γ) στην ΕΑΑΕΣ και
δ) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ομοίως, όταν άλλο κράτος μέλος λαμβάνει αντίστοιχα μέτρα σε βάρος (αντ)ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή ασφαλιστικού διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας, ο οποίος έχει ως χώρα καταγωγής την Ελλάδα και δραστηριοποιείται στο άλλο κράτος μέλος με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η εποπτική αρχή λαμβάνει τη σχετική ενημέρωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής εφαρμόζοντας και για την περίπτωση αυτήν το άρθρο 41 του παρόντος.