- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

Άρθρο 03 – Ορισμοί (Άρθρο 2 παρ. 1 και άρθρο 12 παρ. 1 και 2 Οδηγίας)

Για τους σκοπούς του παρόντος, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. «Διανομή ασφαλιστικών προϊόντων»: οι δραστηριότητες παροχής συμβουλής, πρότασης ή διενέργειας άλλων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, οι δραστηριότητες σύναψης αυτών, ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζομένου κινδύνου. Στην έννοια της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων περιλαμβάνεται η παροχή και μέσω ιστότοπου ή κάποιου άλλου μέσου, πληροφοριών σχετικά με μία ή περισσότερες ασφαλιστικές συμβάσεις βάσει κριτηρίων που επιλέγονται από τον πελάτη καθώς και η παροχή καταλόγου κατάταξης ασφαλιστικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρισης των τιμών και των προϊόντων ή και των προσφερομένων εκπτώσεων από την ασφαλιστική επιχείρηση επί του ασφαλίστρου, εφόσον μέσω του ιστότοπου ο πελάτης είναι σε θέση να συνάψει άμεσα ή έμμεσα μια ασφαλιστική σύμβαση.

2. «Διανομή αντασφαλιστικών προϊόντων»: οι δραστηριότητες παροχής συμβουλής, πρότασης ή διενέργειας άλλων προπαρασκευαστικών εργασιών για τη σύναψη συμβάσεων αντασφάλισης, οι δραστηριότητες σύναψής τους, ή οι δραστηριότητες παροχής βοήθειας κατά τη διαχείριση και την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης του αντασφαλιζομένου κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση χωρίς την παρέμβαση αντασφαλιστικού διαμεσολαβητή

3. «Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση ή τους υπαλλήλους της και εκτός από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας, το οποίο αναλαμβάνει ή ασκεί επ’ αμοιβή δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων. Οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που έχουν έδρα στην Ελλάδα και υπόκεινται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Δ’ του παρόντος, διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
α) Ασφαλιστικοί Πράκτορες,
β) Συντονιστές ασφαλιστικών πρακτόρων και
γ) Μεσίτες Ασφαλίσεων.

4. «Ασφαλιστικός Πράκτορας»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί τη δραστηριότητα της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στους ασφαλιστικούς πράκτορες εντάσσονται τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, όταν ασκούν τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.

5. Συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων» είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί τη δραστηριότητα της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων μέσω ομάδας ασφαλιστικών πρακτόρων, τους οποίους επιλέγει και προτείνει στην ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις για συνεργασία, και στη συνέχεια εκπαιδεύει και επιβλέπει το έργο τους με σκοπό να διασφαλίσει την εκ μέρους τους εφαρμογή των σχετικών με τη διανομή πολιτικών και διαδικασιών τής ή τών ασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συνεργάζεται, χωρίς να συμβάλλεται ο ίδιος με αυτούς.

6. «Μεσίτης ασφαλίσεων»: Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατ’ εντολή του πελάτη, ασκεί τη δραστηριότητα της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων με βάση την ανάλυση επαρκούς αριθμού ασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής επιχείρησης.

7. «Πιστωτικό Ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 σημείο 1 του Κανονισμού ΕΕ αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

8. «Επιχείρηση επενδύσεων»: η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 σημείο 2 του Κανονισμού 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

9. «Ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση» (εφεξής: «ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας»): κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των αγροτικών συνεταιρισμών, που ασκεί με αμοιβή ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η κύρια επαγγελματική δραστηριότητα του εν λόγω φυσικού ή νομικού προσώπου δεν είναι η διανομή ασφαλιστικών προϊόντων,
β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο διανέμει μόνον ορισμένα ασφαλιστικά προϊόντα που συμπληρώνουν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, και
γ) τα σχετικά ασφαλιστικά προϊόντα δεν καλύπτουν ασφαλίσεις ζωής ή κινδύνους αστικής ευθύνης, εκτός αν η εν λόγω κάλυψη συμπληρώνει το αγαθό ή την υπηρεσία που παρέχει ο διαμεσολαβητής ως την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του.

Οι επιχειρήσεις ενοικιάσεως οχημάτων και τα ταξιδιωτικά γραφεία που δραστηριοποιούνται στη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων εγγράφονται στο Ειδικό Μητρώο του άρθρου 18 ως ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές δευτερεύουσας δραστηριότητας.

10. «Αντασφαλιστικός διαμεσολαβητής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, άλλο από την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση ή τους υπαλλήλους του, το οποίο ασκεί με αμοιβή τη δραστηριότητα διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων. Αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές με έδρα στην Ελλάδα, που υπόκεινται στις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ του παρόντος, είναι μόνον οι μεσίτες αντασφαλίσεων, ήτοι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που, κατ’ εντολή του πελάτη, ασκούν τη δραστηριότητα της διανομής αντασφαλιστικών προϊόντων με βάση την ανάλυση επαρκούς αριθμού αντασφαλιστικών συμβάσεων που διατίθενται στην αγορά, χωρίς να δεσμεύονται ως προς την επιλογή της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

11. «Ασφαλιστική επιχείρηση»: οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του Ν. 4364/2016 (Α’ 13).

12. «Αντασφαλιστική επιχείρηση»: οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του άρθρου 3 παρ. 4 και 6 του Ν. 4364/2016 (Α’ 13).

13. «Διανομέας ασφαλιστικών προϊόντων»: ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας ή η ασφαλιστική επιχείρηση.

14. «Αμοιβή»: η υπολογιζόμενη επί του ασφαλίστρου προμήθεια, και κάθε επιπρόσθετη χρέωση ή άλλη πληρωμή, συμπεριλαμβανομένου κάθε είδους οικονομικού οφέλους ή οιουδήποτε άλλου χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους ή κινήτρου, που προτείνεται ή παρέχεται από την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον πελάτη σε σχέση με τις δραστηριότητες διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.

15. «Κράτος μέλος καταγωγής» του (αντ)ασφαλιστικού διαμεσολαβητή:
α) στην περίπτωση φυσικού προσώπου, το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει,
β) στην περίπτωση νομικού προσώπου, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα ή, αν δεν έχει καταστατική έδρα σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κεντρική του διοίκηση.

16. «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος της Ε.Ε. στο οποίο ο (αντ)ασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει μόνιμη παρουσία ή εγκατάσταση ή παρέχει υπηρεσίες, και το οποίο δεν είναι το κράτος μέλος καταγωγής του.

17. «Υποκατάστημα»: το πρακτορείο ή το υποκατάστημα διαμεσολαβητή, το οποίο βρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους εκτός του κράτους μέλους καταγωγής του.

18. «Στενοί δεσμοί»: οι στενοί δεσμοί που ορίζονται στο άρθρο 3 παρ. 17 του Ν. 4364/2016 (Α’ 13).

19. «Κύριος τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας»: ο τόπος από τον οποίο ασκείται η διοίκηση επί της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας.

20. «Συμβουλή»: η προσωπική σύσταση στον πελάτη, που παρέχεται κατά τη διανομή του ασφαλιστικού προϊόντος, σε σχέση με μία ή περισσότερες συμβάσεις ασφάλισης.

21. «Μεγάλοι κίνδυνοι»: οι μεγάλοι κίνδυνοι που ορίζονται στο άρθρο 13 παρ. 27 του Ν. 4364/2016 (Α’ 13).

22. «Επενδυτικό προϊόν βασιζόμενο σε ασφάλιση»: ένα ασφαλιστικό προϊόν που προσφέρει αξία κατά τη λήξη του ή αξία εξαγοράς, οι οποίες είναι συνολικά ή μερικά εκτεθειμένες άμεσα ή έμμεσα σε διακυμάνσεις της αγοράς. Στην έννοια αυτή δεν περιλαμβάνονται:
α) οι ασφαλίσεις κατά ζημιών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 του Ν. 4364/2016 (Α’ 13),
β) οι ασφαλίσεις ζωής, οι παροχές των οποίων καταβάλλονται μόνο σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας λόγω σωματικής βλάβης, ασθένειας ή αναπηρίας,
γ) τα συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, έχει αναγνωριστεί ότι έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την παροχή εισοδήματος στον επενδυτή κατά τη συνταξιοδότησή του και δίνουν στον επενδυτή το δικαίωμα σε ορισμένες παροχές,
δ) τα επίσημα αναγνωρισμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά ταμεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 3029/2002 (Α’ 160), του νόμου 4364/2016 (Α’ 13), της οδηγίας 2003/41/ΕΚ,της οδηγίας 2009/138/ΕΚ και της οδηγίας 2016/2341/ΕΕ
ε) τα ατομικά συνταξιοδοτικά προϊόντα για τα οποία απαιτείται από την ελληνική νομοθεσία εισφορά του εργοδότη, και στα οποία ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης δεν έχει δυνατότητα επιλογής ως προς το συνταξιοδοτικό προϊόν ή τον πάροχο.

23. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο,
α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σ’ αυτές μελλοντικά και για χρονικό διάστημα ικανό για τους σκοπούς των πληροφοριών, και
β) επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

24. «Αρμόδιες Αρχές»: με την επιφύλαξη των διατάξεων των Κεφαλαίων Γ’ και Δ’ και των εκεί προβλεπομένων αρμοδιοτήτων των Επιμελητηρίων και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (Κ.Ε.Ε.Ε), οι εθνικές αρχές οι οποίες, δυνάμει νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης, είναι αρμόδιες να εποπτεύουν τη δραστηριότητα διανομής (αντ)ασφαλιστικών προϊόντων. Για την εφαρμογή της σχετικής εθνικής και ευρωπαϊκής ασφαλιστικής νομοθεσίας αρμόδια ελληνική Εεποπτική αρχή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος (εφεξής: η εποπτική αρχή), στην οποία ανατίθεται το έργο της εποπτείας των διανομέων (αντ)ασφαλιστικών προϊόντων, βάσει των διατάξεων του παρόντος και του Καταστατικού της.

25. «Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων» ή «ΕΑΑΕΣ»: η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που έχει συσταθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

26. «Όργανο διοίκησης» ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ή ασφαλιστικού διαμεσολαβητή δευτερεύουσας δραστηριότητας: Το αποφασιστικό και εκτελεστικό, με εξουσία εκπροσώπησης, συλλογικό ή ατομικό όργανο, το επιφορτισμένο με την εν γένει διοίκηση του νομικού προσώπου, όπως προβλέπεται από την εκάστοτε νομοθεσία περί εμπορικών εταιρειών αναλόγως της νομικής μορφής του νομικού προσώπου. Στις ατομικές επιχειρήσεις, τον ρόλο του οργάνου διοίκησης έχει ο ίδιος ο διανομέας ή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δευτερεύουσας δραστηριότητας.

27. «Παραγωγή ασφαλιστικού πράκτορα ή συντονιστή» Το σύνολο των ασφαλιστικών συμβάσεων οι οποίες καταρτίστηκαν από την ασφαλιστική επιχείρηση με τη διαμεσολάβηση του ασφαλιστικού πράκτορα ή συντονιστή. Η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με αναλυτική κατάσταση, τον ασφαλιστικό πράκτορα ή συντονιστή για τη διατηρούμενη σε ισχύ παραγωγή και τις διατηρούμενες προμήθειες του.