- Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - http://www.opengov.gr/minfin -

Άρθρο 28 – Εσωτερικές διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου – Τροποποίηση του άρθρου 36 του ν. 4557/2018

(παρ. 28 του άρθρου 1 της Οδηγίας (EE) 2018/843
και περ. α της παρ. 6 του άρθρου 3 της Οδηγίας (EE) 2019/2177)

1. Οι παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 36 του ν. 4557/2018 αντικαθίστανται και το άρθρο 36 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 36
Εσωτερικές διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου
(άρθρο 45 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849)

1. Τα υπόχρεα πρόσωπα που ανήκουν σε όμιλο εφαρμόζουν επαρκείς και κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για τους σκοπούς του παρόντος σε επίπεδο ομίλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει και για τις θυγατρικές και τα υποκαταστήματα που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε κράτη μέλη της Ε.Ε. και τρίτες χώρες.

2. Τα υπόχρεα πρόσωπα που λειτουργούν εγκαταστάσεις σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις τηρούν τις σχετικές εθνικές διατάξεις του κράτους υποδοχής.
3. Τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές εταιρείες, που ανήκουν κατά πλειοψηφία στα υπόχρεα πρόσωπα και βρίσκονται σε τρίτες χώρες όπου οι ελάχιστες απαιτήσεις καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι λιγότερο αυστηρές από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, εφαρμόζουν τις τελευταίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την προστασία των δεδομένων, στο βαθμό που το επιτρέπει η νομοθεσία της τρίτης χώρας. Αν η νομοθεσία της τρίτης χώρας δεν το επιτρέπει, τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν ότι τα υποκαταστήματα και οι θυγατρικές τους, εφαρμόζουν επιπρόσθετα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή, αν θεωρεί ότι τα επιπρόσθετα μέτρα δεν επαρκούν, εφαρμόζει συμπληρωματικές εποπτικές δράσεις, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί να απαιτήσει από το υπόχρεο πρόσωπο να μη συνάψει ή να τερματίσει επιχειρηματικές σχέσεις και να μην εκτελέσει συναλλαγές και, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να παύσει τις δραστηριότητές του στην τρίτη χώρα.
4. Αν η νομοθεσία τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών, σύμφωνα με την παρ. 1, σε υποκαταστήματα και θυγατρικές των υπόχρεων προσώπων στη χώρα αυτή, τα υπόχρεα πρόσωπα ενημερώνουν την Αρχή, την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του άρθρου 6 και τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνουν ακολούθως την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, όταν εκτιμούν ποιες τρίτες χώρες δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών που απαιτούνται βάσει της παρ. 1, λαμβάνουν υπόψη τυχόν νομικούς περιορισμούς που μπορεί να παρεμποδίζουν την ορθή εφαρμογή αυτών των πολιτικών και διαδικασιών, μεταξύ των οποίων το απόρρητο, η προστασία των δεδομένων και άλλοι περιορισμοί στην ανταλλαγή των πληροφοριών που μπορεί να είναι χρήσιμες γι’ αυτόν τον σκοπό.
5. Πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε αναφορές ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών που υποβάλλονται στην Αρχή από τα υπόχρεα πρόσωπα και αφορούν κεφάλαια που αποτελούν προϊόντα εγκληματικής δραστηριότητας ή σχετίζονται με τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας απαιτείται να ανταλλάσσονται εντός του ομίλου, εκτός αν η Αρχή δώσει διαφορετικές οδηγίες.
6. Οι εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα με μορφή διαφορετική από υποκατάστημα και των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επαφής στην Ελλάδα με βάση τα κριτήρια του άρθρου 3 του κατ΄ εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1108, της 7ης Μαΐου 2018, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη συμπλήρωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια για τον ορισμό κεντρικών σημείων επαφής από τους εκδότες ηλεκτρονικού χρήματος και τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και με τους κανόνες σχετικά με τα καθήκοντα των εν λόγω κεντρικών σημείων επαφής (L 203). Το κεντρικό αυτό σημείο επαφής είναι αρμόδιο να εξασφαλίζει για λογαριασμό τους τη συμμόρφωση με τις διατάξεις του παρόντος και να διευκολύνει την εποπτεία από την Τράπεζα της Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης της παροχής εγγράφων και πληροφοριών προς αυτήν ύστερα από σχετικό αίτημα.».