• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΙΚΗ' | 13 Ιανουαρίου 2021, 10:29

    Με έχουν καλύψει όλοι οι προλαλήσαντες και δε χρειάζεται να πω ότι ο κώδικας των δικαστικών υπαλλήλων που προτείνεται είναι εντελώς άχρηστος. Προφανώς και θα πρέπει να υπάρξει εναρμόνιση με τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα σε θέματα που εμπίπτουν της υπαλληλικής ιδιότητας. Αλλά επειδή ξέρουμε όλοι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει και ξέρουμε πολύ καλά τους λόγους για τους οποίους δεν πρόκειται να γίνει, θα καταθέσω τις ουσιαστικές απόψεις μου επί του συγκεκριμένου κειμένου ως προς τα σημαντικότερα σημεία του (όχι πως δεν χρήζουν αλλαγής και άλλα) μήπως και κάποιοι τις δουν και προβληματιστούν τόσο ώστε να αλλάξει κάτι και να αποδειχθεί ότι δεν αποτελεί αυτή η διαβούλευση απλώς μια τυπική διαδικασία στα πλαίσια της νομοθέτησης... Επί του άρθρου 21: εντύπωση προκαλεί η κατάτμηση κλάδων και η ονοματολογία τους σε κάποιες περιπτώσεις με βάση τα τυπικά προσόντα (τίτλο σπουδών) ή απλώς την ειδικότητα, όταν το πνεύμα που επικρατεί σε όλη τη λοιπή δημόσια διοίκηση είναι η θεσμοθέτηση ενιαίων κανόνων ονοματοδοσίας των κλάδων σύμφωνα με το «προσοντολόγιο», σε μια προσπάθεια δημιουργίας γενικότερων κλάδων που θα αποτελέσουν δεξαμενές ειδικοτήτων. Παραδείγματα όπως ΠΕ Οικονομολόγων, ΠΕ Οικονομολόγων Λογιστών και ΠΕ Στατιστικής που μπορούν να ενταχθούν υπό την ομπρέλα του κλάδου ΠΕ Διοικητικού ή/και Οικονομικού αλλά και ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων, ΥΕ Φυλάκων-Νυχτοφυλάκων και ΥΕ Καθαριότητας που μπορούν να ενταχθούν υπό την ομπρέλα του κλάδου ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού είναι ενδεικτικά παραδείγματα. Θα πρέπει και στο χώρο της δικαιοσύνης να υιοθετηθεί αυτή η λογική καθώς στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου γίνεται αναφορά ότι για τους κλάδους αυτούς (πλην των νέων που συστήνονται με το παρόν) «ως προς τα τυπικά προσόντα διορισμού στους κλάδους και τις ειδικότητες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπάλληλους». Ποιος θα ορίσει λοιπόν τα τυπικά προσόντα διορισμού κλάδων που δεν υφίσταται στο «προσοντολόγιο» των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων;; Χρήσιμη είναι η ΔΙΠΑΑΔ/ΠΡΟΣ/149/οικ.7282 εγκύκλιος. Επί των άρθρων 29 και 70: Έκπληξη προκαλεί ότι η διενέργεια των διαγωνισμών θα γίνει με διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ εγείροντας πολλά ερωτηματικά. Επί του άρθρου 132: Στα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων και συγκεκριμένα στο κριτήριο Αα δε θα πρέπει να αξιολογείται μόνο η εμπειρία στην εκτέλεση των καθηκόντων του υπαλλήλου ως δικαστικού υπαλλήλους αλλά και η γενικότερη επαγγελματική επάρκεια, διοικητική επάρκεια, η ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων και της γενικότερης εμπειρίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, όπως ισχύει για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, καθώς εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ΑΝ θεωρήσουμε ότι έχει ο κλάδος, οι δικαστικοί υπάλληλοι διενεργούν εργασίες που εμπίπτουν στη σφαίρα της δημόσιας διοίκησης και η σχετική εμπειρία πρέπει να εκτιμάται και να αξιολογείται και όχι μόνο να αναγνωρίζεται βαθμολογικά και μισθολογικά. Επί του άρθρου 138: Θα πρέπει να προστεθεί ότι για τη βαθμολογική εξέλιξη αναγνωρίζεται και η προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα μέχρι 7 έτη σύμφωνα με το Π.Δ. 69/2016 καθώς αποτελεί μοριοδοτούμενο κριτήριο για την επιλογή προϊσταμένων (συγκεκριμένα στο άρθρο 144, στην υπηρεσιακή και εργασιακή εμπειρία δίδονται 2 μόρια για κάθε έτος υπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα με ανώτατο όριο τα 7 έτη). Αν αυτή η προϋπηρεσία δεν έχει αναγνωριστεί πως θα μοριοδοτηθεί?? Επί του άρθρου 143: Στο άρθρο αυτό είναι εμφανής η προσπάθεια να διατηρηθεί το σημερινό «καθεστώς» της κατοχής θέσεων ευθύνης από υπαλλήλους με βάση την αρχαιότητα, παρακάμπτοντας εξόφθαλμα υπαλλήλους που διαθέτουν αυξημένα μεν προσόντα, βάσει των οποίων εξελίσσονται γρηγορότερα στην ιεραρχία, λιγότερα δε χρόνια υπηρεσίας στα δικαστήρια, υπό την αιτιολογία του «ειδικού επαγγέλματος» που επιτελούν οι δικαστικοί υπάλληλοι. Συγκεκριμένα, σε όλο το λοιπό δημόσιο τομέα, τα αυξημένα προσόντα των υπαλλήλων μοριοδοτούνται γενναία τόσο βαθμολογικά όσο και σε περίπτωση αξιολόγησης για θέσεις ευθύνης, ξεπερνώντας σε κάποιες περιπτώσεις (όταν πχ κάποιος διαθέτει πολλά προσόντα) κατά πολύ τη μοριοδότηση λόγω προϋπηρεσίας. Ο νομοθέτης έχει εύλογα αναγνωρίσει με αυτό τον τρόπο την αξία της ύπαρξης αυξημένων προσόντων. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, για να μπορέσει κάποιος υπάλληλος να θέσει εαυτόν υποψήφιο προς κρίση για την απόκτηση θέσης ευθύνης στα δικαστήρια, τίθεται ως βασική προϋπόθεση η ύπαρξη ειδικής προϋπηρεσίας σε αυτά, υπό το πρόσχημα του «ειδικού επαγγέλματος», ενώ παντού στο υπόλοιπο δημόσιο αυτό που μετράει είναι ο βαθμός που κατέχει κάποιος και ο πλεονάζον χρόνος σ’ αυτόν (δηλ. προσμετράται η συνολική προϋπηρεσία σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωρισθεί). Όμως και στα δικαστήρια, η προγενέστερα αποκτηθείσα δημόσια υπηρεσία, αναγνωρίζεται βαθμολογικά και μισθολογικά καθώς και οι δικαστικοί υπάλληλοι εμπίπτουν ως γνωστό στις διατάξεις του ενιαίου συστήματος μισθοδοσίας και βαθμολογίας που περιλαμβάνει και τους λοιπούς δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, ουσιαστικά εξομοιώνοντάς τους (που στην περίπτωσή μας αξιοποιείται μόνο εφόσον κάποιος έχει τις προϋποθέσεις να θέσει υποψηφιότητα ενώ πρέπει προφανώς να μοριοδοτείται κανονικά). Επιπλέον, με την απαραίτητη προσμέτρηση και της διενεργηθείσας 7-ετούς υπηρεσίας σε ιδιωτικό τομέα όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ουσιαστικά ισχύει το ίδιο καθεστώς για τις δύο αυτές κατηγορίες υπαλλήλων. Δηλαδή, ενώ ουσιαστικά ο ίδιος ο νομοθέτης έχει εξομοιώσει μισθολογικά και βαθμολογικά τους δικαστικούς υπαλλήλους με τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους εδώ επιχειρείται μια ειδική μεταχείριση των δικαστικών υπαλλήλων προς όφελος κάποιων. Αυτό όμως που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το γεγονός ότι οι υπηρεσίες των δικαστηρίων είναι στελεχωμένες με προσωπικό χαμηλών προσόντων, πεπαλαιωμένων γνώσεων που παρά την εμπειρία τους στις δίκες και το γράψιμο πρακτικών, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης δικαιοσύνης, αν θέλουμε να έχουμε ποτέ τέτοια. Επομένως, στο εν λόγω άρθρο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που κατέχει κάποιος καθώς και τυχόν πλεονάζον χρόνος σε αυτόν ώστε να δοθεί η δυνατότητα και σε υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει σε άλλους φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα και διορίζονται στα δικαστήρια (και τυχόν διαθέτουν προσόντα) να μπορούν να εξελιχθούν και όχι να παραμένουν επί 5 ή 7 έτη αναξιοποίητοι υπό το πρόσχημα του «ειδικού επαγγέλματος» και της «ειδικής προϋπηρεσίας». Αν κάποιος θεωρεί ότι ένας πτυχιούχος Πανεπιστημίου (ή ακόμα χειρότερα ένας κάτοχος διδακτορικού διπλώματος) δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγέλματος του δικαστικού υπαλλήλου τότε δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα άλλο. Επιπλέον, στην περίπτωση που τα κριτήρια δεν μεταβληθούν, στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου εσφαλμένα αναφέρεται ότι ο πίνακας των κρινόμενων για προϊστάμενοι Διεύθυνσης συμπληρώνεται μόνο από υπαλλήλους με βαθμό Α και πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον 5 έτη (δηλ. την περίπτωση δ της παραγράφου 2 αλλά με μικρότερο πλεονάζοντα χρόνο). Θα έπρεπε να περιλαμβάνει και τις λοιπές περιπτώσεις (κυρίως β και γ) με αντίστοιχες μειώσεις. Επί του άρθρου 144: παρ. 1: Η μοριοδότηση των τυπικών προσόντων προκαλεί απορία και αγανάκτηση. Το μεταπτυχιακό παίρνει λιγότερα μόρια και από το πτυχίο ενώ με 4,28 έτη υπηρεσίας στα δικαστήρια κάποιος παίρνει τα ίδια μόρια με κάποιον που έχει σπουδάσει 6 χρόνια (4 για πτυχίο+2 για μεταπτυχιακό) ενώ με 12,85 έτη υπηρεσίας κάποιος παίρνει τα ίδια μόρια με κάποιον που έχει σπουδάσει 10 έτη και 4 εξ αυτών σε υψηλότατο επίπεδο (ας τους αναγορεύσουμε λοιπόν σε διδάκτορες!!) Η μοριοδότηση των πτυχίων/μεταπτυχιακών/διδακτορικών θα πρέπει να είναι αντίστοιχη της μοριοδότησης των δημόσιων διοικητικών υπαλλήλων. Τόσο απλά. Θα πρέπει να μοριοδοτούνται και τα μη συναφή μεταπτυχιακά/διδακτορικά καθώς η απόκτηση οιουδήποτε μεταπτυχιακού/διδακτορικού τίτλου σπουδών αποδεικνύει ικανότητες και δεξιότητες, όπως ο προγραμματισμός έργων, η διαχείριση χρόνου και πίεσης, καθώς και η κριτική σκέψη, ανεξαρτήτως γνωστικού αντικειμένου. παρ. 2: Η μοριοδότηση της προϋπηρεσίας οπουδήποτε στο δημόσιο θα πρέπει να είναι ίδια με τη μοριοδότηση της προϋπηρεσίας στα δικαστήρια. παρ. 3: Δεν διευκρινίζεται αν η μοριοδότηση του κάθε έτους άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος και διεύθυνσης ή γενικής διεύθυνσης είναι επιπλέον 3 και 4,5 μόρια αντίστοιχα. Αν όντως είναι επιπλέον 3 και 4,5 μόρια αντίστοιχα αυτό αποτελεί υπερ-μοριοδότηση των υφισταμένων προϊσταμένων εις βάρος των εν δυνάμει υποψηφίων (περίπου διπλασιασμό των μορίων για τμήμα και υπερ-διπλασιασμό για διεύθυνση). Θα πρέπει η μοριοδότηση να εξορθολογιστεί. παρ. 4α: Η τρόπος υπολογισμού του βαθμού των εκθέσεων αξιολόγησης δεν είναι κατανοητό τι εξυπηρετεί. Ο ορθότερος τρόπος είναι να γίνεται χρήση του μέσου όρου των βαθμολογιών για κάθε κριτήριο. παρ. 4β: Δίδεται πολύ μεγάλη μοριοδότηση στην γραπτή εξέταση σε βαθμό που εκμηδενίζει τη μοριοδότηση των τυπικών προσόντων και είναι τουλάχιστον προκλητικό απέναντι στους υπαλλήλους αυξημένων προσόντων. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα κατανέμονται αυτά τα 120 μόρια αφού στο κριτήριο αυτό γίνεται λόγο ότι παίρνει «μέχρι 120 μόρια». Τέλος γιατί δίδεται το δικαίωμα συμμετοχής στη γραπτή εξέταση σε όσους διαθέτουν ή αναμένεται να αποκτήσουν τα τυπικά προσόντα του αρ. 143 εντός των επόμενων τριών (3) ετών ενώ αντίστοιχα στο σεμινάριο (περίπτωση γ) δίδεται το αντίστοιχο δικαίωμα σε όσους αποκτούν τα τυπικά προσόντα του αρ. 143 εντός των επόμενων έξι (6) ετών. Σε τι αποσκοπεί αυτή η διαφοροποίηση? παρ. 4γ: Δίδεται πολύ μεγάλη μοριοδότηση στο σεμινάριο σε βαθμό που εκμηδενίζει τη μοριοδότηση των τυπικών προσόντων. Ουσιαστικά ένα σεμινάριο 90 ωρών παίρνει περισσότερα από τα τριπλάσια μόρια ενός πτυχίου το οποίο αποκτάται μετά από 4 έτη φοίτησης σε πανεπιστημιακή σχολή μετά από επιτυχή εξέταση σε κατά μέσο όρο 45 μαθήματα!! Αυτό είναι τουλάχιστον προκλητικό απέναντι στους πτυχιούχους υπαλλήλους Θα πρέπει να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα κατανέμονται τα 100 μόρια αφού στο κριτήριο αυτό γίνεται λόγος ότι παίρνει «μέχρι 100 μόρια». Όσοι λάβουν από 50-100 στη βαθμολογία του σεμιναρίου θα πάρουν από 0-100 μόρια και με ποια κατανομή? παρ. 4δ: Δίδεται πολύ μεγάλη μοριοδότηση στη συνέντευξη σε βαθμό που μπορεί να αλλοιώσει την βαθμολογία των λοιπών κριτηρίων. Είναι τουλάχιστον απαράδεκτο ότι αναφέρεται πως «ο βαθμός του υποψηφίου προκύπτει από την ευστοχία και την πληρότητα των απαντήσεων σε ερωτήσεις που επιλέγονται τυχαία από τράπεζα ερωτήσεων». Όλοι οι υποψήφιοι θα πρέπει να κρίνονται επί κοινών ερωτήσεων για να είναι δυνατή η αξιοκρατική αξιολόγησή τους και να μην υπάρχει η δυνατότητα υπόνοιας περί μεροληπτικής αντιμετώπισης κάποιων έναντι άλλων. Επί του άρθρου 156: θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στους υπαλλήλους να συμμετέχουν στο σύστημα της κινητικότητας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να εξαιρούνται. Επί του άρθρου 227: στην παρ. 3: Γιατί αναφέρεται ότι μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών η επιλογή των προϊσταμένων θα γίνεται κατά τα οριζόμενα μόνο στις παρ. 5 και 6 του αρ. 72 του κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2812/2000 και όχι και με βάση τις παρ. 1, 2 και 3? Θα πρέπει να προστεθεί ότι θα γίνονται με βάση τα οριζόμενα γενικά στο αρ. 72 του κώδικα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2812/2000 χωρίς καμία εξαίρεση επί των παραγράφων. Ευελπιστώ σε πραγματική αξιοποίηση της εν λόγω διαβούλευσης