• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ - ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ' | 25 Απριλίου 2022, 10:24

    Το σχόλιό μου αφορά την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 19 § 5 (εκ παραδρομής το είχα υποβάλει εσφαλμένως στην επόμενη ενότητα των ρυθμίσεων) και ειδικά το εδάφιο που ορίζει τα εξής:«Προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής υποθέσεων, με τον κανονισμό θεσπίζεται σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε δικαστικό λειτουργό τις κατατάσσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης". Παρόλο που ο σκοπός της παραπάνω ρυθμίσεως, που αναφέρεται στην διάταξη (διασφάλιση ίσης «χρεώσεως» υποθέσεων, κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια», ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα ή τον δικαστικό σχηματισμό δικαστές και εισαγγελείς) είναι αγαθός, η εν λόγω ρύθμιση, που προβλέπει «κατάταξη» (βαθμολόγηση με βάση κλίμακα 1 – 5) των υποθέσεων κρίνεται ιδιαίτερα προβληματική και, κατά την γνώμη μου, ανεφάρμοστη στην πράξη. Ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής: 1) Πρώτα και κύρια πρέπει να διευκρινισθεί πότε θα πρέπει να γίνεται αυτή η κατάταξη/βαθμολόγηση των υποθέσεων. Στην διάταξη υπάρχει η διατύπωση «μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης». Τι σημαίνει με αυτό? Η «χρέωση» (ανάθεση) της υποθέσεως στον δικαστή, από αυτόν που την χρεώνει (αναθέτει), γίνεται ως προς τις μεν υποθέσεις της «νέας τακτικής» διαδικασίας (Ν. 4335/2015) αφού κλείσει ο φάκελος της υποθέσεως (με κατάθεση προτάσεων, εγγράφων κλπ.), οπότε αυτός που τις χρεώνει μπορεί να έχει κάποια εικόνα της δυσκολίας της υποθέσεως. Όμως, στις υπόλοιπες διαδικασίες (μισθωτικές, εργατικές, αυτοκίνητα, οικογενειακές, ανακοπές, εκουσία, ασφ/κά μέτρα κλπ.), είτε στις περιπτώσεις που ακολουθείται το σύστημα της «προχρεώσεως» σε κάθε δικαστή είτε το σύστημα της «προεκφωνήσεως» και διανομής μόνο αυτών που θα συζητηθούν (κατόπιν αναβολών, ματαιώσεων παραιτήσεων κλπ.), εάν η χρέωση/ανάθεση των υποθέσεων γίνει πριν την συζήτηση, είναι αδύνατο να γίνει ορθή και αξιόπιστη αξιολόγηση αυτών, καθώς αυτός που θα την κάνει θα έχει μπροστά του μόνο το δικόγραφο της αγωγής, ανακοπής ή αιτήσεως και δεν θα γνωρίζει την απάντηση και τους ισχυρισμούς του εναγομένου/καθ’ ου (ή και περισσοτέρων). Μάλιστα, ειδικά στις περιπτώσεις που δεν γίνεται «προεκφώνηση» και διανομή μετά από αυτήν μόνο των υποθέσεων που θα συζητηθούν, που είναι και ο κανόνας στα περισσότερα δικαστήρια, αυτός που θα τις χρεώνει δεν θα γνωρίζει εάν θα συζητηθούν αντιμωλία των διαδίκων ή ερήμην. Επιπλέον, δεν θα γνωρίζει καν εάν θα συζητηθούν, με συνέπεια να καταβάλλεται κόπος και να καταναλώνεται χρόνος άσκοπα. 2) Βάσει των παραπάνω, η λογική ερμηνεία της ως άνω φράσης «μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης» είναι να γίνεται η κατάταξη/βαθμολόγηση των υποθέσεων μετά την συζήτησή τους, δηλαδή δεν θα γίνεται κατά την διενέργεια της χρεώσεως. Μια σκέψη είναι, μετά την συζήτηση, αφού κλείσει ο φάκελος με προτάσεις, σημειώματα, προσθήκες κλπ.), να δίνονται οι δικογραφίες σε αυτόν που διενεργεί (διενήργησε) την χρέωση και τότε αυτός να τις κατατάσσει/βαθμολογεί, έπειτα δε να δίνονται στον δικαστή που τις συζήτησε, προς έκδοση αποφάσεων. Αυτή η διαδικασία δεν φαίνεται ιδιαίτερα λειτουργική ούτε συνάδει με την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, που είναι ένα από τα ζητούμενα των σχετικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, αναφύονται ζητήματα και υπάρχουν πολλά ερωτηματικά, ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης για την κατάταξη εκάστης υποθέσεως στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο από αυτόν που διενήργησε την χρέωση. Ειδικότερα, είναι λογικό ότι μια υπόθεση, για την οποία θα κριθεί ότι το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται είναι αναρμόδιο (καθ’ ύλην ή κατά τόπο), χαρακτηρίζεται μάλλον εύκολη, αφού ο δικαστής που την εκδίκασε δεν θα ασχοληθεί με τα νομικά και τα πραγματικά ζητήματα, τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις των διαδίκων, παρά με μια σύντομη σχετικά απόφαση θα κηρύξει το δικαστήριο αναρμόδιο. Το ίδιο ισχύει και όταν η αγωγή κριθεί ότι πάσχει (στο σύνολό της) από αοριστία ή ότι υφίσταται κάποιο σφάλμα ή έλλειψη δικονομικού ή διαδικαστικού τύπου, που να άγει σε απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος ως απαραδέκτου (π.χ. έλλειψη δικαιοδοσίας ή εννόμου συμφέροντος) ή σε κήρυξη της συζητήσεως απαράδεκτης. Έτσι, μία ογκώδης δικογραφία με πολυσέλιδα δικόγραφα, που αρχικώς φαίνεται να είναι δύσκολη υπόθεση, μπορεί τελικά να αποδειχθεί ιδιαίτερα εύκολη. Και τίθεται το εξής ερώτημα: Αυτός που διενεργεί την χρέωση υποχρεούται να εντοπίζει τα ως άνω ζητήματα (αναρμοδιότητας, αοριστίας κλπ.) και να κατατάσσει την υπόθεση με βάση αυτά? Και τι θα γίνει εάν ο δικαστής που την συζήτησε έχει διαφορετική άποψη ή, σε κάθε περίπτωση, εκδώσει διαφορετική απόφαση (έστω και εσφαλμένη), αγνοώντας ή μη δεχόμενος την ύπαρξη των ως άνω δικονομικών προβλημάτων και προχωρώντας στην ουσία της υπόθεσης? Είναι προφανές το άτοπο… 3) Μοναδική διέξοδος για να αποφευχθούν τα παραπάνω άτοπα, είναι η ως άνω φράση «μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης» να ερμηνευθεί ως «μετά την έκδοση αποφάσεως». Δηλαδή, η κατάταξη/βαθμολόγηση της υποθέσεως να γίνεται μετά την έκδοση αποφάσεως επ’ αυτής, όταν και θα είναι εφικτό να αξιολογηθεί πόσο δυσκολεύθηκε και παιδεύτηκε ο δικαστής για να την εκδώσει, με βάση την έκταση της αποφάσεως, το πλήθος και το είδος των ζητημάτων που αντιμετωπίσθηκαν και αν τυχόν υπήρξε κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις δικονομικών κλπ. ελλείψεων και σφαλμάτων, τα οποία κατέστησαν τελικά εύκολη μια αρχικώς φαινομενικά δύσκολη υπόθεση. Όμως, η ερμηνεία και η λύση αυτή έχει ως συνέπεια το εξής παράδοξο: Οι περισσότερες αποφάσεις, ακόμη και όταν εκδίδονται «εμπρόθεσμα» (δηλαδή με βάση τις σχετικές προθεσμίες που αναφέρονται στον νόμο), κατά κανόνα εκδίδονται μήνες μετά την συζήτησή τους (4, 5 ή 6), ενώ ένα μεγάλο μέρος αυτών, επί υποθέσεων που συζητούνται από τον μήνα Ιανουάριο μέχρι και τον Ιούνιο, εκδίδονται κατά το επόμενο δικαστικό έτος ή έστω μετά τον Ιούνιο, που σταματά η "χρέωση". Όμως, με αυτό το δεδομένο δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί ο ως άνω σκοπός της ρυθμίσεως, που αναφέρεται ρητώς σε αυτήν και που είναι «η διασφάλιση ίσης χρεώσεως υποθέσεων, κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια». Και τούτο, διότι με τον παραπάνω τρόπο η κατάταξη/βαθμολόγηση των περισσοτέρων υποθέσεων θα γίνεται σε χρόνο που δεν θα μπορεί να γνωρίζει και να λαμβάνει υπ’ όψη τα σχετικά στοιχεία αυτός που διενεργεί την χρέωση, ώστε με βάση τα στοιχεία αυτά να προβαίνει στην ανάλογη χρέωση σε έκαστο δικαστή. Επισημαίνεται, αν και μάλλον είναι αυτονόητο, ότι η εν λόγω «διασφάλιση ίσης χρεώσεως» αφορά την κατά δικαστικό έτος χρέωση των δικαστών εκάστου δικαστικού σχηματισμού (δεδομένου ότι, λόγω προαγωγών, μεταθέσεων κλπ., δεν υπηρετούν στο ίδιο δικαστήριο οι ίδιοι δικαστές κάθε έτος). Εν όψει των παραπάνω ατόπων, τα οποία είναι ανάλογα (ενδεχομένως να είναι περισσότερα και ακόμη μεγαλύτερα) αναφορικά και με την κατάταξη των υποθέσεων που χρεώνονται οι εισαγγελείς, θεωρώ ότι η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί, ως ιδιαίτερα προβληματική και ανεφάρμοστη στην πράξη.