• Σχόλιο του χρήστη 'ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΙΔΗΣ - ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ' | 28 Απριλίου 2022, 11:07

    Το σχόλιό μου αφορά την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 102 § 4 και ειδικά το στοιχείο ζ’: «Προς το σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης όλων των δικαστικών λειτουργών της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 101 αξιολογούνται: … ζ) η αναίρεση ή εξαφάνιση των αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι κατά παραδοχή του αντίστοιχου ένδικου μέσου». Για την παραπάνω ρύθμιση έχει ήδη επισημανθεί, σε διάφορα άρθρα και παρατηρήσεις επί του νομοσχεδίου, ότι με αυτήν δημιουργείται μια ιδιόμορφη «πίεση» προς τον δικαστή, να ακολουθεί πάντοτε την διαμορφωθείσα στην νομολογία κρατούσα άποψη επί οποιουδήποτε νομικού ζητήματος αντιμετωπίζει, ακόμη και αν ο ίδιος δεν συμφωνεί με αυτήν και έχει διαφορετική άποψη και ακόμη και αν η άποψή του αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και επιστηρίζεται νομολογιακά (αλλά δεν είναι η κρατούσα), προκειμένου να αποφύγει (ή να ελαχιστοποιήσει) τον κίνδυνο να εξαφανισθεί ή να αναιρεθεί η απόφασή του. Επιπλέον, αν και δεν διευκρινίζεται στην διάταξη, είναι μάλλον προφανές ότι η τελευταία δεν μπορεί να αφορά τις ποινικές αποφάσεις, καθώς όλες οι πρωτοβάθμιες εξαφανίζονται με την άσκηση απλώς τυπικά παραδεκτής εφέσεως. Πέρα από τα παραπάνω, θέλω να επισημάνω τα εξής: Στο πεδίο των πολιτικών αποφάσεων, η σχολιαζόμενη ρύθμιση, εφόσον δεν διευκρινισθεί περαιτέρω ή δεν συμπληρωθεί με συγκεκριμένους περιορισμούς κατά την εφαρμογή της, αλλά ερμηνευθεί όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας, ειδικά στις περιπτώσεις της εξαφανίσεως αποφάσεως μετά από παραδοχή εφέσεως (ότι, δηλαδή, η εξαφάνιση της αποφάσεως του επιθεωρούμενου δικαστή, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του τελευταίου), μπορεί να οδηγήσει σε παράδοξα και άδικα για τους επιθεωρούμενους αποτελέσματα. Για να γίνει τούτο κατανοητό, αναφέρω τα παρακάτω παραδείγματα (υποθετικές περιπτώσεις, που, όμως – όχι σπάνια – συναντώνται στην δικαστηριακή πρακτική): 1) Σε μια υπόθεση με ένα δύσκολο νομικό ζήτημα, για το οποίο έχουν διατυπωθεί στην νομολογία και την θεωρία διαφορετικές απόψεις (θα μπορούσε π.χ. να είναι μια υπόθεση με αίτημα την «μονιμοποίηση» στον δημόσιο τομέα «συμβασιούχου» εργαζομένου που επί σειρά ετών καλύπτει «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» ή υπόθεση του Ν. 3869/2010 με κρίσιμο ζήτημα την ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη), ο επιθεωρούμενος δικαστής του α’ βαθμού, ακολουθώντας μια άποψη (είτε την «κρατούσα» είτε αυτήν που ο ίδιος κρίνει ορθότερη), έχει καταλήξει σε μια συγκεκριμένη απόφαση, που δικαιώνει – ας πούμε – τον εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση. Μετά από έφεση κατά της εν λόγω πρωτόδικης αποφάσεως, το Εφετείο, ακολουθώντας την άλλη άποψη ως προς το ίδιο δύσκολο νομικό ζήτημα (που, ενδεχομένως, να έχει ήδη καταστεί κρατούσα κατόπιν μεταβολής της νομολογίας), εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και δικαιώνει τον ενάγοντα (αιτούντα). Βάσει της ανωτέρω σχολιαζόμενης διατάξεως του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δικαστή που εξέδωσε την πρωτοβάθμια απόφαση. Όμως, ο ηττημένος στην κατ’ έφεση δίκη διάδικος ασκεί αναίρεση, η οποία κάποια στιγμή θα εκδικαστεί (θα σχολιάσουμε παρακάτω το ζήτημα του χρόνου εκδικάσεως) και επί της οποίας εκδίδεται απόφαση που δέχεται την αναίρεση και δικαιώνει ως προς το ως άνω νομικό ζήτημα τον εναγόμενο/καθ’ ου η αίτηση (όπως είχε κάνει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο). Με βάση και πάλι την ανωτέρω σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δευτεροβάθμιου δικαστή (ή εισηγητή του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου). Παράλληλα, δεν προβλέπεται κάποια «αποκατάσταση» της (αρνητικής, κατά τα ανωτέρω) αξιολογήσεως του δικαστή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Εάν προσθέσουμε και την παράμετρο της μεταστροφής της νομολογίας επί του συγκεκριμένου δύσκολου νομικού ζητήματος, κατόπιν εκδόσεως αποφάσεως της Ολομέλειας του ΑΠ ή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομίζω ότι ακόμη πιο εύκολα γίνεται κατανοητό το άτοπο στο οποίο άγει η σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου… 2) Σε μια υπόθεση θανατηφόρου αυτοκινητικού δυστυχήματος, με εμπλοκή περισσοτέρων των δύο οχημάτων, αγωγές κύριες και παρεμπίπτουσες, πάμπολλες ενστάσεις, πληθώρα ζητημάτων νομικών και ουσιαστικών (συνυπαιτιότητας κλπ.), το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίδει μια πολυσέλιδη απόφαση, στο σκεπτικό της οποίας αντιμετωπίζει όλα τα ζητήματα και απαντά σε όλους τους ισχυρισμούς και ενστάσεις και καταλήγει να κάνει εν μέρει δεκτές κάποιες αγωγές και να επιδικάσει ό,τι κρίνει επιδικαστέο. Ασκείται έφεση (ή εφέσεις) και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απορρίπτει όλους τους λόγους και τις επί μέρους αιτιάσεις που αφορούν τα νομικά ζητήματα, τους ισχυρισμούς και τις δικονομικές και ουσιαστικές ενστάσεις, κρίνοντας ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο «δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις» κλπ., πλην ενός συγκεκριμένου σημείου, για το οποίο η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι διαφορετική, έστω και ελαφρώς. Το σημείο αυτό, στο υποθετικό παράδειγμά μας, θα μπορούσε να είναι το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εμπλεκομένων οδηγών στο δυστύχημα (π.χ. να είχε κρίνει το πρωτοβάθμιο 50-50 και το δευτεροβάθμιο να κρίνει 60-40), χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να διαφοροποιηθεί ως προς την διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, ή θα μπορούσε να είναι το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως σε κάποιους δικαιούχους (π.χ. να επιδικάσει το δευτεροβάθμιο ποσά κατά ποσοστό 10% ή 20% μικρότερα σε σχέση με αυτά που είχε επιδικάσει το πρωτοβάθμιο) ή η εκτίμηση του ύψους της αποζημιώσεως για την μείωση της αγοραστικής αξίας του βλαβέντος από την σύγκρουση οχήματος. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η απόφαση του πρωτοβαθμίου θα εξαφανισθεί. Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω σχολιαζόμενη διάταξη του νομοσχεδίου, τούτο θα έχει ως συνέπεια την αρνητική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου δικαστή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Δηλαδή, ο τελευταίος μπορεί να εξέδωσε μία άριστη (ή, έστω, πολύ καλή) απόφαση επί μιας ιδιαίτερα δύσκολης υποθέσεως, να αντιμετώπισε εύστοχα όλους τους ισχυρισμούς και ενστάσεις, να έκρινε «ορθώς» ως προς τα βασικά ουσιαστικά αποδεικτικά ζητήματα, αλλά να «έσφαλε» ως προς κάποια από τις ως άνω εκτιμήσεις, που θεωρώ ότι εν πολλοίς είναι υποκειμενικές για κάθε δικαστή. Είναι λογικό να του «χρεώνεται» μια τέτοια απόφαση ως αρνητικό στοιχείο για την αξιολόγησή του? 3) Μια πρωτόδικη απόφαση μπορεί να εξαφανισθεί, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, επειδή θα προβληθεί (παραδεκτώς) και θα γίνει δεκτός κάποιος ισχυρισμός το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ (π.χ. κάποιος «οψιγενής» ή «οψιφανής» ή αποδεικνυόμενος με έγγραφο ή ομολογία ισχυρισμός), ή επειδή θα αξιολογηθούν νέα αποδεικτικά μέσα, που θα προσκομισθούν παραδεκτώς από κάποιον διάδικο το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ, και τα οποία δεν είχαν τεθεί υπ’ όψη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά θα επηρεάσουν την έκβαση της δίκης. Έτσι, χωρίς ο δικαστής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να έχει υποπέσει σε κάποιο σφάλμα με την εκκαλουμένη απόφασή του, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν εφαρμοστεί η σχολιαζόμενη διάταξη, η εξαφάνιση της απόφασης αυτής να αξιολογηθεί αρνητικά σε βάρος του, κάτι που είναι άδικο γι’ αυτόν. 4) Και ένα πρακτικό ζήτημα, που καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την εφαρμογή της σχολιαζόμενης διατάξεως (προσωπικά, θα έλεγα ότι την καθιστά μη εφαρμόσιμη). Η επιθεώρηση γίνεται κατ’ έτος, πραγματοποιείται δε το αμέσως επόμενο δικαστικό έτος από το επιθεωρούμενο. Συνεπώς, κατά τον χρόνο που πραγματοποιείται, ελάχιστες θα είναι οι περιπτώσεις (το πιθανότερο καμία) που θα έχει προλάβει να προσδιορισθεί και εκδικαστεί το ένδικο μέσο (έφεση ή αναίρεση) που θα ασκηθεί εναντίον αποφάσεως που εξέδωσε ο επιθεωρούμενος δικαστής κατά το επιθεωρούμενο δικαστικό έτος, και θα έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτού (ενδίκου μέσου). Άρα, ο επιθεωρητής δεν θα έχει στην διάθεσή του επαρκή αριθμό αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά το επιθεωρούμενο δικαστικό έτος, ασκήθηκε ένδικο μέσο κατ’ αυτών και εκδόθηκαν οι αποφάσεις του ανωτέρου δικαστηρίου που τελικά επιλήφθηκε. Δεν γνωρίζω εάν η λογική του νομοθέτη είναι να αξιολογούνται μελλοντικώς, σε μεταγενέστερες επιθεωρήσεις ή όταν θα τεθεί ζήτημα προαγωγής του επιθεωρούμενου, το σύνολο των αποφάσεών του που εξαφανίσθηκαν ή αναιρέθηκαν. Δεν νομίζω ότι προκύπτει κάτι τέτοιο, με βάση τον σκοπό της εν λόγω αξιολογήσεως, όπως ρητώς αναφέρεται στην σχολιαζόμενη διάταξη («Προς το σκοπό της διενέργειας της επιθεώρησης»), σε κάθε δε περίπτωση ισχύουν τα παραπάνω ως προς τα παράδοξα και τις αδικίες που δημιουργούνται. Για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για άλλους, που έχουν διατυπωθεί στα σχετικά υπομνήματα των δικαστικών ενώσεων, θεωρώ η εν λόγω ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί.