• Σχόλιο του χρήστη 'Θεοχάρης Δαλακούρας' | 27 Δεκεμβρίου 2023, 16:51

    Οι ρυθμίσεις των άρθρων 49, 50, 51 και 60 του ΣχΝ που καταργούν το Πενταμελές Εφετείο, μεταφέροντας τη λειτουργική ύλη του στο Τριμελές Εφετείο, «συγκροτούμενο από πρόεδρο εφετών, αρχαιότερο από εκείνο που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση και δύο εφέτες», αντίκεινται ευθέως στο άρθρο 2 του 7ο πρωτόκολλου ΕΣΔΑ που θεσπίζει στην παρ. 1 «το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή». Ανώτερο δικαστήριο είναι σαφώς το συντιθέμενο από περισσότερους – ακόμα και ομοιόβαθμους - δικαστές δικαστήριο , δεν είναι όμως το συντιθέμενο απλώς από εμπειρότερους δικαστές. Με τη λογική αυτή το ΜΟΔ θα μπορούσε να συντίθεται από νεότερους πλημμελειοδίκες και το ΜΟΕ από εμπειρότερους. Η ρύθμιση του άρθρου 59 του ΣχΝ με την οποία διευρύνεται έτι περαιτέρω η αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων αποτελεί δείγμα αδιέξοδης νομοθέτησης που θυσιάζει συλλήβδην την αξίωση για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία του συστήματος. Η πρόβλεψη του μονομελούς εφετείου ως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου παραβιάζει επιπρόσθετα τόσο το άρθρο 14 παρ. 5 ΔΣΑΠΔ και το 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ που αξιώνουν για τη σύνθεση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αριθμό δικαστών τουλάχιστον ίσο ή μεγαλύτερο σε σχέση με το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο και όχι απλώς υψηλόβαθμο δικαστή , όσο και γενικότερα την αρχή της δίκαιης δίκης που ενσωματώνει την αξίωση ορθοκρισίας και ενδελεχούς διερεύνησης της υπόθεσης από ανώτερο δικαστήριο. Αντιστοίχως, η ανάθεση της εκδίκασης των πλημμελημάτων προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας από το μονομελές εφετείο σε πρώτο βαθμό διασπά τον κανόνα της ιδιάζουσας δωσιδικίας που θέλει αυξημένης εγγυητικής λειτουργίας δικαστήριο . Επί των άρθρων 54 και 69 ΣχΝ:Η ρύθμιση του άρθρου 54 του ΣχΝ που εξαλείφει την κατ’ άρθρο 43 παρ. 2 και παρ. 3 υποχρέωση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών επί αρχειοθέτησης μήνυσης ή αναφοράς εκ μέρους του «να υποβάλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών και να «αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη» θίγει την αξίωση ελεγξιμότητας της διαδικασίας και προωθεί ένα δικαιοκρατικά ευάλωτο μοντέλο ενισχυμένης, μονομερούς και μη ελεγχόμενης εισαγγελικής δράσης. Την αξίωση ελεγξιμότητας θίγουν επιπρόσθετα τόσο η πρόβλεψη στο ίδιο άρθρο για «συνοπτικά αιτιολογημένη» αρχειοθέτηση καταγγελίας όσο και η πρόβλεψη στο άρθρο 69 ΣχΝ για κατάργηση της υποχρέωσης γραπτής γνώμης Εισαγγελέα στις περιπτώσεις αιτήσεων αντικατάστασης προσωρινής κράτησης του άρθρου 291 παρ. 3 ΚΠΔ. Ως προδήλως ισοπεδωτική και διεκπεραιωτική κρίνεται η ρύθμιση του άρθρου 61 ΣχΝ που τροποποιεί το άρθρο 115 ΚΠΔ, παρέχοντας στο μονομελές πλημμελειοδικείο γενική αρμοδιότητα εκδίκασης όλων των πλημμελημάτων, εκτός από εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ, των δικαστηρίων ανηλίκων, καθώς και των πλημμελημάτων σχετικών με την υπηρεσία του 12ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ (δωροληψία - δωροδοκία, εμπορία επιρροής, κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση οικιακού ασύλου, ψευδής βεβαίωση, νόθευση δικαστικού εγγράφου, παραβίαση δικαστικού απορρήτου, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, παράβαση καθήκοντος) και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (άρθρο 302 ΠΚ), που παραμένουν στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου. Η σκοπούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτάχυνση προσκρούει στην πράξη στην αδυναμία διάθεσης πρόσθετων αιθουσών, πρόσθετων εισαγγελέων και πρόσθετων γραμματέων. Κυρίως όμως προσκρούει στις εγγυήσεις ορθοκρισίας, ολόπλευρης και σε βάθος έρευνας των υποθέσεων και στη συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Και τούτο γιατί η προαιρετική πλέον διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για πλημμελήματα θα έχει ως προφανές αποτέλεσμα την αδυναμία έγκαιρης προβολής των ισχυρισμών του κατηγορουμένου και την άκριτη παραπομπή σε δίκη με ελλιπείς δικογραφίες. Προτείνεται εδώ ως αναγκαία λύση η υποχρεωτικότητα της προκαταρκτικής σε όλα τα πλημμελήματα μονομελούς που επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Εξάλλου, η κατάργηση ουσιαστικά του δικαιώματος του κατηγορουμένου για άσκηση προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης για πλημμέλημα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου οφείλει να προβληματίσει επιπρόσθετα, αφού στον κύριο όγκο των πλημμελημάτων δεν θα υφίσταται πλέον έλεγχος της παραπομπής. Εντεύθεν προτείνεται και εδώ ως αναγκαία λύση η θέσπιση δυνατότητας προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης σε όσα πλημμελήματα επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Η ρύθμιση του άρθρου 67 του ΣχΝ για επέκταση της δυνατότητας λήψης ειδικών ανακριτικών πράξεων και για το τιμωρούμενο στο άρθρο 211 ΠΚ πλημμέλημα των προπαρασκευαστικών πράξεων παραχάραξης είναι ευθέως δυσανάλογη και θα λειτουργήσει ως όχημα διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής των πράξεων αυτών σε επόμενα πλημμελήματα. Η ρύθμιση του άρθρου 68 του ΣχΝ για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων, χωρίς φυσική πρόσβαση του ανακρίνοντος είναι δικαιοκρατικά επικίνδυνη, γιατί καθιστά δυσχερώς διαγνώσιμη την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων κατάσχεσης. Επί του άρθρου 70 ΣχΝ Οι ρυθμίσεις του άρθρου 70 ΣχΝ για την ποινική διαπραγμάτευση κρίνονται ως άτολμες και περιέχουν μεμονωμένες συμπληρώσεις μικρής εμβέλειας. Επίσης, η προσθήκη 10ης παραγράφου στο άρθρο 303 ΚΠΔ για την άπαξ υποβολή του αιτήματος του κατηγορουμένου καθ’ όλα τα δικονομικά στάδια της ποινικής δίκης περιορίζει, αντί να διευρύνει την επιλογή της εναλλακτικής διαδικασίας, ενώ συνάμα συνδέεται και με παραβίαση της μυστικότητας της αποτυχούσας διαπραγμάτευσης. Με επιφυλάξεις οφείλει περαιτέρω να αντιμετωπιστεί η θεσπιζόμενη πρωτοβουλία ενεργοποίησης της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης από τον εισαγγελέα κατά την ενδιάμεση διαδικασία, καθώς επωάζει κινδύνους εξαναγκαστικής αποδοχής της διαπραγμάτευσης, θέτοντας επιπρόσθετα ζητήματα αμεροληψίας επί μη αποδοχής της συμφωνίας. Τολμηρή και κυρίως αποτελεσματική μπορεί να είναι η υιοθέτηση μιας προσθήκης στα άρθρα 301 και 303 ΚΠΔ με ταυτόχρονη τροποποίηση στο άρθρο 105Β ΠΚ που θα εισάγει ευνοϊκότερες προϋποθέσεις υφ’ όρον απόλυσης όσων καταδικάστηκαν κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης αλλά και ποινικής συνδιαλλαγής (λ.χ. 3/5 αντί 4/5, 2/5 αντί 3/5 ή 1/5 αντί 2/5). Η δυνατότητα απόλυσης υπό όρο με μικρότερο χρόνο έκτισης ποινής στα εγκλήματα που εκδικάζονται με ποινική συνδιαλλαγήη ή ποινική διαπραγμάτευση θα αποτελέσει ουσιώδες κίνητρο υπαγωγής υποθέσεων στη διαδικασία αυτή, επ’ ωφελεία τόσο του δικαστικού συστήματος που προωθεί την οικονομία της δίκης και την επιτάχυνση όσο και του σωφρονιστικού συστήματος που προωθεί την αποσυμφόρηση των δικαστικών φυλακών κατά τρόπο ειδικό, συνδέοντάς την με δημοσίου συμφέροντος προτάξεις και με την αρχή της αναλογικότητας. Η ρύθμιση του άρθρου 71 του ΣχΝ με την οποία θεσπίζεται η απευθείας κλήση στο ακροατήριο με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών σε όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων κρίνεται ως δικαιοκρατικά τορπιλιστική. Η συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής των δικαστικών συμβουλίων συνιστά περικοπή ελεγξιμότητας, αφού ο συγκεκριμένος τρόπος παραπομπής υποβαθμίζει τις αξιώσεις ενδελεχούς έρευνας του αντικειμένου της δίκης και ορθοκρισίας, μετακυλίωντας έτσι την επίλυση ουσιαστικών και δικονομικών ζητημάτων στο ακροατήριο με ό,τι σημαίνει αυτό για τον πολίτη και την ίδια τη Δικαιοσύνη. Όλως προβληματική και αντίθετη με την αξίωση ελεγξιμότητας των αποδείξεων είναι η προτεινόμενη με το άρθρο 63 ΣχΝ ρύθμιση που προσθέτει παρ. 5 στο άρθρο 215 ΚΠΔ, που ορίζει ότι «αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους...». Η ρύθμιση αυτή αντιγράφει την αντίστοιχη ρύθμιση για τους μάρτυρες επιθεωρητές, προωθώντας συντεχνιακά την υπεροχή των υπαλληλικών καθηκόντων έναντι της λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Αντιστοίχως απαράδεκτη από δικαιοκρατική άποψη είναι η ρύθμιση του άρθρου 81 ΣχΝ που τροποποιεί το άρθρο 500 ΚΠΔ, προβλέποντας πλέον ότι στη δευτεροβάθμια δίκη η κλήτευση μαρτύρων είναι προαιρετική. Αμφότερες οι ρυθμίσεις των άρθρων 63 και 81 ΣχΝ αντίκεινται ευθέως στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει, μεταξύ άλλων, το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας, αλλά και στην αξίωση ελέγχου της αξιοπιστίας των αποδεικτικών μέσων με σκοπό την ελεγξιμότητα του αποδεικτικού υλικού και την αποτροπή δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων στο δικαστήριο και ψευδούς πραγματικής βάσης . Στην περίπτωση του άρθρου 81 ΣχΝ επιπρόσθετα, αλλοιώνεται η φυσιογνωμία της δευτεροβάθμιας δίκης που καθίσταται περικεκκομένη δίκη, που υποβαθμίζει τόσο τα δικαιώματα των διαδίκων όσο και το διαγνωστικό καθήκον του δικαστηρίου (ολόπλευρη διερεύνηση της εκ νέου ερευνώμενης υπόθεσης). Άκρως προβληματική είναι, περαιτέρω η προωθούμενη με το άρθρο 79 ΣχΝ αύξηση των ορίων του εκκλητού των ποινικών αποφάσεων (άρθρο 489 ΚΠΔ, αφού οι πρόσθετοι περιορισμοί στα αρχικά όρια δεν εναρμονίζονται άνευ ετέρου και αυτόματα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της έννομης τάξης μας. Ομοίως προβληματική και αναντίστοιχη προς το τεκμήριο αθωότητας είναι και η διάταξη του άρθρου 80 του ΣχΝ με την οποία τροποποιείται η παρ. 8 του άρθρου 497 ΚΠΔ και παρέχεται η δυνατότητα άρσης της χορηγηθείσας αναστολής με μόνη την άσκηση ποινικής δίωξης για αδίκημα για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών. Η ανατροπή εν προκειμένω του τεκμηρίου αθωότητας με μόνη την πιθανολόγηση της ενοχής και δη σε ένα τόσο πρώιμο στάδιο της δίκης που δεν αποκλείει επ’ ουδενί την αθώωση του κατηγορουμένου καθίσταται ασύμβατη με τη δικαιοκρατική αρχή και επωάζει προτιμωρήσεις και δυσανάλογες και αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις. Στη ζώσα νομική πραγματικότητα της περιπλοκότητας και πολλαπλότητας των υποθέσεων η αξίωση για ενίσχυση των υποδομών απονομής, για εκσυγχρονισμό υπηρεσιών και δράσεων και για εμπέδωση των νέων εναλλακτικών θεσμών οφείλει να αποτελεί την κεντρική αξίωση, αντί μιας αβέβαιης επιτάχυνσης με περικοπές διαδικαστικών φάσεων, με αλλοιώσεις της αξιακής δομής της δίκης, με επεμβάσεις στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία της, με νοθεύσεις της αρχής του φυσικού δικαστή και με συντεχνιακού χαρακτήρα ρυθμίσεις που διασπούν την ελεγξιμότητα του συστήματος.