- Υπουργείο Δικαιοσύνης - http://www.opengov.gr/ministryofjustice -

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ – ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (άρθρα 1 έως 39)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΙΔΡΥΣΗ, ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΔΡΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 1
Έκταση εφαρμογής

Οι ρυθμίσεις του τμήματος αυτού διέπουν:
α. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια (Άρειο Πάγο, εφετεία, μικτά ορκωτά, δικαστήρια ανηλίκων, πλημμελειοδικεία, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία),
β. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (εφετεία και πρωτοδικεία) και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών,
Για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ισχύουν μόνο οι διατάξεις του παρόντος που ρητώς αναφέρονται σε αυτά.

Άρθρο 2
Ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση, περιφέρεια και έδρα δικαστηρίων

1. Η ίδρυση, η συγχώνευση και η κατάργηση πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, η επέκταση ή ο περιορισμός της περιφέρειάς τους, η εν όλω ή εν μέρει μετατροπή τους σε δικαστήρια τηλεματικής και η μεταβολή της έδρας τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχα. Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας καλούνται εκπρόσωποι από τα επηρεαζόμενα δικαστήρια, τις οικείες ενώσεις δικαστικών λειτουργών, τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους και τις οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστικών υπαλλήλων, προκειμένου να εκφράσουν τις απόψεις τους. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζεται και το δικαστήριο που εκδικάζει τις εκκρεμείς υποθέσεις.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 1 δύναται να οριστεί ως μεταβατική έδρα, έως ότου εκλείψει η αναγκαιότητα ορισμού μεταβατικών εδρών:
α. ειρηνοδικείου και πταισματοδικείου, η έδρα άλλου δήμου ή κοινότητας,
β. πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου, η έδρα ειρηνοδικείου της περιφέρειάς του,
γ. εφετείου, η έδρα πρωτοδικείου της περιφέρειάς του,
δ. διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, πόλη της περιφέρειάς του στην οποία έχει έδρα διοικητικό πρωτοδικείο ή πολιτικό – ποινικό εφετείο ή πρωτοδικείο.
3. Για τη διατύπωση της γνώμης που προβλέπεται στην παρ. 1 συνεκτιμώνται ιδίως συγκεκριμένα στοιχεία που αναφέρονται α) στον φόρτο εργασίας των υφιστάμενων ή των προς κατάργηση ή προς συγχώνευση δικαστηρίων και, ιδίως, στον αριθμό των εισερχομένων υποθέσεων, β) στην ύπαρξη της κατάλληλης υποδομής για τη λειτουργία του υπό ίδρυση δικαστηρίου ή της μεταβατικής έδρας ή στην ανεπάρκεια της υποδομής του υπό συγχώνευση ή υπό κατάργηση δικαστηρίου ή της μεταβατικής έδρας, γ) στην αναλογία δικαστών – δικαστικών υπαλλήλων, δ) στα δημογραφικά και γεωγραφικά δεδομένα κάθε περιοχής, καθώς και στην ύπαρξη δημοσίων ή άλλων υπηρεσιών που υποστηρίζουν το δικαιοδοτικό έργο, ε) σε οικονομικά δεδομένα της κάθε περιοχής και, ιδίως, στο επίπεδο επιχειρηματικότητάς της και στ) στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, τις ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις και τη διεξαγωγή τηλεσυνεδριάσεων και τηλεακροάσεων που περιορίζουν την ανάγκη φυσικής παρουσίας των διαδίκων και των δικηγόρων στα δικαστήρια.
4. Με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παρ. 2 ορίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες συνεδριάζουν τα δικαστήρια στη μεταβατική τους έδρα, το τμήμα της περιφέρειας του οποίου οι υποθέσεις εκδικάζονται στη μεταβατική έδρα, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
5. Αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι να μην εκδικαστεί ορισμένη υπόθεση στη μεταβατική έδρα, αυτή εισάγεται στην κύρια έδρα με αιτιολογημένη πράξη, αν η υπόθεση είναι ποινική, του αρμόδιου εισαγγελέα, και σε κάθε άλλη περίπτωση, του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.
6. Η υπαγωγή υπόθεσης στη μεταβατική έδρα δεν ασκεί επίδραση στην τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
7. Αν σπουδαίος λόγος επιβάλλει να συνεδριάζει το ποινικό εφετείο ή το μικτό ορκωτό εφετείο έξω από την έδρα του, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, με πρόταση του εισαγγελέα, ορίζει, με αιτιολογημένη πράξη του, τον τόπο της συνεδρίασης μέσα στην περιφέρεια του εφετείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 3
Αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων

1. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων ορίζεται με νόμο.
2. Η κατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες γίνεται ανάλογα με τον αριθμό των υποθέσεων και τη δικαστηριακή τους κίνηση, των δικαστικών λειτουργών με προεδρικό διάταγμα και των δικαστικών υπαλλήλων με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδονται αντιστοίχως κάθε δύο (2) χρόνια, τον μήνα Ιούνιο ή εκτάκτως σε περίπτωση αύξησης των θέσεων.
α. Το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται ύστερα από γνώμη:
αα. για τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που λαμβάνουν υπόψη αντιστοίχως τις αιτιολογημένες προτάσεις των δικαστικών λειτουργών που διευθύνουν τα εφετεία και τις εισαγγελίες εφετών,
αβ. για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας που λαμβάνει υπόψη τις αιτιολογημένες προτάσεις των προέδρων εφετών ή των δικαστών που διευθύνουν τα διοικητικά εφετεία.
β. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από γνώμη:
βα. α. για τους δικαστικούς υπαλλήλους των πολιτικών-ποινικών δικαστηρίων, του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τους υπαλλήλους του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του αντιστοίχως, των δικαστών που διευθύνουν τα εφετεία και πρωτοδικεία για τους υπαλλήλους που υπηρετούν σ’ αυτά και στα δικαστήρια της περιφέρειάς τους, ύστερα από προηγούμενη γνώμη των δικαστών που διευθύνουν τα τελευταία, και των εισαγγελέων εφετών και πρωτοδικών για τους υπαλλήλους που υπηρετούν στις αντίστοιχες εισαγγελίες,
ββ. για τους δικαστικούς υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, ο οποίος, αν πρόκειται για υπαλλήλους της γραμματείας των διοικητικών εφετείων και διοικητικών πρωτοδικείων, λαμβάνει υπόψη αιτιολογημένη πρόταση των δικαστών που διευθύνουν τα δικαστήρια αυτά.
3. Στην περίπτωση συγχώνευσης δικαστηρίων, οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων ανακατανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες όλων των δικαστηρίων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.

Άρθρο 4
Συγκρότηση των δικαστηρίων – τμήματα

1. Τα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής: α. Το ειρηνοδικείο από ειρηνοδίκη, β. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, γ. το πολυμελές πρωτοδικείο ή τριμελές πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο (2) πρωτοδίκες, δ. το μονομελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών ή εφέτη, ε. το τριμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και δύο (2) εφέτες, στ. το πενταμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών και τέσσερεις (4) εφέτες, ζ. το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, από έναν πρόεδρο πρωτοδικών σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται μαζί με έναν αναπληρωτή, πρόεδρο ή πρωτοδίκη, σύμφωνα με το άρθρο 30, η. το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από τον δικαστή ανηλίκων της περ. στ’ και δύο (2) νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, πρωτοδίκες, θ. το εφετείο ανηλίκων, από έναν (1) εφέτη ή τον αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 30, και από δύο (2) άλλους νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, εφέτες, που ορίζονται εφέτες ανηλίκων από αυτόν που διευθύνει το δικαστήριο, ι. το μικτό ορκωτό δικαστήριο, από πρόεδρο πρωτοδικών, δύο (2) πρωτοδίκες και τέσσερις (4) ενόρκους, ια. το μικτό ορκωτό εφετείο, από πρόεδρο εφετών, δύο (2) εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους. Οι ένορκοι εκλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 379 έως 400 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής: α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο (2) πρωτοδίκες, γ. το μονομελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ. το τριμελές διοικητικό εφετείο από πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες.

3. Κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής. Στις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί, όπου ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει τη γνώμη του τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος.

4. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο αρμόδιος εισαγγελέας. Στα μονομελή και τριμελή δικαστήρια ανηλίκων παρίσταται πάντοτε ένας (1) εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών και στο εφετείο ανηλίκων ένας (1) αντεισαγγελέας εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για τρία (3) έτη από εκείνον που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία.

5. Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει.

6. α) Στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων, με τροποποίηση του οικείου κανονισμού, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, για την εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, των ένδικων βοηθημάτων και των αντίστοιχων ένδικων μέσων, που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους και έχουν ως αντικείμενο διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες αφορούν στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ενέργειας και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η ως άνω τροποποίηση του κανονισμού γίνεται μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της.
β) Για την εκδίκαση των ως άνω υποθέσεων η αρμοδιότητα:
βα) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας και Εύβοιας και
ββ) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Βορείου Αιγαίου, Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Λάρισας.
γ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α) τοποθετούνται, για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
δ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α), εφόσον είναι κατά τόπον αρμόδια κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να εισαχθούν για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις, αν, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης, αυτό απαιτείται λόγω υπηρεσιακών αναγκών.

7. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3) τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 19, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Τα ως άνω τμήματα στελεχώνονται για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση, από δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.

8. Στα Ειρηνοδικεία, στα οποία λειτουργούν τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ειδικού ή ειδικών τμημάτων εκδίκασης των υποθέσεων του ν. 3869/2010 (Α’ 130), τα οποία στελεχώνονται με δικαστές σε ποσοστό ανάλογο του ποσοστού των σχετικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε κάθε δικαστήριο. Έως το τέλος του δικαστικού έτους, κατά το οποίο εκδίδεται η παραπάνω απόφαση, η ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου τροποποιεί αναλόγως τον κανονισμό του, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 6 του άρθρου 15. Στην περίπτωση που δεν εγκριθεί η τροποποίηση του κανονισμού, τα ειδικά τμήματα παύουν να λειτουργούν από το επόμενο δικαστικό έτος.

Άρθρο 5
Αναπλήρωση δικαστών

1. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής:
Α. Στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια:
α. ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου από τους αντιπροέδρους,
β. οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου από αρεοπαγίτη του τμήματός τους,
γ. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου,
δ. ένας μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του,
ε. ο ειρηνοδίκης που υπηρετεί στο ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο από άλλο ειρηνοδίκη οριζόμενο από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια στα οποία ανέκυψε η ανάγκη αναπλήρωσης.
Β. Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια:
α. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου,
β. ο εφέτης, από άλλον εφέτη του ίδιου δικαστηρίου,
γ. ένας μόνο πρωτοδίκης τριμελούς πρωτοδικείου, από πάρεδρο του ίδιου δικαστηρίου.

2. Οι αναπληρωτές της παρ. 1 ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο.

Άρθρο 6
Αδυναμία συγκρότησης δικαστηρίων

1. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση:
α. του ειρηνοδικείου, ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο παραγγέλλει να μεταβεί για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων άλλος δικαστής της περιφέρειας του πρωτοδικείου,
β. του πρωτοδικείου, του πλημμελειοδικείου, του δικαστηρίου ανηλίκων ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο παραγγέλλει να μεταβούν για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι πρωτοδίκες χρειάζονται, από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της περιφέρειας του εφετείου,
γ. των εφετείων, των εφετείων ανηλίκων και των μικτών ορκωτών εφετείων Δωδεκανήσου, Ναυπλίου, Λαμίας, Καλαμάτας, Ευβοίας, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου, Λάρισας, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Κέρκυρας, Ιωαννίνων και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας ο δικαστής ο οποίος διευθύνει το εφετείο: γα) των Αθηνών για τα πέντε πρώτα, γβ) του Πειραιώς για τα τέσσερα αμέσως επόμενα, γγ) της Θεσσαλονίκης για τα πέντε αμέσως επόμενα και γδ) των Πατρών για το τελευταίο, παραγγέλλει να μεταβούν από το εφετείο για τη σύνθεση δικασίμων όσοι εφέτες χρειάζονται.
2. Αν η αδυναμία εμφανιστεί στο πρόσωπο του εισαγγελέα του δικαστηρίου, ο εισαγγελικός λειτουργός που διευθύνει την εισαγγελία εφετών παραγγέλλει να μεταβεί για την αναπλήρωσή του και για ορισμένη δικάσιμο:
α. αντεισαγγελέας πρωτοδικών, αν πρόκειται για πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων,
β. εισαγγελέας πρωτοδικών, αν πρόκειται για μικτό ορκωτό δικαστήριο,
γ. εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας εφετών, αν πρόκειται για εφετείο, εφετείο ανηλίκων ή μικτό ορκωτό εφετείο.
3. Αν για οποιοδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση διοικητικού δικαστηρίου, η αναπλήρωση γίνεται ως εξής:
α. οι εφέτες αναπληρώνονται από εφέτες άλλου εφετείου και
β. οι πρωτοδίκες ή πάρεδροι, από πρωτοδίκες ή παρέδρους άλλου πρωτοδικείου της ίδιας εφετειακής περιφέρειας.
Οι αναπληρωτές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορίζονται για κάθε συνεδρίαση:
αα. οι εφέτες, με πράξη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
ββ. οι πρωτοδίκες ή πάρεδροι, με πράξη του οικείου προέδρου εφετών ή του δικαστή που διευθύνει το οικείο εφετείο. Σε περίπτωση αδυναμίας ορισμού δικαστή περιφέρειας άλλου εφετείου, με πράξη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατή η συγκρότηση δικαστηρίου με αναπλήρωση δικαστών σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 έως 3, εφαρμόζονται οι οικείες δικονομικές διατάξεις που προβλέπουν την παραπομπή των υποθέσεων για την εκδίκαση από άλλο ισόβαθμο δικαστήριο.
5. Αν προβλέπεται ότι η δίκη σε πολυμελές δικαστήριο θα διαρκέσει πολύ χρόνο, δύναται να οριστεί και άλλος δικαστής ως συμπάρεδρο μέλος του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού.
Ο δικαστής αυτός αναπληρώνει μέλος του δικαστηρίου στην περίπτωση κωλύματός του κατά τη διάρκεια της δίκης. Συμμετέχει στη διαδικασία, όχι όμως και στη διάσκεψη, εκτός αν υπήρξε αναπλήρωση. Αν κωλύεται ο πρόεδρος, προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους άλλους δικαστές. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εισαγγελέα του δικαστηρίου.

Άρθρο 7
Σύμμετρη κατανομή πολιτικών υποθέσεων μεταξύ των ειρηνοδικών της περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου

1. Ο πρόεδρος πρωτοδικών που διευθύνει το πρωτοδικείο ρυθμίζει με πράξη του την υπηρεσία όλων των ειρηνοδικών της περιφέρειάς του και την κατανέμει ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Για να αντιμετωπισθούν επείγοντα θέματα ο πρόεδρος πρωτοδικών ορίζει, κατά περίπτωση, ειρηνοδίκη υπηρεσίας για τα κατά τόπους ειρηνοδικεία.
2. Η πράξη του προέδρου πρωτοδικών αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του πρωτοδικείου, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της. Για την πιστοποίηση της ανάρτησης συντάσσεται έκθεση στην οποία περιέχεται όλη η πράξη. Οι εκθέσεις φυλάσσονται κατά σειρά σε ιδιαίτερο φάκελο.
3. Οι ειρηνοδίκες, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν αναλάβουν την υπηρεσία που τους ανατίθεται, παραγγέλλονται να μεταβούν στα οικεία ειρηνοδικεία.
4. Τα ειρηνοδικεία με έδρα τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, καθώς και τα ειρηνοδικεία των νήσων, στις οποίες δεν εδρεύει πρωτοδικείο, εξαιρούνται από την εφαρμογή του παρόντος.
5. Η υποπερ. ε’ της περ. Α’ της παρ. 1 του άρθρου 5 και η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 6, καθώς και κάθε άλλη ειδική διάταξη για την αναπλήρωση ειρηνοδικών και τη σχετική παραγγελία, δεν θίγονται.
Άρθρο 8
Γραμματέας δικαστηρίου

1. Για τη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου απαιτείται η παρουσία του γραμματέα του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν δεν υπάρχει ή για οποιονδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται ο γραμματέας, καθώς και ο νόμιμος αναπληρωτής του, καθήκοντα γραμματέα ανατίθενται σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 11.
2. Στις διασκέψεις του δικαστηρίου δεν μετέχει ο γραμματέας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή το δικαστήριο κρίνει αναγκαία την παρουσία του.

Άρθρο 9
Κωλύματα παραγόντων της δίκης

1. Δικαστικοί λειτουργοί, ένορκοι, δικαστικοί υπάλληλοι και δικηγόροι δεν επιτρέπεται να συμπράττουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια, αν είναι σύζυγοι ή συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας μέχρι και τον τρίτο βαθμό.
Για τους δικηγόρους η απαγόρευση ισχύει και όταν εκπροσωπούν αντίδικα μέρη.
2. Οι αναφερόμενοι στην παρ. 1 οφείλουν να δηλώνουν το κώλυμα στον δικαστή ή τον πρόεδρο του συμβουλίου ή τον εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα.
3. Η αποσιώπηση του κωλύματος και η παρά την ύπαρξή του σύμπραξη συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, δεν συνεπάγεται όμως ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.
Άρθρο 10
Σχέση δικαστικών και αστυνομικών αρχών

1. Τα όργανα που ασκούν γενικά ή ειδικά αστυνομικά καθήκοντα υποχρεούνται:
α) να εκτελούν αμέσως και απροφασίστως τις παραγγελίες των δικαστικών αρχών και να παρέχουν τη βοήθειά τους σ’ αυτές,
β) να διευκολύνουν τους δικηγόρους στην άσκηση του λειτουργήματός τους.
2. Υποχρέωση συνδρομής σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχουν και τα όργανα των ενόπλων δυνάμεων.
3. Η υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεων της περ. α’ της παρ. 1 συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και τιμωρείται κατά το πειθαρχικό δίκαιο του σώματος στο οποίο ανήκει το όργανο.
4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου της υπηρεσίας του αστυνομικού οργάνου ενεργεί στις περιπτώσεις της παρ. 3 τις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωση του αδικήματος και ασκεί την πειθαρχική δίωξη.
5. Πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν τα συμβούλια του πλημμελειοδικείου και του εφετείου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό αντίστοιχα.
6. Ο εισαγγελέας του συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση επιμελείται της εκτέλεσής της.
7. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η νομοθεσία των δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α΄ 68).

Άρθρο 11
Γραμματεία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών

1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία λειτουργεί γραμματεία. Η γραμματεία αποτελεί ενιαία οργανική μονάδα και μπορεί να περιλαμβάνει γενική διεύθυνση, διευθύνσεις, τμήματα ή γραφεία. Στη γραμματεία ανήκουν οι δικαστικοί υπάλληλοι όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών σύμφωνα με τη νομοθεσία των δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α’ 68).
2. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία: α) προΐσταται της γραμματείας, β) εποπτεύει το έργο της και γ) δίνει τις αναγκαίες οδηγίες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της.
3. Ο προϊστάμενος της γραμματείας, δικαστικός υπάλληλος:
α) διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας,
β) συντονίζει τις εργασίες της,
γ) δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της,
δ) μετέχει στις συνεδριάσεις του δικαστηρίου, του δικαστικού συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά,
ε) συντάσσει, με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση, τα πρακτικά, τις εκθέσεις, τις πράξεις και τα άλλα έγγραφα που απαιτεί ο νόμος για την πιστοποίηση των δικαστικών ενεργειών,
στ) εκδίδει τα απόγραφα και αντίγραφα, τα πιστοποιητικά και αποσπάσματα,
ζ) τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και το αρχείο στη φυσική ή ηλεκτρονική του μορφή,
η) επιμελείται της φύλαξης των άλλων αντικειμένων του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας,
θ) μεριμνά για την προετοιμασία και την εκτέλεση των πιστώσεων και των προμηθειών,
ι) παραλαμβάνει στη φυσική ή στην ηλεκτρονική του μορφή οτιδήποτε πρέπει να παρακατατεθεί στο δικαστήριο,
ια) σημειώνει τα εισπρακτέα τέλη του εκδιδόμενου απογράφου ή κατατιθέμενου εγγράφου. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για τη χορήγηση απογράφου, αντιγράφου, πιστοποιητικού και άλλων εγγράφων, αποφαίνεται ο δικαστής ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία,
ιβ) συγκαλεί την υπηρεσιακή συνέλευση των δικαστικών υπαλλήλων και
ιγ) εκφράζει γνώμη για τους δικαστικούς υπαλλήλους, που μετέχουν σε επιτροπές, συλλογικά όργανα της διοίκησης, συμβούλια ή άλλα όργανα που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται από τον κανονισμό υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.
4. Αν δεν υπάρχει γραμματέας ή για οποιοδήποτε λόγο απουσιάζει ή κωλύεται, ο αναπληρωτής του στη διεύθυνση των υπηρεσιών της γραμματείας ορίζεται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 146 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 4798/2021).
5. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του γραμματέα από υπάλληλο του ίδιου δικαστηρίου ή της ίδιας εισαγγελίας, αναπληρώνεται, ύστερα από παραγγελία του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία, από γραμματέα:
α. του πρωτοδικείου, για τα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας του πρωτοδικείου,
β. του εφετείου, για τα πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
γ. του διοικητικού εφετείου, για τα διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
δ. της εισαγγελίας εφετών, για τις εισαγγελίες της περιφέρειας του εφετείου.
6. Σε περίπτωση απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων η διοίκηση της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης, που έχει κηρύξει την απεργία, οφείλει να διαθέτει σε κάθε γραμματεία δικαστηρίου και εισαγγελίας τον απολύτως αναγκαίο αριθμό υπαλλήλων για την αντιμετώπιση εξαιρετικώς επειγουσών υποθέσεων.
7. Οι έμμισθοι επιμελητές των δικαστηρίων και των εισαγγελιών φροντίζουν για την ευταξία των ακροατηρίων, επιδίδουν τα έγγραφα και εκτελούν τις υπηρεσίες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, που ανατίθενται σ’ αυτούς από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία ή τον γραμματέα που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας.

Άρθρο 12
Δικαστικό έτος – Θερινά τμήματα

1. Το δικαστικό έτος αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου και λήγει στις 15 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.
2. Τα θερινά τμήματα αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν στις 15 Σεπτεμβρίου.
3. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Προκειμένου περί ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων, τα θερινά τμήματα συγκροτούνται για όλη την περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου από τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες που υπηρετούν σ’ αυτά και οι οποίοι αναπληρώνονται αμοιβαίως. Η κατάρτιση των θερινών τμημάτων των ειρηνοδικών και πταισματοδικών γίνεται στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας των Πρωτοδικών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από τις ολομέλειες των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων της έδρας και στα υπόλοιπα από τις ολομέλειες των οικείων πρωτοδικείων.

Άρθρο 13
Αρχείο δικαστηρίου

1. Στο αρχείο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας φυλάσσονται οι αποφάσεις, τα πρακτικά, τα βιβλία, οι δικογραφίες, τα πειστήρια και τα άλλα υπηρεσιακά έγγραφα σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή.
2. Με προεδρικό διάταγμα ρυθμίζονται η τήρηση και οργάνωση των αρχείων, η διαδικασία εκποίησης ή καταστροφής των εγγράφων που δεν έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα ή ιστορική αξία, καθώς και η ανασύσταση των αρχείων ή των δικογραφιών, πρακτικών ή αποφάσεων που καταστράφηκαν ή χάθηκαν.
3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται τα απαραίτητα βιβλία ή άλλου είδους στοιχεία που τηρούν τα δικαστήρια και οι εισαγγελίες, σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή, καθώς και το περιεχόμενο τους. Τα βιβλία που τηρούνται σε φυσική μορφή πριν από τη χρήση τους πρέπει να αριθμούνται και να μονογράφονται κατά φύλλο, να σφραγίζονται και να υπογράφονται από τον προϊστάμενο της γραμματείας. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται ο τρόπος θεώρησης και ελέγχου των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον δεν περιλαμβάνονται σε ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης δικαστικών υποθέσεων. Με όμοια απόφαση ορίζονται κατά περίπτωση οι στατιστικοί πίνακες που οφείλει να τηρεί κάθε δικαστήριο και οι υπηρεσίες στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται οι πίνακες αυτοί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ

Άρθρο 14
Δικαστικά συμβούλια

1. Τα δικαστικά συμβούλια συγκροτούνται, όπως τα αντίστοιχα δικαστήρια:
α. Του πρωτοδικείου και του πλημμελειοδικείου (περ. β’ και γ’ παρ. 1 άρθρου 4),
β. του διοικητικού πρωτοδικείου (περ. α’ και β’ παρ. 2 άρθρου 4),
γ. του εφετείου (περ. δ’ και ε’ παρ. 1 άρθρου 4),
δ. του διοικητικού εφετείου (περ. γ’ και δ’ παρ. 2 άρθρου 4),
ε. του Αρείου Πάγου (άρθρο 27).
Η παρ. 1 του άρθρου 485 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η παρ. 2 του άρθρου 565 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν θίγονται. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου του άρθρου 531 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συγκροτείται από τον Πρόεδρό του και δύο (2) αρεοπαγίτες.
2. Στα δικαστικά συμβούλια παρίσταται, όπου προβλέπεται από τον νόμο, και ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει την πρότασή του και αποχωρεί.

Άρθρο 15
Ολομέλεια

1. Η ολομέλεια του δικαστηρίου αποτελείται από όλους τους δικαστές και τους δικαστικούς παρέδρους που υπηρετούν σ’ αυτό. Στην ολομέλεια προεδρεύει ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο. Ο εισαγγελέας του δικαστηρίου παρίσταται κατά τις συνεδριάσεις της ολομέλειας, συμμετέχει στη συζήτηση και αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
2. Την ολομέλεια συγκαλεί ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική εντός δεκαπέντε (15) ημερών, όταν:
α. ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο (1/3) των μελών που κατά τον χρόνο της αίτησης συμμετέχουν σ’ αυτή ή, σε περίπτωση που στο δικαστήριο υπηρετούν περισσότεροι από εξήντα (60) δικαστές και δικαστικοί πάρεδροι, από είκοσι (20) τουλάχιστον μέλη της,
β. ζητηθεί από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, όταν πρόκειται για διοικητικά δικαστήρια, και η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου,
γ. ασκηθεί προσφυγή από ένα (1) μέλος της εναντίον πράξεως του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο,
δ. ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται και να συμμετέχει στη συζήτηση και αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
ε. ζητηθεί από τον προϊστάμενο της γραμματείας του δικαστηρίου μετά από απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Η απόφαση αυτή αφορά θέματα που άπτονται της λειτουργίας της γραμματείας του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση των οποίων, ενώπιον της Ολομελείας, μπορεί να παρίσταται και ο προϊστάμενος της γραμματείας, ο οποίος αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
3. Η διαδικασία της σύγκλησης και της διεξαγωγής των εργασιών της ολομέλειας ρυθμίζεται από τον κανονισμό του δικαστηρίου.
4. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά τον χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία (3). Αν ο αριθμός των μελών της ολομέλειας υπερβαίνει τους διακόσιους (200), αρκεί η παρουσία των εκατό (100). Για την εφαρμογή της περ. δ΄ της παρ. 6 αρκεί η παρουσία του ενός τρίτου (1/3) των μελών της ολομέλειας και, αν υπερβαίνουν τους εκατόν πενήντα (150), αρκεί η παρουσία των πενήντα (50). Για τη δημοσίευση των αποφάσεών της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα δώδεκα (12) τουλάχιστον μέλη της.
5. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της. Αν για ένα θέμα σχηματισθούν περισσότερες από δύο (2) γνώμες, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο (2) γνωμών που επικράτησαν. Οι αποφάσεις της ολομέλειας υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων του δικαστηρίου για το ίδιο θέμα.
6. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται:
α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού του δικαστηρίου,
β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας του δικαστηρίου και απονομής της δικαιοσύνης,
γ. η κατάρτιση των θερινών τμημάτων,
δ. η λήψη απόφασης ή η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της από τον κανονισμό ή από ειδικές διατάξεις.
7. Η ολομέλεια δύναται να συγκληθεί, προκειμένου τα μέλη της να ανταλλάξουν απόψεις σε νομικά ζητήματα. Τα πορίσματα των σχετικών συζητήσεων δεν δεσμεύουν τα δικαιοδοτικά όργανα του δικαστηρίου.
8. Οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων και των ολομελειών των δικαστηρίων δεν είναι δημόσιες, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η παρ. 4 του άρθρου 4, η παρ. 1 του άρθρου 5 και η παρ. 1 του άρθρου 7 εφαρμόζονται αναλόγως στα δικαστικά συμβούλια και στις ολομέλειες των δικαστηρίων.
Όταν απαιτείται από το νόμο απόφαση ή γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αυτή συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 27.
9. Οι δικονομικές διατάξεις, που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη διάσκεψη και την κατάρτιση των αποφάσεων των δικαστηρίων, εφαρμόζονται αναλόγως και στα δικαστικά συμβούλια και στις ολομέλειες των δικαστηρίων, όταν κρίνουν θέματα διοικητικής φύσης.

Άρθρο 16
Ολομέλεια εισαγγελίας

1. Σε κάθε εισαγγελία, στην οποία υπηρετούν τουλάχιστον πέντε (5) εισαγγελικοί λειτουργοί, συγκροτείται ολομέλεια, που αποτελείται από τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και παρέδρους που υπηρετούν σ’ αυτή.
2. Την ολομέλεια συγκαλεί αυτός που διευθύνει την εισαγγελία και προεδρεύει αυτής. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική εντός δεκαπέντε (15) ημερών, όταν:
α) το ζητήσουν εγγράφως τα δύο πέμπτα (2/5) των εισαγγελικών λειτουργών που κατά τον χρόνο της αίτησης υπηρετούν στην εισαγγελία,
β) ζητηθεί από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης και εφόσον η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας του δικαστηρίου,
γ) ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται και να συμμετέχει στη συζήτηση και αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας,
δ) ζητηθεί από τον προϊστάμενο της γραμματείας της εισαγγελίας μετά από απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Η απόφαση αυτή αφορά θέματα που άπτονται της λειτουργίας της γραμματείας του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση των οποίων, ενώπιον της Ολομελείας, μπορεί να παρίσταται και ο προϊστάμενος της γραμματείας, ο οποίος αποχωρεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
3. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά τον χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία (3). Η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον πέντε (5) μέλη της. Σε περίπτωση που η ολομέλεια αποτελείται από μονό αριθμό μελών, για τη συμπλήρωση της νόμιμης απαρτίας το προκύπτον κλάσμα στρογγυλοποιείται προς την αμέσως επόμενη μονάδα.
4. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της και υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων της εισαγγελίας για το ίδιο θέμα. Αν για ένα θέμα σχηματισθούν περισσότερες από δύο (2) γνώμες, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο (2) γνωμών που επικράτησαν.
5. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται:
α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού της εισαγγελίας,
β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης,
γ. η κατάρτιση των θερινών τμημάτων,
δ. η λήψη απόφασης ή η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της από τον κανονισμό ή από ειδικές διατάξεις.
6. Η ολομέλεια μπορεί να συγκληθεί για να ανταλλάξουν τα μέλη της απόψεις σε νομικά ζητήματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ

Άρθρο 17
Διεύθυνση δικαστηρίων

1. Τα δικαστήρια διευθύνονται:
α) από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο,
β) από τον ειρηνοδίκη το ειρηνοδικείο και τον πταισματοδίκη το πταισματοδικείο και αν αυτοί είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο.
2. Τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.
3. Το συμβούλιο αποτελείται:
α) για τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από έναν (1) πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο και δύο (2) εφέτες ως μέλη,
β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο (2) πρωτοδίκες ως μέλη και
γ) για τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, από έναν (1) ειρηνοδίκη Α΄ τάξης ως πρόεδρο και δύο (2) ειρηνοδίκες ως μέλη.
4. Ο πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτό ανά τρία (3) έτη την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται στα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 15, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη.
Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι, σε αριθμό ίσο με το ένα τέταρτο (1/4) κατά σειρά αρχαιότητας, από τους υπηρετούντες προέδρους στο Πρωτοδικείο Αθηνών και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους ή ειρηνοδίκες Α΄ τάξης στα λοιπά δικαστήρια.
Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου, υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εφέτες και πρωτοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια, και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) των αντίστοιχων οργανικών θέσεων.
Για τα ειρηνοδικεία, υποψήφιοι για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου είναι οι αρχαιότεροι υπηρετούντες ειρηνοδίκες και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) των αντίστοιχων οργανικών θέσεων, χωρίς να προσμετρούνται στον αριθμό αυτό οι υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου συμβουλίου.
Δεν περιλαμβάνονται στους εκλόγιμους, οι δικαστές που κατά τον χρόνο της εκλογής έχουν κριθεί προακτέοι με απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου σε βαθμό ανώτερο του απαιτούμενου για τη θέση του προέδρου ή του μέλους του συμβουλίου. Κάθε αμφιβολία ή ζήτημα σχετικά με το περιεχόμενο του καταλόγου ή την εκλογική διαδικασία επιλύεται από την ολομέλεια πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.
Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τον νεότερο πρόεδρο και τους δύο (2) νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των εκλόγιμων.
Κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και μέχρι δύο (2) από τα μέλη, με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου.
Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του συμβουλίου εκλέγονται οι δύο (2) πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι εκλέγονται αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
5. Η θητεία του συμβουλίου είναι τριετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει, μετά την πάροδο τριών ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και, σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο, πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις, αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4.
6. Η θέση του προέδρου και των μελών του συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων.
Δεν μπορεί να είναι υποψήφιοι ως πρόεδροι και ως μέλη συμβουλίων, όσοι:
α) έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή έχει κινηθεί εναντίον τους η διαδικασία για να τεθούν εκτός υπηρεσίας ή έχουν τεθεί εκτός αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 69,
β) εναντίον τους εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο,
γ) έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν.
7. Τα όργανα που διευθύνουν τα δικαστήρια έχουν τις εξής αρμοδιότητες:
α) Το τριμελές συμβούλιο:
αα) ορίζει τους δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους που μετέχουν σε επιτροπές, συλλογικά όργανα της διοίκησης, συμβούλια ή άλλα μη δικαιοδοτικά όργανα, που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου,
αβ) καταρτίζει τις συνθέσεις των τμημάτων του δικαστηρίου πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους, εφόσον ο νόμος ή ο κανονισμός του δικαστηρίου δεν ορίζει διαφορετικά. Στα δικαστήρια, όπου λειτουργούν περισσότερα από δύο (2) τμήματα, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της εξαετίας. Στην εξαετία αυτή συνυπολογίζεται και ο προγενέστερος της έναρξης ισχύος του παρόντος χρόνος υπηρεσίας στο ίδιο τμήμα,
αγ) παραπέμπει τα σημαντικά θέματα στην ολομέλεια του δικαστηρίου,
αδ) αποφασίζει για οποιοδήποτε άλλο θέμα, το οποίο δεν υπάγεται ρητά από τον νόμο ή τον κανονισμό στην αρμοδιότητα του προέδρου του συμβουλίου ή της ολομέλειας (τεκμήριο αρμοδιότητας),
αε) κατανέμει δικαστικούς υπαλλήλους στα διάφορα τμήματα και υπηρεσίες του δικαστηρίου,
αστ) μετακινεί δικαστές από ένα τμήμα σε άλλο κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, εφόσον το επιβάλλουν ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες.
Το συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία και πάντοτε με τριμελή σύνθεση.
β) Ο πρόεδρος του συμβουλίου:
βα) εκπροσωπεί το δικαστήριο και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών του,
ββ) αποφασίζει για τη σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου στις προβλεπόμενες από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου περιπτώσεις, καθορίζει την ημερήσια διάταξη και διευθύνει τις εργασίες της,
βγ) ορίζει τους κατά το άρθρο 5 αναπληρωτές δικαστές,
βδ) προσδιορίζει κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, σε επείγουσες περιπτώσεις, συζητήσεις υποθέσεων καθ’ υπέρβαση του αριθμού, που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου και σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) του αριθμού αυτού,
βε) συγκαλεί το συμβούλιο με πρόσκληση που επιδίδεται με απόδειξη στα μέλη του συμβουλίου και εκτελεί τις αποφάσεις του συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου,
βστ) έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του δικαστηρίου,
βζ) προΐσταται της γραμματείας του δικαστηρίου, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 11,
βη) εγκρίνει τη χορήγηση αντιγράφων,
βθ) βεβαιώνει την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων,
βι) αποφαίνεται για τις αιτήσεις κατά προτίμηση προσδιορισμού συζήτησης υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο. Οι κατά προτίμηση προσδιοριζόμενες υποθέσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου,
βια) ορίζει το ανακριτικό τμήμα, στο οποίο εισάγεται κάθε υπόθεση για την οποία παραγγέλθηκε κύρια ανάκριση.
Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών ο πρόεδρος επικουρείται από τα μέλη του συμβουλίου, στα οποία μπορεί να αναθέτει ορισμένες από αυτές.
γ) Ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ασκεί όλες τις αρμοδιότητες του τριμελούς συμβουλίου και του προέδρου του.
8. Σε περίπτωση λήψης από δικαστικό λειτουργό άδειας απουσίας από την υπηρεσία για οποιονδήποτε λόγο, συνεχόμενης διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) μηνός, η υπηρεσιακή χρέωσή του μετά τη λήξη της άδειάς του πρέπει να είναι ανάλογη με τον χρόνο της πραγματικής υπηρεσίας του κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου δικαστικού έτους. Ειδικά, σε περίπτωση κατά την οποία η άδεια απουσίας του δικαστικού λειτουργού από την υπηρεσία του οφείλεται σε λόγο υγείας, συνεκτιμάται για την υπηρεσιακή του χρέωση και η κατάσταση της υγείας του μετά τη λήξη της άδειάς του.
9. Οι πράξεις και οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου για όλα τα θέματα των αρμοδιοτήτων του, καθώς και του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο για τις αντίστοιχες αρμοδιότητες, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, που συγκαλείται σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 15 , καθώς και αν ζητηθεί από το μέλος ή τα μέλη της ολομέλειας, στα οποία αφορούν οι πράξεις και οι αποφάσεις αυτές, ή από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος.
Οι πράξεις και αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της υποπερ. αστ’ της περ. α’ της παρ. 7, καθώς και οι αντίστοιχες του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 15.
10. Στα δικαστήρια, στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Στα δικαστήρια αυτά, καθώς και στα ειρηνοδικεία ή πταισματοδικεία, στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες οποιασδήποτε τάξης, δεν μπορεί να ασκεί καθήκοντα διεύθυνσης ο ίδιος δικαστικός λειτουργός για περισσότερα από τέσσερα (4) συνεχόμενα έτη, εφόσον στο ίδιο δικαστήριο υπηρετεί δικαστικός λειτουργός με τουλάχιστον τριετή δικαστική υπηρεσία.

Άρθρο 18
Διεύθυνση εισαγγελιών

1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες της παρ. 7 του άρθρου 17. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς, τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος, εφόσον στο πρόσωπό του δεν συντρέχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 17.
2. Η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τον εισαγγελέα που εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων εισαγγελιών, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτό ανά τρία (3) έτη την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει απαρτία, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα μέλη που είναι παρόντα.
Υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εισαγγελείς σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες.
Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τον νεότερο εισαγγελέα και τους δύο (2) νεότερους από τους υπηρετούντες αντεισαγγελείς.
Τα ονόματα των εκλόγιμων αναγράφονται με αλφαβητική σειρά σε ένα ψηφοδέλτιο και κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο, με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου.
Ως διευθύνων την εισαγγελία εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.
3. Η θητεία των ανωτέρω είναι τριετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει, μετά την πάροδο τριών ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως διευθύνοντος στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται. Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις παραπάνω εισαγγελίες δεν επιτρέπεται να μετατεθούν για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους. Οι ανωτέρω εισαγγελείς εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αναπληρώνονται από τον αναπληρωτή τους και ο τελευταίος από τον επόμενο κατά σειρά ψήφων εισαγγελέα και, σε κάθε περίπτωση, από τον αρχαιότερο εισαγγελέα που υπηρετεί στην οικεία εισαγγελία, για τον οποίο δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6 του άρθρου 17. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης από το αξίωμα ή καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του διευθύνοντος διενεργείται συμπληρωματική εκλογή, εντός μηνός, στην οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 17. Μέχρι την ανάδειξη νέου διευθύνοντος την εισαγγελία τα καθήκοντά του ασκεί ο αναπληρωτής του. Η θητεία του εκλεγόμενου με συμπληρωματική εκλογή διαρκεί έως τον χρόνο λήξης της θητείας του θανόντος, του παραιτούμενου ή του καθ’ οιονδήποτε τρόπον εξελθόντος από την υπηρεσία.
4. Η θέση του διευθύνοντος την εισαγγελία είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων.
Δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, όσοι έχουν τα κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 17.

Άρθρο 19
Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 27, κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες.
2. Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται ως εξής:
α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν τουλάχιστον πέντε (5) εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,
β. των λοιπών εισαγγελιών, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτές.
γ. των ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων στα οποία υπηρετεί ένας (1) ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, από τον δικαστή αυτό.
3. Μέχρις ότου εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παρ. 5 ρυθμίζονται με πράξη του δικαστή ή του εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αντίστοιχα.
4. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ο πρόεδρος του συμβουλίου επιθεώρησης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη σύνταξη, συμπλήρωση, τροποποίηση ή αντικατάσταση κανονισμού δικαστηρίου ή εισαγγελίας του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου.
5. Ο κανονισμός ορίζει ιδίως:
α) τα τμήματα των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, τον τρόπο συγκρότησης τους, το χρονικό διάστημα παραμονής των δικαστικών λειτουργών σε κάθε τμήμα και την κατανομή των υποθέσεων σε αυτά,
αβ) τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων ανά δικάσιμο,
αγ) ζητήματα που αφορούν στη χρέωση των υποθέσεων ανά δικαστικό λειτουργό από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος και
αδ) οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών τους.
Οι ρυθμίσεις του κανονισμού ως προς τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων διασφαλίζουν την ποιοτική και αποδοτική άσκηση του δικαιοδοτικού έργου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας και της στελέχωσης αυτών. Στον κανονισμό προβλέπεται κατώτατος και ανώτατος αριθμός υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό. O αριθμός αυτός, σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων τμημάτων στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, διαφοροποιείται με βάση τη σοβαρότητα και τη δυσχέρεια των υποθέσεων εκάστου τμήματος. Ο κανονισμός διασφαλίζει ότι κατά τη χρέωση των υποθέσεων λαμβάνεται μέριμνα, ώστε αυτή να είναι καταρχήν ίση κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα δικαστές ή εισαγγελικούς λειτουργούς, και δύναται να προβλέπει κατ’ εξαίρεση μειωμένη χρέωση, όπου ο νόμος το επιβάλλει ή ενόψει της ανάθεσης σε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό και άλλων καθηκόντων. Προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής υποθέσεων, με τον κανονισμό θεσπίζεται σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε δικαστικό λειτουργό τις κατατάσσει, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το πέντε που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης. Προκειμένου να εισαχθεί για πρώτη φορά το σύστημα του προηγουμένου εδαφίου, οι κανονισμοί των δικαστηρίων τροποποιούνται αναλόγως πριν την έναρξη του δικαστικού έτους 2022-2023.
6. Ένα (1) μήνα πριν από την επικείμενη κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση του κανονισμού ή διατάξεών του ειδοποιούνται εγγράφως: α) η οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών, β) ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, γ) ο δικηγορικός σύλλογος της έδρας του δικαστηρίου και δ) η οικεία συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων για να υποβάλουν, αν επιθυμούν, έγγραφες προτάσεις για θέματα σχετικά με το αντικείμενο του κανονισμού. Τις προτάσεις αυτές καλούνται να αναπτύξουν, αμέσως μετά την έναρξη της συνεδρίασης της ολομέλειας, ο εκπρόσωπος της ένωσης δικαστικών λειτουργών, ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και οι πρόεδροι του δικηγορικού συλλόγου και της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι στη συνέχεια αποχωρούν.
7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και, αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 20
Κλήρωση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων
1. Σε όσα πρωτοδικεία, εφετεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. Στα Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ορίζονται από την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια. Στο Εφετείο Αθηνών οι ανωτέρω δικαστές ορίζονται για δύο (2) έτη με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για ένα (1) έτος. Για την κάλυψη των κενών που δημιουργούνται, από οποιεσδήποτε υπηρεσιακές μεταβολές, στους δικαστές οι οποίοι προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί και να συμπληρώνει τις ανωτέρω αποφάσεις της. Στα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Πειραιώς οι δικαστές, οι οποίοι προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, ορίζονται από την Ολομέλειά τους για δύο (2) έτη με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους για ένα (1) ακόμα έτος. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την ολομέλεια περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος, από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο.
2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικάσιμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν αυτή δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα.
3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα:
α) Στο πρωτοδικείο:
αα) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός προέδρων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
αβ) των αρχαιότερων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
αγ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων,
αδ) των παρέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των συνθέσεων των τριμελών πλημμελειοδικείων.
β) Στην εισαγγελία πρωτοδικών:
βα) όλων των εισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
ββ) όλων των αντεισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών και των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
βγ) των παρέδρων εισαγγελίας, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών πλημμελειοδικείων και, εφόσον επιβάλλεται από τις υπηρεσιακές ανάγκες, ανάλογος αριθμός ως εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων.
γ) Στο εφετείο:
γα) των αρχαιοτέρων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων,
γβ) των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων εφετών, μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών και μονομελών εφετείων,
γγ) όλων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων, των πενταμελών και τριμελών εφετείων.
δ) Στην εισαγγελία εφετών:
δα) όλων των εισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών, των πενταμελών και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών εφετείων,
δβ) όλων των αντεισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών και των μονομελών εφετείων.
4. Με βάση τους παραπάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια της περιόδου για την οποία γίνεται η κλήρωση. Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ’ επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν, με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον διευθύνοντα την εισαγγελία, την εξαίρεσή τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα. Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών, που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία. Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο (2) γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. Η κλήρωση των συνθέσεων των δικαστηρίων μπορεί να γίνεται και ηλεκτρονικά.
5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές.
6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του δικαστή ή του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης.
7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνο από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντίστοιχα, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παρ. 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αντικατάστασης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν εμφανιστεί ασθένεια ή ανυπέρβλητη υπηρεσιακή ή προσωπική ανάγκη στους αναπληρωματικούς, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία αντίστοιχα μπορεί, με αιτιολογημένη πράξη του, να αντικαταστήσει τον κληρωθέντα αναπληρωματικό δικαστή ή εισαγγελέα αντίστοιχα με άλλον μη κληρωθέντα. Η πράξη αυτή μνημονεύεται στα πρακτικά του δικαστηρίου.
β. Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αν εμφανιστεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του, αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα αντιστοίχως.
8. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπονται:
α. Ο προσδιορισμός: αα) αν συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, αβ) αν ο κατηγορούμενος κρατείται και συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, αγ) αν πρόκειται για υποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 31 , αδ) αν ο νόμος ορίζει προθεσμία προσδιορισμού. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο μπορεί i) να εφαρμοστεί η ανωτέρω ρύθμιση αναλόγως και σε άλλα ποινικά δικαστήρια, ii) να αποφασίζεται η διεξαγωγή συμπληρωματικής κλήρωσης προεδρευόντων και αναπληρωτών προεδρευόντων όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο.
β. Η αναβολή: βα) αν ο νόμος ορίζει προθεσμία αναβολής, ββ) αν συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση.
9. Ο προσδιορισμός των ποινικών υποθέσεων γίνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα με σημείωση της δικασίμου, χρονολογία και υπογραφή του στους φακέλους των δικογραφιών.
10. Η μη τήρηση των παρ. 2 έως 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που θεραπεύεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης.
11. Οι παρ. 1 έως 10 δεν εφαρμόζονται στην κατάρτιση των συνθέσεων των δικαστηρίων ανηλίκων.
12. α. Στο Εφετείο Αθηνών λειτουργεί Τμήμα Βουλευμάτων για τη συγκρότηση του οποίου ορίζεται από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ο αριθμός των δικαστών που είναι αναγκαίος για την στελέχωσή του. Οι δικαστές, πρόεδροι εφετών και εφέτες, που μετέχουν στο Τμήμα Βουλευμάτων, με ισάριθμους αναπληρωματικούς, ορίζονται για δύο (2) δικαστικά έτη με κλήρωση μεταξύ των προέδρων εφετών που έχουν οριστεί για να προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια και όλων των εφετών που υπηρετούν στο Δικαστήριο αυτό. Σε περίπτωση κλήρωσης των δικαστών για μία διετία, αυτοί δεν περιλαμβάνονται στην κλήρωση για τα επόμενα δύο (2) δικαστικά έτη. Η κλήρωση γίνεται από το Α΄ Τριμελές Εφετείο κατά την τελευταία δικάσιμο του Ιουνίου σε δημόσια συνεδρίαση και με δύο (2) κληρωτίδες. Αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι υπηρεσιακές μεταβολές, σύμφωνα με το άρθρο 61, η κλήρωση μπορεί να διενεργηθεί το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουλίου. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το ανωτέρω δικαστήριο συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν τα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου τα ονόματα όλων των προέδρων εφετών και των εφετών. Στη συνέχεια, τοποθετούνται τα σφαιρίδια σε χωριστές κληρωτίδες για τους προέδρους εφετών και τους εφέτες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος εξάγει από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα σφαιρίδια με τα ονόματα όλων των προέδρων εφετών, τον ορισθέντα από την ολομέλεια αριθμό προέδρων εφετών, και των αναπληρωματικών τους. Ακολούθως, εξάγει από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα σφαιρίδια με τα ονόματα όλων των εφετών, αριθμό κλήρων ίσο προς τον διπλάσιο αριθμό των εφετών που πρόκειται να υπηρετήσουν στο Τμήμα Βουλευμάτων. Από τους κληρωθέντες οι πρώτοι κατά σειρά της κλήρωσης μέχρι τη συμπλήρωση του ημίσεος του όλου αριθμού αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του τμήματος. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσονται πρόχειρα πρακτικά, σε δύο όμοια πρωτότυπα, τα οποία υπογράφονται στην έδρα. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν κατά τη σειρά κλήρωσής τους τα τακτικά, όταν ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται.
β. Η θητεία των μελών του Τμήματος Βουλευμάτων αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους της κλήρωσης.

Άρθρο 21
Κλήρωση των συνθέσεων σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων

1. Σε όσα πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα (10) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 και 684 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) καταρτίζονται με κλήρωση.
2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων στις δικασίμους αυτές γίνεται από το πολυμελές πρωτοδικείο, του οποίου η σύνθεση ορίζεται από το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης, όπου αυτό υπάρχει, ή τον δικαστή που διευθύνει το οικείο δικαστήριο. Το πολυμελές πρωτοδικείο συνεδριάζει δημόσια την πρώτη, εκτός από την 1η Ιανουαρίου, και δέκατη έκτη ημέρα κάθε μήνα. Με την κλήρωση καταρτίζονται οι συνθέσεις μέχρι και τρεις (3) ημέρες μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του πολυμελούς πρωτοδικείου. Αν η συνεδρίαση συμπίπτει με μη εργάσιμη ημέρα ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα. Αν ανακύψει στην τελευταία περίπτωση ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης, ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο, με αιτιολογημένη πράξη τους, ορίζουν τους δικαστές που διενεργούν την κλήρωση τη συγκεκριμένη ημέρα.
3. Ο δικαστής ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το δικαστήριο καταρτίζει πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα όλων των προέδρων πρωτοδικών και των αναγκαίων για την κατάρτιση των συνθέσεων αρχαιότερων πρωτοδικών. Με βάση τους παραπάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλες οι συνθέσεις των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην παρ. 2. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 20. Η κλήρωση των συνθέσεων των δικαστών σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να γίνει και ηλεκτρονικά.
4. α. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων κλήρωση διενεργείται από το πολυμελές πρωτοδικείο που συνεδριάζει κατά τις οριζόμενες σε κάθε δικαστήριο δικασίμους, και για χρονική περίοδο μέχρι και τρεις (3) ημέρες μετά την ημερομηνία της επόμενης συνεδρίασης του ίδιου δικαστηρίου.
β. Κατά την περίοδο του Πάσχα η κλήρωση διενεργείται από το πολυμελές πρωτοδικείο, σε μία από τις αναφερόμενες στην παρ. 2 ημερομηνίες, η οποία απέχει δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν και δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες μετά την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα.

Άρθρο 22
Δικαστικό κατάστημα, λειτουργία και συνεδριάσεις των δικαστηρίων

1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με απόφασή του, ορίζει τα δικαστικά καταστήματα. Τα δικαστικά καταστήματα στεγάζονται σε κτίρια, τα οποία διασφαλίζουν ευπρεπείς συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας των δικαστηρίων και εισαγγελιών, παρέχοντας εύκολη και ασφαλή πρόσβαση στους πολίτες, με μέριμνα για τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα κινητικότητας, ειδικούς χώρους υποδοχής για τους δικηγόρους και τους διαδίκους, λειτουργικές αίθουσες συνεδριάσεων και επαρκείς χώρους για τα γραφεία των δικαστικών λειτουργών και των υπαλλήλων.
2. Αν για λόγους ανωτέρας βίας, η ομαλή λειτουργία ενός δικαστηρίου ή μιας εισαγγελίας δεν είναι δυνατή, ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης αποφασίζει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση γνωστοποιείται στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και αναρτάται στην είσοδο του δικαστικού καταστήματος και στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου, εφόσον υπάρχει. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας δεν είναι δυνατή η ομαλή λειτουργία περισσοτέρων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της αυτής περιφέρειας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα του δικαστή που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο της περιφέρειας ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσής του, δύναται να αποφασίσει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της περιφέρειας μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της περιφέρειας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας δεν είναι δυνατή η ομαλή λειτουργία περισσοτέρων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της χώρας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα ενός εκ των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, δύναται να αποφασίσει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών της χώρας μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της χώρας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν.
3. Τις αίθουσες του καταστήματος στις οποίες συνεδριάζουν τα δικαστήρια ορίζουν με πράξη τους:
α. για τον Άρειο Πάγο, ο Πρόεδρός του,
β. για τα δικαστήρια της έδρας του εφετείου ή του διοικητικού εφετείου αντίστοιχα, ο δικαστής που το διευθύνει,
γ. για τα άλλα δικαστήρια, οι δικαστές που τα διευθύνουν.
Η πράξη κοινοποιείται στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της χώρας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο η συνεδρίαση του δικαστηρίου στην αίθουσα που έχει οριστεί είναι αδύνατη, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ορίζει, αν αυτό είναι δυνατό, άλλη αίθουσα συνεδριάσεων του ίδιου καταστήματος, με πράξη του, που γνωστοποιείται με τον προσφορότερο τρόπο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η συνέχιση της συνεδρίασης μπορεί να γίνει και σε άλλη αίθουσα που ορίζει ο δικαστής που διευθύνει τη συνεδρίαση και την ανακοινώνει από την έδρα.
Αν υπάρχει προσωρινή αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, ορίζεται, ύστερα από αίτηση του δικαστή που το διευθύνει, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης η αίθουσα άλλου δικαστηρίου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
5. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες και τους ακροατές.
Τη διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια, καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
6. Η θέση του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση είναι στο μέσο των άλλων δικαστών. Η θέση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του αναπληρωτή του, καθώς και του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του αναπληρωτή του, όταν παρίσταται, και του εισαγγελέα είναι στο δεξιό και του γραμματέα στο αριστερό μέρος. Οι εισαγγελείς, δικηγόροι, διάδικοι, μάρτυρες και κατηγορούμενοι απευθύνονται προς το δικαστήριο όρθιοι.
7. Τα δικαστήρια συνεδριάζουν τις εργάσιμες ημέρες. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί για να συνεχιστεί και σε ημέρα που είναι αργία.
Τα δικαστήρια μπορούν να συνεδριάζουν και σε ημέρα αργίας για να δικάσουν:
α. υποθέσεις ποινικές, με τη διαδικασία των άρθρων 417-427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
β. υποθέσεις που εισάγονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ή για τις οποίες ο δικαστής του μονομελούς ή ο πρόεδρος του πολυμελούς, αρμόδιου για την εκδίκασή τους, δικαστηρίου κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή. Κάθε δικαστής, εισαγγελέας, γραμματέας και επιμελητής ακροατηρίου εμφανίζεται κατά την ορισμένη ώρα στον τόπο της συνεδρίασης.
8. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του ορίζει τις ώρες εργασίας των δικαστικών γραφείων και της εισόδου σ’ αυτά του κοινού. Αν τοπικές ή άλλες συνθήκες επιβάλλουν ειδική ρύθμιση, εξουσιοδοτεί το όργανο που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία να ρυθμίσει το ωράριο εργασίας με πράξη του, που γνωστοποιείται με το προσφορότερο μέσο.
9. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθορίζει, με απόφασή του, τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία, κατά περίπτωση, επιμελούνται της κατάρτισης του κανονισμού λειτουργίας τους, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός ενός (1) μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση.
10. Τα μέλη του Αρείου Πάγου και της εισαγγελίας του, καθώς και οι γραμματείς τους φορούν στις δημόσιες συνεδριάσεις τήβεννο που καθορίζει ο Υπουργός Δικαιοσύνης με απόφασή του. Η χρήση τηβέννου μπορεί να επεκταθεί σταδιακώς και σε άλλα δικαστήρια ή κατηγορίες δικαστικών λειτουργών και λοιπών παραγόντων της δίκης με υπουργική απόφαση που καθορίζει το ύφασμα, το σχήμα και τον τρόπο ραφής, το χρώμα, την ανάληψη της σχετικής δαπάνης και κάθε άλλη λεπτομέρεια για κάθε κατηγορία. Με απόφαση της ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, ύστερα από τροποποίηση του κανονισμού του, επιτρέπεται να αναρτηθεί σε χώρους των δικαστηρίων η εικόνα και να δοθεί σε δικαστική αίθουσα το όνομα δικαστικού λειτουργού, που έχει αποβιώσει πριν από τρία (3) τουλάχιστον έτη και είχε διακριθεί για τις δικαστικές του αρετές.
11. Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την ευταξία και ευπρέπεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου.

Άρθρο 23
Εποπτεία

1. Ασκούν εποπτεία:
α. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης στη διοίκηση της δικαιοσύνης.
β. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στα διοικητικά δικαστήρια όλης της Χώρας, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις γραμματείες τους και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια όλης της Χώρας και τις γραμματείες τους.
γ. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στις εισαγγελίες όλης της Χώρας και στις γραμματείες τους.
δ. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στα δικαστήρια αυτά και στις γραμματείες τους.
ε. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο, στα δικαστήρια της περιφέρειας του εφετείου και τις γραμματείες τους.
στ. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία εφετών, στις εισαγγελίες και τις γραμματείες της περιφέρειάς της.
ζ. Ο πρόεδρος του συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο, στα δικαστήρια της περιφέρειας του πρωτοδικείου και τις γραμματείες του.
η. Ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία πρωτοδικών, στους ανακριτικούς υπαλλήλους, συμβολαιογράφους, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων και υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, καθώς και στους ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές της εισαγγελίας πρωτοδικών και τους άμισθους δικαστικούς επιμελητές.
2. Η εποπτεία συνίσταται στην επίβλεψη και την έκδοση γενικών οδηγιών για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
3. Οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη και συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.
4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν στη δικαστική συνεργασία των κρατών-μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών, της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.

Άρθρο 24
Γραφείο νομολογίας, έρευνας και δικαστικής ιστορίας

1. Σε κάθε δικαστήριο, στο οποίο υπηρετούν περισσότεροι από δύο (2) πρόεδροι ή τουλάχιστον οκτώ (8) δικαστές, λειτουργεί γραφείο νομολογίας, έρευνας και δικαστικής ιστορίας. Έργο του γραφείου αυτού είναι ιδίως:
α. η συγκέντρωση, ταξινόμηση, ευρετηρίαση και γενικότερα η αξιοποίηση, κατά τον προσφορότερο τρόπο, νομολογιακού υλικού και η σύνδεσή του για την παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονικό υπολογιστή,
β. η οργάνωση της βιβλιοθήκης του δικαστηρίου,
γ. η επικουρία στην επιμόρφωση δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων,
δ. η καταγραφή της ιστορίας του δικαστηρίου και των δικαστών που υπηρετούν σ’ αυτό.
2. Το γραφείο της παρ. 1 διευθύνεται από δικαστή και στελεχώνεται από υπαλλήλους της γραμματείας του δικαστηρίου. Ο δικαστής, κατά το χρονικό διάστημα που διευθύνει το παραπάνω γραφείο, μπορεί, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο, να απαλλαγεί, με απόφαση της ολομέλειας, μερικώς από τα κύρια δικαστικά του καθήκοντα.

Άρθρο 25
Υπηρεσιακή σφραγίδα

1. Τα δικαστήρια και οι γραμματείες τους χρησιμοποιούν, για την εγκυρότητα των εγγράφων που εκδίδουν, υπηρεσιακή σφραγίδα, που αποτελείται από τρεις ομόκεντρους κύκλους, με διάμετρο του εξωτερικού κύκλου τέσσερα εκατοστά (0.04 μ.). Αυτή, στον εσωτερικό κύκλο φέρει το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, στο ενδιάμεσο κυκλικό διάστημα την ονομασία του δικαστηρίου και στον εξωτερικό κύκλο τις λέξεις «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».
2. Την ίδια νομική και αποδεικτική ισχύ με τα πρωτότυπα έγγραφα της παρ. 1, που φέρουν ιδιόχειρη υπογραφή και σφραγίδα, έχουν και τα ηλεκτρονικά έγγραφα που συντάσσονται από τα δικαστήρια και τις γραμματείες τους, εφόσον φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή του εξουσιοδοτημένου οργάνου, που βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και δημιουργείται από ασφαλή διάταξη δημιουργίας υπογραφής, καθώς και ασφαλή χρονοσήμανση. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης ρυθμίζονται τα αναγκαία τεχνικά θέματα και οι σχετικές διαδικασίες και ορίζονται τα πρότυπα που απαιτούνται σε περίπτωση που ένα ηλεκτρονικό έγγραφο προσυπογράφεται από περισσότερους δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους διάφορων ιεραρχικών βαθμίδων.

Άρθρο 26
Αλληλογραφία – Αντίγραφα

1. Οι δικαστικές αρχές αλληλογραφούν μεταξύ τους και με άλλες αρχές, καθώς και με οποιοδήποτε πρόσωπο, απευθείας, εκτός αν επιβάλλεται η τήρηση ορισμένης διαδικασίας. Η αλληλογραφία διεξάγεται και με χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ), οπότε και εφαρμόζονται αναλόγως οι οικείες διατάξεις του ν. 4727/2020 (Α΄ 184). Τις αναγκαίες αποφάσεις εκδίδουν από κοινού οι Υπουργοί Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, με απόφασή του, ορίζει τον τύπο και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθούν οι δικαστικές αρχές και οι δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι, όταν υποβάλλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, εκθέσεις, αναφορές, αιτήσεις ή άλλα έγγραφα.
2. Έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση, αντίγραφα ή αποσπάσματα, σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή:
α) των μη ανωνυμοποιημένων αποφάσεων και των εγγράφων κάθε άλλης διαδικασίας, εκτός από την ποινική, καθώς και των αποφάσεων και γνωμοδοτήσεων για διοικητικά θέματα, οι διάδικοι, ενώ οι τρίτοι, μόνο αν έχουν έννομο συμφέρον, κατά την κρίση του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και υπό τους πρόσθετους όρους του ν. 4624/2019 (Α’ 137),
β) των εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, όσοι και όπως ορίζει το άρθρο 147 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Με τους ίδιους όρους χορηγούνται πιστοποιητικά που βεβαιώνουν τον χρόνο δημοσίευσης και το διατακτικό των αποφάσεων των πολιτικών και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Εφόσον η πρόσβαση, τα αντίγραφα ή αποσπάσματα και τα πιστοποιητικά των προηγούμενων εδαφίων ζητούνται ή χορηγούνται με χρήση ΤΠΕ, εφαρμόζονται αναλόγως οι οικείες διατάξεις του ν. 4727/2020. Τις αναγκαίες αποφάσεις εκδίδουν από κοινού οι Υπουργοί Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

Άρθρο 27
Ολομέλεια – Τμήματα

1. Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου δικάζει σε τμήματα και σε Ολομέλεια. Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον πρόεδρό του και τέσσερις (4) αρεοπαγίτες. Η Ολομέλεια συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και από το ήμισυ τουλάχιστον των λοιπών μελών του Αρείου Πάγου (πλήρης Ολομέλεια).
2. Όταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δικάζει πολιτικές ή ποινικές υποθέσεις, αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και εναλλάξ, κατά δικάσιμο, από τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες που κληρώνονται κατ’ έτος και συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία δεκαεπτά (17) τουλάχιστον μελών (τακτική Ολομέλεια). Αν λόγω έλλειψης ή κωλύματος δεν αρκούν για τη συγκρότηση της τακτικής Ολομέλειας οι κληρωθέντες, καλούνται για τη συγκρότησή της αρεοπαγίτες της άλλης σειράς, κατά την τάξη της κλήρωσής τους.
Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου, β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτή για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της τακτικής Ολομέλειας, γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού και δ) οι περιπτώσεις που το τμήμα πρόκειται να εκδώσει απόφαση αντίθετη με προηγούμενη θέση της ολομελείας ή τμήματος του Αρείου Πάγου, για το ίδιο θέμα. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Η τακτική Ολομέλεια παραπέμπει την εκδίκαση της υπόθεσης στην πλήρη Ολομέλεια, αν σχηματισθεί πλειοψηφία με διαφορά μιας (1) μόνο ψήφου.
Η απόφαση της Ολομέλειας λαμβάνεται μετά από διάσκεψη, στην οποία αρκεί να παρίστανται τουλάχιστον δεκαπέντε (15) μέλη (τακτική Ολομέλεια) ή είκοσι εννέα (29) μέλη (πλήρης Ολομέλεια) εκ των συμμετεχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης μελών αυτής, εφόσον τα ελλείποντα μέλη έχουν αποβιώσει ή αποχωρήσει από την υπηρεσία ή συντρέχει στο πρόσωπό τους σοβαρό κώλυμα, που αναφέρεται στο πρακτικό της διάσκεψης.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ορίζονται τα πολιτικά και ποινικά τμήματα, η συγκρότησή τους, οι αρμοδιότητες κάθε τμήματος και ρυθμίζεται η εσωτερική οργάνωση, ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών και κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην εύρυθμη λειτουργία του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας του. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ορίζεται επίσης ο τρόπος κατανομής των αιτήσεων αναιρέσεως μεταξύ των ποινικών τμημάτων του δικαστηρίου.
4. Με απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η σύνθεση των τμημάτων, με κατανομή σε αυτά των μελών του Αρείου Πάγου. Για την κατανομή λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις των αντιπροέδρων και των αρεοπαγιτών, όπως και η αρχαιότητά τους, προκειμένου να υπηρετούν σε κάθε τμήμα και αρχαιότεροι αρεοπαγίτες. Κατά την κατανομή μπορεί να ορίζονται για κάθε τμήμα και αναπληρωτές αρεοπαγίτες, που υπηρετούν σε άλλα τμήματα. Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους να συμπληρώνει τη σύνθεση ορισμένων τμημάτων από άλλα τμήματα, εφόσον αυτό επιβάλλεται από ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες. Η πράξη αυτή του Προέδρου έχει προσωρινή ισχύ μέχρι να ληφθεί σχετική απόφαση από την Ολομέλεια, η οποία συγκαλείται εντός τριάντα (30) ημέρων και η απόφασή της να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, πλήρους και τακτικής, και των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου παρίσταται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου. Στις συνεδριάσεις των τμημάτων που εκδικάζουν πολιτικές υποθέσεις ο εισαγγελέας παρίσταται μόνο αν είναι διάδικος ή έχει υποβάλει, έως την έναρξη της δικασίμου, έγγραφη πρόταση την οποία αναπτύσσει και προφορικά.
6. Αν δεν υπάρχει, κωλύεται ή είναι απών, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναπληρώνεται από αντεισαγγελέα κατά τη σειρά της αρχαιότητάς του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ

Άρθρο 28
Η εισαγγελία ως ανεξάρτητη δικαστική αρχή

1. Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή, ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία.
2. Δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης.
3. Η τοπική αρμοδιότητα της εισαγγελίας συμπίπτει με εκείνη του δικαστηρίου στο οποίο λειτουργεί.
4. Τους εισαγγελικούς λειτουργούς συνδέει σχέση ιεραρχικής εξάρτησης. Προϊστάμενος όλων είναι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο εισαγγελικός λειτουργός οφείλει να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του. Κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του.
5. Έχουν δικαίωμα να απευθύνουν παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους:
α. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της Χώρας.
β. Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους, υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών και πρωτοδικών, αντιστοίχως.
6. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο εισαγγελέας δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους και αυτοί από τον δικαστή που ορίζει ο διευθύνων το δικαστήριο.

Άρθρο 29
Αρμοδιότητες εισαγγελέα

1. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται:
α. η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,
β. η άσκηση της ποινικής δίωξης,
γ. η διεύθυνση της προανάκρισης,
δ. η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων,
ε. η υποβολή προτάσεων στα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια,
στ. η άσκηση των ενδίκων μέσων,
ζ. η εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων και η παροχή συνδρομής για την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων,
η. η εποπτεία και ο έλεγχος των σωφρονιστικών καταστημάτων,
θ. ο έκτακτος έλεγχος των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών, σε περίπτωση που περιέλθει σε γνώση του, με οποιοδήποτε τρόπο, πληροφορία για παράβαση των υποχρεώσεων και απαγορεύσεων που προβλέπονται από τον νόμο και από τις λοιπές κανονιστικές πράξεις ή εγκύκλιους που συνδέονται με την υπηρεσιακή κατάσταση ή την άσκηση του λειτουργήματός τους, καθώς και τη σύννομη κατάρτιση όλων των πράξεων ή εγγράφων που εκδίδουν, ι. ό,τι άλλο ο νόμος ορίζει.
2. Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:
α. όσοι αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 28,
β. οι υπηρεσίες του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (ν.π.δ.δ.) σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
3. Οι εισαγγελείς βεβαιώνουν την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των εισαγγελικών λειτουργών και υπαλλήλων της εισαγγελίας τους. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών βεβαιώνει επίσης την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των προσώπων που αναφέρονται στην περ. β’ της παρ. 5 του άρθρου 28.
4. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών:
α) έχει δικαίωμα να συνιστά σε όσους φιλονικούν να αποφύγουν την τέλεση αξιόποινων πράξεων και να επιδιώξουν την ειρηνική επίλυση της διαφοράς τους,
β) παραγγέλλει στις υπηρεσίες του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των λοιπών φορέων γενικής κυβέρνησης του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄143), καθώς και στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 263 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 30
Ανακριτές και δικαστές ανηλίκων
1. Ανακριτές στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια τριετία ένας πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκες με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και γνώμη του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων του εφετείου. Ειδικά στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως ανακριτές ορίζονται για μία τριετία πρόεδροι πρωτοδικών και πρωτοδίκες με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτών ως παρέδρων πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά τον διορισμό αρχαιότεροι. Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των προέδρων πρωτοδικών και των αρχαιότερων πρωτοδικών, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο ή σε άλλο και η υπηρεσία τους είναι συνεχόμενη. 2. Σε υποθέσεις επείγουσες ή που απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα, το συμβούλιο και ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο μπορούν, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, να ορίσουν επίκουρο ανακριτή έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή περισσότερους πρωτοδίκες, εφόσον το ζητήσει ο ανακριτής.
3. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ο ανακριτής και δεν μπορεί άλλος ανακριτής να τον αναπληρώσει, ο δικαστής ή το συμβούλιο που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει ως ανακριτή έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες.
4. Αν συντρέχει επείγουσα ανάγκη, ανακριτικά καθήκοντα εκτελεί και ο πρόεδρος πρωτοδικών.
5. Δικαστές ανηλίκων στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για δύο (2) έτη ένας ή περισσότεροι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι (20) δικαστές, οι δικαστές ανηλίκων ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου. Για τον ορισμό στη θέση του δικαστή και του εισαγγελέα ανηλίκων αξιολογείται η προηγούμενη συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου στο ειδικό αντικείμενο.
6. Ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκαν, μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. Πριν από την πάροδο του παραπάνω χρονικού διαστήματος απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους με τη διαδικασία της παρ. 1 ή κατά περίπτωση της παρ. 5, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η θητεία του ανακριτή, του δικαστή ανηλίκων και του εισαγγελέα ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο για δύο (2) ακόμη έτη.

Άρθρο 31
Εκδίκαση υποθέσεων κατά τα θερινά τμήματα από τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια

1. Στην περίοδο των θερινών τμημάτων τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια κατ’ εξαίρεση δικάζουν:
α. ποινικές υποθέσεις,
β. υποθέσεις τις οποίες ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο χαρακτήρισε ως κατεπείγουσες, με σημείωσή του στην υποβαλλόμενη αίτηση. Ο ίδιος δικαστής μπορεί να επιτρέψει να διεξαχθεί κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων απόδειξη που δεν έχει αρχίσει, αν από την αναβολή κινδυνεύει να ματαιωθεί.
γ. υποθέσεις που αφορούν:
γα. ασφαλιστικά μέτρα και αναστολή εκτέλεσης,
γβ. διαταγές πληρωμής και πιστωτικούς τίτλους,
γγ. εργατικές διαφορές και
γδ. απόδοση της χρήσης του μισθίου.
2. Κατά τον μήνα Αύγουστο τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια δικάζουν μόνο:
α. ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρα 417 έως 427 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) ή για τις οποίες προβλέπεται προθεσμία εκδίκασης ή αφορούν τον καθορισμό συνολικής ποινής ή αιτήσεις ακύρωσης διαδικασίας και απόφασης ή αιτήσεις αναβολής της δίκης ή διακοπής της ποινής ή αντιρρήσεις ή αμφιβολίες για την εκτέλεση ποινής και την ανασταλτική δύναμη ένδικου μέσου,
β. αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή την αναστολή εκτέλεσης αποφάσεων,
3. Η ολομέλεια του δικαστηρίου καταρτίζει τα τμήματά του και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία τα τμήματά της για την περίοδο των θερινών τμημάτων, ανάλογα με την κίνησή τους.
4. Η αναπλήρωση του ανακριτή κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων γίνεται με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου.
5. Αν κατά τη διάρκεια των θερινών τμημάτων ανακύψει αναπόφευκτη υπηρεσιακή ανάγκη στο δικαστήριο ή την εισαγγελία , μπορεί να κληθούν:
α. οι δικαστές που δεν υπηρετούν στο συγκεκριμένο θερινό τμήμα, από τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο,
β. οι εισαγγελικοί λειτουργοί, που δεν υπηρετούν στο συγκεκριμένο θερινό τμήμα, από τον εισαγγελέα που διευθύνει την οικεία ή την αμέσως ανώτερη εισαγγελία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Άρθρο 32
Συγκρότηση και λειτουργία
1. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας με επικεφαλής τον Γενικό Επίτροπο είναι ιδιαίτερος κλάδος δικαστικών λειτουργών που έχει ως αντικείμενο την παρακολούθηση και τον έλεγχο της λειτουργίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και την υποβοήθηση του έργου τους.
2. Στον κλάδο αυτό ανήκουν :
α. μια θέση Γενικού Επιτρόπου,
β. μια θέση Επιτρόπου και
γ. τρεις θέσεις αντεπιτρόπων.
Οι θέσεις αυτές είναι ιεραρχικώς διαρθρωμένες με προϊστάμενο τον Γενικό Επίτροπο.
3. Ο Επίτροπος αναπληρώνει τον Γενικό Επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει, και ασκεί τα καθήκοντά του, αν δεν υπάρχει. Ο αρχαιότερος από τους αντεπιτρόπους αναπληρώνει τον Επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει, και ασκεί τα καθήκοντά του, αν δεν υπάρχει.
Αν όλες οι θέσεις των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας είναι κενές, τα καθήκοντα του Γενικού Επιτρόπου ασκεί ο αρχαιότερος πρόεδρος των Διοικητικών Εφετείων Αθηνών και Πειραιά.
4. Ο Γενικός Επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του που ανακαλούνται ή τροποποιούνται οποτεδήποτε, σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας, ή να κατανέμει τις αρμοδιότητές του μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας.
5. H ολομέλεια των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας καταρτίζει κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο οποίος συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται από τα μέλη αυτής, όταν επιβάλλεται από υπηρεσιακές ανάγκες. Με τον κανονισμό αυτόν ορίζεται οποιοδήποτε ζήτημα ανάγεται στην εσωτερική οργάνωση των υπηρεσιών της και στην εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών της, ενόψει των αρμοδιοτήτων που ασκεί και του επιτελικού της ρόλου στη λειτουργία της διοικητικής δικαιοσύνης. Ο κανονισμός και οι τροποποιήσεις του, όπως διαμορφώνονται από την ολομέλεια των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας, διαβιβάζονται άμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης, με επιμέλεια του οποίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 33
Αρμοδιότητες Γενικού Επιτρόπου

Ο Γενικός Επίτροπος:
α) Προΐσταται της Γενικής Επιτροπείας και της γραμματείας της, διευθύνει τις εργασίες τους και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή τους,
β) επιβλέπει τις εργασίες όλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ιδίως παρακολουθεί την εύρυθμη λειτουργία τους, διαπιστώνει υπάρχουσες ελλείψεις, επισημαίνει αστοχίες στη διαχείριση των ροών των υποθέσεων και του γραμματειακού έργου και προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της δικαστικής υπηρεσίας,
γ) υποβάλει έγγραφες αιτιολογημένες προτάσεις προς το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, όταν αυτό πρόκειται να αποφασίσει για θέματα που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας και ενεργεί κατά τους ορισμούς της παρ. 8 του άρθρου 80,
δ) συλλέγει, επεξεργάζεται και αναλύει τα στατιστικά στοιχεία της κίνησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλης της χώρας και υποβάλλει κατά τον μήνα Μάρτιο κάθε έτους στον Υπουργό Δικαιοσύνης γενική έκθεση, με την οποία επισκοπείται η πορεία των εργασιών τους, επισημαίνονται οι ελλείψεις και οι αδυναμίες και προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους,
ε) οργανώνει σεμινάρια επιμόρφωσης των δικαστικών λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των υπαλλήλων της γραμματείας αυτών, καθώς και των υπαλλήλων της Γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας,
στ) προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την πληρέστερη και ταχύτερη ενημέρωση της διοίκησης επί των πορισμάτων της νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων,
ζ) διενεργεί, μετά από παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης ή αυτεπαγγέλτως, διοικητική εξέταση όταν υποβληθούν, σε αυτόν ή στον Υπουργό, επώνυμες αναφορές ή περιέλθουν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία πιθανολογείται η διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος από δικαστικό λειτουργό της Γενικής Επιτροπείας ή υπάλληλο της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή της Γενικής Επιτροπείας,
η) ασκεί αίτηση αναιρέσεως ή έφεση υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά την παρ. 5 του άρθρου 53 και την παρ. 4 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8). Για τον σκοπό αυτό δικαιούται να ζητεί πληροφορίες και στοιχεία από κάθε αρχή και δικαστήριο. Τα έγγραφα και η όλη διαδικασία της αίτησης αναιρέσεως ή έφεσης υπέρ του νόμου δεν υπόκεινται σε κανένα τέλος, εισφορά ή παράβολο,
θ) δύναται να ζητήσει να εισαχθεί προς συζήτηση στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τη διαδικασία της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει εισαχθεί ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. ι) έχει τη γενική εποπτεία όλων των κτιρίων στα οποία στεγάζονται τα διοικητικά δικαστήρια και μπορεί να συγκροτεί επιτροπές για την επιμέλεια της ασφάλειας, της καθαριότητας και της εν γένει καταλληλότητάς τους,
ια) γνωμοδοτεί για γενικότερου ενδιαφέροντος θέματα της διοικητικής νομοθεσίας και εισηγείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης μέτρα για την εφαρμογή της διοικητικής νομοθεσίας και την απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, για τον αναγκαίο αριθμό οργανικών θέσεων δικαστών και υπαλλήλων, καθώς και για τη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν δεσμεύουν τα αρμόδια δικαστήρια,
ιβ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που παρέχεται σ` αυτόν από τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 34
Γραμματεία Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

1. Στη Γενική Επιτροπεία λειτουργεί γραμματεία. Προϊστάμενος της γραμματείας είναι ο Γενικός Επίτροπος.
2. Τη γραμματεία της Γενικής Επιτροπείας διευθύνει, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας, ο γραμματέας, ο οποίος:
α. δίνει τις αναγκαίες οδηγίες στο προσωπικό της,
β. συντάσσει τα έγγραφα που προβλέπει ο νόμος για την πιστοποίηση διαδικαστικών ενεργειών,
γ. εκδίδει αντίγραφα, αποσπάσματα και πιστοποιητικά,
δ. τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και
ε. φυλάσσει το αρχείο και τα άλλα αντικείμενα της Γενικής Επιτροπείας.
3. Αν ο γραμματέας δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται στην άσκηση των καθηκόντων του από άλλον υπάλληλο της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας, που ορίζεται από τον Γενικό Επίτροπο, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του ν. 4798/2021 (Α’ 68).
4. Οι έμμισθοι επιμελητές της Γενικής Επιτροπείας εκτελούν τις εργασίες που τους αναθέτει ο προϊστάμενος της γραμματείας τους ή ο γραμματέας.
5. Η υπηρεσιακή σφραγίδα της Γενικής Επιτροπείας στο προβλεπόμενο από το άρθρο 25 ενδιάμεσο κυκλικό διάστημα φέρει, αντί για την ονομασία του δικαστηρίου, τις λέξεις «ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ».

Άρθρο 35
Εκκαθάριση αρχείου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

1. Οι φάκελοι των δικαστικών λειτουργών, καθώς και των δικαστικών υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που τηρούνται στη Γενική Επιτροπεία, καταστρέφονται ή διαγράφονται, εφόσον πρόκειται για ηλεκτρονικά αρχεία, μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από τη λήξη της υπηρεσιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο.
2. Κάθε φορά, που ανακύπτει η σχετική ανάγκη, γίνεται εκκαθάριση των αρχείων της Γενικής Επιτροπείας, και τα επουσιώδη έγγραφα ή έντυπα καταστρέφονται. Σε κάθε όμως περίπτωση καταστρέφονται τα έγγραφα και έντυπα μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών, από τότε που περιήλθαν στη Γενική Επιτροπεία, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν στην προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, τα οποία ακολουθούν την τύχη του οικείου φακέλου.
3. Η καταστροφή αποφασίζεται με πράξη του Γενικού Επιτρόπου και γίνεται από επιτροπή, αποτελούμενη από ένα μέλος της Γενικής Επιτροπείας και δύο (2) υπαλλήλους της που ορίζονται με την ίδια πράξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Άρθρο 36
Εκδίκαση υποθέσεων κατά τα θερινά τμήματα από τα
διοικητικά δικαστήρια

1. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δικάζουν:
α. υποθέσεις της αρμοδιότητάς τους που εκκρεμούν σε αυτά πάνω από έξι (6) μήνες σε αριθμό ίσο προς το ήμισυ του συνήθους των συζητούμενων κατά μήνα υποθέσεων,
β. αιτήσεις προσωρινής δικαστικής προστασίας,
γ. υποθέσεις που εισάγονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,
δ. ανακοπές κατά διοικητικής εκτέλεσης,
ε. υποθέσεις, τις οποίες ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο κρίνει ως κατεπείγουσες.
2. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι παρ. 3 και 5 του άρθρου 31.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Άρθρο 37
Νομική φύση της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο είναι ανώτατη, ανεξάρτητη δικαστική αρχή, η οποία δρα ενιαία και αδιαίρετα. Συμμετέχει στην άσκηση της δικαιοδοτικής και γνωμοδοτικής λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συμβάλλοντας στην τήρηση των αρχών της δίκαιης δίκης.

Άρθρο 38
Διάρθρωση της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο

1. Στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας προΐσταται ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας.
2. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας αποτελείται από: α) Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, β) τον Επίτροπο της Επικρατείας, γ) πέντε (5) αντεπιτρόπους της Επικρατείας, δ) τέσσερις (4) παρέδρους, και ε) οκτώ (8) εισηγητές.
3. Η Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας αποτελείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, τον Επίτροπο της Επικρατείας και τους αντεπιτρόπους της Επικρατείας, οι οποίοι έχουν αποφασιστική ψήφο. Οι πάρεδροι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας μετέχουν σε αυτή με συμβουλευτική ψήφο.
4. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας επικουρείται στο έργο της από γραμματεία. Τη γραμματεία διευθύνει γραμματέας με βαθμό Επιτρόπου, ο οποίος αναπληρώνεται, σε περίπτωση ελλείψεως, κωλύματος ή απουσίας, με απόφαση του Γενικού Επιτρόπου από υπηρετούντα σε αυτή προϊστάμενο τμήματος.

Άρθρο 39
Αρμοδιότητες Γενικού Επιτρόπου

1. Με την επιφύλαξη του οργανικού νόμου και της δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας:
α) Παρίσταται, υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, στις δημόσιες συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των δικαιοδοτικών Τμημάτων και συμμετέχει στις συνεδριάσεις των Τμημάτων Ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
β) ασκεί αιτήσεις καταλογισμού σε υποθέσεις: βα) αστικής ευθύνης πολιτικών και στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού και των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίουν, ββ) κατοχής μη νόμιμου περιουσιακού οφέλους, βγ) κατά οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, που ο νόμος ορίζει,
γ) συγκαλεί και διευθύνει την Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας,
δ) συνεργάζεται με εθνικές, ενωσιακές και διεθνείς υπηρεσίες για την καταπολέμηση της διαφθοράς,
ε) συγκροτεί ομάδες εργασίας από μέλη ή και υπαλλήλους της Γενικής Επιτροπείας για την επεξεργασία θεμάτων, που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία της,
στ) ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που ανατίθεται σε αυτόν από τις κείμενες διατάξεις.
2. Ο Επίτροπος της Επικρατείας:
α) Αναπληρώνει τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας αν κωλύεται ή απουσιάζει και ασκεί τα καθήκοντά του αν δεν υπάρχει,
β) ασκεί καθήκοντα Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
3. Οι αντεπίτροποι της Επικρατείας:
α) Αναπληρώνουν τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας και τον Επίτροπο της Επικρατείας στις αρμοδιότητες της παρ. 1,
β) συντάσσουν ετήσια έκθεση επιθεώρησης για τους παρέδρους και τους εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας,
γ) επιθεωρούν τη γραμματεία της Γενικής Επιτροπείας και ορίζονται, για τον υπηρετούντα σε αυτή Επίτροπο, ως δεύτεροι αξιολογητές, κατά το άρθρο 132 του ν. 4798/2021 (Α’ 68).
4. Οι πάρεδροι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας:
α) Αναπληρώνουν τους αντεπιτρόπους της Επικρατείας,
β) ελέγχουν, κατόπιν έγγραφης εντολής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, τη νομιμότητα των διοικητικών πράξεων απονομής σύνταξης ή βοηθημάτων που συνέχονται με τη σύνταξη από το Δημόσιο ή από άλλον δημόσιο φορέα, καθώς και τη νομιμότητα διοικητικών πράξεων που ενέχουν δημοσιονομικό αποτέλεσμα, εφόσον οι ανακύπτουσες διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
γ) ασκούν τα καθήκοντα, που τους ανατίθενται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας και την Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας.
5. Οι εισηγητές και οι δόκιμοι εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας:
α) Επικουρούν τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, τον Επίτροπο της Επικρατείας, τους αντεπιτρόπους της Επικρατείας και τους παρέδρους στο έργο τους,
β) ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας και την Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας.
6. Η Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας:
α) Καταρτίζει, τροποποιεί και συμπληρώνει τον κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας,
β) αναθέτει καθήκοντα στους δικαστικούς λειτουργούς της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας, στο πλαίσιο των προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων τους,
γ) επιλύει κάθε νομικό, διοικητικό ή άλλο ζήτημα που εισάγεται σε αυτή
7. Η Ολομέλεια της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας συγκαλείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας. Η Ολομέλεια συνέρχεται επίσης, εφόσον το ζητήσουν τρία (3) από τα έχοντα αποφασιστική ψήφο μέλη της. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας συγκαλεί την Ολομέλεια και κατόπιν αιτήματος του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον ανακύπτει ζήτημα μείζονος σπουδαιότητας που σχετίζεται με τη λειτουργία του Δικαστηρίου.