- Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης - http://www.opengov.gr/minlab -

Άρθρο 12: Χορήγηση άδειας διαμονής (Άρθρο 13 παρ. 4 και άρθρο 6, παρ 5 της οδηγίας)

1 . Στους πολίτες τρίτων χωρών, οι οποίοι απασχολήθηκαν με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικοι, πράξεις οι οποίες χαρακτηρίζονται ως τέτοιες από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, και οι οποίοι παρέχουν τη συνδρομή τους στην ποινική διαδικασία που κινείται, δυνάμει των άρθρων 10 έως 12 του παρόντος κατά των εργοδοτών τους, χορηγείται, μετά από σχετική αίτησή τους, που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα, άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 του ν.3386/05 , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42, παράγραφος 1, εδάφιο ε’ του ν. 3907/11. Άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους μπορεί να χορηγηθεί ακόμα και σε περίπτωση που ο ως άνω παράνομα απασχολούμενος αλλοδαπός δεν συνεργάζεται με τις διωκτικές Αρχές, εφόσον κρίνει, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέα Εφετών, ότι δεν συνεργάζεται εξαιτίας απειλών που στρέφονται κατά προσώπων της οικογένειας του που βρίσκονται στην Ελλάδα ή στη χώρα της προέλευσής του ή οπουδήποτε αλλού και ότι, εάν αυτός δεν προστατευθεί ή εάν απελαθεί, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο τα προαναφερόμενα πρόσωπα.

2.  Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών ή η αρμόδια αστυνομική Αρχή ή οι αρμόδιοι φορείς κοινωνικής  στήρι­ξης, γνωστοποιούν στον πολίτη τρίτης χώρας – που έχει κριθεί ότι απασχολήθηκε με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας ή ως ανήλικος – ότι δικαιούται να υπο­βάλει αίτημα για να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, σύμ­φωνα με τα προαναφερόμενα, παρέχοντας σε αυτόν την αναγκαία προς τούτο ενημέρωση.

3. Στην περίπτωση παράνομης απασχόλησης ανηλίκου πολίτη τρίτης χώρας που είναι ασυνόδευτος, η αρμόδια Εισαγ­γελική Αρχή προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για να προσδιορίσει την ταυτότητα και την ιθαγένεια του και για να θεμελιώσει το γεγονός ότι δεν συνοδεύεται. Καταβάλλει κάθε προσπάθεια για τον ταχύτερο δυνατό εντο­πισμό της οικογένειας του και λαμβάνει αμέσως τα απα­ραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσει τη νομική του εκπρο­σώπηση και, εφόσον χρειάζεται, την εκπροσώπηση του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Ανηλίκων ή, όπου δεν υφίσταται Εισαγγελέας Α­νηλίκων, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών, εάν δεν βρεθεί η οικογένεια του ανηλίκου ή εάν κρίνει ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο επαναπατρισμός του δεν ε­ξυπηρετεί το συμφέρον του, μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του μέχρι την έκδο­ση απόφασης από το Δικαστήριο, στο οποίο πρέπει να α­πευθύνεται εντός τριάντα ημερών, για το διορισμό Επι­τρόπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 1532, 1534 και 1592 Α.Κ.

4. Στα ίδια πρόσωπα διασφαλίζονται ικανές συνθήκες διαβίωσης, εφόσον δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους και εφόσον το κρίνει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών.

5. Οι αρμόδιες εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνο­μικές αρχές φροντίζουν, κατά προτεραιότητα, για την προστασία και την ασφάλεια των προαναφερόμενων θυμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις, για την παροχή σε αυτά υπηρεσιών μετάφρασης και διερμηνείας όταν αγνοούν την ελληνική γλώσσα, για την ενημέρωση τους σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματα τους και με τις υπηρεσίες που τους παρέχονται, καθώς και για την παροχή κάθε αναγκαίας νομικής βοήθειας.

6. Η εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση της άδειας διαμονής σύμφωνα με το παρόν άρθρο, γίνεται κατά προτεραιότητα, με την επιφύλαξη λόγων δημόσιας τάξης και ασφάλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 του ν.3386/05. Εάν κρίνεται σκόπιμη η παράταση της διαμονής του εν λόγω προσώπου στην Ελληνική Επικράτεια, προς διευκόλυνση της διενεργούμενης έρευνας ή της ποινικής διαδικασίας, η ανωτέρω άδεια διαμονής ανανεώνεται κάθε φορά για ισόχρονο διάστημα.

7. Η άδεια διαμονής δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται εφό­σον συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Εάν ο δικαιούχος επανασυνδέσει τις σχέσεις του ε­νεργώς και εκουσίως με τους εικαζόμενους δράστες των πράξεων που έχει καταγγείλει.

β. Εάν η αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η συνεργασία ή η κα­ταγγελία του θύματος είναι δόλια ή καταχρηστική ή ότι συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

γ. Όταν η ποινική διαδικασία για τα εγκλήματα των πε­ριπτώσεων γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 και της παραγράφου 2 του παρόντος νόμου έ­χει περατωθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 43 ή 47 Κ.Π.Δ. ή έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, με την οποία περατώνεται η σχετική διαδικασία.