Άρθρο 24

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 ο πίνακας των ποσοστών αναπλήρωσης αριθμείται σε πίνακα 1, αντικαθίσταται το εδάφιο πριν τον πίνακα 1, προστίθεται νέο εδάφιο και πίνακας 2. Το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 8
Ανταποδοτική σύνταξη
1. Οι υπάλληλοι-λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 5, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.
2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ/τος 169/2007, είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύον κάθε φορά είτε με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της συνολικής ασφάλισής του.
β. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των περιπτώσεων β` και γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 6, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α` της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού.
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά έως πέντε (5) ετών ασφάλισης.
Για συντάξεις με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.
4.α. Η αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών, για το διάστημα έως και το 2024, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η προσαύξηση των συνταξίμων αποδοχών για το διάστημα από το 2025 και εφεξής διενεργείται με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, και Οικονομικών καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες και η διαδικασία της εφαρμογής του δείκτη μεταβολής μισθών της ΕΛΣΤΑΤ για την αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών.
5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Έως 30-09-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 1:

ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
ΑΠΌΕΩΣ
0150,77%
15,01180,84%
18,01210,90%
21,01240,96%
24,01271,03%
27,01301,21%
30,01331,42%
33,01361,59%
36,01391,80%
       39,01                42 και   περισσότερα2,00%

Από 1-10-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2:

ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
ΑΠΌΕΩΣ
0150,77%
15,01180,84%
18,01210,90%
21,01240,96%
24,01271,03%
27,01301,21%
30,01331,98%
33,01362,50%
36,01402,55%
40,01 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ ΕΤΟΣ0,50%

 

Το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως αυτό προκύπτει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.
6. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους. Αν οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
7. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του π.δ/τος 169/2007(Α΄ 210) και της παραγράφου 5 του άρθρου 55, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει σε αυτές δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6».

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 18:35 | Τ.Π.

    Δημοσιονομικός χώρος υπάρχει για να μειωθεί ο φόρος για τα συμβόλαια των ποδοσφαιριστών και ο ΕΝΦΙΑ για περιουσίες άνω του 1.000.000 €, αλλά δεν υπάρχει για να διατηρηθεί η 13η σύνταξη, που ψήφισαν μαζί η πρώην κυβέρνηση και η τότε αξιωμ. αντιπολίτευση, ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία και υποσχόμενη ότι θα την διατηρήσει.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 18:41 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

    Οι συντελεστές αναπλήρωσης που προβλέπονται στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση τροποποιούνται και από 2% ετησίως για την πέραν των 40 ετών περίοδο ασφάλισης γίνονται 0,5% ετησίως, με αποτέλεσμα να μειώνονται και μετά τα 44,5 έτη ασφάλισης να γίνονται αρνητικοί κατά 1,5% ετησίως έναντι του νόμου Κατρούγκαλου.
    Ο υπουργός κ. Βρούτσης είπε από τηλεοράσεως ότι θα διορθώσει αυτή την αδικία για τους ένστολους, αλλά όχι για τους υπόλοιπους, διότι δεν επιθυμεί να εργάζεται κάποιος περισσότερο από 40 χρόνια, ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας για τους νεότερους. Η αποτροπή ισχύει γιά όσους δεν έχουν ακόμα τα 40 έτη εργασίας και φυσικά όχι γιά όσουσ τα έχουν συμπληρώσει και είναι ήδη συνταξιούχοι. Αυτό θίγει όλους τους παλιούς συνταξιούχους ελεύθερους επαγγελματίες Μηχανικούς που η νομοθεσία του ΤΣΜΕΔΕ προέβλεπε την αύξηση της συντάξεως για την πέραν των 40 και μέχρι τα 45 έτη εργασίας αλλά και τους παλαιούς Δικαστικούς, Γιατρούς, Δικηγόρους και Πανεπιστημιακούς συνταξιούχους.
    Είναι βέβαιο ότι αν δεν προχωρήσετε σε διόρθωση και για ανωτέρω, θα ακολουθήσει νέα χιονοστοιβάδα δικαστικών προσφυγών. Οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας εφαρμόζονται για όλους και όχι επιλεκτικά. Οι συντελεστές αναπλήρωσης που προβλέπονται στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση τροποποιούνται και από 2% ετησίως για την πέραν των 40 ετών περίοδο ασφάλισης γίνονται 0,5% ετησίως, με αποτέλεσμα να μειώνονται και μετά τα 44,5 έτη ασφάλισης να γίνονται αρνητικοί κατά 1,5% ετησίως έναντι του νόμου Κατρούγκαλου.
    .

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 18:49 | Πέτρος

    Κύριε Υπουργέ
    Οι υπολογισμένες στρατιωτικές συντάξεις πριν την εφαρμογή του ν. 4387/16, θεωρούνταν πλήρεις με την ολοκλήρωση 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας. Το δε χρονοεπίδομα στα 35 έτη είχε τη μέγιστη τιμή 60% . Έτσι το ποσοστό αναπλήρωσης στα 35 συντάξιμα έτη λάμβανε τη μέγιστη τιμή 35/35*80% των συντάξιμων αποδοχών, δηλαδή το ποσοστό αναπλήρωσης στα 35 συντάξιμα έτη ήταν 80%.
    Οι νέοι ασφαλισμένοι από την 01/01/1993 και εφεξής οι οποίοι θεμελίωναν συνταξιοδοτικό δικαίωμα σε περισσότερα από 35 έτη, έχουν το δικαίωμα αναγνώρισης πλασματικών ετών λόγω τέκνων (έως και 5 έτη για 3 τέκνα), δικαίωμα που δεν είχαν οι παλαιοί ασφαλισμένοι προ της 01/01/1993.
    Με την κατάργηση της πλήρους κατοχυρωμένης σύνταξης των 35 ετών και την θέσπιση της 40ετίας δεν δόθηκε παράλληλα η δυνατότητα επιστροφής στη υπηρεσία των συνταξιούχων για την συμπλήρωση από όλους 40 ετών ασφάλισης.
    Επειδή με τα ανωτέρω καταστρατηγείται κάθε έννοια και αρχή περί ασφάλειας δικαίου, περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, περί απαγόρευσης εφαρμογής, αναδρομικώς, δυσμενέστερων διατάξεων, για τον παλιό συνταξιούχο.
    Προτείνω
    Την προσαύξηση κατά 5 συντάξιμα έτη για όλους όσους συνταξιοδοτήθηκαν πριν την εφαρμογή του ν. 4387/16.
    Την δυνατότητα αναγνώρισης πλασματικών ετών λόγω τέκνων για τους ασφαλισμένους πριν την 01/01/1993.
    Την ενσωμάτωση της προσωπικής διαφοράς, στις συντάξιμες αποδοχές για όλους όσους συνταξιοδοτήθηκαν πριν την εφαρμογή του ν. 4387/16.
    Με εκτίμηση εκ των προτέρων

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 18:40 | Τ.Π.

    Παράκληση να ρυθμιστεί νομοθετικά η εκκρεμότητα (κατά το Υπουργείο Παιδείας) που υπάρχει με τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ν.4386/2016 (Α΄ 83) και η πράξη συνταξιοδότησής τους εκδόθηκε την επομένη της λήξης του σχολικού έτους 2015-2016, ώστε ο χρόνος παραμονής τους στην υπηρεσία να λογιστεί ως συντάξιμος, αφού κατά το χρόνο αυτό ( 4 μήνες ) έχει προσφερθεί εργασία, έχουν καταβληθεί μισθοί και έχουν παρακρατηθεί και αποδοθεί κανονικά εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.
    Δεν νοείται στην περίπτωση της παραπάνω ρύθμισης, το Γενικό Λογιστήριο να προβάλει ενστάσεις αντισυνταγματικότητας του νόμου και να γίνονται αποδεκτές από την κυβέρνηση, αλλά οι αποφάσεις αντισυνταγματικότητας από τα Ανώτατα δικαστήρια για τις μειώσεις των συντάξεων να μην εφαρμόζονται.
    Επίσης στον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων που έγινε δεν έχει ληφθεί υπόψιν τυχόν παράλληλη ασφάλιση του ασφαλισμένου, τα Δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, δεν υπολογίστηκε η προσαύξηση των βαρέων επαγγελμάτων, ο Δ.Τ.Κ., κλπ. και οι κρατήσεις υπέρ υγείας στις συντάξεις με αρνητική διαφορά από 1/1/19 έγιναν στο συνολικό ποσό και όχι στο 1/5 της διαφοράς, που εισπράττουν έως σήμερα.
    Επίσης θεωρείται λογικό το 30% των ηλεκτρονικών αποδείξεων να υπολογίζεται και στα αναδρομικά που, άτοκα και μετά από χρόνια, εισπράττουν οι συνταξιούχοι ή στις επιστροφές ασφαλιστικών εισφορών που, επίσης άτοκα, εισπράττουν από τα ταμεία, όταν δεν δικαιούνται σύνταξη από αυτά; Νομίζω ότι είναι πρακτικά αδύνατον αφού ούτε τα ποσά γνωρίζουν, αλλά ούτε και τα διαθέτουν το έτος που θα φορολογηθούν.
    Δημοσιονομικός χώρος υπάρχει δεν υπάρχει για να διατηρηθεί η 13η σύνταξη, που ψήφισαν μαζί η πρώην κυβέρνηση και η τότε αξιωμ. αντιπολίτευση, ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία και υποσχόμενη ότι θα την διατηρήσει.
    Η εισφορά υπέρ υγείας για ελ. επαγγελματίες μειώνεται στα 50-60 €, με αποτέλεσμα ο γιατρός των 5000 € μηνιαίως να πληρώνει αυτό το ποσό και ο συνταξιούχος των 1500 € με μεικτό άθροισμα κύριας και επικουρικής 90 €. Αδικία!

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 18:24 | Λυγερακης Ιωαννης

    Αξιοτιμε κυριε υπουργε,
    τα ποσοστα αναπληρωσης μετα τα 40 χρονια ειναι αδικα,
    πρεπει να αυξηθουν ως εξεις
    απο 40 εωσ 45 χρονια 1,5%
    απο 45 εως 50 χρονια 1,0%
    απο 50 χρονια και πανω 0,5%

    ειμαι ναυτικος και θα παρω πολυ λιγοτερη συνταξη με τον νομο σας
    συγκριτικα με τον νομο καντρουκαλου.
    ευχαριστω

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:07 | ΒΑΣΙΛΑΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ

    Ενώ είναι γνωστές οι εισφορές οι οποίες είναι και αυτές που ενδιαφέρουν για την ανταποδοτική σύνταξη, εντούτοις υπολογίζονται και λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές, ο χρόνος ασφάλισης και τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης προφανώς ως κατάλοιπα των παλαιοτέρων ασφαλιστικών ενώ ουδεμία χρησιμότητα παρέχουν. Αντιθέτως δεν εισάγονται και δεν λαμβάνονται υπόψη το πλέον χρήσιμο στοιχείο, το προσδόκιμο ζωής, καθώς και το επίσης πολύ χρήσιμο στοιχείο της παρούσας αξίας με βάση ένα επιτόκιο αναφοράς.
    ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ η ανταποδοτική σύνταξη να υπολογίζεται από την εξίσωση:
    Παρούσα Αξία του Συνόλου Εισφορών = Παρούσα Αξία του Συνόλου Καταβολών Σύνταξης [= Παρούσα Αξία της Ανταποδοτικής Σύνταξης Χ (Προσδόκιμο Ζωής – Ηλικία Συνταξιοδότησης) (έτη) Χ 12 μήνες/έτος]. Τόσο απλά.
    Ο τύπος αυτός αποδίδει πλήρως ως σύνταξη τις καταβληθείσες εισφορές ενώ τα αναφερόμενα στον νέο πίνακα του Άρθρου ποσοστά αναπλήρωσης υποαποδίδουν τις εισφορές για την περίπτωση έως τριάντα τρία (33) έτη ασφάλισης –τριάντα εννέα (39) έτη ασφάλισης σύμφωνα με τον προς αντικατάσταση ισχύοντα πίνακα– και την υπεραποδίδουν για την περίπτωση τριάντα τεσσάρων (34) ετών ασφάλισης και μετά –σαράντα (40) έτη ασφάλισης σύμφωνα με τον προς αντικατάσταση ισχύοντα πίνακα. Τα αποτελέσματα αυτά προκύπτουν από την εξίσωση των καταβληθεισών εισφορών με τις καταβολές σύνταξης με βάση τον εισαγόμενο νέο πίνακα για το εύλογο Σύνολο Συνταξιοδοτούμενου Χρόνου είκοσι (20) έτη, οπότε και θα έπρεπε:
    Σύνολο Εισφορών = Συντάξιμες Αποδοχές Χ 20% Χ Σύνολο Χρόνου Ασφάλισης (έτη) Χ 12 μήνες/έτος = Σύνολο καταβολών = Συντάξιμες Αποδοχές Χ Συνολικό Ποσοστό Αναπλήρωσης Χ Σύνολο Συνταξιοδοτούμενου Χρόνου Χ 12 μήνες/έτος Συνολικό Ποσοστό Αναπλήρωσης (αριθμητικά) = Σύνολο Χρόνου Ασφάλισης (έτη) (αριθμητικά),
    το οποίο δεν συμβαίνει στον νέο αλλά ούτε και στον προς αντικατάσταση πίνακα.
    Ποιος δίδει το δικαίωμα αυτό στον νομοθέτη να κάνει πολιτική με τα χρήματα των ασφαλιζομένων; Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι εχέφρονες πολίτες οι οποίοι αγαπούμε την ελευθερία μας επιθυμούμε να απεμπλακούμε από τον κρατιστικό παρεμβατισμό.
    Τέλος, αναφορικά με την ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα αξία των χρηματορροών, οι εισφορές αποτελούν μακροπρόθεσμο δανεισμό του κράτους και επομένως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η παρούσα αξία τους και μάλιστα με επιτόκιο αυτό των πλέον μακροπροθέσμων κρατικών ομολόγων.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:51 | ΣΓ

    1) Συνεχίζεται να υφίσταται η αιτία που προκαλεί πολλές στρεβλώσεις αλλά και πολλά παράπονα: Για τον καθορισμό του ποσοστού αναπλήρωσης, δεν εισάγεται και το κριτήριο της ηλικίας αποχώρησης από την εργασία, κατά την συνταξιοδότηση, αλλά μόνο η διάρκεια ασφάλισης και οι συντάξιμες αποδοχές. Και ναι μεν τα ζεύγη ορίων, 40 έτη ασφάλισης και 62 ετών ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης και για λιγότερα έτη ασφάλισης, ελάχιστα 15 έτη ασφάλισης και 67 ετών ηλικία συνταξιοδότησης, υπηρετούν εν πολλοίς το κριτήριο της ηλικίας αποχώρησης, πλην όμως αυτά αφορούν μερίδα μόνον από τους νέους συνταξιούχους, γιατί πολλοί ακόμα και σήμερα συνταξιοδοτούνται με πολύ μικρότερα δεδομένα από τα όρια του νόμου (ευνοϊκές καταστατικές διατάξεις ορισμένων ταμείων και μεταβατικές διατάξεις του νόμου) και βέβαια επ’ ουδενί αφορούν στους παλαιούς.
    Π.χ. δύο παλαιοί ασφαλισμένοι που ο μεν ένας συνταξιοδοτήθηκε στα 50 του ο δε άλλος (με ίδιο μισθό και έτη ασφάλισης) στα 65 του, ενώ θα τους υπολογισθεί απολύτως ίδια επανυπολογισμένη σύνταξη, εν τούτοις ο 1ος θα εισπράξει ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΙΠΛΑΣΙΟ συνταξιοδοτικό κεφάλαιο, αφού με προσδόκιμο ζωής στα 80-82 έτη, θα εισπράξει την ίδια επανυπολογισμένη σύνταξη για διπλάσιους μήνες (80-50=30*12 ενώ 80-65=15*12). Τέτοιες αποκλίσεις δεν μπορεί να είναι συνταγματικά ανεκτές, διότι παραβιάζουν τις αρχές της ισότητας, της ισονομίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
    Πρόταση: να εφαρμοσθεί και ένας επί πλέον συντελεστής αναπροσαρμογής της επανυπολογισμένης σύνταξης με βάση και την ηλικία αποχώρησης. Θα μπορούσε κάλλιστα αντί του ορίου των 62 ετών να ορισθεί το όριο των 60 ετών ή το παλαιότερο όριο των 58 ετών. Στο παραπάνω παράδειγμα με όριο την ηλικία των 60 ετών και προσδόκιμο ζωής στα 81 έτη, οι συντελεστές αναπροσαρμογής θα έχουν ως εξής:
    Συντελεστής αναπροσαρμογής 1ου = (81-60)/(81-50) =21/31 = 68,74%
    Συντελεστής αναπροσαρμογής 1ου = (81-60)/(81-65) =21/16 = 131,25%
    Εάν για παράδειγμα η επανυπολογισμένη σύνταξη και των δύο είναι 1.000€, μετά την αναπροσαρμογή τους οι τελικές επανυπολογισμένες συντάξεις να είναι:
    Του 1ου = 1.000*68,74% =687,40€ και του 2ου =1.000*131,25%=1.312,5€. Ο μεν πρώτος θα συνεχίζει να λαμβάνει την καταβαλλόμενη σύνταξή του, με ενδεχόμενο μηδενισμό της αρνητικής προσωπικής διαφοράς, αλλά ο δεύτερος θα δει αύξηση μετά τον πιθανό μηδενισμό της θετικής προσωπικής διαφοράς.
    Εναλλακτικά, θα μπορούσαν οι επί πλέον αυτές διαφορές από την αναπροσαρμογή των επανυπολογισμένων συντάξεων, απλά να συμψηφίζουν τις υπολογισθείσες προσωπικές διαφορές, δηλαδή σε περίπτωση μειωτικού συντελεστή απλά να μειώνεται η (απόλυτη) αρνητική προσωπική διαφορά, μέχρι μηδενισμού της (δηλαδή έως την πλήρη εξαφάνιση της πραγματικής αύξησης) και σε περίπτωση αυξητικού συντελεστή να τείνει να μηδενισθεί η θετική προσωπική διαφορά, χωρίς πραγματική αύξηση σύνταξης.
    Άλλωστε θα αμβλυνθεί η μάλλον παράλογη εικόνα, η ηλικία των συνταξιούχων 25-50 να είναι αυτή με τις υψηλότερες συντάξεις και μάλιστα όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο μειώνονται οι συντάξεις (βλ. φύλλο Σ.14 από το excel συστήματος ΗΛΙΟΣ Δεκ. 2018).
    2) Είναι προδήλως άδικο να αντιμετωπίζονται με την ίδια βαρύτητα τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ έτη ασφάλισης με τα ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ με εξαγορά. Τα μεν πραγματικά σε «μεγαλώνουν» υποχρεωτικά και επηρεάζουν την ηλικία αποχώρησης από την εργασία και επομένως μπορεί να υφίσταται ένα ισοζύγιο ανάμεσα στο συσσωρευμένο ασφαλιστικό κεφάλαιο όλου του ασφαλιστικού βίου και στο συνταξιουχικό κεφάλαιο όλου του συνταξιοδοτικού βίου, ενώ τα πλασματικά χρηματοδοτούν μεν ισότιμα το ασφαλιστικό σύστημα αλλά οδηγούν σε επιβάρυνση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Π.χ. κάποιος με 1.000€ συντάξιμες αποδοχές εξαγοράζει στην ηλικία των 57 ετών πέντε πλασματικά έτη, ενώ θα καταβάλει 1.000€*20%=200€*12μήνες*5έτη=12.000€, εν τούτοις θα εισπράξει, με αποβίωση στα 81 έτη και έστω με ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος 2,5% =
    (81-57)*12*1.000€*(5*2,5%)=24έτη*12μήνες*125€(ανταποδοτική επί πλέον σύνταξη) =36.000€ , δηλαδή 300% αυτών που πλήρωσε. Στην περίπτωση δε που η εξαγορά ολοκληρώθηκε με καταβολή ΜΟΝΟ 6,67% από τον ασφαλισμένο και όχι 20%, η απόδοση είναι 900%!!!!
    Σε αντίθεση κάποιος με 12 πραγματικά έτη ασφάλισης που εξαγοράζει 3 πλασματικά χρόνια για να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 67 ετών με τα ελάχιστα 15 έτη και έστω ότι είχε 1.000€ συντάξιμες αποδοχές, θα πληρώσει και θα λάβει τα εξής: 1.000€*20%=200€*12μήνες*3έτη=7.200€, εν τούτοις θα εισπράξει, με αποβίωση στα 81 έτη και με ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος 0,77% =
    (81-67)*12*1.000€*(3*0,77%)=14έτη*12μήνες*23,10€(ανταποδοτική επί πλέον σύνταξη) =3.881€ , δηλαδή το 54% των χρημάτων που πλήρωσε.
    Είναι προφανές ότι ή «κλέβεται» ή «κλέβει» το σύστημα και δεν υπηρετείται η βιωσιμότητά του και η κοινωνική αλληλεγγύη. Τι θα πρέπει να γίνει λοιπόν;; Μα είναι προφανές, τα πλασματικά χρόνια να έχουν συντελεστή αναπλήρωσης ανάλογα με την ηλικία αποχώρησης, ώστε τουλάχιστον να λαμβάνεις πίσω το κεφάλαιο που κατέβαλλες.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:30 | Βασίλειος Σταθόπουλος

    5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
    Από 1-10-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2:
    ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
    ΑΠΌ ΕΩΣ
    0 15 0,77%
    15,01 18 0,84%
    18,01 21 0,90%
    21,01 24 0,96%
    24,01 27 1,03%
    27,01 30 1,21%
    30,01 33 1,98%
    33,01 36 2,50%
    36,01 40 2,55%
    40,01 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ ΕΤΟΣ 0,50%

    ΠΡΟΤΑΣΗ:
    Επειδή στον μαθηματικό τύπο υπολογισμού του συντάξιμου μισθού ο διαιρέτης είναι οι μήνες εργασίας, η αύξηση του συντελεστού αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη κατά 0,50% οδηγεί όχι σε αύξηση αλλά σε μείωση της σύνταξης Το γεγονός αυτό καταστρατηγεί την έννοια της ανταποδοτικότητας και οδηγεί σε τιμωρία του ασφαλισμένου, που επιλεγεί να εργαστεί με τα 40 έτη. Προκειμένου να μην υπάρξει μείωση της σύνταξης του, ο συντελεστής αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη θα πρέπει να αυξηθεί σε ποσοστό 2%, όπως υπήρχε πρόβλεψη στον Ν.4387/2016.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 17:22 | Κιτσοπανίδης Ιωάννης, Ενδοκρινολόγος

    5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
    Από 1-10-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2:
    ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
    ΑΠΌ ΕΩΣ
    0 15 0,77%
    15,01 18 0,84%
    18,01 21 0,90%
    21,01 24 0,96%
    24,01 27 1,03%
    27,01 30 1,21%
    30,01 33 1,98%
    33,01 36 2,50%
    36,01 40 2,55%
    40,01 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ ΕΤΟΣ 0,50%

    ΠΡΟΤΑΣΗ:
    Επειδή στον μαθηματικό τύπο υπολογισμού του συντάξιμου μισθού ο διαιρέτης είναι οι μήνες εργασίας, η αύξηση του συντελεστού αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη κατά 0,50% οδηγεί όχι σε αύξηση αλλά σε μείωση της σύνταξης Το γεγονός αυτό καταστρατηγεί την έννοια της ανταποδοτικότητας και οδηγεί σε τιμωρία του ασφαλισμένου, που επιλεγεί να εργαστεί με τα 40 έτη. Προκειμένου να μην υπάρξει μείωση της σύνταξης του, ο συντελεστής αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη θα πρέπει να αυξηθεί σε ποσοστό 2%, όπως υπήρχε πρόβλεψη στον Ν.4387/2016.

  • 5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.

    Από 1-10-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2:
    ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
    ΑΠΌ ΕΩΣ
    0 15 0,77%
    15,01 18 0,84%
    18,01 21 0,90%
    21,01 24 0,96%
    24,01 27 1,03%
    27,01 30 1,21%
    30,01 33 1,98%
    33,01 36 2,50%
    36,01 40 2,55%
    40,01 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ ΕΤΟΣ 0,50%

    ΠΡΟΤΑΣΗ:
    Επειδή στον μαθηματικό τύπο υπολογισμού του συντάξιμου μισθού ο διαιρέτης είναι οι μήνες εργασίας, η αύξηση του συντελεστού αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη κατά 0,50% οδηγεί όχι σε αύξηση αλλά σε μείωση της σύνταξης Το γεγονός αυτό καταστρατηγεί την έννοια της ανταποδοτικότητας και οδηγεί σε τιμωρία του ασφαλισμένου, που επιλεγεί να εργαστεί με τα 40 έτη. Προκειμένου να μην υπάρξει μείωση της σύνταξης του, ο συντελεστής αναπλήρωσης μετά τα 40 έτη θα πρέπει να αυξηθεί σε ποσοστό 2%, όπως υπήρχε πρόβλεψη στον Ν.4387/2016.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 15:38 | ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

    Επί των άρθρων 8 και 28 του ν.4387/2016 που αφορούν στον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης:
    Σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας επιχειρείται βελτίωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα έτη ασφάλισης 31 έως και 40. Αδικαιολόγητα όμως μειώνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης από το 41ο έτος και πάνω, με αποτέλεσμα τα ποσοστά αναπλήρωσης από το 45ο έτος ασφάλισης και άνω να είναι μειωμένα σε σχέση με τα σήμερον ισχύοντα. Αυτό θα οδηγήσει σε μειώσεις (έστω και ως προσωπική διαφορά) και των ήδη χορηγηθεισών συντάξεων. Είναι προφανές πως η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα πλέον των 40 ετών ασφάλισης αντίκειται στην κρίση της υπ’αριθμ.1891/2019 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 30), η οποία κατέληξε πως το θεσπισθέν στο άρθρο 8 σύστημα ποσοστών αναπλήρωσης παραβιάζει την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών.
    ΑΙΤΗΜΑ: Να παραμείνει το ισχύον ποσοστό αναπλήρωσης 2% για τα 41 και άνω έτη ασφάλισης.

  • Μηχανικοί με μακρόχρονη επαγγελματική δραστηριότητα π.χ. άνω των 40 ετών, έχουν καταβάλει μεγάλα ποσά ασφαλιστικών εισφορών, ενώ η σύνταξη τους (λόγω της οικονομικής κρίσεως) έχει μειωθεί δραματικά.
    Είναι δίκαιο και ηθικό για τους Μηχανικούς αυτούς να προβλεφθεί ένα ποσοστό αναπλήρωσης 2% για όλα τα έτη μετά το όριο πλήρους συντάξεως, ώστε να αμβλυνθούν κάπως τα συνταξιοδοτικά τους προβλήματα.
    Με εκτίμηση
    Σταθόπουλος Σταμάτης
    Δρ. Πολ. Μηχανικός

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 15:33 | ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ [Π.Ε.Φ.Ν.Ι.]

    ΘΕΜΑ: « ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ –ΑΡΘΡΟ 24»

    Αξιότιμε κε Υπουργέ,

    Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση -προς διαβούλευση- του ν/σ για το «νέο Ασφαλιστικό» η Πανελλήνια Ένωση Νοσοκομειακών Φαρμακοποιών (ΠΕΦΝΙ)που εκπροσωπεί περίπου 300 Νοσοκομειακούς Φαρμακοποιούς του δημόσιου τομέα, θα θέλαμε να επισημάνουμε τα παρακάτω:

    Αναφορικά με τις παράλληλες ασφαλιστικές κρατήσεις στο Δημόσιο και ΤΣΑΥ που είχαμε έως και τις 31.12.2016 οι παλαιοί ασφαλισμένοι(πρό του 1993) υπηρετούντες το Δημόσιο Υγειονομικοί και διεκόπησαν »βίαια» με το Νόμο Κατρούγκαλου,επειδή δεν δόθηκε καμία μεταβατική περίοδος συνέχισης της παράλληλης ασφάλισης,παρά μόνον εάν πληρώναμε και τις εργοδοτικές εισφορές στο ΤΣΑΥ, και δεδομένου ότι το Νέο Ασφαλιστικό Νομοσχέδιο που έχει βγει σε διαβούλευση κάνει μνεία για την Ανταποδοτική Σύνταξη των Δημοσίων Υπαλλήλων και πριμοδοτεί την υπηρεσία μεγαλύτερης των 30 ετών(ΚΕΦ.Β’,Αρθρο 8,ποσοστά αναπλήρωσης-πιν.2- Νόμος Κατρούγκαλου),
    Θεωρούμε ότι – για την αποκατάσταση της ασφαλιστικής ομαλότητας και του περί δικαίου αισθήματος, επί της βάσης της Αρχής της Αναλογικής Ισότητας- για όσους συναδέλφους υγειονομικούς του Δημοσίου με παράλληλες ασφαλιστικές κρατήσεις, που είχαν την 31.12.2016 ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, πρέπει να αυξηθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης για τον Ασφαλιστικό Κλάδο ΤΣΑΥ (π.χ να δοθούν περαιτέρω προσαυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης ειδικά και κυρίως στις παράλληλες ασφαλιστικές κρατήσεις από τα 30 έτη και πάνω).
    Πιστεύουμε ότι αυτή η αναπροσαρμογή των ποσοστών αναπλήρωσης για αυτή την ειδική κατηγορία συνάδει απόλυτα με την αρχή της δίκαιης ανταποδοτικότητας, γιατί οι παλαιοί ασφαλισμένοι νοσοκομειακοί φαρμακοποιοί θα εξακολουθούσαμε την παράλληλη ασφάλισή μας και στον Κλάδο ΤΣΑΥ και θα επωφελούμασταν από τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης (σε υπηρεσία >30 ετών), που εξ άλλου προβλέπονται στο υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο.

    Παρακαλούμε για την αποκατάσταση αυτής της αδικίας, δεδομένου ότι ως ειδικοί στο Ασφαλιστικό και βάσει της σφαιρικής αντίληψης που έχετε, μπορείτε να εξετάσετε τα νομικά και οικονομικοτεχνικά ζητήματα για αυτή τη κατηγορία υγειονομικών με ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ,ώστε να υλοποιηθεί ουσιαστική βελτιωτική αλλαγή ή εναλλακτική πιο βελτιωμένη πρόταση.

    Παρακαλούμε όπως, στο παρόν νομοσχέδιο προστεθεί διάταξη η οποία να προβλέπει ότι το συνολικό ακαθάριστο ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του 80% των συνολικών συντάξιμων αποδοχών.

    Τέλος παρακαλούμε όπως στο παρόν νομοσχέδιο, προβλεφθεί ο συνυπολογισμός των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονταν στο ΤΣΑΥ για όλους τους έμμισθους Νοσοκομειακούς Φαρμακοποιού του Δημόσιου τομέα, στη διαμόρφωση των συντάξιμων αποδοχών τους.

    Με εκτίμηση,

    Η Πρόεδρος Δ.Σ. Π.Ε.Φ.Ν.Ι.
    Δέσποινα Μακριδάκη

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 14:35 | ΑΒΡΑΑΜ ΜΠΕΝΣΑΣΣΩΝ

    Αξιότιμε κε Υπουργέ,
    Στο άρθρο 24 παράγραφος 5 του νέου σχεδίου Νόμου, μέρος τρίτο, κεφάλιο Β (τροποποίηση της παραγρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016) «ανταποδοτική σύνταξη», αναγράφεται ότι τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών με τον πίνακα 1 και 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016 (άρθρο 24 νέου Νόμου παραγρ. 5).
    Στην ανωτέρω παράγραφο 5 του άρθρου 24 του νέου Ασφαλιστικού Νόμου – πίνακας 2 – αναγράφεται ότι από το 40,01 και άνω έτος ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης θα είναι 0,50%.
    Είναι ευνόητο ότι το ανωτέρω ποσοστό 0,50% είναι πάρα πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) και δεν αποτελεί κίνητρο για παραμονή στην εργασία έμπειρων απασχολούμενων, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών. Επίσης, δεν ανταποκρίνεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών στο πλαίσιο της αναλογικής ισότητας και της δίκαιας αντιμετώπισης των ήδη εργαζομένων με πολλά χρόνια άνω των 40 ετών π.χ. 50 και πλέον.
    Παράκληση να δείτε με διάθεση απονομής δικαιοσύνης το θέμα των εργαζομένων άνω των 40 ετών οι οποίοι αντί να επιβαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα, συνταξιοδοτούμενοι σε 40 έτη, συνεχίζουν εργαζόμενοι, οπότε προκύπτει σαφής ωφέλεια για τον ΕΦΚΑ αφού, αντί να εισπράττουν συντάξεις τουναντίον καταβάλουν εισφορές και μειώνουν τον εναπομένοντα χρόνο συνταξιοδότησης τους.
    Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω
    – Άνω των 40 ετών το ποσοστό αναπλήρωσης να καθοριστεί σε 2% ανά έτος, όπως και στο νόμο 4387/2016
    ή εναλλακτικά αν αυτό δεν είναι δυνατόν να κλιμακωθεί τουλάχιστο ως εξής:
    – Από 40 έως 50 έτη : 2% (2% είναι στο Ν.4387/16 απεριορίστως άνω των 39 ετών)
    – Άνω των 50 ετών : 1,0%

    Με εκτίμηση,

    Α. Μπενσασσών
    Πολιτικός Μηχανικός

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 14:12 | ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΠΠΑΣ

    ΑΡΘΡΟ 24
    1. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 24 – πίνακας 2 – αναγράφεται ότι από το 40,01 και άνω έτος ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης περιορίζεται σε 0,50%.
    Το ποσοστό 0,50% είναι πάρα πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) και δεν αποτελεί κίνητρο για παραμονή στην εργασία, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών. Δεν ανταποκρίνεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών στο πλαίσιο της αναλογικής ισότητας και της δίκαιας αντιμετώπισης των ήδη εργαζομένων άνω των 40 ετών οι οποίοι αντί να επιβαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα συνταξιοδοτούμενοι συνεχίζουν να εργάζονται οπότε προκύπτει σαφής ωφέλεια για τον ΕΦΚΑ αφού, αντί να εισπράττουν συντάξεις τουναντίον καταβάλουν εισφορές και μειώνουν τον εναπομένοντα χρόνο συνταξιοδότησης τους.

    2. Κατόπιν των ανωτέρω θα πρέπει να επανεξετάσετε, με διάθεση απονομής δικαιοσύνης, το θέμα των εργαζομένων άνω των 40 ετών ώστε το ποσοστό αναπλήρωσης να καθοριστεί σε 2% ανά έτος, όπως και στο νόμο 4387/2017
    ή εναλλακτικά αν αυτό δεν είναι δυνατόν να κλιμακωθεί τουλάχιστον ως εξής:
    – Από 40 έως 50 έτη – 2% (2% είναι στον Ν.4387/16 απεριορίστως άνω των 39 ετών)
    – Από 50 έως 60 έτη – 1,0%
    – Άνω των 60 ετών – 0,50%

    Ιωάννης Πέππας
    Πολιτικός Μηχανικός

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 14:45 | ΑΒΡΑΑΜ ΜΠΕΝΣΑΣΣΩΝ

    Αξιότιμε κε Υπουργέ,
    Στο άρθρο 24 παράγραφος 5 του νέου σχεδίου Νόμου, μέρος τρίτο, κεφάλιο Β (τροποποίηση της παραγρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016) «ανταποδοτική σύνταξη», αναγράφεται ότι τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών με τον πίνακα 1 και 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016 (άρθρο 24 νέου Νόμου παραγρ. 5).
    Στην ανωτέρω παράγραφο 5 του άρθρου 24 του νέου Ασφαλιστικού Νόμου – πίνακας 2 – αναγράφεται ότι από το 40,01 και άνω έτος ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης θα είναι 0,50%.
    Είναι ευνόητο ότι το ανωτέρω ποσοστό 0,50% είναι πάρα πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) και δεν αποτελεί κίνητρο για παραμονή στην εργασία έμπειρων απασχολούμενων, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών. Επίσης, δεν ανταποκρίνεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών στο πλαίσιο της αναλογικής ισότητας και της δίκαιας αντιμετώπισης των ήδη εργαζομένων με πολλά χρόνια άνω των 40 ετών π.χ. 50 και πλέον.
    Παράκληση να δείτε με διάθεση απονομής δικαιοσύνης το θέμα των εργαζομένων άνω των 40 ετών οι οποίοι αντί να επιβαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα, συνταξιοδοτούμενοι σε 40 έτη, συνεχίζουν εργαζόμενοι, οπότε προκύπτει σαφής ωφέλεια για τον ΕΦΚΑ αφού, αντί να εισπράττουν συντάξεις τουναντίον καταβάλουν εισφορές και μειώνουν τον εναπομένοντα χρόνο συνταξιοδότησης τους.
    Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω
    – Άνω των 40 ετών το ποσοστό αναπλήρωσης να καθοριστεί σε 2% ανά έτος, όπως και στο νόμο 4387/2016
    ή εναλλακτικά αν αυτό δεν είναι δυνατόν να κλιμακωθεί τουλάχιστο ως εξής:
    – Από 40 έως 50 έτη : 2% (2% είναι στο Ν.4387/16 απεριορίστως άνω των 39 ετών)
    – Άνω των 50 ετών : 1,0%

    Με εκτίμηση,

    Α. Μπενσασσών
    Πολιτικός Μηχανικός
    abensasson@enm.gr

  • ΟΡΘΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
    Σχόλιο – πρόταση Ένωσης Τεχνικών Ομίλου ΔΕΗ-ΚΗΕ στη διαβούλευση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση

    Με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο επέρχονται τροποποιήσεις στο Ν.4387/16 μεταξύ άλλων και για τον Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΤΑΠ-ΔΕΗ) .

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου αντικαθίσταται και τροποποιείται το άρθρ. 53 του Ν. 4387/2016, αλλά χωρίς να υπάρχει αλλαγή ως προς την ένταξη του ΤΑΠ-ΔΕΗ, δηλ. παραμένει σε ισχύ η παρ. 1 Αββ του άρθρου 53 του Ν.4387/16 .

    Περαιτέρω, αντικαθίσταται το άρθρ. 20 του π.δ. 8/2019 με το άρθρο 66 του υπό ψήφιση νομοσχεδίου και εντάσσει τον ΤΑΠ-ΔΕΗ στην Ε΄ Διεύθυνση Απονομής Συντάξεων, στην Β΄ Υποδιεύθυνση Απονομών η οποία αποτελείται από τα Τμήματα Γ΄ και Δ΄ Απονομής Συντάξεων ασφαλισμένων ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΤΣΕΑΠΓΣΟ, δηλ. χωρίς διακριτά όρια, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η ιδιαιτερότητα του Ταμείου, καθόσον εξακολουθεί και ισχύει η συμφωνία η οποία κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων, και θεσμοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρ. 34 του ν. 2773/99, συμφωνία η οποία τελεί εν ισχύ, καθόσον και προσφάτως με σχετική υπουργική απόφαση προϋπολογίστηκε ο ΄΄Πάγιος Πόρος΄΄ υπέρ ΤΑΠ-ΔΕΗ (ΦΕΚ τ.13΄3945/25.10.19).

    Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν ως προς την εξακολούθηση της λειτουργίας του ΤΑΠ-ΔΕΗ ως ξεχωριστό Υποκατάστημα.

    Για την Ε.ΤΕ. ΟΜΙΛΟΥ ΔΕΗ-ΚΗΕ

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
    Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΟΥΝΟΥΚΛΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

  • Σχόλιο – πρόταση Ένωσης Τεχνικών Ομίλου ΔΕΗ-ΚΗΕ στη διαβούλευση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση

    Με το άρθρο 46 Ν.2084/92, παρ.2β καθιερώνεται πρώτη φορά επασφάλιστρο για τα ΒΑΕ από 01.01.1993 και εφεξής. Το ποσοστό εισφοράς των ασφαλισμένων και απασχολούμενων σε ορυχεία σταθμούς παραγωγής και δίκτυα ορίζεται σε διάστημα τριών ετών, σε 2,5 %.
    Με την παρ. ε΄ του ιδίου άρθρου τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των υπαγομένων στα ΥΒΑΕ της τότε ΔΑΠ – ΔΕΗ και απασχολουμένων σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα αυξάνονται κατά ένα εξάμηνο από 01.01.1998 και μετά, μέχρι του 55ου έτους της ηλικίας. Με την συμπλήρωση του 50ου έτους χορηγείται σύνταξη μειωμένη κατά 1/200 για κάθε μήνα που λείπει από το όριο ηλικίας που απαιτείται για πλήρη συνταξιοδότηση. Επίσης, για τους υπαγόμενους στα ΒΑΕ το όριο ηλικίας αυξάνεται σταδιακά μέχρι του 60ου έτους.
    Ο Ν.2084/92, εκτός από την πρόσθετη ασφαλιστική εισφορά, επασφάλιστρο, με ανάλογη επιβάρυνση εργοδότη και ασφαλισμένου, εισάγει δύο διαβαθμίσεις : α) Την κατηγορία των ιδιαζόντων βαρέων και ανθυγιεινών (ΥΒΑΕ) για τους απασχολούμενους στα Ορυχεία, Σταθμούς Παραγωγής και Δίκτυα και β) Την κατηγορία των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Κοινά Βαρέα) για τις λοιπές ειδικότητες και εργασίες.
    Με το Ν.4075/12, άρθρο 4, περί καθορισμού ενιαίου ποσοστού πρόσθετων ειδικών εισφορών, αυξάνεται η εισφορά των ασφαλισμένων που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση μετά την 01.01.1993 και απασχολούνται σε υπόγειες στοές μεταλλείων και λιγνιτωρυχείων και σε εναέριες ή υποθαλάσσιες εργασίες καθώς και των ασφαλισμένων της τέως ΔΑΠ – ΔΕΗ, που απασχολούνται σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα, ως εξής : σε 4,30% για τους ασφαλισμένους και 2,70 % για τον εργοδότη.
    Με το Ν.4093/12 αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας των εργαζομένων στα ΒΑΕ ή ΥΒΑΕ από 01.01.2013 σταδιακά, κατά (2) χρόνια. Εξάλλου, με το άρθρο 16 του Ν.4237/14 ο υπολογισμός για τη λήψη πλήρης σύνταξης γίνεται με 30/30.
    Με τις διατάξεις του άρθρ. 8 του ν.4387/16 καθιερώνεται (πλην της εθνικής) και η ανταποδοτική σύνταξη. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης το οποίο είναι συνάρτηση των ετών.
    Σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα το ποσοστό αναπλήρωσης που αντιστοιχεί στα 27 έως 30 έτη ασφάλισης είναι 1,21%, ενώ για τα 39,1 έτη και άνω 2,00% (ο σχετικός πίνακας στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο τροποποιείται αυξάνοντας τους συντελεστές αναπλήρωσης, από τα 30 έτη και πάνω σε 1,98%, 2,50%, 2,55% κ.ο.κ., άρθ.24)
    Όπως προαναφέρθηκε για τους υπαγόμενους στα ΥΒΑΕ/ΒΑΕ ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ μέχρι 31.12.12 η πλήρης σύνταξη υπολογιζόταν με 27/27, ενώ από 01.01.13 σε 30/30.
    Συνεπώς, προκύπτει μείζον ζήτημα και για τους εξερχόμενους από την ενεργό υπηρεσία από τούδε και στο εξής, αλλά και για τον επανυπολογισμό της σύνταξης όσων, ήδη, αποχώρησαν. Και τούτο γιατί, όπως προαναφέρθηκε πρόθεση του νομοθέτη ήταν, μέσω της θέσπισης σχετικών διατάξεων, να διασφαλιστεί η μέγιστη ασφαλιστική προστασία σε απασχολούμενους σε εργασίες που υπάγονται στον ΚΒΑΕ, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας και της επικινδυνότητας που αυτές είχαν, πληρώντας έτσι το γράμμα του νόμου, περί παροχής εξαιρετικής ασφαλιστικής προστασίας. Και ενώ, προϊόντος του χρόνου, οι ασφαλιστικές εισφορές για όσους υπάγονται στα ΒΑΕ βαίνουν αυξανόμενες (και μάλιστα το μεγαλύτερο ποσοστό το επωμίζονται οι ασφαλισμένοι) η προστασία του νόμου κυρίως για το χρόνο εξόδου από την ενεργό Υπηρεσία (ηλικία) αλλά και οι συνταξιοδοτικές απολαβές βάσει των ετών ασφάλισης να είναι επί τω χείρον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε κενό γράμμα νόμου, όσον αφορά στην προστασία μιας ιδιαίτερα ευπαθούς ομάδας εργαζομένων, όπως αυτών που υπάγονται στα βαρέα και ανθυγιεινά και τυγχάνουν εργαζόμενοι πολλές φορές για όλο τον εργασιακό τους βίο σε ιδιαίτερα ειδεχθείς συνθήκες, όπως λ.χ. στα ορυχεία ή ως εναερίτες στα δίκτυα, κατηγορίες οι οποίες απαντώνται κατά κύριο λόγο στους εργαζόμενους της ΔΕΗ Α.Ε. και των θυγατρικών της εταιριών, ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ.
    Ο πρώην ΟΑΠ ΔΕΗ που είναι επιφορτισμένος με την έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων, ενεργώντας σύμφωνα με τη νομοθεσία αλλά και σχετικές οδηγίες που έχουν δοθεί (άρθ.30 Ν.4387/16, άρθ. 24 Ν.4445/2016, άρθ. 3 της υπ΄αριθμόν Φ11321/οικ. 47523/1570/23.10.15 Υπουργικής Απόφασης, υπ΄ αριθμόν Φ.80000/οικ.51391/1153/11.10.18 και υπ΄αριθμόν 1358076/14.11.18 έγγραφα του Υπουργείου Κοιν. Ασφάλισης και ΕΦΚΑ αντιστοίχως) εκδίδει συνταξιοδοτικές αποφάσεις με την προσαύξηση του άρθ. 30 του Ν.4387/16, ήτοι με ετήσιο συντελεστή 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς χωρίς να υπολογίζεται η επιπλέον εισφορά που καταβάλλεται σύμφωνα με τις περί ΥΒΑΕ/ΒΑΕ διατάξεις.
    Το γεγονός αυτό όμως δημιουργεί έντονη ανισότητα με αποτέλεσμα να παραβιάζεται τελικά η αρχή της ανταποδοτικότητας. Σκοπός του υπό ψήφιση νομοσχεδίου είναι η ανταποδοτική σύνταξη να στηρίζεται στις αρχές της ανταποδοτικότητας και να αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ της συνταξιοδοτικής παροχής των καταβληθεισών εισφορών και του εισοδήματος. Ωστόσο στην περίπτωση που θέτουμε υπόψη σας δηλαδή των ασφαλισμένων με ΥΒΑΕ/ΒΑΕ ο κανόνας αυτός παραβιάζεται. Και τούτο διότι, οι καταβληθείσες λόγω ΥΒΑΕ/ΒΑΕ εισφορές είναι ιδιαίτερα αυξημένες σε σχέση με τις εισφορές που καταβάλλονται με τις γενικές διατάξεις. Το γεγονός ότι οι παραπάνω αυτές εισφορές δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης οδηγεί σε ανισότητα και έλλειμα ανταποδοτικότητας.
    Να σημειωθεί ότι, προσφάτως, δόθηκε μερικώς λύση για όσους συναδέλφους παλαιούς ασφαλισμένους αποχωρούν με τις κοινές διατάξεις, αλλά έχουν διανύσει και χρόνια ασφάλισης στα ΥΒΑΕ/ΒΑΕ και θα υπολογιστεί η εισφορά που καταβαλλόταν υπέρ ΒΑΕ στην ανταποδοτική σύνταξη. Η εν λόγω ρύθμιση αφορά δυστυχώς μόνο τους παλιούς ασφαλισμένους και όχι και τους νέους οι οποίοι όμως επίσης καταβάλουν αυξημένες εισφορές λόγω απασχόλησης σε ειδικότητες ΥΒΑΕ/ΒΑΕ. Θεωρούμε ότι η επέκταση της ευνοϊκής αυτής ρύθμισης και στους νέους ασφαλισμένους είναι εύλογη και δίκαιη και αποκαθιστά την διασαλευθείσα μεταξύ ίδιων κατηγοριών εργαζομένων ισότητα.
    Ανάλογη όμως με την ανωτέρω πρόβλεψη πρέπει να υπάρξει και για τους ασφαλισμένους που αποχωρούν κάνοντας χρήση των διατάξεων περί θεμελίωσης του δικαιώματος με βάσει τα ΥΒΑΕ/ΒΑΕ.
    Και τούτο διότι, το ποσοστό αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης για έναν εργαζόμενο που έχει καταβάλει επί 35 έτη εισφορές ΥΒΑΕ/ΒΑΕ και για έναν εργαζόμενο που έχει καταβάλει για 12 έτη (χρόνος ικανός για τη θεμελίωση δικαιώματος με τις περί ΥΒΑΕ διατάξεις) εισφορές ΥΒΑΕ θα είναι τελικά το ίδιο ενώ οι καταβληθείσες εισφορές θα είναι σημαντικά υψηλότερες.
    Οι ανωτέρω κατηγορίες μισθωτών, με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία, αποχωρούν ουσιαστικά με μειωμένη σύνταξη, λόγω των ποσοστών αναπλήρωσης, αν και έχουν θεμελιώσει πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Γίνεται αυτονόητο ότι πρέπει να εξαλειφθεί αυτή η αδικία για τους εργαζόμενους στα ΒΑΕ & ΥΒΑΕ, όσον αφορά το ποσοστό υπολογισμού της κύριας σύνταξης κατά το χρόνο αποχώρησης τους.
    Είμαστε βέβαιοι ότι θα προχωρήσετε στην άρση αυτής της αδικίας για τη συγκεκριμένη κατηγορία μισθωτών.

    Για την Ε.ΤΕ. ΟΜΙΛΟΥ ΔΕΗ-ΚΗΕ

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ
    Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΚΟΥΝΟΥΚΛΑΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 13:40 | ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ

    Νόμος 1481/1984 ΦΕΚ Α-152/1984 .άρθρο 25 παρ. 1. Τα όρια ηλικίας μέχρι το οποίο το αστυνομικό προσωπικό επιτρέπεται να υπηρετεί είναι κατά βαθμούς τα εξής…….αστυνόμος Β και κατώτεροι του μέχρι και του αστυφύλακα 55-ο έτος.
    παρ. 3. Προσωρινά και για όσο χρόνο θα εξακολουθούν να υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία όσοι ενταχθούν σε αυτή από τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία Πόλεων τα όρια ηλικίας για τους βαθμούς από αστυνόμο Β και κάτω καθορίζονται ως εξής
    αστυνόμος β 55-ο έτος
    υπαστυνόμος 54 έτος
    ανθυπαστυνόμος 52 έτος
    αρχιφύλακας 51 έτος
    αστυφύλακας 51 έτος
    Ο Ν. 3865/10,που θέσπισε βασική και αναλογική σύνταξη με 40 χρόνια συντάξιμης υπηρεσίας ή όριο ηλικία 60 ετών, ρητά ορίζει ότι όσοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι την 31-10-2010 όποτε και να φύγουν, θα φύγουν υποχρεωτικά με τους όρους των προηγούμενων από αυτόν ασφαλιστικών νόμων, δηλαδή με τα πιο πάνω όρια ηλικίας και με 35/35 όπου κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας αντιστοιχεί στο 1/35 της πλήρους σύνταξης, σύμφωνα με το π.δ 169/2007
    Ο Ν 4387/2016 αγνοεί όλα τα παραπάνω και βάζει ήδη συνταξιούχους, που ουδέποτε είχαν το δικαίωμα στα 40 χρόνια, αντιστοίχως να μην έχουν δικαίωμα στην κατά 50% αναπλήρωση στη σχέση εισφορών/παροχών επειδή δεν είχαν αυτά τα 40 χρόνια.
    Το ίδιο όμως κάνει και ο παρών και εγείρονται υποψίες ότι αυτό γίνεται προκειμένου να συντηρείται για μεγάλο διάστημα η προσωπική διαφορά, που όταν επιτέλους εξοφληθεί, οι εξοφλήσαντες εις στο διηνεκές να υστερούν, διότι το αριθμητικό μέγεθος της σύνταξης τους, μη μετέχοντας πραγματικά στις αυξήσεις, παρά θα μετέχει η προσωπική τους διαφορά, θα είναι εξαιρετικά μικρό στη σχέση της με αυτές, που αφετηριακά είχαν 50% αναπλήρωση και καθόλου προσωπική διαφορά.
    Προτεινόμενη ρύθμιση, περιοχή ετών 34-36 έτη με αναπλήρωση 7.55%

    Με εκτίμηση.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 13:26 | Ανδρέας

    Αν πληρώνεις εισφορές σε δυο ασφαλιστικούς φορείς παράλληλα τότε προκαταβολή ανταποδοτικής σύνταξης να λαμβάνεις και από τούς δύο ασφαλιστικούς φορείς .

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 12:18 | ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΥΝΤΖΟΣ

    Σχετικά με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης.
    έχουν βελτιωθεί σημαντικά από την κλίμακα των 30 ετών έως τα 40 έτη εργασίας και αυτό είναι ιδιαίτερα θετικό.
    Παρατηρείται όμως μια πολύ μικρή προσαύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης , 0,5% ανά έτος , μετά τα 40 έτη ασφάλισης η οποία δεν είναι κατανοητή.
    Αντιβαίνει επίσης και στην απόφαση του ΣτΕ περί αναλογικότητας και ανταποδοτικότητας των συντάξεων, την οποία ήλθε να θεραπεύσει ο νέος νόμος.
    Είναι ακραία άδικο και που είναι άραγε η αναλογικότητα και η ανταποδοτικότητα κάποιος με 44 χρόνια ασφάλισης(και αν μάλιστα δεν μπορεί να βγεί στη σύνταξη λόγω ηλικίας) να έχει διαφορά από αυτόν που έχει 40 μόλις 2%.
    Μάλιστα το ποσοστό αναπλήρωσης στα 46 έτη με βάση τον προηγούμενο νόμο είναι μεγαλύτερο από το νέο.
    Γιατί ο νόμος θεραπεύει μερικώς το πρόβλημα , γιατί για παράδειγμα δεν κρατά ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ την διαφορά του ποσοστού αναπλήρωσης των 8 μονάδων που έχει με τον προηγούμενο νόμο , που είναι στα 40 έτη και για τα υπερβαίνοντα τα 40 έτη ασφάλισης?
    Επειδή άραγε είναι λίγοι αυτούς που αφορά? ένας λόγος παραπάνω γιατί και το σύστημα δεν θα επιβαρυνθεί και το δίκαιο πρέπει να αποκαθίσταται έστω και αν αφορά μόνο Έναν.Τέλος για λόγους πολιτικής,λαμβάνοντας υπόψη το δημογραφικό πρόβλημα θα περίμενε κανείς ο νόμος να μην έχει αντικίνητρα παραμονής στην εργασία

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 12:07 | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

    Να θεσπιστεί ποσοστό αναπλήρωσης ύψους 3,00% για έτη ασφάλισης από 40 και άνω προκειμένου να μην προκύψει μείωση στις συντάξεις για τους ασφαλισμένους με 46 έτη ασφάλισης και άνω.
    Επιπλέον, να προστεθεί διάταξη η οποία να προβλέπει ότι το συνολικό ακαθάριστο ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του 80% των συντάξιμων αποδοχών.
    Τέλος, να προβλεφθεί ο συνυπολογισμός των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών που κατεβάλλοντο στο ΤΣΑΥ για τους έμμισθους του Δημόσιου ή Ιδιωτικού τομέα, στη διαμόρφωση των συντάξιμων αποδοχών.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 11:18 | Βαγγέλης Συλιόγκας

    Θέμα: Αποκατάσταση Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι Αποστρατεύτηκαν ως Ευδοκίμως Τερματίσαντες τη Σταδιοδρομία τους

    1. Υπάρχει ένας, σχετικά, μικρός αριθμός παλαιών συνταξιούχων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, τα οποία με τον ασφαλιστικό νόμο 4387/2016 (γνωστό και ως νόμο Κατρούγκαλου) έχουν αδικηθεί κατάφορα, ενώ, όπως διαφαίνεται, και το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν αντιμετωπίζει.
    2. Πρόκειται για, περίπου, 1500 αξιωματικούς, οι οποίοι προέρχονται από τα ανώτατα στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (Σχολή Ευελπίδων, Ικάρων και Ναυτικών Δοκίμων) τους οποίους η υπηρεσία αποστράτευσε «εν μια νυκτί» ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, διακόπτοντας έτσι «βίαια» τον εργατικό τους βίο.
    3. Tα εν λόγω στελέχη, τα οποία ουδόλως στερούντο προσόντων, έναντι των συναδέλφων τους, οι οποίοι παρέμειναν στην υπηρεσία εξαντλώντας την κλίμακα την κλίμακα της ιεραρχίας, είχε ως αποτέλεσμα οι μεν πρώτοι να συνταξιοδοτηθούν ακόμα και με λιγότερα των 30 χρόνων πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ενώ οι δεύτεροι, ορισμένοι των οποίων, ξεπέρασαν και τα 40 χρόνια.
    4. Και ενώ με το ισχύον τότε συνταξιοδοτικό με τα 35/35 δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά στις συντάξιμες αποδοχές τους, έναντι αυτών που είχαν από 35 έως 42 χρόνια, το θέμα προέκυψε με την εφαρμογή του νόμου 4387/2016, με τον οποίο η ανταποδοτική σύνταξη έγινε ανάλογη των ετών ασφάλισης των συνταξιούχων.
    5. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα παραπάνω στελέχη των ΕΔ είναι τα ΜΟΝΑ, τα οποία ΔΕΝ αποχώρησαν απ’ την υπηρεσία (όπως έλεγε ο Ν4387) όπως αυτό συνέβη με ΟΛΟΥΣ τους υπόλοιπους συνταξιούχους όλων των κλάδων, οι οποίοι αποχώρησαν με την αίτηση τους.
    Σε ό,τι δε αφορά τους συνταξιούχους του δημοσίου, αυτοί «αποχώρησαν» μετά την υποβολή της τρίτης (διαδοχικά ανά μήνα) αίτησης τους.
    6. Το θέμα αυτό παρουσιάστηκε στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων (υπουργό και υφυπουργό) σε συσκέψεις την 2 και 11 Δεκεμβρίου 2019, από το συντονιστικό των τριών ενώσεων αποστράτων των ΕΔ.Η πολιτική ηγεσία ανέφερε ότι το θέμα, όντως, αποτελεί αδικία για τα στελέχη αυτά και υποσχέθηκε ότι θα το θέσει στο αρμόδιο υπουργείο εργασίας, ώστε στο νέο νομοσχέδιο να γίνει αποκατάσταση.
    7. Η αντιμετώπιση των στελεχών αυτών, πέραν των άλλων, αποτελεί και παραβίαση των άρθρων 4 και 22 του Ελληνικού συντάγματος.
    α. Άρθρο 4: Οι Έλληνες πολίτες είναι ίσοι έναντι του νόμου.
    β. Άρθρο 22: Η εργασία είναι δικαίωμα και προστατεύεται από το νόμο.

    ΠΡΟΤΑΣΗ
    Στα παραπάνω στελέχη, για τον προσδιορισμό της ανταποδοτικής τους σύνταξης να ληφθεί ως αυτά να έχουν συμπληρώσει, τουλάχιστον, 40 χρόνια ασφάλισης (πραγματικής υπηρεσίας) με το αντιστοιχούν σε αυτά ποσοστό αναπλήρωσης.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 11:32 | ΝΙΚΟΛΑΟΣ

    Άρθρο 24
    Αξιότιμε κύριε Υπουργέ
    Από τα ποσοστά αναπλήρωσης ανά έτος, όπως παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες του άρθρο 24 παράγραφος 5 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, προκύπτει ότι: α) Το ποσοστό αναπλήρωσης ανά έτος του νόμου 4387/16 αυξάνεται με ομαλό ρυθμό μέχρι τα 40 συντάξιμα χρόνια και μετά μένει σταθερό στο ανώτατο ποσοστό 2%. β) Με το νέο νομοσχέδιο ενώ το ποσοστό αυξάνεται με μεγαλύτερο σχετικά ρυθμό από τα 30 μέχρι τα 40 συντάξιμα χρόνια, μετά τα 40 χρόνια μειώνονται απότομα. Για όσους έχουν 30 έως 40 συντάξιμα χρόνια υπάρχουν αυξήσεις στα ποσοστά ανά έτος από 0,55% έως 0,91%, ενώ σε όσους έχουν περισσότερα από 40 χρόνια το ποσοστό αναπλήρωσης ανά έτος μειώνεται απότομα κατά 1,5% (δηλαδή από 2% γίνεται 0,5%). Αυτό στερείται αντικειμενικής λογικής, αποτελεί άνιση μεταχείριση σε βάρος συνταξιούχων με περισσότερα συντάξιμα χρόνια και είναι πολλαπλά άδικο για όσους έχουν πάνω από 40 συντάξιμα χρόνια διότι:
    1) Όσοι έχουν πάνω από 40 συντάξιμα χρόνια πλήρωσαν και αναλογικά περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές.
    2)Δεν είναι δυνατον να εχει ο νομος ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ καλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης για 40 χρόνια και ανω δηλαδή 2% ενώ ο καινούργιος νόμος
    0.5% (θα λένε ότι είναι καλύτερος ο Νομος ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ)

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 10:21 | ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

    Αξιότιμε κε Υπουργέ,
    Στο άρθρο 24 παράγραφος 5 του νέου σχεδίου Νόμου, μέρος τρίτο, κεφάλιο Β (τροποποίηση της παραγρ. 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016) «ανταποδοτική σύνταξη», αναγράφεται ότι τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών με τον πίνακα 1 και 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του Ν. 4387/2016 (άρθρο 24 νέου Νόμου παραγρ. 5).
    Στην ανωτέρω παράγραφο 5 του άρθρου 24 του νέου Ασφαλιστικού Νόμου – πίνακας 2 – αναγράφεται ότι από το 40,01 και άνω έτος ασφάλισης το ποσοστό αναπλήρωσης θα είναι 0,50%.
    Είναι ευνόητο ότι το ανωτέρω ποσοστό 0,50% είναι πάρα πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) και δεν αποτελεί κίνητρο για παραμονή στην εργασία έμπειρων απασχολούμενων, κυρίως ελεύθερων επαγγελματιών. Επίσης, δεν ανταποκρίνεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών στο πλαίσιο της αναλογικής ισότητας και της δίκαιας αντιμετώπισης των ήδη εργαζομένων με πολλά χρόνια άνω των 40 ετών π.χ. 50 ή 60 και πλεόν (προσωπικά έχω 65 έτη που εργάζομαι και καταβάλω τις ασφαλιστικές εισφορές).
    Παράκληση να δείτε με διάθεση απονομής δικαιοσύνης το θέμα των εργαζομένων άνω των 40 ετών.
    Έτσι αντί να επιβαρύνουν τον ασφαλιστικό φορέα συνταξιοδοτούμενοι σε 40 έτη, συνεχίζουν εργαζόμενοι οπότε προκύπτει σαφής ωφέλεια για τον ΕΦΚΑ αφού, αντί να εισπράττουν συντάξεις τουναντίον καταβάλουν εισφορές και μειώνουν τον εναπομένοντα χρόνο συνταξιοδότησης τους.
    Κατόπιν των ανωτέρω προτείνω
    – Άνω των 40 ετών το ποσοστό αναπλήρωσης να καθοριστεί σε 2% ανά έτος, όπως και στο νόμο 4387/2017
    ή εναλλακτικά αν αυτό δεν είναι δυνατόν να κλιμακωθεί τουλάχιστο ως εξής:
    – Από 40 έως 50 έτη -2% (2% είναι στον Ν.4387/16 απεριορίστως άνω των 39 ετών)
    – Από 50 έως 60 έτη -1,0%
    – Άνω των 60 ετών -0,50%
    Με εκτίμηση,
    Λάζαρος Λαζαρίδης

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 10:41 | Γιωργος

    Ένταξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που κατετάγησαν τα έτη 1990 – 1992 (κατηγορία παλαιών ασφαλισμένων), στις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν.3865/2010, για την αποκατάσταση της ασφαλιστικής ομαλότητας και του περί δικαίου αισθήματος, επί της βάσης της Αρχής της Αναλογικής Ισότητας.2. Ρύθμιση θεμάτων αναγνώρισης πρόσθετης συντάξιμης υπηρεσίας, που προβλέπονται βάσει του Ν.3865/2010, ως ακολούθως: «Προκειμένου για τα στελέχη των ΕΔ, ο χρόνος πρόσθετης συντάξιμης υπηρεσίας των τριών (3) ετών, που καθορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του Ν.3865/2010, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος με την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου/ης και εργοδότη, από τους ενδιαφερόμενους.Οι ανωτέρω εισφορές υπολογίζονται επί της εκάστοτε αποζημίωσης που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού για το Επίδομα Ειδικών Συνθηκών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4472/2017 (ΦΕΚ 74 Α’) και παρακρατούνται κατά το χρόνο καταβολής του ως άνω επιδόματος, κατ’ ανώτατο όριο για μια τριετία».

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 08:30 | Απόστολος

    Προτείνεται να προστεθεί επιπλέον παράγραφος, ως παράγραφος 8 στο άρθρο 24, ως εξής:

    «Ειδικά για κάθε δημόσιο λειτουργό που απομακρύνεται από την υπηρεσία και ο οποίος διατέλεσε ως στρατιωτικός σε κατάσταση πτητικής ενέργειας, σε κατάσταση ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή υποβρύχιου καταστροφέα ή υπηρέτησε σε υποβρύχια ή ως τεχνικός σε μονάδες εκκαθάρισης ναρκοπεδίων ξηράς ή σε ναρκαλιευτικά συνεργεία σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν.Δ. 1033/71 και 2646/1953, το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος άνω των 40,01 ετών παραμένει (καθορίζεται) στο 2,00%. Το ποσοστό αυτό εφαρμόζεται ανάλογα και στα πρόσωπα των παραγράφων 9, 10, 11 και 12 του άρθρου 41 του π.δ/τος 169/2007(Α΄ 210).»

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 00:40 | Θεόδωρος Τσιμπούκης

    Αξιότιμε κύριε Υπουργέ
    Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ποσοστό της κατηγορίας των συνταξιούχων (αλλά και εκείνων που θα συνταξιοδοτηθούν στο μέλλον) με ασφαλιστικό-συντάξιμο βίο μεγαλύτερο των 40 ετών, είναι πολύ μικρό, ως προς το ποσοστό της κατηγορίας των συνταξιούχων με ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό βίο μεταξύ 30 και 40 ετών, μου είναι ακατανόητη η επιλογή του Υπουργείου να προχωρήσει στη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης (και μάλιστα εμφαντικά δραστική: 0,5% από 2% !) της πρώτης κατηγορίας.
    Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα μόνα μειωμένα ποσοστά του υπό ψήφιση νομοσχεδίου αφορούν την κατηγορία αυτή των συνταξιούχων, εκφράζω την εύλογη απορία και πικρία, καθώς θεωρώ την αναιτιολόγητη και ατεκμηρίωτη αυτή επιλογή εντελώς άδικη και εξευτελιστική.
    Πράγματι, η τυχόν εμμονή στα προτεινόμενα στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο ποσοστά αναπλήρωσης, θα παραβίαζε τη βασική αρχή της ίσης και δίκαιης μεταχείρισης για την κατηγορία των συνταξιούχων με περισσότερα από 40 συντάξιμα έτη καθώς, εκτός των άλλων, δεν θα λάμβανε υπόψη:
    1)Τίς αναλογικά αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές.
    2)Τη μικρότερη επιβάρυνση των ταμείων, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό των συνταξιούχων της κατηγορίας αυτής συνταξιοδοτήθηκε μετά την ηλικία των 65 ετών ( αν και είχε τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα).
    3)Το γεγονός ότι μεγάλο ποσοστό των συνταξιούχων της κατηγορίας αυτής (ιδιαιτέρως όσων συνταξιοδοτήθηκαν μετά το 2010) υπέστησαν δραστικές περικοπές τόσο του εφάπαξ (περίπου 50%) όσο και των συντάξεων. Οι περικοπές αυτές θα είχαν αποφευχθεί αν είχαν συνταξιοδοτηθεί νωρίτερα. Έτσι μένει η πικρή εντύπωση ότι όχι μόνο δεν ενθαρρύνεται αλλά και αποδοκιμάζεται η επιλογή των εργαζομένων να εργάζονται περισσότερα χρόνια.

    Με βάση τα παραπάνω και ύστερα από μελέτη και επεξεργασία σχετικών στοιχείων που είχα στη διάθεσή μου προτείνω την παρακάτω πολύ ελαφρά τροποποίηση των ποσοστών αναπλήρωσης για τα έτη από 30 έως 40, χωρίς να προκαλείται καμιά πρόσθετη αύξηση στη συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη:
    Έτη αφάλισης:
    Από 30,01-33 : 1,90% (αντί 1,96%),
    Από 33,01-36: 2,4% (αντί 2,5%),
    Από 36,01-40: 2,45% (αντί 2,55%),
    Από 40,01 και άνω: 2% (αντί 0,5%).
    Με την πρόταση αυτή δεν καθίσταται αναγκαία η μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης για καμιά άλλη κατηγορία συνταξιούχων.

  • 7 Φεβρουαρίου 2020, 00:21 | Βασίλειος Νικολόπουλος

    ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
    1. Συντελεστές Αναπλήρωσης (Άρθρο 24)
    α. Ως γνωστόν, υπάρχουν ειδικές κατηγορίες προσωπικού των ΕΔ, που χαρακτηρίζονται ως οι επικινδυνότερες, με τις περισσότερες απώλειες ανθρώπινης ζωής, αλλά και με τις δυσμενέστερες, στη συνέχεια, επιπτώσεις σε θέματα υγείας. Οι κατηγορίες αυτές είναι των ιπταμένων μαχητικών αεροσκαφών και ελικοπτέρων, των αλεξιπτωτιστών, των υποβρυχίων καταστροφέων (βατραχανθρώπων), των εκκαθαριστών ναρκοπεδίων και των υπηρετούντων σε υποβρύχια.
    β. Η Πολιτεία, αναγνωρίζοντας διαχρονικά αυτή την επικινδυνότητα και το προσφερόμενο έργο στην Πατρίδα, θέσπισε από το έτος 1951 ειδικές διατάξεις μέριμνας για το προσωπικό αυτό. Ειδικότερα, με τον ΑΝ1854/51 (όπως αντικαταστάθηκε με άρθρ. 3 παρ. 1-3 Ν. 148/75 και συμπληρώθηκε στις παρ. 2 και 3 περ. δ΄ με άρθρ. 2 Ν1282/ 82), καθιέρωσε τον χρόνο υπηρεσίας των ειδικών κατηγοριών ως διπλάσιο στην ειρήνη και τριπλάσιο στον πόλεμο, που λογίζεται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, με ανάλογη και ενσωματωμένη μάλιστα στη σύνταξη προσαύξηση, η οποία δυστυχώς εξανεμίσθηκε μετά από 60 χρόνια, ως συνέπεια των αλλεπάλληλων μειώσεων από το 2010 και εντεύθεν.
    γ. Με τον επανυπολογισμό των συντάξεων, σύμφωνα με τον Ν.4387/2016 και την πρόβλεψη του άρθρου 15 του ιδίου νόμου, ότι δηλαδή ο χρόνος ασφάλισης είναι ο λογιζόμενος στο διπλάσιο χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των λειτουργών του Δημοσίου και των στρατιωτικών, σε συνδυασμό και με τα ποσοστά αναπλήρωσης του άρθρου 8, εμφανίστηκε μια μερική αποκατάσταση των τεραστίων μειώσεων που είχαν υποστεί οι συγκεκριμένες κατηγορίες συνταξιούχων, οι οποίες είχαν ξεπεράσει το 70% σε ετήσια βάση.
    δ. Αντιθέτως, η προτεινόμενη με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο τροποποίηση του υφισταμένου τρόπου υπολογισμού, θα επιφέρει επιπλέον μειώσεις, που, ανάλογα με τον συνταξιοδοτικό βαθμό και την πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, θα ξεπεράσουν το 30%, σε σχέση με το Ν.4387/2016, με αποτέλεσμα να φτάσουν και πάλι στα επίπεδα του 2013, δηλαδή στο 70% που προαναφέρθηκε ανωτέρω. Πέραν όμως των όποιων οικονομικών επιπτώσεων στους συνταξιούχους των κατηγοριών αυτών, μια δυσμενής τέτοια διαφοροποίηση, θα έχει ως μήνυμα, ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα προς τους εν ενεργεία συναδέλφους μας, που είναι εκείνοι, οι οποίοι αποτελούν τον ισχυρότερο πολλαπλασιαστή ισχύος και δυσαναπλήρωτο προσωπικό για τις Ένοπλες Δυνάμεις, απαξιώνοντας την αποστολή τους. Σε μία εποχή πολύ ιδιαίτερη για την ασφάλεια και την άμυνα της Χώρας, όπου η οικονομική κρίση είχε επιπτώσεις τόσο στα οικονομικά των στελεχών, όσο και στη διαθεσιμότητα των κύριων οπλικών συστημάτων (πχ των μαχητικών αεροσκαφών), μια επιπλέον επιδείνωση στο συνταξιοδοτικό καθεστώς, ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλο αριθμό παραιτήσεων αυτών, για σταδιοδρομία εκτός ΕΔ ή στο εξωτερικό, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν.
    ε. Η διατήρηση στο νέο νομοσχέδιο του ισχύοντος καθεστώτος (Ν.4387/2016), στον υπολογισμό των ποσοστών αναπλήρωσης για τα πάνω από τα 40 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ΔΕΝ θα επιφέρει ουσιαστική οικονομική επιβάρυνση, καθόσον οι επηρεαζόμενες ειδικές κατηγορίες των ΕΔ περιλαμβάνουν περί τους 12.000 συνταξιούχους, που αποτελούν μόνο το 0,4% στο πλήθος όλων των συνταξιούχων (2.650.000). Από τους 12.000, λιγότεροι από 40% (περίπου 4.800), ξεπερνούν τα 40 συντάξιμα έτη, ενώ οι υπάρχουσες οικονομικές οροφές (πλαφόν), θα λειτουργήσουν ως ασφαλιστικές δικλείδες. Συναφώς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι:
    1) Μετά τον Οκτ. 1990, όσοι αναγνωρίζουν διπλά συντάξιμα καταβάλλουν διπλές εισφορές επί αποδοχών τους υπέρ ΕΦΚΑ (6,67% Χ 2=13,34) συν την εισφορά του εργοδότη. Άρα η ανταπόδοση με 0,5% κατ’ έτος είναι ελαχιστότατη. Σημειωτέον ότι ο συντελεστή αναπλήρωσης 0,5% κατ’ έτος είναι κατά πολύ κατώτερος από τον συντελεστή αναπλήρωσης της πρώτης 15ετίας του εργασιακού βίου που είναι 0,77%.
    2) Για τους αποστράτους πριν την 1/10/2019, δεν υπάρχει οικονομική επιβάρυνση του Π/Υ, διότι υπάρχει πλαφόν στο 100% των ποσοστών αναπλήρωσης.
    στ. Κατόπιν αυτών και προκειμένου να παραμείνει το υφιστάμενο καθεστώς προτείνεται να προστεθεί επιπλέον παράγραφος, ως παράγραφος 8 στο άρθρο 24, ως εξής: «Ειδικά για κάθε δημόσιο λειτουργό που απομακρύνεται από την υπηρεσία και ο οποίος διατέλεσε ως στρατιωτικός σε κατάσταση πτητικής ενέργειας, σε κατάσταση ενέργειας αλεξιπτωτιστή ή υποβρύχιου καταστροφέα ή υπηρέτησε σε υποβρύχια ή ως τεχνικός σε μονάδες εκκαθάρισης ναρκοπεδίων ξηράς ή σε ναρκαλιευτικά συνεργεία σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν.Δ. 1033/71 και 2646/1953, το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος άνω των 40,01 ετών παραμένει (καθορίζεται) στο 2,00%. Το ποσοστό αυτό εφαρμόζεται ανάλογα και στα πρόσωπα των παραγράφων 9, 10, 11 και 12 του άρθρου 41 του π.δ/τος 169/2007(Α΄ 210).»
    2. Πρόωρη Αποστρατεία Στρατιωτικών
    α. Οι στρατιωτικοί, εκτός από όσους υποβάλλουν αίτηση αποστρατείας, είναι οι μοναδικοί στο δημόσιο τομέα που συνταξιοδοτούνται/αποστρατεύονται με απόφαση της υπηρεσίας, χωρίς να το επιθυμούν, ως «ευδοκίμως τερματίσαντες» τη σταδιοδρομία τους και χωρίς να έχουν συμπληρώσει πάντοτε τα απαραίτητα έτη για πλήρη σύνταξη. Στις παραπάνω περιπτώσεις και ιδιαίτερα όταν δεν έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 40 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, προτείνεται να προσδιορίζονται μεν οι συντάξιμες αποδοχές που αντιστοιχούν μέχρι το χρόνο αποστρατείας, αλλά, για τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης, ως ποσοστό αναπλήρωσης να λαμβάνεται το ποσοστό που αντιστοιχεί στα 40 έτη.
    β. Παράδειγμα
    Αν κάποιος έχει πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 36 έτη και αποστρατεύεται/συνταξιοδοτείται με απόφαση της Υπηρεσίας, αλλά επιθυμεί να αναγνωρίσει τα υπόλοιπα 4 έτη μέχρι τα 40, να μπορεί να υποβάλλει σχετική αίτηση προς τούτο, ανεξάρτητα ημερομηνίας αποστρατείας/συνταξιοδότησης. Για τη διαφορά των ετών μέχρι τη συμπλήρωση των 40 ετών, αν κρίνεται απαραίτητο, δυνατόν να καταβάλλεται εισφορά του ενδιαφερομένου για κάθε μήνα αναγνώρισης, διάταξη η οποία δύναται να αποτελέσει αντικείμενο που θα καθορίζεται με υπουργική απόφαση.
    γ. Προτεινόμενη διατύπωση
    «Όσοι στρατιωτικοί συνταξιοδοτούνται (αποστρατεύονται) ή έχουν συνταξιοδοτηθεί με απόφαση της Υπηρεσίας και δεν έχουν συμπληρώσει πραγματική συντάξιμη υπηρεσία 40 ετών, εφόσον επιθυμούν, δύνανται με αίτησή τους να ζητήσουν τον επανυπολογισμό της σύνταξής τους με 40 έτη, καταβάλλοντας τις αντίστοιχες για τη διαφορά ετών εισφορές, σύμφωνα με διαδικασία που θα καθορίζεται με υπουργική απόφαση.»

    Μετά τιμής
    Για το ΔΣ/ΠΟΣ
    Βασίλειος Νικολόπουλος
    Πρόεδρος

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 23:39 | ΘΩΜΑΣ

    αποτελεσματικοτερη η διαβουλευση στο FB. απ οτι στο αρμοδιο Υπουργειο…
    ΕΠΕΙΔΗ ,μαλλον δεν λαμβανονται υπ οψη ,,και ισως οι προτασεις και τα σχολια δεν διαβαζονται απο τον αρμοδιο Υπουργο ,,

    προταση .

    ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ .
    Ισες κρατησεις για ολους τους εργαζομενους , Ιδια συνταξη για ολους .
    Κρατησεις μεχρι την θεμελιωση συνταξιοδοτικου δικαιωματος .
    Η εργασια ν αμειβεται διαφορετικά για τον καθε εργαζομενο , αναλογα με την προσφορά εργασίας
    και οχι ο συνταξιμος βιο
    π χ.. Αλλο μισθο ο υπαλληλος – δασκαλος με δυο μαθητες στο ..ταδε σχολειο ,,και αλλο μισθο ο δασκαλος με 30 μαθητες . Αλλο μισθο ο αστυνομικος σε μια υπηρεσια επαρχιακης πολης -τοπο καταγωγης του και άλλο μισθο ο αστυνομικος του Α Τ ΟΜΟΝΟΙΑΣ
    ιΔΙΕς ΚΡΑΤΗΣΕΙς , ΙΔΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ ,,

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 22:24 | Π.Ο.Α.Σ.Α. -.Ε.Α.Α.Σ. ΑΡΘΡΟ 24

    ΕΝΩΣΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΟΥ

    ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

    Αθήνα, 03-02-2020

    ΠΡΟΣ:
    Υπουργό Εργασίας κ. Γιάννη ΒΡΟΥΤΣΗ

    ΘΕΜΑ: « ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ –ΑΡΘΡΟ 24:

    ΜΕΙΩΜΕΝΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 40 ΕΤΩΝ-ΠΛΗΡΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ ΣΤΑ 35 ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΑ 40 ΕΤΗ»

    Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

    Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση -προς διαβούλευση- του ν/σ για το «νέο Ασφαλιστικό» η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αποστράτων Σωμάτων Ασφαλείας και η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού εκφράζουν την έντονη δυσαρέσκεια & αντίθεσή τους:

    A. Στις διατάξεις του άρθρου 24 , κατά το μέρος κατά το οποίο στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 και ο πίνακας των ποσοστών αναπλήρωσης που αριθμείται σε πίνακα υπ’ 1, αντικαθίσταται το εδάφιο πριν τον πίνακα 1, και προστίθεται νέο εδάφιο και πίνακας 2.

    Ειδικότερα:

    Mε το νέο Νομοσχέδιό μειώνεται το ποσοστό αναπλήρωσης από 2.00% σε 0,5% για τα επιπλέον των 40 ετών υπηρεσίας και εντέλει ουσιαστικά μειώνεται η σύνταξη από 30% έως 50%, σε σχέση με το ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα Ν.4387 /2016. Σε οικονομικά μεγέθη παρατηρείται μείωση από 300 έως 600 ευρώ το μήνα μεσοσταθμικά.

    Η ανωτέρω ρύθμιση δεν περιποιεί τιμή σε σας αλλά κυρίως σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισα και φυλάγουν Θερμοπύλες.(Καβάφης 1903).
    Ποιοι είναι αυτοί, oι ολίγοι τον αριθμό, αλλά οι εκλεκτότεροι εκ των συναδέλφων μας, της «μάχιμης», της «πρώτης γραμμής», των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Aσφαλείας:

    α)οι ανιχνευτές – εξουδετερωτές αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών – Τ.Ε.Ε.Μ., β) οι Συνοδοί εκπαιδευμένων σκύλων για την εξεύρεση εκρηκτικών μηχανισμών, γ)οι υπηρετούντες στην Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα – Ε.Κ.Α.Μ. δ) οι υπηρετούντες ως Ιπτάμενοι και Μηχανικοί, υποβρύχιοι , ειδικών Δυνάμεων και όμοιοί τους.

    Β. Στις διατάξεις του άρθρου 24 , κατά το μέρος κατά το οποίο, παραμένει η διάταξη της 40ετίας, του Ν.4387/2016, για τους παλιούς συνταξιούχους.
    Οι προ του ν. 4387/16 υπολογισμένες συντάξεις, ήταν πλήρεις καθώς η ολοκλήρωση του ασφαλιστικού βίου είχε όριο τα 35 έτη εργασίας, επιπλέον δε υπήρχαν και ενσωματωμένες ρήτρες και όρια ηλικίας, ειδικώς για τις στρατιωτικές συντάξεις, ήτοι τα 52 ή τα 55 χρόνια για την πλειοψηφία των συναδέλφων, δηλαδή δεν μπορούσες να υπερβείς αυτά τα έτη, εκ της φύσης της αποστολής σου και εκτός των άλλων και η ίδια η Υπηρεσία σε αποστράτευε αυτεπαγγέλτως λόγω ορίου ηλικίας, ή ένεκεν προαγωγής νεότερού σου.

    Σήμερα, η παραπάνω πλήρης σύνταξη των 35 ετών με 80% αναπλήρωση, με την 40ετία, έγινε σύνταξη του 37,3%, δηλαδή ακρωτηριάστηκε-αποδεκατίστηκε, λαμβανομένων υπόψιν των μεταγενέστερων διατάξεων του ν.4387/16, αναμετράται δε η 35ετία άοπλη και ανίσχυρη με τα 40 χρόνια, που ποτέ δεν δόθηκε η ευκαιρία στους παλιούς συνταξιούχους να διανύσουν, καθώς με το Ν.4387/2016, θεσπίστηκε ότι απαιτούνται 40 έτη για να δοθεί και πάλι μόνον το 50% της αναπλήρωσης.
    Τοιουτοτρόπως η παλαιά πλήρης στρατιωτική σύνταξη με ικανοποιημένο το κλάσμα 35/35, μετατρέπεται αυτομάτως από πλήρη σε ελαχίστη-μειωμένη, και μάλιστα κατά το ποσοστό του 12,7%, ήτοι το 20% και πλέον της ανταποδοτικής σύνταξης.
    Η ανωτέρω νέα απαλλοτρίωση της σύνταξης/περιουσίας του παλιού συνταξιούχου έγινε απροειδοποίητα και δια βίου, χωρίς καμία μεταβατική διάταξη, κατά παράβαση κάθε έννοιας και αρχής περί ασφάλειας δικαίου, περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, περί κατοχύρωσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, περί απαγόρευσης εφαρμογής, αναδρομικώς, δυσμενέστερων διατάξεων ως η ανωτέρω.

    Επειδή στο πλήρες δεν χωράει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο, θα ήταν προτιμότερο να μην προσβάλλετε άλλο τους αποστράτους μέλη μας, που αποχώρησαν από την ενεργό δράση με το νομικό καθεστώς της κατοχύρωσης πλήρους σύνταξης στα 35 έτη, οδηγώντας τους σε νέους πίνακες, και ρυθμίσεις 40 ετών εργασίας, που δεν τους αφορούν, καθώς δεν τους δόθηκε ούτε θα τους δοθεί η δυνατότητα να διανύσουν, γυρίζοντάς τους από νόμο σε νόμο, κάθε λίγο και λιγάκι, θεσπίζοντας και από ένα νέο ασφαλιστικό Νομοσχέδιο αμέσως μετά τις εκλογές ή τις αποφάσεις του ΣΤΕ, το ξέρουμε πιά ότι δεν αρκούν οι κριθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις του παλιού νομοσχεδίου για να σταματήσετε το πετσόκομμα των συντάξεών μας, αφού το κάθε νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που εισάγετε προς ψήφιση, νομιμοποιεί τις παρανομίες και τις αντισυνταγματικές διατάξεις του προηγούμενου, καταργώντας στην ουσία και τα δικαστήρια που τις έκριναν αντισυνταγματικές, γιατί άραγε να υπάρχουν και δικαστήρια, ώστε εν τέλει να μην μπορεί να τύχει πλέον καμίας δικαστικής προστασίας ο κάθε συνταξιούχος που προσφεύγει στη δικαιοσύνη, κατά παράβαση και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

    Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή:

    1.Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο «τιμωρεί», όσους έχουν περισσότερα από 40 έτη χρόνια ασφαλιστικού βίου (ή 12.000 ημέρες ασφάλισης), αντί να τους τιμά, ειδικώς δε εκείνους που έθεσαν την ίδια τους την ζωή, στην διάθεση της Πατρίδας, ως προαναφέρθηκε. Συγκεκριμένα νοθεύεται για μία ακόμη φορά η Αρχή της αναλογικότητας και της ανταποδοτικότητας των εισφορών, κατά παράβαση και των πρόσφατων αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ: 1890-1891/2019.

    2. Με την κατάργηση της πλήρους κατοχυρωμένης σύνταξης των 35 ετών με 80% αναπλήρωση, και την θέσπιση της 40ετίας για να δοθεί μόνον το 50% της αναπλήρωσης, και για την 35ετία το 37,3% αυτής, καταστρατηγείται κάθε έννοια και αρχή περί ασφάλειας δικαίου, περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, περί απαγόρευσης εφαρμογής, αναδρομικώς, δυσμενέστερων διατάξεων, για τον παλιό συνταξιούχο.

    ΑΙΤΟΎΜΕΘΑ :

    1.Το ποσοστό αναπλήρωσης για 40 έτη και άνω να παραμείνει ως έχει με τον προηγούμενο ν.4387/2016 , δηλαδή στο 2,00% αναπλήρωσης ή στο 2,55 % του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, για κάθε χρόνο που αναγνωρίζεται μετά τα 40 έτη.

    2. Οι καταβαλλόμενες στρατιωτικές συντάξεις πριν την έναρξη της ισχύος του ν.4387/16, λόγω της εκπλήρωσης των στόχων των 35/35=1 λαμβανομένου υπόψιν και των περιορισμών που τότε το ασφαλιστικό καθεστώς έθετε, ιδίως για τους στρατιωτικούς συνταξιούχους, είσοδος – έξοδος από το Σώμα με συγκεκριμένα ηλικιακά όρια, αλλά και αυτεπάγγελτη αποστρατεία λόγω προαγωγής νεότερου, κάτι που έχει αλλάξει σήμερα, να συνεχίζουν να καταβάλλονται ως έχουν, και να αντιστοιχούν πλήρως στα ποσοστά αναπλήρωσης του 40/40=1 του Ν.4387/2016 κοκ, ήτοι και τα 35/35 να έχουν ποσοστό αναπλήρωσης 50% και όχι 37,3%, για τους παλιούς συνταξιούχους, να αντιστοιχούν δηλαδή στα 40/40=50% αναπλήρωσης των νέων συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία, μέχρις συμπληρώσεως 40ετίας και που θα συνταξιοδοτηθούν από της δημοσίευσης του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου και εντεύθεν.

    Για τα Δ.Σ
    Ο Πρόεδρος της ΠΟΑΣΑ Χριστακόπουλος Ευάγγελος – Υποστράτηγος ε.α

    Ο Πρόεδρος της ΕΑΑΣ Ροζής Βασίλειος – Αντιστρατηγος ε.α

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 21:31 | ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΒΡΑΚΑΣ

    Άρθρο 24

    Αξιότιμε κύριε Υπουργέ

    Από τα ποσοστά αναπλήρωσης ανά έτος, όπως παρουσιάζονται στους σχετικούς πίνακες του άρθρο 24 παράγραφος 5 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, προκύπτει ότι: α) Το ποσοστό αναπλήρωσης ανά έτος του νόμου 4387/16 αυξάνεται με ομαλό ρυθμό μέχρι τα 40 συντάξιμα χρόνια και μετά μένει σταθερό στο ανώτατο ποσοστό 2%. β) Με το νέο νομοσχέδιο ενώ το ποσοστό αυξάνεται με μεγαλύτερο σχετικά ρυθμό από τα 30 μέχρι τα 40 συντάξιμα χρόνια, μετά τα 40 χρόνια μειώνονται απότομα. Για όσους έχουν 30 έως 40 συντάξιμα χρόνια υπάρχουν αυξήσεις στα ποσοστά ανά έτος από 0,55% έως 0,91%, ενώ σε όσους έχουν περισσότερα από 40 χρόνια το ποσοστό αναπλήρωσης ανά έτος μειώνεται απότομα κατά 1,5% (δηλαδή από 2% γίνεται 0,5%). Αυτό στερείται αντικειμενικής λογικής, αποτελεί άνιση μεταχείριση σε βάρος συνταξιούχων με περισσότερα συντάξιμα χρόνια και είναι πολλαπλά άδικο για όσους έχουν πάνω από 40 συντάξιμα χρόνια διότι:
    1) Όσοι έχουν πάνω από 40 συντάξιμα χρόνια πλήρωσαν και αναλογικά περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές.
    2) Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία πάνω από 65 ετών, ενώ είχαν τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθούν πολύ νωρίτερα, με συνέπεια να επιβαρύνουν τα ταμεία λιγότερα χρόνια, διότι είναι μειωμένος ο συνταξιοδοτικός βίος (σύμφωνα με το προσδόκιμο όριο ζωής), ενώ είναι σημαντικά αυξημένος ο εργασιακός βίος.
    3) Πιστεύω ότι για λόγους δικαιοσύνης θα έπρεπε να καθιερωθεί ένας συντελεστής σχετικός με την ηλικία συνταξιοδότησης του καθενός. Ένας τέτοιος συντελεστής, θα αποκαθιστούσε μερικώς την αδικία που έγινε σε όσους συνταξιοδοτήθηκαν σε μεγάλη ηλικία ενώ θα μπορούσαν να είχαν φύγει νωρίτερα.
    4) Το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης για κάποιον που είχε πάνω από 43 συντάξιμα χρόνια ήταν πάνω από 90% (όπως στη δική μου περίπτωση). Τώρα με το νέο νομοσχέδια το σύνολο του ποσοστού που προκύπτει από το ανταποδοτικό μέρος, αλλά και την εθνική σύνταξη είναι αρκετά μικρότερο, ανάλογα με τις συντάξιμες αποδοχές.

  • Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,

    Η κοινωνική ασφάλιση αφορά, συνολικά, τη ζωή των εργαζομένων, τον κόπο και τον μόχθο ολόκληρου του εργασιακού τους βίου και ο Σ.Α.Σ.Μ.Υ. δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να την λεηλατήσει.

    Τασσόμαστε στο πλευρό των συναδέλφων που πλήττονται από τις συγκεκριμένες διατάξεις, καθώς και από αντίστοιχες προγενέστερων νόμων και δηλώνουμε ότι θα εξαντλήσουμε κάθε μέσον πίεσης, προκειμένου να αποτραπούν οι υπόψη ρυθμίσεις υπό τη συγκεκριμένη μορφή τους.

    Για την αντιμετώπιση των κενών που προαναφέρθηκαν και για τη στοιχειώδη βελτίωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, προτείνονται ως βασικά σημεία τα ακόλουθα:

    α. Η παράγραφος 2α του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 να διαμορφωθεί ως εξής:
    «2α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου, κατά την τελευταία δεκαετία ασφάλισής του εφόσον έχει ασφαλιστεί σε κύριο φορέα ασφάλισης μέχρι της ισχύος του παρόντος και καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου για ασφαλισμένους, εφεξής της ισχύος του παρόντος. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια των ετών ασφάλισης που αναλογούν, κατά τις ως άνω περιπτώσεις. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, κατά το διάστημα ασφάλισης που λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τα ως άνω διαλαμβανόμενα».

    β. Οι συντελεστές που διαμορφώνουν το ποσοστό αναπλήρωσης μετά τα σαράντα (40) συντάξιμα έτη, για λόγους δικαιοσύνης, ανταποδοτικότητας των εισφορών στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικής ισότητας, να διαμορφωθούν ως εξής:

    (1) Από τα σαράντα (40) έως τα σαράντα πέντε (45) συντάξιμα έτη, σε 2,00% κατ’ έτος.

    (2) Από τα σαράντα πέντε (45) έως τα πενήντα (50) συντάξιμα έτη, σε 1,50%. κατ’ έτος.

    (3) Από τα πενήντα (50) έως τα πενήντα πέντε (55) συντάξιμα έτη, σε 1,00% κατ’ έτος.

    (4) Πέραν των πενήντα (55) συνταξίμων ετών, σε 0,50% κατ’ έτος.

    γ. Αποκατάσταση των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που κατετάγησαν τα έτη 1990-92 (κατηγορία παλαιών ασφαλισμένων), με την ένταξή τους στις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν.3865/2010, για την αποκατάσταση της ασφαλιστικής ομαλότητας και του περί δικαίου αισθήματος, επί της βάσης της Αρχής της Αναλογικής Ισότητας προτείνεται η παρακάτω τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του σχετικού νόμου ως εξής:
    «2. Για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος αυξάνονται σταδιακά, από 01-01-2011 τα έτη συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας που απαιτούνται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, 24 1/2 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, σύμφωνα με τις υφιστάμενες μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου διατάξεις, ως εξής:
    – το έτος 2011, απαιτούνται πλέον 26 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2012, απαιτούνται 27 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2013, απαιτούνται 28 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2014, απαιτούνται 29 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2015, απαιτούνται 30 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2016, απαιτούνται 31 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
    – το έτος 2017, απαιτούνται 32 έτη πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

    δ. Ρύθμιση θεμάτων αναγνώρισης πρόσθετης συντάξιμης υπηρεσίας, που προβλέπονται βάσει του Ν.3865/2010, ως ακολούθως:

    «Προκειμένου για τα στελέχη των ΕΔ, ο χρόνος πρόσθετης συντάξιμης υπηρεσίας των τριών (3) ετών, που καθορίζεται με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του Ν.3865/2010, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος με την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου/ης και εργοδότη, από τους ενδιαφερόμενους. Οι ανωτέρω εισφορές να υπολογίζονται με ποσοστό 6,67% επί των συντάξιμων αποδοχών, της περιόδου που επιθυμεί ο ενδιαφερόμενος και με τα οικονομικά δεδομένα που αντιστοιχούσαν τότε».

    Υπενθυμίζουμε ότι, το «δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού», καθόσον οι παράνομες μειώσεις του 2012 και η εν συνεχεία απαξίωση (μη εφαρμογή) των αποφάσεων του ΣτΕ (2014), που έχουν «πληγώσει» όσο τίποτε άλλο τον κλάδο μας, αντιθέτως με ότι ορισμένοι ίσως πιστεύουν, δεν έχουν περάσει στη λήθη του παρελθόντος.

    Διαθέτουμε μνήμη, νοημοσύνη, κρίση και αποφασιστικότητα ……

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 20:22 | ΗΛΙΑΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ

    Κύριοι νομοθέτες
    Οι συντελεστές αναπλήρωσης που προβλέπονται στο κατατεθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο τροποποιούνται σε σχέση με τον Ν.4387/2016 κατόπιν των πρόσφατων αποφάσεων του ΣΤΕ (και κυρίως της υπ αριθμ. 1891/2019) και αυξάνονται ως τα 40 έτη ασφάλισης. Για τα πέρα των 40 ετών ασφάλισης μειώνονται όμως κατά 1,5% και γίνονται 0,5%. Αυτό όμως θίγει κατάφωρα αυτούς που συνεχίζουν να εργάζονται πέρα από τα 40 έτη η συνταξιούχους ελεύθερους επαγγελματίες Μηχανικούς, και όχι μόνον αφού υπάρχουν και άλλα Ταμεία που προέβλεπαν σύνταξη με 45 έτη ασφάλισης . Η νομοθεσία του ΤΣΜΕΔΕ προέβλεπε ανώτατη σύνταξη με 45 έτη εργασίας. Και ποιο συγκεκριμένα μετά τα 40 χρόνια η αύξηση της σύνταξης σε σχέση με την σύνταξη με το προηγούμενο έτος που έπαιρνε κάποιος ήταν αντίστοιχα για 41 έτη 2,50%, για 42 έτη 2,44%, για 43 έτη 2,33%, για 44 έτη 2,33% και για 45 έτη 2,27%. Με βάσει αυτήν την νομοθεσίας πάρα πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες συνέχισαν να εργάζονται, άσχετα αν είχαν θεμελιώσει και κατοχυρώσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα προσδοκώντας μία καλλίτερη σύνταξη και χρηματοδοτώντας ταυτόχρονα το ασφαλιστικό σύστημα. Και ξαφνικά έρχεται η λαίλαπα του Νόμου Κατρούγκαλου και τους βρίσκει να έχουν 42 η και περισσότερα έτη ασφαλιστικού βίου. Και είτε αναγκάζονται να συνταξιοδοτηθούν η συνεχίζουν ευελπιστώντας στην κατάργηση του απαράδεκτου νόμου. Με το παρόν νομοσχέδιο όχι μόνον δεν καταργείται η αδικία για αυτούς που έχουν ασφάλιση πάνω από 40 έτη, αλλά αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο αφού η σύνταξη τους στο ανταποδοτικό της κομμάτι αυξάνεται μόνον κατά 0,50% . Πρόκειται για μια κατάφωρη αδικία σε βάρος αυτής της κατηγορίας συνταξιούχων η ελευθέρων επαγγελματιών που σαφώς αντιβαίνει το πνεύμα της υπ αριθμ. 1891/2019 απόφασης του ΣΤΕ . Με τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα προτεινόμενα ποσοστά αναπλήρωσης για πάνω από 40 έτη ασφάλισης παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών. Για να υπάρξει δικαιοσύνη θα πρέπει τα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης στο νέο ασφ. νομοσχέδιο να για πάνω από 40 έτη να ακολουθήσουν τα ποσοστά αύξησης που προβλεπόταν για τα αντίστοιχα Ασφ. Ταμεία.
    Αν δεν διορθωθεί αυτή η αδικία να είστε σίγουροι ότι θα ακολουθήσει νέο κύμα προσφυγών.
    ευχαριστώ

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 17:33 | ΜΙΧΑΛΗΣ

    Ένταξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που κατετάγησαν τα έτη 1990 – 1992 (κατηγορία παλαιών ασφαλισμένων), στις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν.3865/2010, για την αποκατάσταση της ασφαλιστικής ομαλότητας και του περί δικαίου αισθήματος, επί της βάσης της Αρχής της Αναλογικής Ισότητας.

  • ΘΕΜΑ: « ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ –ΑΡΘΡΟ 24:
    ΜΕΙΩΜΕΝΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 40 ΕΤΩΝ»
    Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
    Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση -προς διαβούλευση- του ν/σ για το «νέο Ασφαλιστικό», ο Σύνδεσμος των Ελληνικών Εταιρειών – Γραφείων Μελετών (ΣΕΓΜ) ο οποίος εκπροσωπεί άνω των 120 μελετητικών – συμβουλευτικών εταιρειών και 5.000 εργαζομένων μηχανικών και λοιπών επιστημόνων στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι οποίοι εκπονούν τις μελέτες και τα αναπτυξιακά προγράμματα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, εκφράζει την αντίρρησή του στις διατάξεις του άρθρου 24, κατά το μέρος κατά το οποίο, στην παράγραφο 5 του άρθρου 8 του Ν.4387/2016, ο προϊσχύων πίνακας των ποσοστών αναπλήρωσης αριθμείται σε πίνακα υπ’ 1 με ισχύ έως 30-9-2019 και προστίθεται πίνακας 2 με ισχύ από 1-10-2019.
    Με τα προβλεπόμενα στον πίνακα 2 μειώνεται το ποσοστό αναπλήρωσης από 2,00% σε 0,50% για τα επιπλέον των 40 ετών ασφάλισης με συνακόλουθη μείωση της σύνταξης από 30% έως 50% σε σχέση με το ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα Ν.4387/2016.
    Είναι ευνόητο ότι το ανωτέρω ποσοστό 0,50% είναι πάρα πολύ χαμηλό (σχεδόν μηδενικό) και δεν αποτελεί κίνητρο για παραμονή στην εργασία έμπειρων απασχολούμενων όπως είναι οι μέτοχοι και εργαζόμενοι μηχανικοί και λοιποί επιστήμονες των εταιρειών μας, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες, αφενός μεν, σε Δημόσιους Φορείς και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου υπαγόμενοι στο Μητρώο Μελετητών της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, αφετέρου δε, στον ιδιωτικό τομέα όντας εγγεγραμένοι στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
    Τέλος, η νέα πρόβλεψη δεν ανταποκρίνεται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών στο πλαίσιο της αναλογικής ισότητας και της δίκαιας αντιμετώπισης των ήδη εργαζομένων με πολλά χρόνια άνω των 40 ετών π.χ. 50 ή 60 και πλέον.
    Παρακαλούμε συνεπώς να διατηρηθούν οι ρυθμίσεις του Ν.4387/2016 ως έχουν.
    Με εκτίμηση,
    Ο Πρόεδρος Δ.Σ.ΣΕΓΜ:
    ΠΑΝΑΓΗΣ ΤΟΝΙΟΛΟΣ

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 12:54 | ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ ΣΟΦΙΑΝΟΣ

    Ουσιαστικά η απόφαση του ΣΤΕ, σχετικά με το ν. 4387/2016, δέχεται ότι, τα ποσοστά αναπλήρωσης του νέου ασφαλιστικού νόμου θα πρέπει να υπακούουν στις παρακάτω αρχές:

    • Να υπάρχει κλιμάκωση και να αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης.
    • Να είναι μεγαλύτερα από τα ποσοστά του ν. 4387/2016.
    • Να μη παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας.
    • Να μη παραβιάζουν την αρχή της ισότητας.
    • Να μη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας.

    Το νέο ασφαλιστικό έρχεται ευθέως σε αντίθεση με τα παραπάνω, διότι:

    1. Τα ποσοστά αναπλήρωσης δεν αυξάνονται προοδευτικά ( 39-40 έτη ποσοστό αναπλήρωσης 2,55, 40-41 έτη ποσοστό αναπλήρωσης 0,50 ). Το ποσοστό αναπλήρωσης 50% αναφέρεται στα 40 έτη ασφάλισης για περισσότερα δε έτη θα πρέπει να αυξάνεται με μεγαλύτερο ή τουλάχιστον κατά το ίδιο ποσοστά (2,55) ανά έτος.
    2.Το 50,51% για 41 έτη δεν συνάδει με το ότι τα ποσοστά πρέπει να αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης.
    Τα ποσοστά αναπλήρωσης μετά τα 44 έτη είναι μικρότερα του ν. 4387/2016 ο οποίος κρίθηκε ότι έδινε χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης.
    3. Παραβιάζει ευθέως τις αρχές της ανταποδοτικότητας, αναλογικότητας και ισότητας.

    Εφόσον δεν διορθωθούν τα ποσοστά αναπλήρωσης ή διορθωθούν επιλεκτικά για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων ή υπάρξουν διατάξεις που δεν υπηρετούν τις αρχές της ανταποδοτικότητας, αναλογικότητας και ισότητας, ο νέος νόμος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την απόφαση του ΣΤΕ και η προσφυγή σε αυτό είναι αναπόφευκτη.

    Αλήθεια πως είναι δυνατό το δικαστήριο να κάνει αποδεκτή την προτεινόμενη κλιμάκωση των ποσοστών αναπλήρωσης όταν έχει εκδώσει τη παρακάτω απόφαση ???????????.

    Παραθέτω την περίληψη της απόφασης του ΣΤΕ ως προς τα ποσοστά αναπλήρωσης:

    ΣΤ. Περαιτέρω, έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία, ότι ναι μεν υπάρχει κλιμάκωση, ως προς τα θεσπιζόμενα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016 ποσοστά αναπληρώσεως, βάσει των οποίων υπολογίζεται η ανταποδοτική σύνταξη και τα οποία εφαρμόζονται και για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων, τα ποσοστά δηλαδή αυτά αυξάνονται προοδευτικά ανά κλίμακα ετών ασφάλισης, τα νέα, όμως, αυτά ποσοστά αναπληρώσεως, αυτά καθ’ εαυτά, είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, η δε εφαρμογή τους, ως εκ του ύψους και της ανά τριετία κλιμακώσεώς τους, τόσο στο μέσο όρο των μηνιαίων αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου προκειμένου για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, όσο και στον συντάξιμο μισθό επί του οποίου κανονίσθηκε η χορηγηθείσα σύνταξη προκειμένου για τους ήδη συνταξιούχους, οδηγεί στη χορήγηση ανταποδοτικής συνταξιοδοτικής παροχής, η οποία τελεί σε προφανή δυσαναλογία προς τις ανωτέρω αποδοχές, ενόψει του ότι το υψηλότερο ποσοστό αναπληρώσεως των εν λόγω αποδοχών είναι κατώτερο του 50%, και προς τις καταβληθείσες με βάση τις αποδοχές αυτές εισφορές. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα συγκεκριμένα ποσοστά αναπληρώσεως παραβιάζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας, η οποία αποτελεί έκφανση της αρχής της αναλογικότητας, υπό την έννοια της υπέρβασης του ανεκτού ορίου μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, κατά το Σύνταγμα, η έλλειψη ανταποδοτικότητας εισφορών – παροχών. Η ανωτέρω παραβίαση της αρχής της ανταποδοτικότητας δεν αναιρείται, εξ άλλου, από τη χορηγούμενη από το σύστημα του ν. 4387/2016 εθνική σύνταξη, το ύψος της οποίας παραμένει σταθερό και δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των (πέραν των 20) ετών ασφαλίσεως και το ύψος των αποδοχών. Περαιτέρω δε, το σύστημα του ανωτέρω ν. 4387/2016, ως προς την χορηγούμενη από αυτό συνολική συνταξιοδοτική παροχή (εθνική, ανταποδοτική και επικουρική), οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της ισότητας, διότι, όπως προκύπτει από τον πίνακα 9 του οικ. 20263/121/4.5.2016 ενημερωτικού σημειώματος της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η χορηγούμενη από το σύστημα του νόμου συνολική συνταξιοδοτική παροχή εξασφαλίζει σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό αναπλήρωσης (σχέση συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής προς μέσο όρο αποδοχών καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου ή συντάξιμο μισθό) σε πρόσωπα που υπάγονται στην ίδια κλίμακα από πλευράς χρόνου ασφαλίσεως και έχουν μικρότερες κατά μέσο όρο αποδοχές ή συντάξιμο μισθό σε σχέση με πρόσωπα που ανήκουν στην ίδια κλίμακα αλλά έχουν μεγαλύτερο μέσο όρο αποδοχών ή συντάξιμο μισθό.

  • 6 Φεβρουαρίου 2020, 12:57 | ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΡΟΣΟΣ

    Είναι πλέον κοινώς παραδεκτό, ότι οι «στρατιωτικές συντάξεις» είναι ίσως η μοναδική κατηγορία συντάξεων που υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές, οι οποίες αγγίζουν ποσοστά της τάξης του 65%, ειδικότερα μετά την εφαρμογή του ν.4093/12.
    Επί της αρχής, αξίζει να καταγραφούν τα παρακάτω στοιχεία που τεκμηριώνουν την κατάφωρη αδικία που δέχθηκαν οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι:

    ➢ Εξαιτίας της μικρής ηλικίας που αναλαμβάνουν εργασία, οι στρατιωτικοί, θεμελιώνουν σχετικά γρήγορα ηλικιακά, ώριμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, τα οποία είτε χρησιμοποιούν για να συνταξιοδοτηθούν όπως όλοι οι Έλληνες πολίτες που τεκμηριώνουν αντίστοιχα δικαιώματα, είτε αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα από την υπηρεσία, σε ηλικία κάτω των 58 ετών. Κάποιοι εξ αυτών έχουν 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, ενώ κάποιοι άλλοι δεν έχουν 35 χρόνια συντάξιμης υπηρεσίας.

    ➢ Αυτό έχει ως αποτέλεσμα από ηλικίες των 53-56 ετών οι στρατιωτικοί πολλές φορές χωρίς τη θέλησή τους (λόγω αυτεπάγγελτης αποστρατείας από την Υπηρεσία ένεκα των κρίσεων που υποχρεωτικά πρέπει να γίνονται για την επιλογή Ηγεσίας αλλά και για τη ροή των τάξεων των παραγωγικών σχολών) να συνταξιοδοτούνται με πενιχρές συντάξεις όταν λόγω και οικογενειακών υποχρεώσεων έχουν και τις μεγαλύτερες ανάγκες και αυτή η σύνταξη να τους συντροφεύει έως τέλος της ζωής τους. Οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι, υπέστησαν επιπρόσθετες μειώσεις δυσανάλογες με τους άλλους Έλληνες πολίτες, με αναδρομικό χαρακτήρα μάλιστα, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτούς στελέχη που ήδη είχαν αποστρατευθεί, με διαφορετικό καθεστώς.

    ➢ Είναι γνωστό και αναμφισβήτητο, ότι οι στρατιωτικοί είναι ίσως η μοναδική κατηγορία εργαζομένων που εκ της φύσης του επαγγέλματός τους, εργάζονται αμισθί για πάρα πολλές ώρες, πέραν του ωραρίου τους, λόγω ασκήσεων, αναγκαίων υπερωριών, βαρδιών κλπ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο μέσος στρατιωτικός, στα 30 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, έχει εργασθεί αμισθί για επιπλέον 6 χρόνια. Παράλληλα και με την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν.3865/10 από 01-01-2011, μπορούν να αναγνωρίσουν (και αυτό υπό συνθήκες) μόνο 5 έτη διπλού συντάξιμου χρόνου σε μονάδες εκστρατείας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του π.δ. 169/07 άρθρο 40 (όταν στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα, δύνανται να αναγνωρίζουν περισσότερα έτη).

    ➢ Είναι επίσης ίσως η μοναδική κατηγορία συνταξιούχων που η εφαρμογή του ν. 4093/2012, τους επέβαλε αναδρομικές μειώσεις συντάξεων, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως, ο αντίστοιχος ν.4024/2011 για το δημόσιο τομέα, δεν είχε αναδρομική ισχύ, ενώ με την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4093/12, οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι, υπέστησαν τριπλή μείωση (η πρώτη με την μείωση των βασικών τους μισθών των εν ενεργεία στελεχών, η δεύτερη με τη μείωση των συντελεστών των μισθολογικών τους κλιμακίων των εν ενεργεία στελεχών και η τρίτη με τη μείωση 5,10,15% που ισχύει για όλες τις συντάξεις των όλων των κατηγοριών, με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Β3 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, όπου η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων και- μερισμάτων (όλων των συνταξιούχων και των στρατιωτικών), άνω των 1.000 ευρώ, που καταβάλλονται από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία, μειώνεται κατά ποσοστό 5%, 10%, 15% για ποσά άνω των 1.000, 1.500, 2000, ευρώ αντίστοιχα.

    ➢ Ο υπολογισμός αυτών των μειώσεων, εφαρμόσθηκε από την 01-01-2013 και έγινε στα ποσά των συντάξεων και μερισμάτων, όπως διαμορφώθηκαν την 31-12-2012, δηλαδή μετά την ως άνω εκ του μισθολογίου μείωση (βασικών μισθών και συντελεστών) και μετά την παρακράτηση όλων των μέχρι τότε επιβληθέντων εισφορών και μειώσεων. Ενώ λοιπόν οι άλλοι δημόσιοι συνταξιούχοι υπέστησαν μόνο τις μειώσεις του 5%, 10%, 15% στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι, με το ν.4093/12 οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι υπέστησαν και τις επιπρόσθετες μειώσεις λόγω των μειώσεων των εν ενεργεία αξιωματικών που αφορούσαν στο βασικό τους μισθό και στους συντελεστές των μισθολογικών κλιμακίων δηλαδή επί της ουσίας τριπλή μείωση. Αυτό διότι οι μισθοί των στρατιωτικών συνταξιούχων ήταν, μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.4387/16, άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους μισθούς των εν ενεργεία στελεχών.

    ➢ Αντιθέτως ενώ μέχρι και το έτος 2009, στα πλαίσια της κατ’ έτος εισοδηματικής πολιτικής, δίνονταν αυξήσεις στις συντάξεις του Δημοσίου και του Ιδιωτικού τομέα, που έφταναν μέχρι και το 6%, οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι δεν έπαιρναν αυτές τις αυξήσεις, λόγω της σύνδεσης των συντάξεών τους, με το μισθολόγιο των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Οι αυξήσεις που έπαιρναν οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι ήταν μόνον αυτές που προέκυπταν από τις όποιες αυξήσεις δίνονταν στο μισθολόγιο των εν ενεργεία, οι οποίες, σε κάθε περίπτωση υπολείπονταν σημαντικά από τις πιο πάνω αυξήσεις των λοιπών συντάξεων. Συνεπώς ενώ μέχρι και το 2016 οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι ακολουθούσαν τις αποδοχές των εν ενεργεία στελεχών και άλλωστε το π.δ. 169/07 προσδιοριζε σαφώς ότι ο Κώδικας των Στρατιωτικών Συντάξεων ήταν διαφορετικός από τον Κώδικα των Πολιτικών Συντάξεων. Είναι άδικο όταν υπήρχαν αυξήσεις στις λοιπές συντάξεις να μην δίνονταν στους στρατιωτικούς συνταξιούχους και τώρα να τους επιβάλλονται και οι μειώσεις του μισθολογίου και οι μειώσεις των «πολιτικών συντάξεων».

    ➢ Με διασταλτική ερμηνεία της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007) «5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός της παραγράφου 2 ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις,..», οποιαδήποτε μεταβολή (αύξηση ή μείωση) των στοιχείων του μισθολογίου των στρατιωτικών, που συμμετέχουν στη βάση υπολογισμού της σύνταξης, προκαλεί αντίστοιχες αυξήσεις ή μειώσεις στις στρατιωτικές συντάξεις και εκδίδονται οι ανάλογες Πράξεις Αναπροσαρμογής Σύνταξης. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των περιπτώσεων 31 και 32 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/12, που προκάλεσαν μειώσεις στις μικτές αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών, αυτομάτως προκάλεσαν αντίστοιχες μειώσεις στις στρατιωτικές συντάξεις και εκδόθηκαν οι σχετικές Πράξεις Αναπροσαρμογής Σύνταξης, με αναδρομική εφαρμογή από την 01-08-2012. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι αναστέλλονταν οι μειώσεις που επιβλήθηκαν στους στρατιωτικούς συνταξιούχους ένεκα των μειώσεων στις λοιπές συντάξεις και παραμείνουν οι μειώσεις που επιβλήθηκαν, εξαιτίας της σύνδεσης του ειδικού μισθολογίου με τις στρατιωτικές συντάξεις, οι συνολικές μειώσεις επ’ αυτών, θα είναι αρκετά μεγαλύτερες από εκείνες των λοιπών συντάξεων τόσο του Δημοσίου όσο και του Ιδιωτικού τομέα.

    ➢ Για τις περικοπές που είχαν συντελεσθεί με το ν.4093/12 και ειδικότερα για τις στρατιωτικές συντάξεις, είχαν κατατεθεί προσφυγές στα αρμόδια δικαστήρια από τις Ενώσεις Αποστράτων, οι οποίες και δικαιώθηκαν από το ΣτΕ στο κομμάτι των διαδοχικών μειώσεων λόγω του μισθολογίου των εν ενεργεία κρίνοντας αντισυνταγματικές τις περικοπές των εν ενεργεία αλλά και συνταξιούχων στρατιωτικών. Το Δικαστήριο συνέδεσε το ειδικό εξουσιαστικό καθεστώς υπό του οποίου τελούν όσοι εργάζονται στις Ε.Δ., με την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση που διαχρονικά απολαμβάνουν ως αντιστάθμισμα, η οποία μάλιστα, συνιστά υποχρέωση του νομοθέτη εφόσον ως αρχή απορρέει από τα άρθρα 45 (Αρχηγός των Ε.Δ. είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας), 23 παρ. 2 (περιορισμός συνδικαλιστικών ελευθεριών) και 29 παρ. 3 (περιορισμοί πολιτικής έκφρασης) του Συντάγματος.

    ➢ Έτσι το Δικαστήριο έκρινε ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε κατά τη λήψη των επίμαχων νομοθετικών διατάξεων τα κριτήρια που επιτάσσει η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των συγκεκριμένων εργαζομένων αλλά το προδήλως απρόσφορο αριθμητικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο όλα τα ειδικά μισθολόγια αντιμετωπιζόμενα συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος θα έπρεπε να μειωθούν κατά ένα ποσοστό. Τότε λοιπόν το 2014, θεωρήθηκε ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του πρώτου άρθρου του ν.4093/12 αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και στο άρθρο 4 παρ. 5 (οι πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους – ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ) και στο άρθρο 25 παρ. 4 (το κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης – ΑΡΧΗ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ).

    ➢ Το Δικαστήριο υπερθεμάτισε την ιδιαίτερη αποστολή των Στρατιωτικών, ενώ πέρα από τον περιορισμό των συνδικαλιστικών και πολιτικών τους ελευθεριών δηλαδή η απαγόρευση του δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης, είναι και η απαγόρευση της εργασίας άρα απαγόρευση επαγγελματικής ελευθερίας, (πλην στρατιωτικών ιατρών και μουσικών όπου επιτρέπεται η εργασία σύμφωνα με το ν.1400/73 άρθρο 63 παρ. 4), η υποχρέωση παραμονής στην Υπηρεσία για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η πειθαρχία και η ιεραρχική δομή ως τρόπος οργάνωσης της υπηρεσίας, οι ειδικοί περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων των Στρατιωιτκών όπως δηλαδή του δικαιώματος της συναθροίσεως. Πέρα από τους γενικούς περιορισμούς που επιβάλλει το Σύνταγμα υφίστανται και ειδικότεροι περιορισμοί που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης των στρατιωιτκών με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις. Επιπρόσθετα το Σύνταγμα θεσπίζει τα κωλύματα εκλογιμότητας (παρ.1,3 και 4), την υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 96 παρ. 4 και 5) και δεν περιέχει καμία άλλη ρύθμιση, γενική ή ειδική για τα συνταγματικά δικαιώματα των υπηρετούντων στις Ένοπλες Δυνάμεις.

    ➢ Συνεπώς η «ιδιαιτερότητα» των στρατιωτικών αποκτά κατά το ΣτΕ, μία ιδιότυπη προστατευτική λειτουργία των όσων αποδεδειγμένα δεν τελούν σε όμοια κατάσταση με τους υπόλοιπους και συνεπως γιαυτό λαμβάνει χώρα μία ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση. Ως απόρροια του δικανικού συλλογισμού ανακύπτει ότι, για αυτό το λόγο και το π.δ. 169/07 διαχωρίζει τις Πολιτικές από τις Στρατιωτικές Συντάξεις, ως ανταμοιβή για το ρόλο που επιτέλεσαν. Επίσης η αρχή της ισότητας διαπνέει όλη την έκταση του δικανικού συλλογισμού του Δικαστηρίου, συνδέοντας την εφαρμογή της απόφασης με την οικονομική διάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αξιοπρεπούς διαβίωσης, σκιαγραφώντας για τους Στρατιωτικούς (εν ενεργεία και συνταξιούχους) ότι αποτελούν μία κοινωνική ομάδα σύμφωνα με το ρόλο που επιτέλεσαν και επιτελούν. Οι στρατιωτικοί κατά το Δικαστήριο θεωρήθηκε ότι ανήκουν στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας.

    ➢ Δέον όπως επισημανθεί επίσης ότι επί της σώρευσης δυσβάσταχτων μειώσεων, εκ των παραλλήλων τριπλών μειώσεων, καταγράφεται σχετική γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που περιελήφθη στα Πρακτικά της 3ης Συνεδρίασης της 30-10-2012,που γνωμάτευσε μεταξύ άλλων ότι «στην περίπτωση που προβλέπεται με άλλο νομοσχέδιο η μείωση των αποδοχών οποιαδήποτε κατηγορίας λειτουργών και υπαλλήλων υπάρχει ο κίνδυνος οι συνταξιούχοι των κατηγοριών αυτών να υποστούν διπλή μείωση λόγω αναπροσαρμογής των συντάξεων τους και αυτοτελή μείωση με βάση το προς γνωμοδότηση νομοσχέδιο και συνεπώς πρέπει να διευκρινισθεί ότι μία μείωση είναι επιτρεπτή, άλλως θίγεται η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας». Το οποίο όμως τελικά έγινε με το ν.4093/2012.

    ➢ Οι αποφάσεις του ΣτΕ που έκριναν άκυρο και αντισυνταγματικό το ν.4093/2012 όσον αφορά στους στρατιωτικούς (εν ενεργεία και συνταξιούχους) συναρμονίσθηκαν με την ανωτέρω γνωμοδότηση αναφέροντας : «…. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέστηκε η κυβέρνηση για την μείωση των συντάξεων, όπως είναι η περιστολή των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας και η αποτυχία είσπραξης των προβλεπόμενων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών….», «….δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές».

    ➢ Και αυτό γιατί τα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν και οι περικοπές «συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών». «Οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγω περικοπών. Η συνταγματικότητα των μέτρων αυτών δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενόμενης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ΄ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων».

    ➢ Οι περικοπές των συντάξεων των Στρατιωτικών και «μάλιστα αναδρομικά από 01/08/2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες». Ακόμα, οι περικοπές των συντάξεων είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται «ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι είναι αντισυνταγματικές ως προσκρούουσες στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας οι παράλληλες διπλές μειώσεις των συντάξεων….»

    ➢ Ο ν.4307/14 (άρθρο 86) αποκατέστησε κατά το 50% τις περικοπές του ν.4093/12 τόσο στις στρατιωτικές συντάξεις όσο και στους μισθούς των εν ενεργεία στελεχών. Οι στρατιωτικοί προσέφυγαν εκ νέου στο ΣτΕ, όπου και δικαιώθηκαν με τις αποφάσεις 1125/2016 έως και 1128/2016, όπου κρίθηκε ότι η επαναφορά μόνο στο 50% των αποδοχών σύμφωνα με την ΚΥΑ που εκδόθηκε κατ΄εξουσιοδότηση του ν.4307/14 είναι αντισυνταγματική καθώς αποκαταστάθηκε μόνο μερικώς το μισθολόγιο των στρατιωτικών. Κρίθηκε ότι οι αποδοχές τους έπρεπε να επανέλθουν στα επίπεδα της 31ης Ιουλίου 2012. Η αντισυνταγματικότητα προσκρούει στα άρθρα 95,45,29,23 του Συντάγματος. Η Πολιτεία θεωρήθηκε ότι προσαρμόσθηκε πλημμελώς στις προηγούμενες αποφάσεις του 2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ (2192-2196/2014) και δεν εφήρμοσε τη συνταγματικά προστατευόμενη αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών.

    ➢ Με το ν.4575/2018 (ΦΕΚ Α’ 192) άρθρο 10, κατεβλήθη το αναλογούν ποσό του 50% για το χρονικό διάστημα 01/08/2012 έως 31/12/2016 στους εν ενεργεία στρατιωτικούς, ενώ με το άρθρο 15 του ίδιου νόμου, κατεβλήθη και στους συνταξιούχους. Ωστόσο οι διατυπωθείσες διατάξεις του ν.4575/2018 είχαν μία ειδοποιό διαφορά με το ν.4307/2014. Για τους μεν εν ενεργεία στρατιωτικούς οι διατάξεις του άρθρου 10 δεν επηρέαζαν τις αποδοχές των στελεχών οι οποίες είχαν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 του ν.4472/17 (Α’ 74), δηλαδή του νέου μισθολογίου. Παράλληλα για τους συνταξιούχους προβλεπόταν ότι μέχρι το χρονικό σημείο υπαγωγής τους στο ν.4387/2016 (01/01/2017) το εφάπαξ ποσό δεν επηρέαζε το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης που είχε ληφθεί υπόψη για τον επανυπολογισμό και την αναπροσαρμογή που προβλεπόταν στον ν.4387/2016 (Α’ 85).

    ➢ Συνεπώς ο ν.4585/2018 δεν παρήγαγε τα «εμπροσθοβαρή» αποτελέσματα που παραγόταν από το ν.4307/2014 άρθρο 86. Διότι οι αποδοχές της 31/07/2012 για κάθε κατηγορία στελέχους (εν ενεργεία ή συνταξιούχο) έπρεπε να μεταφερθούν επί της ουσίας στις 31/12/2016 και βάσει αυτών να υπολογισθούν είτε οι μισθοί με το ν.4472/2017 είτε οι συντάξεις με το ν.4387/2016 ή τους παλαιότερους συνταξιοδοτικούς νόμους. Τι έγινε όμως; Δόθηκε (σωστά) το υπόλοιπο 50% από 01/08/2012 έως 31/12/2016 αλλά αυτόματα έπαυσε χωρίς μεταφορά των ευεργετικών διατάξεων από 01/01/2017, με αποτέλεσμα όταν παρήχθησαν τα μισθολογικά αποτελέσματα του ν.4472/2017 και τα συνταξιοδοτικά του ν.4387/2016 αυτά να παράγονται με το 50% των αποδοχών και συντάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2016 σύμφωνα με το ν.4307/2014. Οι όποιες συνέπειες της αποκατάστασης δεν μεταφέρθηκαν από 01/01/2017 ούτε στις συντάξεις ούτε στους μισθούς.

    ➢ Σύμφωνα με το Άρθρο 95 του Συντάγματος υφίσταται υποχρέωση συμμόρφωσης της πολιτείας προς τελεσίδικες αποφάσεις του ΣτΕ, η οποία αυτή υποχρέωση εξειδικεύθηκε και με το ν.3068/2002 (άρθρο 1).

    ➢ Επιπρόσθετα στους στρατιωτικούς συνταξιούχους, δεν αυξήθηκαν επί της
    ουσίας οι συντάξεις τους με το ν.4307/2014, γιατί η εφαρμογή των νόμων των μειώσεων των «λοιπών συντάξεων» του ν.4093/2012 τους προκαλεί μειώσεις, όπως ήδη παρατηρήθηκε. Τυχόν μικρή αύξηση που τους δόθηκε, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις όπου για παράδειγμα από την περικοπή του 5% του ν.4093/2012 μπήκαν στο πλαφόν του 10% και η υποτιθέμενη αύξηση ήταν μηδενική. Εδώ έχοντας ως εμπειρία την εφαρμογή του ν.4307/2014 για το πρώτο 50%, στα εκκαθαριστικά σημειώματα του Ιανουαρίου 2015, όπου είχαν καταχωρηθεί οι νέες συντάξεις και τα αναδρομικά 6 μηνών, διαπιστώθηκε πως, η συγκεκριμένη «μερική αποκατάσταση των συντάξεων», ανερχόταν σε πλείστες περιπτώσιες σε μηνιαία αύξηση από 0,0 € μέχρι 65,0 €. Και αυτό οφειλόταν πρωτίστως στο γεγονός πως η εν λόγω αύξηση υπολογίστηκε στις μεικτές αποδοχές των στελεχών αυτών, με αποτέλεσμα να υποστούν τις μειώσεις των επί πλέον κρατήσεων διαδοχικά των ν.4093/2012, ν.4002/11 , ν.4024/11 και ν.4051/12.

    ➢ Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, ήταν να υποστούν υπερβολικές κρατήσεις-μειώσεις-εισφορές, που εξαφάνιζαν πλήρως την επιστροφή και αλλοιώναν ολοσχερώς το «πνεύμα-πρόθεση» του νομοθέτη, για επαναφορά στα επίπεδα του 50%. Πλέον των ανωτέρω θεωρείται δεδομένο πως ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνθηκε κατά πολύ λιγότερο, από τα αναφερόμενα ποσά στην αντίστοιχη οικονομική έκθεση του ν.4307/2014. Τα ίδια ισχύουν σαφώς και στο ν.4575/18, καθόσον οι όποιες αυξήσεις αφορούσαν μόνο το χρονικό διάστημα από 01/08/2012 έως και 31/07/2016, ενώ όχι μόνο δεν «μετακυλίθηκαν» στο νέο μισθολόγιο των εν ενεργεία στελεχών, αλλά ούτε και στις συντάξιμες αποδοχές από 01/01/2017, ώστε να υπάρξουν έστω και αυτές οι μικρές αναπροσαρμογές του ν.4307/2014 για το πρώτο 50%.

    ➢ Τα στελέχη των Ε.Δ. έως την ψήφιση του ν.4387/2016 υπήγοντο σε ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς (π.δ. 169/07: Κώδικας Στρατιωτικών και Πολιτικών Συντάξεων). Το καθεστώς αυτό είχε αναγνωρισθεί από όλες τις πολιτικές Ηγεσίες κατά τις αναμορφώσεις των ασφαλιστικών – συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων, όποτε ελάμβαναν χώρα. Το σύστημα ήταν διακριτό με ξεχωριστούς θεσμούς, το Δημόσιο και το Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα στελέχη των Ε.Δ., ουδέποτε ενετάχθησαν σε φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης όπως έπραξαν άπαντες οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο και στον Ιδιωτικό Τομέα. Ωστόσο αυτό το θεμελιώδες γεγονός, αγνοήθηκε όταν με το ν.4387/2016 όπου ενετάχθησαν τα στελέχη των Ε.Δ. στον ΕΦΚΑ. Οι δύο θεσμοί είχαν διαφορετική εννοιoλογική προσέγγιση και φιλοσοφία.

    ➢ Στο συνταξιοδοτικό θεσμό του Δημοσίου, υπάγονταν τα άμεσα και έμμεσα όργανα του Κράτους, που συνδέονται με ειδική σχέση με αυτό, δηλαδή: Στρατιωτικοί, Δικαστικοί Λειτουργοί, Δημόσιοι Υπάλληλοι κλπ.. Εκτός από αυτό, τον εν λόγω θεσμό, τον προστάτευε και το Σύνταγμα, ενώ το Κράτος εγγυόταν να διασφαλίζει την επάρκεια των συτνάξεων και τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

    ➢ Σε κάθε Υπουργείο (πλην του ΥΠΕΘΑ) ιδρύθηκε και ένα Ταμείο Αρωγής στα πρότυπα του Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης με τους δικούς του όρους έκαστο. Αργότερα ενοποιήθηκαν αυτά τα ταμεία και απετέλεσαν το ΤΕΑΔΥ (Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων) όπου αργότερα αποτέλεσε κλάδο του ΕΤΕΑ (Εννιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης) και σήμερα με το ν.4387/2016 (άρθρο 74) μετονομάσθηκε σε ΕΤΕΑΕΠ (Εννιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών), όπου σύμφωνα με το άρθρο 75 εντάχθηκαν και τα Ταμεία Πρόνοιας (ΤΠΔΥ, ΤΑΠΙΤ, ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, ΤΑΥΤΕΚΩ, ΕΤΑΑ, ΤΠΑΕΝ, ΤΠΚΕΝ,ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Τα στελέχη των Ε.Δ., ουδέποτε ίδρυσαν Ταμείο Αρωγής και επιβάρυναν στο παρελθόν το Ελληνικό Δημόσιο. Με το ν.2084/1992, όσοι προσλαμβάνονταν στο Δημόσιο ή στον Ιδιωτικό Τομέα, η ασφάλισή τους σε φορέα Επικουρικής Σύνταξης ήταν υποχρεωτική, πλην των στελεχών των Ε.Δ., καθόσον κατά τη συζήτηση τότε του νομοσχεδίου εκρίθη ότι η Κοινωνική Ασφάλιση δεν ταιριάζει στη φύση της αποστολής και του έργου των στελεχών των Ε.Δ. και τα στελέχη εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτικότητα της ένταξης που ίσχυσε για ΑΠΑΝΤΕΣ τους υπόλοιπους.

    Αρκετά έτη αργότερα το ΣτΕ, με τις αποφάσεις του 2192-2196/2014, έρχεται να τελεσιδικήσει ακόμη μία φορά για την ειδική σχέση των στελεχών των Ε.Δ. που έχουν με το Κράτος. Η ίδρυση Ταμείων Αρωγής από τους άλλους Δημοσίους Υπαλλήλους αλλοίωσε το Συνταγματικό χαρακτήρα της Σύνταξης, αμφισβητώντας δηλαδή εν τοις πράγμασι ότι πρόκειται για «αμοιβή» αντί μισθού και σε συνέχεια αυτού. Εκτός αυτού επιβάρυναν τον κρατικό Προϋπολογισμό. Τα στελέχη των Ε.Δ. ουδέποτε ενετάχθησαν σε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ).

    Αυτό συνιστά ουσιώδη λόγο εξαίρεσης των Στρατιωτικών από το ν.4387/2016, καθώς ο ν.4387/2016 (άρθρο 1) ρυθμίζει τα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ενώ στον ΕΦΚΑ υπήχθησαν όσοι είχαν προηγουμένως ενταχθεί σε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (είτε άμεσα, είτε έμμεσα λόγω ίδρυσης Ταμείων Αρωγής και καταβολής Επικουρικών Συντάξεων). Σύμφωνα με το άρθρο 76 του ν.4387/2016 καθορίζει ποιοι υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΠ, όπου αναφέρεται ρητά ότι υπάγονται οι ήδη ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑ άρα με βάση την ανωτέρω επιχειρηματολογία έπρεπε να εξαιρούνται οι Στρατιωτικοί.

    Επίσης ενώ στους στρατιωτικούς ε.ε. απαγορεύεται με το ν.δ. 1400/73 η άσκηση δεύτερης εργασίας, ενώ παράλληλα αποστρατεύονται πρώϊμα καθόσον εισέρχονται νωρίς στον εργασιακό βίο (18 ετών), συνεπως το μέγιστο που δύνανται να παραμείνουν είναι έως τα 58 έτη (και όχι το σύνολο αυτών διότι λόγω των ετησίων κρίσεων στις Ε.Δ. ένας ικανός αριθμός αποστρατεύεται σε ηλικίες 53-56 ετών), έρχεται επιπρόσθετα και το άρθρο 20 του ν.4387/2016 να θεσπίσει περιοριστικές διατάξεις στην εργασία των συνταξιούχων.

    Το ΥΠΕΚΑΑ και ο ΕΦΚΑ με εγκυκλίους του (όπως: ΕΓΚ ΕΦΚΑ 33/19-09-2017, ΕΓΚ Φ.8/2018, Φ.80000/οικ.12151/274/19-03-18, ΕΓΚ ΕΦΚΑ 04-01-2019), ξεκαθάρισε ότι για κάθε απασχόληση συνταξιούχου που προκύπτει ασφάλιση που είναι υπακτέα στον ΕΦΚΑ, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 20, για το χρονικό διάστημα απασχόλησης. Μόνο εφόσον παραιτούνται του δικαιώματος είσπραξης αμοιβής για την απασχόληση εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του άρθρου 20. Επίσης εξαιρεί αμοιβές από πνευματικά δικαιώματα, έξοδα κίνησης, έξοδα παράστασης, κλπ. Εφόσον συνάφθηκε νέα σύμβαση εργασίας μετά την 13/05/2016 εμπίπτει στο άρθρο 20, αλλά και όταν σταματήσει την απασχόληση εμπίπτει στις διατάξεις του ν.4387/2016. Μόνο εφόσον δεν υπάρξει ούτε μία μέρα διακοπή από την προηγούμενη εργασία του και τη νέα σύμβαση (χωρίς χρονικό κενό δηλαδή) δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ν.4387/2016.

    • Τροποποίηση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.4387/2016 που υπαγάγει στον ΕΦΚΑ τους στρατιωτικούς και ένταξή τους στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν.4387/2016 δηλαδή στις διατάξεις που δεν έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω παράγραφοι του άρθρου 4. Δηλαδή γενικά, οι στρατιωτικές συντάξεις θα πρέπει να αυξομειώνονται μόνον σε αντίστοιχες αυξομειώσεις του ειδικού μισθολογίου των εν ενεργεία στρατιωτικών, όπως συνέβαινε μέχρι και το έτος 2016. Συνεπώς πρέπει να αποδεσμευθούν οι στρατιωτικές συντάξεις από τις πολιτικές συντάξεις του ν.4387/16, όπως άλλωστε ορίζει και ο Κώδικας Στρατιωτικών και Πολιτικών Συντάξεων (π.δ. 169/2007), διαφοροποιώντας καθαρά και διακριτά αυτές τις δύο κατηγορίες. Τα θέματα συντάξεων είναι αρμοδιότητα μόνο του Υ.Ο. σύμφωνα με το άρθρο 73 του Συντάγματος, ενώ δεν αναφέρεται πουθενά το ΥΠΕΚΑΑ, το οποίο ΥΠΕΚΑΑ ήταν το επισπεύδον Υπουργείο του ν.4387/2016 (όπως άλλωστε εμφαίνεται και στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Κοινοβουλίου). Με αυτό τον τρόπο θα διαμορφωθούν συντάξεις μίας ταχύτητας για τους στρατιωτικούς.

    • Απαιτείται επαναφορά των συνταξίμων αποδοχών στο ίδιο επακριβώς μεικτό ποσόν αποδοχών της 31ης Ιουλίου του 2012, όπως ακριβώς επιτάσσουν και οι οικείες αποφάσεις του ΣτΕ, με συνέχιση εφαρμογής από 01/01/2017 (συνεπώς να επανυπολογισθούν μισθοί και συντάξεις με το νέο πλέον ποσό της 31/12/2016 και όχι με το ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή του 50% του ν.4307/2014). Εναρμόνιση των διατάξεων που διαμορφώνουν προσκρούσεις στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, εκ της μη τελικώς πλήρους εφαρμογής των αποφάσεων του ΣτΕ, που έκαναν λόγο για αποκατάσταση αποδοχών στα επίπεδα της 31/07/2012.

    • Τροποποίηση των διατάξεων του ν.4575/2018 άρθρου 10 παρ. 3 όπου θα απαλειφθεί η λέξη «δεν» και θα αναφέρεται ότι «οι διατάξεις του παρόντος επηρεάζουν τις αποδοχές των στελεχών των Ε.Δ… οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 του ν.4472/2017 Α’ 74».

    • Τροποποίηση των διατάξεων του ν.4575/2018 άρθρου 15 με παρ. 1, 3 όπου θα προστεθεί η πρόταση ότι οι στρατιωτικές συντάξεις αναπροσαρμόζονται συμφώνως του άρθρου 10 του ίδιου νόμου. Εξυπακούεται ότι η ρύθμιση αυτή συνδέεται με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 4 του ν.4387/2016 για τους στρατιωτικούς συνταξιούχους, όπου οι στρατιωτικοί θα πρέπει να εξαιρεθούν από την υπαγωγή στον ΕΦΚΑ, άλλως η προτεινόμενη ρύθμιση θα πρέπει να διαμορφωθεί αναλόγως.

    • Νομοθετική ρύθμιση όπου οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι να εξακολουθήσουν να εμπίπτουν στις διατάξεις του ν.2676/1999 (άρθρο 36), όπως αντικαταστάθηκε με το ν.4151/2013, και συνεπώς να εξαιρεθούν από το άρθρο 20 του ν.4387/2016.