ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΙΔΡΥΣΗ -ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ – ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2341/2016 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2016 ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ (ΙΕΣΠ)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η συνολική αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την προαιρετική επαγγελματική ασφάλιση, προκειμένου να διαμορφωθούν οι συνθήκες να αναπτυχθεί περαιτέρω ο δεύτερος πυλώνας ασφαλιστικής προστασίας, να ενισχυθεί το εισόδημα των μελλοντικών συνταξιούχων με συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές, και ταυτόχρονα να καλλιεργηθεί η κουλτούρα συνταξιοδοτικής αποταμίευσης στους ασφαλισμένους, προς όφελος των ιδίων και, συνολικά, της εθνικής οικονομίας.

 

Άρθρο 2

Αντικείμενο

Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι η ενοποίηση και η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση, τη λειτουργία και την εποπτεία των δραστηριοτήτων των φορέων προαιρετικής επαγγελματικής ασφάλισης, η οποία αφορά ιδιαίτερα στην ασφάλιση βιομετρικών κινδύνων, όπως του γήρατος, της αναπηρίας, του θανάτου και της ασθένειας και η ανάθεση των σχετικών εποπτικών αρμοδιοτήτων στην Τράπεζα της Ελλάδος.

 

 

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

(άρθρα 2 και 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται:

α) σε Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.) με έδρα στην Ελλάδα, καλούμενα εφεξής «Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης», και

β) σε Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.) με έδρα σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δραστηριοποιούνται διασυνοριακά στην Ελλάδα, κατά το άρθρο 13, καλούμενα εφεξής «Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους».

  1. Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται:

α) με την επιφύλαξη της περ. β), σε ιδρύματα – φορείς της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης,

β) στα ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης που ιδρύθηκαν δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (Α΄41) και λειτουργούν σε υποκατάσταση της υποχρεωτικής εκ του νόμου επικουρικής ασφάλισης, για τα οποία ισχύουν οι ειδικότερες ρυθμίσεις του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους Β’,

γ) σε επιχειρήσεις επενδύσεων, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018 (Α΄14), οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας για διαχείριση χαρτοφυλακίων, σε εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με την περ. β` του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α’250), σε Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου (Α.Ε.Ε.Μ.Κ.) σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ιδίου νόμου, σε Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (Δ.Ο.Ε.Ε.) σύμφωνα με την περ. β` της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (Α’ 253), σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις του ν. 4364/2016 (Α’13) και σε πιστωτικά ιδρύματα του ν. 4261/2014 (Α’107),

δ) σε ιδρύματα που λειτουργούν σε διανεμητική βάση,

ε) σε ιδρύματα όπου οι υπάλληλοι της χρηματοδοτούσας επιχείρησης δεν έχουν εκ του νόμου δικαιώματα στα οφέλη και όπου η χρηματοδοτούσα επιχείρηση μπορεί να αποδεσμεύσει σε οποιαδήποτε στιγμή τα περιουσιακά στοιχεία και να μην ανταποκριθεί κατ’ ανάγκη στις υποχρεώσεις της προς καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών,

στ) στις επιχειρήσεις που παρέχουν συνταξιοδοτικές παροχές στους υπαλλήλους τους μέσα από προγράμματα παροχών για τη λειτουργία των οποίων σχηματίζονται σχετικές προβλέψεις στον ισολογισμό.

  1. Ιδρύματα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.) άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχουν επίσης προγράμματα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης συνδεόμενα με την εργασία, τα οποία θεωρούνται ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους όσον αφορά στις μη υποχρεωτικές δραστηριότητές τους στον τομέα της επαγγελματικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία του παθητικού και τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που αφορούν στις δραστηριότητες αυτές τηρούνται χωριστά σε αυτοτελείς λογαριασμούς και δεν είναι δυνατή η μεταφορά των στοιχείων αυτών στα συστήματα υποχρεωτικής συνταξιοδότησης τα οποία θεωρούνται ως συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ή αντιστρόφως.

 

Άρθρο 4

Ορισμοί

(άρθρο 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους νοούνται ως:

  1. α) «Ίδρυμα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών» (εφεξής Ι.Ε.Σ.Π.): το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και ιδρύεται ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας, με βάση μονομερή δικαιοπραξία ή σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί:

αα) μεταξύ ενός εργοδότη  ή περισσοτέρων εργοδοτών  ή και εργαζομένων ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους, ή

αβ) μεταξύ ελευθέρων επαγγελματιών, αγροτών ή των επαγγελματικών τους οργανώσεων, κατά το δίκαιο του κράτους – μέλους καταγωγής και του κράτους – μέλους υποδοχής και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με τον ανωτέρω στόχο.

β) «Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης» (εφεξής Τ.Ε.Α.): Ι.Ε.Σ.Π., τα οποία αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, και ιδρύονται σύμφωνα με τo άρθρο 8 του παρόντος ή έχουν ήδη ιδρυθεί και αδειοδοτηθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3029/2002 (Α΄160).

  1. «Πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών»: η σύμβαση, περιλαμβανομένης της συλλογικής, η συμφωνία και οι κανόνες που καθορίζουν ποιες συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιους όρους.
  2. «Χρηματοδοτούσα επιχείρηση»: οποιαδήποτε επιχείρηση, ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως αν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα εργοδότη, αγρότη ή ελεύθερου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών, και προσφέρει πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβάλλει εισφορές σε Ι.Ε.Σ.Π..
  3. «Συνταξιοδοτικές παροχές»: οι παροχές που καταβάλλονται με γνώμονα τη συνταξιοδότηση ή την αναμονή για τη συνταξιοδότηση, καθώς και οι παροχές που καταβάλλονται υπό μορφή πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, αναπηρίας, ή παύσης της απασχόλησης, ή υπό μορφή καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, ένδειας ή θανάτου, μόνον εφόσον παρέχονται συμπληρωματικά επ’ αυτών (συμπληρωματικές παροχές).
  4. «Μέλος»: το φυσικό πρόσωπο, εκτός του δικαιούχου ή του υποψήφιου μέλους, του οποίου οι παρελθούσες ή τρέχουσες επαγγελματικές δραστηριότητες συνιστούν προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος σε συνταξιοδοτικές παροχές σύμφωνα με τις προβλέψεις προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών.
  5. «Δικαιούχος»: το φυσικό πρόσωπο το οποίο λαμβάνει συνταξιοδοτικές παροχές.
  6. «Υποψήφιο μέλος»: το φυσικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί σε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών.
  7. «Αρμόδια αρχή»: η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία ανατίθεται από την 1η.1.2025 το έργο της εποπτείας των Τ.Ε.Α., βάσει του παρόντος Μέρους και του Καταστατικού της. Για τα άλλα κράτη μέλη, αρμόδια αρχή είναι η εθνική αρχή, η οποία έχει οριστεί ως αρμόδια για την άσκηση των καθηκόντων που προβλέπονται στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (L 354).

Οι αρμοδιότητες εποπτείας των Τ.Ε.Α. και τα καθήκοντα που προβλέπονται στο παρόν Μέρος ασκούνται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με το Καταστατικό της.

  1. «Βιομετρικοί κίνδυνοι»: οι κίνδυνοι που συνδέονται με θάνατο, ανικανότητα και μακροζωία.
  2. «Έδρα»: ο τόπος εγκατάστασης του κύριου διοικητικού καταστήματος του Τ.Ε.Α., ως τέτοιου περαιτέρω νοουμένου του τόπου στον οποίο λαμβάνονται οι κύριες στρατηγικές αποφάσεις του.
  3. «Κράτος – μέλος καταγωγής»: το κράτος – μέλος στο οποίο έχει καταχωριστεί ή αδειοδοτηθεί το Ι.Ε.Σ.Π. και στο οποίο βρίσκεται η έδρα του.
  4. «Κράτος – μέλος υποδοχής»: το κράτος – μέλος του οποίου η κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα προγράμματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών ή δικαιούχων.
  5. «Μεταβιβάζον Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους»: Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους το οποίο μεταβιβάζει, πλήρως ή εν μέρει, τις υποχρεώσεις, τις τεχνικές προβλέψεις ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών και άλλες δεσμεύσεις και δικαιώματα, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, σε άλλο Ι.Ε.Σ.Π..
  6. «Παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους»: Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους το οποίο παραλαμβάνει, πλήρως ή εν μέρει, τις υποχρεώσεις, τις τεχνικές προβλέψεις ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών και άλλες δεσμεύσεις και δικαιώματα, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, από άλλο Ι.Ε.Σ.Π..
  7. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: ρυθμιζόμενη αγορά όπως ορίζεται στο σημείο 21 της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018 (Α΄14) ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 , για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (L 173).
  8. «Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης ή ΠΜΔ όπως ορίζεται στο σημείο 22 της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018 ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
  9. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: ο μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης ή ΜΟΔ όπως ορίζεται στο σημείο 23 της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4514/2018 ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
  10. «Σταθερό μέσο»: μέσο το οποίο παρέχει σε μέλος ή δικαιούχο τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στο συγκεκριμένο μέλος ή στον συγκεκριμένο δικαιούχο, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές μελλοντικά και επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.
  11. «Λειτουργία»: Εντός του συστήματος διακυβέρνησης, ως λειτουργία νοείται η ανάληψη πρακτικών καθηκόντων, καθώς και κάθε αρμοδιότητα διοίκησης, διαχείρισης, εκπροσώπησης ή ελέγχου συγκεκριμένων εργασιών ενός Τ.Ε.Α..
  12. «Διασυνοριακή δραστηριότητα»: η διαχείριση προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών στο οποίο η σχέση μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των ενδιαφερομένων μελών και δικαιούχων, διέπεται από τη σχετική με τον τομέα των επαγγελματικών προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία άλλου κράτους – μέλους από το κράτος – μέλος καταγωγής.
  13. «Εξωτερική ανάθεση»: συμφωνία, οποιασδήποτε μορφής, μεταξύ ενός Τ.Ε.Α. και ενός παρόχου υπηρεσιών, υποκείμενου ή όχι σε εποπτεία, με την οποία ο εν λόγω πάροχος αναλαμβάνει, άμεσα ή ως υπεργολάβος, τη διεκπεραίωση διαδικασιών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση δραστηριοτήτων που διαφορετικά θα είχαν διενεργηθεί από το ίδιο το Τ.Ε.Α..

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Β΄

ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

Άρθρο 5

Χορήγηση επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας

  1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11, η χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας υπόκειται σε προηγούμενη άδεια ίδρυσης και λειτουργίας Τ.Ε.Α. από την Αρμόδια Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
  2. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στα ιδρύματα της παρ. 1 του άρθρου 3, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους και με την εξαίρεση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων οι οποίες μπορούν να παρέχουν συνταξιοδοτικές παροχές που ταξινομούνται στους κλάδους Ι, ΙΙΙ και VII του άρθρου 5 του ν. 4364/2016 (Α΄13), κατά τους όρους και τις διακρίσεις του νόμου αυτού.
  3. Όποιος χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας κατά παράβαση της παρ. 2 τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στο παρόν Μέρος διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, οι δε σχετικές συμφωνίες ή συμβάσεις είναι εξ αρχής άκυρες. Αν η εν λόγω δραστηριότητα ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή της παρούσας τιμωρείται όποιος ασκεί διοίκηση ή διαχείριση στο νομικό πρόσωπο.

 

Άρθρο 6

Σύσταση – Ίδρυση – Σκοπός – Δραστηριότητες – Μητρώο Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

(άρθρα 7, 8 και 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Συστήνονται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα οποία ιδρύονται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και τελούν υπό την εποπτεία της Αρμόδιας Αρχής. Στην επωνυμία τους περιλαμβάνεται η ένδειξη «Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Ν.Π.Ι.Δ».

Τα Τ.Ε.Α. ιδρύονται προαιρετικά, με βάση μονομερή δικαιοπραξία ή σύμβαση:

α) μεταξύ ενός εργοδότη (μονοεργοδοτικά Τ.Ε.Α.) ή περισσοτέρων εργοδοτών (πολυεργοδοτικά Τ.Ε.Α.) ή και εργαζομένων ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους, ή

β) μεταξύ ελευθέρων επαγγελματιών, αγροτών ή των επαγγελματικών τους οργανώσεων,

χωρίς να απαιτείται επαγγελματική κλαδική συνάφεια των επιχειρήσεων ή των ασφαλισμένων μεταξύ τους.

  1. Τα Τ.Ε.Α. ιδρύονται ως ξεχωριστή νομική οντότητα από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση.
  2. Τα Τ.Ε.Α. έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων που συνδέονται με συνταξιοδοτικές παροχές, καθώς και δραστηριοτήτων που απορρέουν από τις παροχές αυτές, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας. Χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές ή και συμπληρωματικές συνταξιοδοτικές παροχές σε είδος ή σε χρήμα που καταβάλλονται στους δικαιούχους εφάπαξ ή σε περιοδική βάση ή συνδυασμό αυτών.
  3. Τα Τ.Ε.Α. λαμβάνουν υπόψη, όπου αρμόζει, την αρχή της δίκαιης κατανομής κινδύνων και οφελών μεταξύ γενεών κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.
  4. Τα Τ.Ε.Α., εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους, δύνανται να παρέχουν περισσότερα του ενός προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών, προκειμένου να εξυπηρετούνται αποτελεσματικά τα συμφέροντα διακριτών κατηγοριών μελών τους.

Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία του παθητικού και τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού που αφορούν σε διαφορετικά προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών τηρούνται χωριστά, σε αυτοτελείς λογαριασμούς, και δεν είναι δυνατή η μεταφορά τους μεταξύ διαφορετικών προγραμμάτων.

  1. Τα T.E.A. δύνανται να συστήνουν Ενώσεις και Ομοσπονδίες Ενώσεων με άλλα Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλων κρατών – μελών στην ημεδαπή ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
  2. Η Αρμόδια Αρχή τηρεί μητρώο Τ.Ε.Α.. Το μητρώο περιλαμβάνει και το αρχικό καταστατικό κάθε Τ.Ε.Α. και κάθε τροποποίησή του, καθώς και τα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών που το Τ.Ε.Α. παρέχει.

Σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας Τ.Ε.Α., στο μητρώο καταχωρίζονται και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία το Τ.Ε.Α. ασκεί τη δραστηριότητα αυτή.

Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό..

  1. Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων την επωνυμία των Τ.Ε.Α. που περιλαμβάνονται στο μητρώο του παρόντος, καθώς και τις αποφάσεις της σχετικά με τη χορήγηση και την ανάκληση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας Τ.Ε.Α..

 

 

Άρθρο 7

Έγκριση προσχώρησης επιχείρησης

  1. Η προσχώρηση χρηματοδοτούσας επιχείρησης σε Τ.Ε.Α. που ήδη λειτουργεί, κατόπιν σχετικής απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α., υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, η οποία αποφασίζει στη βάση, τουλάχιστον των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α) ότι δεν θίγονται τα συμφέροντα υφιστάμενων μελών και δικαιούχων,

β) ότι το Τ.Ε.Α. κατέχει το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, ώστε να καλύπτει το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, αφού ληφθεί υπόψη η προσχώρηση.

  1. Η Αρμόδια Αρχή δύναται, με απόφασή της, να καθορίζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 7, προσδιορίζοντας ειδικότερα τη διαδικασία και τον χρόνο υποβολής αυτών. Με όμοια απόφαση, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να καθορίζει τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η προσχώρηση χρηματοδοτούσας επιχείρησης σε Τ.Ε.Α. διενεργείται, χωρίς έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, κατά παρέκκλιση της παρ. 1 του άρθρου 7.

Άρθρο 8

Διαδικασία και όροι χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης

(άρθρο 9 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Κάθε Τ.Ε.Α. λαμβάνει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας από την Αρμόδια Αρχή.
  2. Η Αρμόδια Αρχή χορηγεί άδεια ίδρυσης και λειτουργίας εφόσον:

α) το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. έχει την έδρα του στην Ελλάδα και είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα,

β) το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. δια των ιδρυτικών μελών αυτού, τα οποία πρέπει να ισούνται τουλάχιστον με είκοσι (20), υποβάλλει στην Αρμόδια Αρχή:

βα) το σχέδιο καταστατικού του και πρόγραμμα δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 10,

ββ) πρόταση ως προς τα μέλη που θα απαρτίζουν το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού κατά την ίδρυσή του,

βγ) υπεύθυνες δηλώσεις, με βεβαίωση του γνησίου υπογραφής, περιλαμβανομένης της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής, τουλάχιστον ογδόντα (80) υποψήφιων μελών, πέραν των ιδρυτικών, ότι πληρούν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο Τ.Ε.Α. και ότι αποδέχονται το καταστατικό του,

γ) το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. παρέχει αποδείξεις στην Αρμόδια Αρχή ότι είναι σε θέση να διαθέτει κεφάλαια φερεγγυότητας, ώστε να καλύπτει πλήρως τα απαιτούμενα κεφάλαια φερεγγυότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 48 έως 49,

δ) το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. αποδεικνύει ότι είναι σε θέση να συμμορφώνεται προς το σύστημα διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων σύμφωνα με τα άρθρα 25 έως 26 και 32 έως 44,

  1. Ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 2, η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητεί από το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. να προσκομίζει οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία, πληροφορίες, τα οποία κρίνει αναγκαία για τη χορήγηση της άδειας, περιλαμβανομένων εγγράφων, στοιχείων και πληροφοριών για την οργανωτική δομή και τα προσόντα των μελών διοίκησης, του Εποπτικού Συμβουλίου του άρθρου 26 και των προσώπων που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες ή προσλαμβάνονται ως σύμβουλοι από το Τ.Ε.Α..
  2. Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας, για την έγκριση αυτής ή την αιτιολογημένη απόρριψή της. Κατά της απορριπτικής απόφασης της Αρμόδιας Αρχής ή της μη απάντησής της, εντός της ως άνω προθεσμίας των έξι (6) μηνών, χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Προς τον σκοπό αυτό, με τη συμπλήρωση των δικαιολογητικών της αίτησης (πλήρης αίτηση), η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει το υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. για τον χρόνο έναρξης της προθεσμίας των έξι (6) μηνών της παρούσας.

Εφόσον παρέλθουν έξι (6) μήνες και δεν έχει συμπληρωθεί η αρχικώς υποβληθείσα αίτηση του υπό ίδρυση Τ.Ε.Α., ώστε να καταστεί αυτή πλήρης, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απορρίψει την αίτηση χορήγησης άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του.

  1. Το καταστατικό του Τ.Ε.Α., μετά τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας από την Αρμόδια Αρχή, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταχωρίζεται στο μητρώο Τ.Ε.Α. που τηρεί η Αρμόδια Αρχή.

Το νομικό πρόσωπο συστήνεται και αποκτά την ιδιότητα του Τ.Ε.Α. από την ως άνω δημοσίευση του καταστατικού του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

  1. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, τηρουμένων της διαδικασίας και των προϋποθέσεων χορήγησης άδειας, επιτρέπεται η συγχώνευση ή η διάσπαση Τ.Ε.Α. κατά τα προβλεπόμενα στις οικείες καταστατικές διατάξεις των ενδιαφερομένων Τ.Ε.Α.. Στην περίπτωση της συγχώνευσης, δεν απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση του ελαχίστου αριθμού μελών. Με την απόφαση του πρώτου εδαφίου, εγκρίνεται το νέο καταστατικό, το οποίο δημοσιεύεται και καταχωρίζεται, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος.
  2. Η διαδικασία και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση αδείας από την Αρμόδια Αρχή εφαρμόζονται και στην περίπτωση τροποποίησης του καταστατικού του Τ.Ε.Α., καθώς και σε κάθε περίπτωση μετατροπής άλλου νομικού προσώπου σε Τ.Ε.Α..
  3. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής εγκρίνεται πρότυπο ιδρυτικού καταστατικού Τ.Ε.Α., το οποίο αναρτάται στην ιστοσελίδα της. Αν υπό ίδρυση Τ.Ε.Α. κάνει χρήση του πρότυπου καταστατικού του πρώτου εδαφίου, τα χρονικά διαστήματα των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 4 μειώνονται σε τρεις (3) μήνες από τον χρόνο υποβολής πλήρους αίτησης για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας.

 

Άρθρο 9

Τύπος και ελάχιστο περιεχόμενο καταστατικού

  1. Τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος Μέρους, κάθε Τ.Ε.Α. θεσπίζει και εφαρμόζει κατάλληλους κανόνες λειτουργίας ανάλογα προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, οι οποίοι διέπουν κάθε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που αυτό παρέχει.

Το καταστατικό των Τ.Ε.Α. καταρτίζεται από τους συμβαλλόμενους ιδρυτές με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

  1. Στο καταστατικό καθορίζονται υποχρεωτικά τουλάχιστον τα παρακάτω:

α) ο σκοπός ίδρυσης και λειτουργίας του Τ.Ε.Α.,

β) η επωνυμία και η έδρα του Τ.Ε.Α.,

γ) η σύνθεση και ο αριθμός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. και του Εποπτικού Συμβουλίου, η διαδικασία ανάδειξης (εκλογή ή ορισμός) των μελών τους, ο τρόπος λειτουργίας τους και οι βασικές αρμοδιότητές τους,

δ) η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. και του Εποπτικού Συμβουλίου, η οποία ορίζεται τετραετής με δυνατότητα αυτοδίκαιης παράτασης για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αρχαιρεσιών ή για λόγο ανωτέρας βίας,

ε) οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στην ασφάλιση του Τ.Ε.Α., αποκλειομένων υποψηφίων μελών που δεν είναι εργαζόμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες ή αγρότες με ενεργή επαγγελματική δραστηριότητα ή εργασιακή σχέση, με την επιφύλαξη εφαρμογής της παρ. 7 του άρθρου 15,

στ) οι όροι εγγραφής/υπαγωγής και διαγραφής των μελών του,

ζ) οι πόροι του Τ.Ε.Α.,

η) το πρόγραμμα ή τα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών που θα λειτουργεί, με περιγραφή, με σαφήνεια ανά πρόγραμμα, ιδίως:

ηα) των στοιχείων της χρηματοδοτούσας επιχείρησης,

ηβ) του τρόπου υπολογισμού και του ύψους των εισφορών (εργοδοτών και μελών), καθώς και της διαδικασίας μεταβολής ή αναπροσαρμογής τους,

ηγ) των προϋποθέσεων θεμελίωσης του δικαιώματος λήψης συνταξιοδοτικής παροχής και συμπληρωματικών παροχών,

ηδ) των συνταξιοδοτικών παροχών και τυχόν συμπληρωματικών προς αυτές παροχών και του τρόπου υπολογισμού τους, καθώς και αναπροσαρμογής τους,

ηε) του τρόπου καταβολής των συνταξιοδοτικών παροχών, οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή πληρωμών εφ’ όρου ζωής, πληρωμών για προσωρινό χρονικό διάστημα, εφάπαξ ποσού ή οιουδήποτε συνδυασμού αυτών,

ηστ) των επενδυτικών επιλογών που προσφέρει στα μέλη του, καθώς και των συνταξιοδοτικών μεταβλητών κεφαλαίων που διαχειρίζεται,

ηζ) αν αποβιώσει το μέλος, των συνεπειών επί της παροχής στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας,

ηη) της διαδικασίας τερματισμού και εκκαθάρισης του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών και τις συνέπειες για τα μέλη και τους δικαιούχους παροχών του προγράμματος, τηρουμένης της  περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 46,

ηθ) του τρόπου με τον οποίο η χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεσμεύεται ως προς την τακτική χρηματοδότηση, αν αυτή εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών,

θ) οι προϋποθέσεις και όροι μεταβίβασης μέρους ή συνόλου προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

ι) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών και δικαιούχων παροχών,

ια) οι όροι υπό τους οποίους δύνανται να τροποποιούνται οι κανόνες λειτουργίας του Τ.Ε.Α.,

ιβ) ο τρόπος μεταχείρισης των αδρανοποιημένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των αποχωρούντων μελών και των επιζώντων δικαιούχων τους, καθώς και της αξίας αυτών των δικαιωμάτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5 του ν. 4575/2018 (Α’ 192),

ιγ) η διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης του Τ.Ε.Α., με την επιφύλαξη των άρθρων 73 ως 78.

  1. Το καταστατικό του Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να:

α) αποκλείει την ασφάλιση προσώπων που έχουν δικαίωμα υπαγωγής σε αυτό ή να θέτει προϋποθέσεις που εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των προσώπων που έχουν δικαίωμα υπαγωγής,

β) απαιτεί τη συμμετοχή του εργαζομένου σε συνδικαλιστική ή επαγγελματική οργάνωση, προκειμένου να ασφαλιστεί στο Τ.Ε.Α.,

γ) παρέχει σε μέλος ή δικαιούχο πέραν της μίας ψήφου.,

δ) εισάγει άμεση ή έμμεση διακριτική μεταχείριση που δεν συνδέεται με τεχνοοικονομικές παραμέτρους, ενδεικτικά λόγω φύλου, θρησκείας και σεξουαλικού προσανατολισμού μεταξύ των μελών ή των δικαιούχων,

ε) απαγορεύει σε υποψήφιο μέλος την υπαγωγή του στο Τ.Ε.Α., εφόσον αυτό πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής και να θέτει περιορισμούς ως προς το πλήθος των Τ.Ε.Α. στα οποία μπορεί να υπαχθεί ένα μέλος του,

στ) υποχρεώνει πρόσωπο στην υπαγωγή του στο Τ.Ε.Α., ακόμη και αν αυτό πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής.

  1. Το καταστατικό των Τ.Ε.Α. οπωσδήποτε προβλέπει την υποχρεωτική υπαγωγή του συνόλου των μελών τους σε προγράμματα παροχών που καταβάλλονται με γνώμονα τη συνταξιοδότηση ή την αναμονή για συνταξιοδότηση.

Τα Τ.Ε.Α. μπορούν, επιπλέον, να προβλέψουν στο καταστατικό τους την παροχή στα μέλη τους προαιρετικών συμπληρωματικών παροχών, όπως της επιλογής για την κάλυψη των κινδύνων που συνδέονται με μακροζωία και αναπηρία, ασθένεια, παροχή για επιζώντα εξαρτώμενα μέλη και παροχή εγγυήσεων για επιστροφή των καταβληθεισών εισφορών.

 

Άρθρο 10

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων

  1. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 8, περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία που αφορούν τουλάχιστον στα εξής:

α) τη φύση των κινδύνων και παροχών του Τ.Ε.Α. και τους στόχους του αναφορικά με τις συνταξιοδοτικές παροχές,

β) τη στρατηγική, τις κατευθυντήριες αρχές και το σχέδιο για τη διαχείριση των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης της, τυχόν, αντασφάλισης,

γ) τα περιουσιακά στοιχεία που συγκροτούν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας,

δ) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης και τα λοιπά αρχικά διοικητικά έξοδα και τα οικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους,

ε) τη δήλωση αρχών επενδυτικής πολιτικής, τους επενδυτικούς στόχους, περιγραφή των επενδυτικών επιλογών που προσφέρει στα μέλη του, καθώς και περιγραφή συνταξιοδοτικών μεταβλητών κεφαλαίων που διαχειρίζεται.

  1. Για τις τρεις (3) πρώτες οικονομικές χρήσεις, το πρόγραμμα δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α. περιλαμβάνει, πέραν των προβλεπόμενων στην παρ. 1, τα εξής:

α) πρόβλεψη ισολογισμών,

β) τις προβλέψεις για το μελλοντικό απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, στη βάση του προβλεπόμενου ισολογισμού της περ. α), καθώς και τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται για να παραχθούν αυτές οι προβλέψεις,

γ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις τεχνικές προβλέψεις και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας,

δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης και επένδυσης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα,

ε) τις προβλέψεις σχετικά με τις εισφορές που θα καταβληθούν και τις προβλέψεις για παροχές,

στ) λεπτομερείς προβλέψεις εσόδων και εξόδων, αναφορικά με κάθε δραστηριότητα του Τ.Ε.Α..

Άρθρο 11

Διασυνοριακές δραστηριότητες και διαδικασίες – Χρηματοδότηση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών άλλων κρατών μελών

 (άρθρο 11  Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. επιτρέπεται να δραστηριοποιούνται διασυνοριακά, με την επιφύλαξη εφαρμοστέων διατάξεων της κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων, καθώς και να δέχονται χρηματοδότηση από επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλο ή άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το παρόν.

Επιχειρήσεις που βρίσκονται στην Ελλάδα μπορούν να χρηματοδοτούν Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το παρόν. Οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται με την επιφύλαξη εφαρμοστέων διατάξεων της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων συλλογικών διαπραγματεύσεων.

  1. α. Κάθε Τ.Ε.Α. που προτίθεται να δραστηριοποιηθεί σε άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιεί προηγουμένως την πρόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή συνυποβάλλοντας σχετική αίτηση, παρέχοντας ταυτόχρονα τις ακόλουθες πληροφορίες:

αα) το όνομα του κράτους μέλους ή των κρατών μελών υποδοχής, το οποίο καθορίζεται, κατά περίπτωση, από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση,

αβ) την επωνυμία και την έδρα, δηλαδή τον τόπο εγκατάστασης του κύριου διοικητικού καταστήματος της χρηματοδοτούσας επιχείρησης,

αγ) τα κύρια χαρακτηριστικά του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών που θα διαχειριστεί το Τ.Ε.Α. για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.

β. Η Αρμόδια Αρχή αξιολογεί την αίτηση της περ. α’ εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη λήψη αυτής μετά του συνόλου των συνυποβαλλομένων πληροφοριών και είτε κοινοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο Τ.Ε.Α. είτε εκδίδει αιτιολογημένη απορριπτική απόφαση για την άσκηση της αιτούμενης διασυνοριακής δραστηριότητας. Για την αξιολόγηση της αίτησης λαμβάνεται υπόψη αν η διοικητική δομή και η οικονομική κατάσταση του Τ.Ε.Α., καθώς και η υπόληψη, τα επαγγελματικά προσόντα και η πείρα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, του Εποπτικού Συμβουλίου, των υπεύθυνων βασικών λειτουργιών αυτού και των προσώπων που το διευθύνουν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της διασυνοριακής δραστηριότητας.

Το Τ.Ε.Α. υποχρεούται να παρέχει άμεσα κάθε πληροφορία που ζητά η Αρμόδια Αρχή για τη διενέργεια της ανωτέρω αξιολόγησης.

Η απορριπτική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής γνωστοποιείται στο αιτούν Τ.Ε.Α. το αργότερο εντός της προθεσμίας που του πρώτου εδαφίου της περ. β’. Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί μη έγκρισης της διασυνοριακής δραστηριότητας του Τ.Ε.Α. και η παράλειψη κοινοποίησης των πληροφοριών στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής από την Αρμόδια Αρχή, όπως προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της περ. β’, υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

γ. Η Αρμόδια Αρχή κοινοποιεί στο Τ.Ε.Α. τις πληροφορίες της παρ. 7 του άρθρου 11 της Οδηγίας 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (L 354) που λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στο Τ.Ε.Α..

Το Τ.Ε.Α., από τη λήψη της ως άνω κοινοποίησης και, σε περίπτωση μη λήψης αυτής, με την παρέλευση έξι (6) εβδομάδων από την κοινοποίηση των πληροφοριών του πρώτου εδαφίου της περ. β’, μπορεί να αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στο άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας στον τομέα της επαγγελματικής ασφάλισης του άλλου κράτους μέλους, καθώς και τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών των άρθρων 36 έως 44 της Οδηγίας 2016/2341, οι οποίες επιβάλλονται από το κράτος μέλος υποδοχής σε σχέση με τα υποψήφια μέλη, τα μέλη και τους δικαιούχους τους οποίους αφορά η εν λόγω διασυνοριακή δραστηριότητα.

Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει το Τ.Ε.Α. που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος μέλος σε περίπτωση που λαμβάνει ενημέρωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για κάθε σημαντική μεταβολή των απαιτήσεων της κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας στον τομέα της επαγγελματικής ασφάλισης του άλλου κράτους μέλους.

  1. Όταν η Αρμόδια Αρχή, σε περίπτωση Τ.Ε.Α. που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος μέλος, ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ότι προκύπτουν ενδείξεις παραβίασης των υποχρεώσεων συμμόρφωσης του Τ.Ε.Α. με τις απαιτήσεις της κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση του κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, την παύση των εν λόγω παραβάσεων.
  2. α. Αν η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος υποδοχής διασυνοριακής δραστηριότητας Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει τις αντίστοιχες ανακοινώσεις και πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής των Ι.Ε.Σ.Π. που προτίθενται να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα.

β. Προτού Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους αρχίσει να διαχειρίζεται πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που χρηματοδοτείται από επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα, η Αρμόδια Αρχή, εντός έξι (6) εβδομάδων από την παραλαβή των πληροφοριών που της κοινοποιούνται από την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ι.Ε.Σ.Π. για τις διατάξεις της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση που πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του εν λόγω προγράμματος, καθώς και για τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών των άρθρων 16 έως 22.

Το Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους ενημερώνεται για το σύνολο των παραπάνω διατάξεων και πληροφοριών από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

γ. Το Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, μόλις λάβει την ενημέρωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4, ή αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία των έξι (6) εβδομάδων του πρώτου εδαφίου της περ. β’ της ίδιας παραγράφου, μπορεί να αρχίσει να ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας στον τομέα της επαγγελματικής ασφάλισης και τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών των άρθρων 16 έως 22.

  1. Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, για κάθε σημαντική μεταβολή των διατάξεων της εθνικής εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, η οποία μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, κατά το μέρος που αφορά στη διασυνοριακή δραστηριότητα, και για κάθε σημαντική μεταβολή των απαιτήσεων παροχής πληροφοριών της εθνικής νομοθεσίας όπως αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 4. Το Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους ενημερώνεται για το σύνολο των παραπάνω διατάξεων και πληροφοριών από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του. Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει αντιστοίχως το Τ.Ε.Α. που δραστηριοποιείται σε άλλο κράτος μέλος, όταν δέχεται αντίστοιχες πληροφορίες από την αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
  2. Το Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους που δραστηριοποιείται διασυνοριακά στην Ελλάδα υπόκειται σε συνεχή εποπτεία από την Αρμόδια Αρχή όσον αφορά στη συμμόρφωση των δραστηριοτήτων του με τις απαιτήσεις της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, και με τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών όπως προβλέπεται στην περ. β’ της παρ. 4. Εφόσον κατά την εποπτεία αυτή προκύψουν ενδείξεις παραβίασης των σχετικών υποχρεώσεων του εν λόγω Ι.Ε.Σ.Π, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του. Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής για να διασφαλιστεί ότι το Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους θα παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση.
  3. Αν, στην περίπτωση της παρ. 6, παρά την εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λήψη μέτρων ή ελλείψει κατάλληλων μέτρων στο κράτος μέλος καταγωγής, το Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους εξακολουθεί να παραβιάζει τις εφαρμοστέες διατάξεις της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση ή τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών όπως αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 4, η Αρμόδια Αρχή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, κατά νομικών ή φυσικών προσώπων που ευθύνονται γι’ αυτές, προκειμένου να προληφθούν περαιτέρω παραβάσεις ή εφαρμόζει κατά αυτών τα μέτρα και τις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 56, και, εάν είναι απολύτως αναγκαίο, απαγορεύει συνολικά ή μερικά στο Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους να λειτουργεί στην Ελλάδα για λογαριασμό της χρηματοδοτούσας επιχείρησης.
  4. Η Αρμόδια Αρχή τηρεί μητρώο Ι.Ε.Σ.Π. άλλων κρατών μελών με διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, το οποίο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό.

 

Άρθρο 12

Μεταβιβάσεις προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών

 (άρθρο 12 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η από μέρους ενός Τ.Ε.Α. ή ενός Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους μεταβίβαση, πλήρως ή εν μέρει, των υποχρεώσεων, των τεχνικών προβλέψεων ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών και άλλων δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, καθώς και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού, σε Τ.Ε.Α. επιτρέπεται με έγκριση της Αρμόδιας Αρχής κατόπιν αιτήσεως του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. σύμφωνα με τους όρους της παρούσας.

α. Το κόστος της μεταβίβασης βαρύνει αποκλειστικά τα μέλη και τους δικαιούχους του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους τους οποίους αφορά η μεταβίβαση, και σε καμία περίπτωση δεν δύναται να βαρύνει τα μέλη και τους υπόλοιπους δικαιούχους του μεταβιβάζοντος και του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α., ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, που δεν σχετίζονται με το μεταβιβαζόμενο πρόγραμμα.

β. Η μεταβίβαση υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από:

βα) την πλειοψηφία των μελών τους και την πλειοψηφία των δικαιούχων ή, κατά περίπτωση, από την πλειοψηφία των εκπροσώπων τους, τους οποίους αφορά. Η πλειοψηφία καθώς και οι συνέπειες μη επίτευξής της καθορίζονται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. ή του Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους. Οι πληροφορίες σχετικά με τους όρους της μεταβίβασης τίθενται στη διάθεση των ενδιαφερόμενων μελών και δικαιούχων ή, κατά περίπτωση, των εκπροσώπων τους έγκαιρα από το μεταβιβάζον Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους πριν από τη λήψη της απόφασης έγκρισης από τα μέλη και τους δικαιούχους σύμφωνα με τα πρώτο και δεύτερο εδάφια και πριν από την υποβολή της αίτησης που αναφέρεται στην περ. γ’, και

ββ) τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση του Τ.Ε.Α. ή του Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, κατά περίπτωση.

γ. Ειδικά σε περίπτωση μεταβίβασης από Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους σε Τ.Ε.Α., η ως άνω έγκριση χορηγείται κατόπιν της προηγούμενης συγκατάθεσης της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του μεταβιβάζοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους.

Η ως άνω έγκριση της Αρμόδιας Αρχής εκδίδεται και γνωστοποιείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την παραλαβή της αίτησης με τις πληροφορίες της περ. δ’.

δ. Η υποβαλλόμενη στην Αρμόδια Αρχή αίτηση της περ. γ’ περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες και στοιχεία:

δα) έγγραφη συμφωνία μεταξύ του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους και του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α., στην οποία περιγράφονται οι όροι της μεταβίβασης,

δβ) περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

δγ) περιγραφή των προς μεταβίβαση υποχρεώσεων ή τεχνικών προβλέψεων και άλλων δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, καθώς και αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού,

δδ) τις επωνυμίες και τις έδρες του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους και του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α., και τα κράτη – μέλη στα οποία αυτά είναι καταχωρημένα ή αδειοδοτημένα,

δε) τον τόπο στον οποίο βρίσκεται το κύριο διοικητικό κατάστημα της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και την επωνυμία αυτής,

δστ) στοιχεία που αποδεικνύουν την έγκριση σύμφωνα με την περ. β’,

δζ) στη μεταβίβαση που καταλήγει σε διασυνοριακή δραστηριότητα, τα ονόματα των κρατών – μελών των οποίων η κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα προγράμματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών εφαρμόζεται στο οικείο πρόγραμμα που μεταβιβάζεται.

ε. Η Αρμόδια Αρχή όταν δέχεται αίτημα από παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. αξιολογεί αν:

εα) όλες οι πληροφορίες της περ. δ’ έχουν παρασχεθεί από το παραλαμβάνον Τ.Ε.Α.,

εβ) η διοικητική δομή, η οικονομική κατάσταση του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. και η φήμη ή τα επαγγελματικά προσόντα ή η πείρα των μελών διοίκησης του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. είναι συμβατά με την προτεινόμενη μεταφορά,

εγ) τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. και το μεταφερόμενο μέρος του προγράμματος προστατεύονται επαρκώς κατά τη μεταφορά και μετά από αυτήν,

εδ) οι τεχνικές προβλέψεις του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. τυγχάνουν πλήρους χρηματοδότησης κατά την ημερομηνία της μεταφοράς, όταν η μεταφορά καταλήγει σε διασυνοριακή δραστηριότητα,

εε) τα στοιχεία ενεργητικού που πρόκειται να μεταφερθούν είναι επαρκή και κατάλληλα για να καλύψουν τις υποχρεώσεις, τις τεχνικές προβλέψεις και άλλες δεσμεύσεις και δικαιώματα προς μεταφορά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις στην Ελλάδα και

εστ) σε περίπτωση μεταβίβασης από Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, έχει χορηγηθεί η συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του μεταβιβάζοντος Ι.Ε.Σ.Π..

στ. Σε περίπτωση μεταβίβασης από μεταβιβάζον Τ.Ε.Α. προς παραλαμβάνον Τ.Ε.Α., η Αρμόδια Αρχή, προκειμένου να χορηγήσει την έγκριση μεταβίβασης, αξιολογεί περαιτέρω αν:

στα) στην περίπτωση μερικής μεταβίβασης, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του υπόλοιπου μέρους του προγράμματος του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. είναι επαρκώς προστατευμένα,

στβ) τα ατομικά δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. είναι τουλάχιστον τα ίδια μετά τη μεταβίβαση,

στγ) τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που πρόκειται να μεταβιβασθεί είναι επαρκή και κατάλληλα για να καλύψουν τις υποχρεώσεις, τις τεχνικές προβλέψεις και άλλες δεσμεύσεις και δικαιώματα προς μεταβίβαση, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

ζ. Όταν η Αρμόδια Αρχή απορρίπτει την κατά την περ. γ’ αίτηση του παραλαμβάνοντος Τ.Ε.Α. για την έγκριση της μεταβίβασης, γνωστοποιεί τους λόγους απόρριψης προς το ενδιαφερόμενο Τ.Ε.Α. που υπέβαλε την εν λόγω αίτηση, εντός της προβλεπόμενης στην περ. γ’ προθεσμίας που ξεκινά από τη συμπλήρωση του συνόλου των πληροφοριών της περ. δ’. Κατά της απορριπτικής απόφασης ή της τυχόν παράλειψης απάντησης της Αρμόδιας Αρχής εντός της ως άνω προθεσμίας των τριών (3) μηνών, χωρεί αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

η. Σε περίπτωση μεταβίβασης από Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους προς Τ.Ε.Α., η οποία καταλήγει σε άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας του Τ.Ε.Α. στο εν λόγω κράτος μέλος, εφαρμόζονται περαιτέρω τα ακόλουθα:

ηα) Η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει την αίτηση που αναφέρεται στην περ. γ’ με τις πληροφορίες της περ. δ’, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταβιβάζοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, χωρίς καθυστέρηση μετά την παραλαβή τους, προκειμένου να προηγηθεί η συγκατάθεσή της.

ηβ) Η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταβιβάζοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, για την απόφαση που αναφέρεται στην περ. γ’ εντός δύο (2) εβδομάδων από τη λήψη της.

ηγ) Η Αρμόδια Αρχή ανακοινώνει, εντός μιας (1) εβδομάδας από την παραλαβή τους, στο παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. τις πληροφορίες που λαμβάνει από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του μεταβιβάζοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, των οποίων η αποστολή προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (L 354), κατά την σε αυτό οριζόμενη προθεσμία.

ηδ) Με τη λήψη της εγκριτικής αποφάσεως της Αρμόδιας Αρχής κατά την περ. γ’, ή αν μετά την έγκριση αυτήν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της μιας (1) εβδομάδας που προβλέπεται στην υποπερ. ηγ’, το παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. μπορεί να αρχίσει να λειτουργεί το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών.

θ. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητά από το παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. ανά περίπτωση κάθε επιπλέον στοιχείο που αποσκοπεί στην ολοκλήρωση της ανωτέρω αξιολόγησης της μεταβίβασης, διασυνοριακής ή μη, αιτιολογώντας αυτό προς το ενδιαφερόμενο Τ.Ε.Α. στο πλαίσιο ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της προληπτικής εποπτείας κατά τις διατάξεις του Μέρους αυτού.

  1. Η από μέρους ενός Τ.Ε.Α. μεταβίβαση, πλήρως ή εν μέρει, των υποχρεώσεων, των τεχνικών προβλέψεων ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών και άλλων δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, καθώς και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού, σε Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους επιτρέπεται κατόπιν προηγούμενης συγκατάθεσης της Αρμόδιας Αρχής σύμφωνα με τους όρους της παρούσας και της εν συνεχεία έγκρισης της μεταβίβασης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π..

α. Η Αρμόδια Αρχή αξιολογεί αν:

αα) στην περίπτωση μερικής μεταβίβασης, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του υπόλοιπου μέρους του προγράμματος του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. είναι επαρκώς προστατευμένα,

αβ) τα ατομικά δικαιώματα των μελών και των δικαιούχων του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α. είναι τουλάχιστον τα ίδια μετά τη μεταβίβαση,

αγ) τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στο πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που πρόκειται να μεταβιβασθεί είναι επαρκή και κατάλληλα για να καλύψουν τις υποχρεώσεις, τις τεχνικές προβλέψεις και άλλες δεσμεύσεις και δικαιώματα προς μεταβίβαση, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας.

β. Η Αρμόδια Αρχή γνωστοποιεί τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που αναφέρεται στην περ. α’, εντός οκτώ (8) εβδομάδων προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, να λάβει απόφαση επί της εγκρίσεως της μεταβίβασης. Η προθεσμία των οκτώ (8) εβδομάδων εκκινεί από την παραλαβή από την Αρμόδια Αρχή της αιτήσεως που υπέβαλε το παραλαμβάνον Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους για τη μεταβίβαση, όπως αυτή της διαβιβάστηκε από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.

γ. Όταν η μεταβίβαση προς παραλαμβάνον Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους καταλήγει σε άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας στην Ελλάδα, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους καταγωγής του εν λόγω παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π. για τις διατάξεις της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά τη διαχείριση του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και για τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 16 έως 22, οι οποίες ισχύουν για τη διασυνοριακή δραστηριότητα Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους στην Ελλάδα. Η γνωστοποίηση αυτή διενεργείται εντός έξι (6) εβδομάδων από τη λήψη της απόφασης έγκρισης της μεταβίβασης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους. Το Ι.Ε.Σ.Π. του άλλου κράτους μέλους λαμβάνει την ενημέρωση αυτή μέσω της αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του.

δ. Στην περίπτωση διασυνοριακής μεταβίβασης, με τη λήψη της εγκριτικής αποφάσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, ή αν μετά την έγκριση αυτή το Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους δεν έχει λάβει την ενημέρωση του τελευταίου εδαφίου της περ. γ’ εντός της προβλεπόμενης για το κράτος μέλος καταγωγής προθεσμίας σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 12 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341, το παραλαμβάνον Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, μπορεί να αρχίσει να λειτουργεί το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών.

  1. Αν το παραλαμβάνον Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, εφαρμόζονται οι παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 11.
  2. Σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο μιας ενέργειας ή παράλειψης ενέργειας της Αρμόδιας Αρχής επί αιτήσεως διασυνοριακής μεταβίβασης είτε πρόκειται για μεταβιβάζον ή παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. ή της αρμόδιας αρχής του μεταβιβάζοντος ή παραλαμβάνοντος Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, περιλαμβανομένης της απόφασης για έγκριση ή απόρριψη της μεταβίβασης, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απευθύνεται προς την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), η οποία μπορεί να αναλάβει μη δεσμευτικό ρόλο μεσολαβητή σύμφωνα με το στοιχείο γ) του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 31 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (L 331).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΣΚΟΠΟΣ  – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

Άρθρο 13

Ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης συνταξιοδοτικής παροχής

  1. Τα Τ.Ε.Α. προβλέπουν στο καταστατικό τους, ως ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής:

α) τη συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης,

β) την ηλικία των εξήντα δύο (62) ετών, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., όπως το ελάχιστο αυτό ηλικιακό όριο διαμορφώνεται κάθε φορά για τη λήψη πλήρους σύνταξης από τον κύριο φορέα ασφάλισης και

γ) την ηλικία των πενήντα πέντε (55) ετών με τουλάχιστον είκοσι (20) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., ή ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης αν η εργασιακή σχέση τερματίζεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου ή λόγω της συμμετοχής του σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.

Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να προβλέπουν στο καταστατικό τους αυστηρότερες από τις ως άνω προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής.

  1. Ασφαλισμένοι που συμπληρώνουν την ηλικία των εξήντα δύο (62) ετών ή των πενήντα πέντε (55) ετών με τουλάχιστον είκοσι (20) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α. και συνεχίζουν να απασχολούνται δύνανται, σε περίπτωση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών των οποίων τα μέλη φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο, να λάβουν, κατόπιν αιτήσεώς τους, ως προκαταβολή, το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του λογαριασμού τους κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Το εναπομένον ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής παραμένει στον λογαριασμό τους, όπου συνεχίζουν να καταβάλλονται οι σχετικές εισφορές, προκειμένου να λάβουν μελλοντική συνταξιοδοτική παροχή. Η ευχέρεια αυτή παρέχεται σε όποιον ασφαλισμένο δεν έχει κάνει χρήση της δυνατότητας της παρ. 5 και δεν έχει συνταξιοδοτηθεί από τον κύριο φορέα ασφάλισης.
  2. Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4575/2018 (Α΄192) και του παρόντος, δεν επιτρέπονται η λήψη δανείου, η προκαταβολή ή πρόωρη λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής πριν από τη συμπλήρωση των απαιτούμενων από το καταστατικό προϋποθέσεων χορήγησής της.
  3. Δεν επιτρέπονται η εκχώρηση, ενεχυρίαση, ή η με άλλο τρόπο διάθεση της συνταξιοδοτικής παροχής των μελών και δικαιούχων του Τ.Ε.Α..
  4. Πρόωρη λήψη συνταξιοδοτικής παροχής δύναται να προβλέπεται από το καταστατικό του Τ.Ε.Α. και τους όρους του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, εφόσον έχουν διανυθεί τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α. και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήψης προκαταβολής της παρ. 2. Η ως άνω πρόβλεψη δεν είναι ασύμβατη με τη διατήρηση της ιδιότητας του μέλους. Σε περίπτωση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών των οποίων τα μέλη φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο, η πρόωρη λήψη του πρώτου εδαφίου καταβάλλεται άπαξ και δεν δύναται να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) της αξίας του λογαριασμού του μέλους κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
  5. Με την επιφύλαξη της μεταβίβασης προγράμματος σε άλλο Τ.Ε.Α., σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης μέλους σε περισσότερα του ενός Τ.Ε.Α., ο χρόνος ασφάλισης του μέλους υπολογίζεται αυτοτελώς για το κάθε Τ.Ε.Α..
  6. Το παρόν ισχύει και για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που τα λειτουργούν Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους διασυνοριακά στην Ελλάδα ως κράτος μέλος υποδοχής.

 

Άρθρο 14

Υποχρέωση και προθεσμία καταβολής εισφορών

  1. Κάθε χρηματοδοτούσα επιχείρηση καταβάλλει στο οικείο Τ.Ε.Α. σύμφωνα με το καταστατικό του:

α) την καταβλητέα από αυτήν εισφορά, και

β) σε περίπτωση που καταβάλλεται εισφορά από το μέλος, το ποσό που έλαβε ή παρακράτησε ως εισφορά του μέλους.

  1. Αν η εισφορά καταβάλλεται απευθείας από το μέλος, το ίδιο το μέλος καταβάλλει την εισφορά που ορίζει το καταστατικό του Τ.Ε.Α..
  2. Ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής εισφορών προς το Τ.Ε.Α. καθορίζονται με το καταστατικό του.
  3. Το Διοικητικό Συμβούλιο κάθε Τ.Ε.Α. οφείλει να προβαίνει σε όλες τις νόμιμες πράξεις και να λαμβάνει όλα τα νόμιμα μέτρα προς είσπραξη καθυστερημένων εισφορών.
  4. Πέραν των ενεργειών της παρ. 4, αν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή καθυστερεί την καταβολή εισφορών στο Τ.Ε.Α. για χρονική περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής των εισφορών κατά τα προβλεπόμενα στο καταστατικό του Τ.Ε.Α., το Διοικητικό του Συμβούλιο ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή.

Στην ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνονται τουλάχιστον εκτίμηση περί των αιτιών της παράλειψης ή καθυστέρησης, ιδίως, εφόσον το γεγονός αυτό σχετίζεται με προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας ή αναστολή εργασιών της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, και περιγραφή των ενεργειών του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. για την είσπραξη των οφειλόμενων εισφορών.

Στην περίπτωση αυτή η Αρμόδια Αρχή μπορεί να εφαρμόζει τα μέτρα των άρθρων 61 έως 69.

  1. Το καταστατικό των Τ.Ε.Α. μπορεί να καθορίζει ότι η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή το μέλος, ανάλογα με την περίπτωση, επιβαρύνεται με πρόσθετη εισφορά, η οποία υπολογίζεται πάνω στο ποσό των καθυστερημένων εισφορών με επιτόκιο ίσο προς τον νόμιμο τόκο από τη λήξη της προς καταβολή των εισφορών προθεσμίας.

 

Άρθρο 15

Δικαιώματα μελών και διαγραφή από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Το μέλος δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του για οικειοθελή διαγραφή από το Τ.Ε.Α., ή από συγκεκριμένο πρόγραμμα του Τ.Ε.Α., με την υποβολή δήλωσης διαγραφής οποτεδήποτε. Τα αποτελέσματα της δήλωσης επέρχονται μετά από έναν (1) μήνα.
  2. Σε ό,τι αφορά στους όρους απόκτησης δικαιωμάτων σε συνταξιοδοτική παροχή και σε περιπτώσεις αποχωρησάντων μελών εφαρμόζονται τα άρθρα 4 ως 7 του ν. 4575/2018 (Α΄192), η δε χρονική περίοδος της παρ. 1 του άρθρου 4 του ως άνω νόμου καθορίζεται σε ένα (1) έτος.
  3. Από την ημερομηνία υποβολής αιτήματος διαγραφής προς το Τ.Ε.Α., ο αιτών παύει να έχει την ιδιότητα του ασφαλισμένου και την απορρέουσα υποχρέωση καταβολής εισφορών. Οφειλόμενες εισφορές του αιτούντος έως την ημερομηνία της αίτησης διαγραφής εξακολουθούν να οφείλονται.
  4. Η για οποιονδήποτε λόγο απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου από πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών επιφέρει την αυτοδίκαιη διαγραφή του και από την ασφάλιση σε πρόγραμμα συμπληρωματικών παροχών.
  5. Τα Τ.Ε.Α. τηρούν υποχρεωτικά μητρώο μελών και δικαιούχων παροχών.
  6. Με την επιφύλαξη της παρ. 7, σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησης μέλους πριν από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους στην ασφάλιση του Τ.Ε.Α., για λόγους πέραν του τερματισμού της τρέχουσας σχέσης εργασίας ή της αλλαγής ή παύσης της επαγγελματικής ιδιότητας, εφόσον το αποχωρούν μέλος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο, λαμβάνει το μικρότερο ποσό μεταξύ της ονομαστικής αξίας και της σωρευμένης αξίας των επενδύσεων των καταβληθεισών εισφορών του που αφορούν στην παροχή συνταξιοδότησης.
  7. Είναι δυνατή η πρόβλεψη στο καταστατικό ή στους όρους προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών της ευχέρειας συνέχισης της ασφάλισης και στην περίπτωση που το μέλος απωλέσει τη βασική του ιδιότητα, καταβάλλοντας το σύνολο των αναλογουσών εισφορών, κατ’ ανώτατο διάστημα για τρία (3) έτη και πάντως μέχρι τη συμπλήρωση μιας εκ των ελαχίστων προϋποθέσεων καταβολής της παροχής.
  8. Οι όροι και προϋποθέσεις του παρόντος ισχύουν και για τα συνταξιοδοτικά προγράμματα που λειτουργούν Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους διασυνοριακά στην Ελλάδα.

Άρθρο 16

Γενικές αρχές για τις πληροφορίες οι οποίες πρέπει να παρέχονται στα υποψήφια μέλη, μέλη και δικαιούχους

(άρθρο 36 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν:

α) στα υποψήφια μέλη: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στο άρθρο 21,

β) στα μέλη: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στα άρθρα 17 έως 20, 22 και 24, και

γ) στους δικαιούχους: τουλάχιστον τις πληροφορίες που παρατίθενται στα άρθρα 17, 23 και 24.

  1. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1:

α) επικαιροποιούνται τακτικά,

β) έχουν συνταχθεί με σαφήνεια, σε περιεκτική και κατανοητή γλώσσα, χωρίς τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και τεχνικών όρων, όταν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λέξεις της καθομιλουμένης,

γ) δεν είναι παραπλανητικές και διασφαλίζεται συνεκτικότητα στο λεξιλόγιο και το περιεχόμενο,

δ) παρουσιάζονται κατά τρόπο ευανάγνωστο,

ε) διατίθενται σε επίσημη γλώσσα του κράτους – μέλους, του οποίου η κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία σχετικά με τα προγράμματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών διέπει το οικείο πρόγραμμα, για δε την Ελλάδα, διατίθενται τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα και

στ) διατίθενται στα υποψήφια μέλη, τα μέλη και τους δικαιούχους δωρεάν με ηλεκτρονικά μέσα σε σταθερό μέσο ή σε ιστότοπο ή γραπτώς.

 

Άρθρο 17

Γενικές πληροφορίες για το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών

(άρθρο 37 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους διασφαλίζουν ότι τα μέλη και οι δικαιούχοι είναι επαρκώς πληροφορημένοι για το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών στο οποίο έχουν υπαχθεί και ιδιαίτερα αναφορικά με:

α) την επωνυμία του Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, το κράτος – μέλος στο οποίο το Τ.Ε.Α. είναι καταχωρισμένο ή εγκεκριμένο και την αρμόδια αρχή του,

β) τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών,

γ) πληροφορίες σχετικά με τα επενδυτικά χαρακτηριστικά,

δ) τη φύση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που φέρουν τα μέλη και οι δικαιούχοι,

ε) τους όρους που αφορούν την πλήρη ή μερική εγγύηση, δυνάμει του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών ή ενός συγκεκριμένου ύψους παροχών,  ή τη σχετική δήλωση περί μη παροχής εγγύησης, όταν δεν παρέχεται εγγύηση, δυνάμει του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

στ) τους μηχανισμούς προστασίας των σωρευμένων δικαιωμάτων ή τους μηχανισμούς μείωσης των παροχών, εάν υπάρχουν,

ζ) όταν τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο ή μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις, πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις των επενδύσεων που σχετίζονται με το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών για τουλάχιστον πέντε (5) έτη ή για όλα τα έτη λειτουργίας του προγράμματος, όταν η περίοδος λειτουργίας του είναι μικρότερη από πέντε (5) έτη,

η) τη διάρθρωση των επιβαρύνσεων και των εξόδων που αναλογούν στα μέλη και τους δικαιούχους, όταν δεν προβλέπεται συγκεκριμένο ύψος παροχών,

θ) τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους τα μέλη και οι δικαιούχοι για τη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών τους,

ι) αν ένα μέλος έχει δικαίωμα να μεταφέρει συνταξιοδοτικά δικαιώματα, περαιτέρω πληροφορίες για τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μεταφορά αυτή.

  1. Για τα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών, των οποίων τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο και τα οποία προσφέρουν περισσότερες από μία επιλογές με διαφορετικά επενδυτικά χαρακτηριστικά, τα μέλη ενημερώνονται για τους όρους που αφορούν στο εύρος των διαθέσιμων επενδυτικών επιλογών και, κατά περίπτωση, τη βασική επενδυτική επιλογή και τον κανόνα του προγράμματος συνταξιοδοτικού παροχών να κατανέμει ένα συγκεκριμένο μέλος σε μια επενδυτική επιλογή.
  2. Τα μέλη και οι δικαιούχοι ή, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποί τους λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αλλαγές των κανόνων του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών καθεστώτος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Επιπροσθέτως, τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν εξήγηση του αντίκτυπου των σημαντικών αλλαγών των τεχνικών προβλέψεων στα μέλη και τους δικαιούχους.
  3. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν τις γενικές πληροφορίες για το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών του παρόντος.

 

Άρθρο 18

Γενικές διατάξεις για τη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών και τις συμπληρωματικές πληροφορίες

(άρθρο 38 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους συντάσσουν δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών, η οποία περιέχει βασικές πληροφορίες για κάθε μέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος και της εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής, εργατικής και φορολογικής νομοθεσίας.
  2. Η ακριβής ημερομηνία στην οποία αναφέρονται οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών αναγράφεται σε εμφανή θέση.
  3. Οι πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών είναι ακριβείς, επικαιροποιούνται και τίθενται στη διάθεση κάθε μέλους χωρίς χρέωση με ηλεκτρονικά μέσα, μεταξύ άλλων σε σταθερό μέσο ή σε ιστoσελίδα ή γραπτώς, τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Έντυπο αντίγραφο παρέχεται στα μέλη κατόπιν αιτήσεως, επιπλέον οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας με ηλεκτρονικά μέσα.
  4. Κάθε ουσιώδης μεταβολή στις πληροφορίες που περιέχονται στη δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος αποτυπώνεται με σαφήνεια.
  5. Για τον προσδιορισμό των παραδοχών των προβολών της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 19, τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους εφαρμόζουν τα οριζόμενα στην απόφαση της παρ. 23 του άρθρου 91.

 

Άρθρο 19

Δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών

(άρθρο 39 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τις ακόλουθες βασικές πληροφορίες για τα μέλη:

α) προσωπικά στοιχεία του μέλους, ιδίως, την προβλεπόμενη στην εθνική νομοθεσία ηλικία συνταξιοδότησης και την ηλικία συνταξιοδότησης που καθορίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

β) την επωνυμία των Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους και τη διεύθυνση επικοινωνίας, καθώς και τον προσδιορισμό του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών στο οποίο υπάγεται το μέλος,

γ) πληροφορίες σχετικά με την πλήρη ή μερική εγγύηση που παρέχεται στο πλαίσιο του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και τον τρόπο πρόσβασης σε περαιτέρω πληροφορίες, εφόσον διατίθενται τέτοιες,

δ) πληροφορίες για τις προβολές σχετικά με τις συνταξιοδοτικές παροχές σύμφωνα με την ηλικία συνταξιοδότησης, όπως προσδιορίζεται στην περ. α) και δήλωση αποποίησης ευθύνης σχετικά με πιθανή διαφοροποίηση των προβολών αυτών από την τελική αξία των παροχών που θα καταβληθούν. Αν οι προβολές συνταξιοδοτικών παροχών βασίζονται σε οικονομικά σενάρια, οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν επίσης ένα βέλτιστο σενάριο και ένα δυσμενές, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

ε) πληροφορίες σχετικά με τα σωρευμένα δικαιώματα ή το σωρευμένο κεφάλαιο, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

στ) πληροφορίες για τις εισφορές που κατέβαλαν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση και το μέλος στο πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών,

ζ) ανάλυση των επιβαρύνσεων και των εξόδων που αναλογούν στο μέλος τουλάχιστον τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες,

η) πληροφορίες για το επίπεδο χρηματοδότησης του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών συνολικά.

  1. Στο πλαίσιο του άρθρου 83, η Αρμόδια Αρχή ανταλλάσσει βέλτιστες πρακτικές, σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο της δήλωσης συνταξιοδοτικών παροχών, με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 20

Συμπληρωματικές πληροφορίες

(άρθρο 40 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών προσδιορίζει τη διαδικασία λήψης από τα μέλη συμπληρωματικών πληροφοριών, όπως:

α) περαιτέρω πρακτικές πληροφορίες για τις προσφερόμενες στο μέλος επιλογές, σύμφωνα με το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών,

β) τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 42 και 44,

γ) κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τα ποσά τα οποία είναι εκπεφρασμένα σε ετήσιες προσόδους, ιδίως, όσον αφορά τον συντελεστή της ετήσιας προσόδου, τον τύπο του παρόχου και τη διάρκεια της ετήσιας προσόδου, και

δ) πληροφορίες για το επίπεδο των παροχών σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης.

  1. Για τα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών στα οποία τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο και στα οποία μία επενδυτική επιλογή επιβάλλεται στο μέλος μέσω ειδικού κανόνα, ο οποίος προσδιορίζεται στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, η δήλωση συνταξιοδοτικών παροχών αναφέρει πού διατίθενται πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με αυτά.

 

Άρθρο 21

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα υποψήφια μέλη

(άρθρο 41 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους ενημερώνουν τα υποψήφια μέλη, τα οποία δεν εγγράφονται αυτόματα σε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, πριν από την ένταξή τους σε αυτό, καθώς και τα υποψήφια μέλη τα οποία εγγράφονται αυτόματα σε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, για:

α) οποιεσδήποτε επιλογές διατίθενται σε αυτούς, περιλαμβανομένων και των επενδυτικών επιλογών,

β) τα χαρακτηριστικά του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών περιλαμβανομένου του είδους των παροχών,

γ) πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσο και πώς λαμβάνονται υπόψη στην επενδυτική πολιτική παράγοντες σχετικοί με το περιβάλλον, το κλίμα, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση και

δ) τη διάθεση περισσότερων πληροφοριών.

  1. Όταν τα μέλη φέρουν επενδυτικό κίνδυνο ή μπορούν να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις, τα υποψήφια μέλη λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις προηγούμενες επιδόσεις των επενδύσεων που σχετίζονται με το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών για τουλάχιστον πέντε (5) έτη ή για όλα τα έτη λειτουργίας του προγράμματος όταν η περίοδος λειτουργίας του είναι μικρότερη από πέντε (5) έτη και πληροφορίες για τη διάρθρωση των εξόδων και των επιβαρύνσεων που αναλογούν στα μέλη και στους δικαιούχους.

 

Άρθρο 22

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στα μέλη κατά την προσυνταξιοδοτική φάση (άρθρο 42 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Επιπλέον της δήλωσης συνταξιοδοτικών παροχών, τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν σε κάθε μέλος, εγκαίρως πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, όπως αυτή προσδιορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 19, ή κατόπιν αίτησης του μέλους, πληροφορίες σχετικά με τις επιλογές καταβολής παροχών που διατίθενται για τη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών τους.

 

Άρθρο 23

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στους δικαιούχους κατά τη φάση πληρωμής (άρθρο 43 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν στους δικαιούχους, σε περιοδική βάση, πληροφορίες σχετικά με τις οφειλόμενες παροχές και τις αντίστοιχες επιλογές καταβολής.
  2. Τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους ανακοινώνουν στους δικαιούχους, χωρίς καθυστέρηση, τη λήψη τελικής απόφασης που οδηγεί σε τυχόν μείωση του επιπέδου των οφειλόμενων παροχών, τρεις (3) μήνες πριν από την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης.
  3. Όταν οι δικαιούχοι φέρουν σημαντικό βαθμό επενδυτικού κινδύνου κατά τη φάση πληρωμής, τα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχουν τακτικά κατάλληλες πληροφορίες στους δικαιούχους.

Άρθρο 24

Πρόσθετες πληροφορίες που παρέχονται κατόπιν αιτήσεως σε μέλη και δικαιούχους

(άρθρο 44 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Κατόπιν αίτησης μέλους ή δικαιούχου ή των εκπροσώπων τους, το Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους παρέχει τις ακόλουθες πρόσθετες πληροφορίες:

α) τους ετήσιους λογαριασμούς και τις ετήσιες εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 42 ή, αν ένα Τ.Ε.Α. και Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους είναι υπεύθυνο για περισσότερα του ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, τους λογαριασμούς και τις εκθέσεις που αφορούν στο συγκεκριμένο συνταξιοδοτικό πρόγραμμά του,

β) τη δήλωση αρχών επενδυτικής πολιτικής που αναφέρεται στο άρθρο 44,

γ) περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση των προβολών, σύμφωνα με την περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 19.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΟΡΓΑΝΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

Άρθρο 25

Διοικητικό Συμβούλιο – Ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου

(άρθρο 20 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελεί το όργανο διοίκησης των Τ.Ε.Α. και έχει την τελική ευθύνη για την τήρηση του παρόντος Μέρους και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων, καθώς και των ευρωπαϊκών αντιστοίχων. Το Διοικητικό Συμβούλιο προβαίνει σε όλες τις νόμιμες ενέργειες και λαμβάνει όλα τα νόμιμα μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων των μελών και δικαιούχων παροχών.
  2. Ως μέλη διοίκησης ενός Τ.Ε.Α. νοούνται, κατ’ ελάχιστον, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα στο Τ.Ε.Α. και το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί στο Διοικητικό Συμβούλιο για την καθημερινή διοίκηση του Τ.Ε.Α., περιλαμβανομένων των προσώπων που πράγματι διευθύνουν τη δραστηριότητα του Τ.Ε.Α..
  3. H ανάθεση οποιασδήποτε αρμοδιότητας του Διοικητικού Συμβουλίου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εντός ή εκτός του Τ.Ε.Α., δεν απαλλάσσει το Διοικητικό Συμβούλιο από την ευθύνη της παρ. 1.
  4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητές του έχουν υποχρέωση πίστης απέναντι στο Τ.Ε.Α..
  5. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να είναι μέλη Διοικητικού Συμβουλίου σε εταιρείες, μετοχές ή μερίδια των οποίων κατέχει το Τ.Ε.Α., εφόσον η συμμετοχή τους στις εταιρείες αυτές υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου τους.
  6. Για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία και διαχείριση του Τ.Ε.Α., το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να ορίζει επιτροπές, ενδεικτικά επιτροπή επενδύσεων και διαχείρισης κινδύνων, οι οποίες αποτελούνται από πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας του άρθρου 33.

Άρθρο 26

Εποπτικό Συμβούλιο

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται τουλάχιστον από τρία (3) μέλη του Τ.Ε.Α.. Τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου είναι ανεξάρτητα από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. Το Εποπτικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά, ανά τρίμηνο, και έκτακτα, όποτε θεωρήσει αυτό αναγκαίο.
  2. Το Εποπτικό Συμβούλιο των Τ.Ε.Α. εποπτεύει και ελέγχει τις πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου και την τήρηση της νομοθεσίας και του καταστατικού. Προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, παρακολουθεί την πορεία των υποθέσεων του Τ.Ε.Α. και μπορεί να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε βιβλίου, εγγράφου ή στοιχείων του Τ.Ε.Α. Για τη διενέργεια των ελέγχων δύναται να διορίσει έως και τρεις (3) ειδικούς συμβούλους ή εμπειρογνώμονες με αιτιολογημένη απόφασή του.
  3. Το Εποπτικό Συμβούλιο συντάσσει ετησίως έκθεση για την οικονομική διαχείριση του Διοικητικού Συμβουλίου την οποία υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο και θέτει στη διάθεση των μελών και των δικαιούχων του Τ.Ε.Α..

 

Άρθρο 27

Εξωτερική ανάθεση

(άρθρο 31 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να αναθέσουν οποιεσδήποτε δραστηριότητες, περιλαμβανομένων βασικών λειτουργιών και της διαχείρισης τους, συνολικά ή μερικά, σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους.
  2. Τα Τ.Ε.Α. παραμένουν πλήρως υπεύθυνα για τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος όταν αναθέτουν εξωτερικά εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες.
  3. Η εξωτερική ανάθεση βασικών λειτουργιών ή άλλων δραστηριοτήτων δεν πραγματοποιείται κατά τρόπο που να οδηγεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω καταστάσεις:

α) μείωση της ποιότητας του συστήματος διακυβέρνησης του Τ.Ε.Α.,

β) αδικαιολόγητη αύξηση του λειτουργικού κινδύνου,

γ) μείωση της ικανότητας της Αρμόδιας Αρχής να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του Τ.Ε.Α. προς τις υποχρεώσεις του,

δ) υπονόμευση της συνεχούς και ικανοποιητικής παροχής υπηρεσιών στα μέλη και τους δικαιούχους.

  1. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των εξωτερικά ανατιθέμενων δραστηριοτήτων μέσω της διαδικασίας επιλογής παρόχου υπηρεσιών και της συνεχούς παρακολούθησης των δραστηριοτήτων του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών.
  2. Τα Τ.Ε.Α. που αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες, τη διαχείρισή τους ή άλλες δραστηριότητες που καλύπτονται από τις διατάξεις του παρόντος, συνάπτουν έγγραφη σύμβαση με τον πάροχο υπηρεσιών, στην οποία προσδιορίζονται σαφώς τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών.

Η σύμβαση αναφέρει ιδίως με σαφήνεια όλες τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) τα καθήκοντα και τις ευθύνες αμφοτέρων των εμπλεκόμενων μερών,

β) τη δέσμευση του παρόχου υπηρεσιών να συμμορφώνεται με όλες τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις και κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και πολιτικές που έχουν εγκριθεί από το Τ.Ε.Α. και να συνεργάζεται με την Αρμόδια Αρχή όσον αφορά στη λειτουργία ή τη δραστηριότητα που του έχει ανατεθεί,

γ) την υποχρέωση του παρόχου υπηρεσιών να γνωστοποιεί κάθε εξέλιξη που ενδέχεται να έχει σημαντική επίπτωση στην ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές απαιτήσεις,

δ) πρόβλεψη περιόδου προειδοποίησης για την καταγγελία της σύμβασης από τον πάροχο της υπηρεσίας, η οποία πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει στο Τ.Ε.Α. να βρει εναλλακτική λύση,

ε) τη δυνατότητα του Τ.Ε.Α. να καταγγείλει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης, εάν αυτό είναι απαραίτητο, χωρίς να θίγονται η συνέχεια και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει στα μέλη του και στους δικαιούχους παροχών,

στ) την πραγματική πρόσβαση του Τ.Ε.Α., του εξωτερικού ελεγκτή του και της Αρμόδιας Αρχής σε όλες τις πληροφορίες που αφορούν στα καθήκοντα και τις δραστηριότητες της εξωτερικής ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών,

ζ) την δυνατότητα της Αρμόδιας Αρχής, όταν ενδείκνυται και είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της εποπτείας, να απευθύνει ερωτήσεις απευθείας στον πάροχο υπηρεσιών στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών απαντά,

η) τους όρους και τις προϋποθέσεις, κατά περίπτωση, βάσει των οποίων ο πάροχος υπηρεσιών μπορεί να αναθέσει με υπεργολαβία οποιοδήποτε από τα ανατεθέντα καθήκοντα και τις δραστηριότητες και ότι τα καθήκοντα και οι ευθύνες του παρόχου της υπηρεσίας που απορρέουν από τη συμφωνία με το Τ.Ε.Α. δεν επηρεάζονται από τυχόν ανάθεση με υπεργολαβία,

θ) διασφάλιση ότι ο πάροχος υπηρεσιών έχει επαρκή σχέδια έκτακτης ανάγκης για να αντιμετωπίσει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή επιχειρηματικές διαταραχές και κατά περιόδους πραγματοποιεί δοκιμές των εφεδρικών συστημάτων, όταν είναι απαραίτητο, λαμβανομένων υπόψη των αρμοδιοτήτων και των δραστηριοτήτων της εξωτερικής ανάθεσης.

  1. Τα Τ.Ε.Α. ενημερώνουν αμελλητί την Αρμόδια Αρχή για κάθε εξωτερική ανάθεση των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από τις διατάξεις του παρόντος. Όταν η εξωτερική ανάθεση σχετίζεται με εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες ή τη διαχείριση του Τ.Ε.Α., το Τ.Ε.Α. υποχρεούται να ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή, πριν τεθεί σε ισχύ η σχετική συμφωνία. Τα Τ.Ε.Α. πληροφορούν την Αρμόδια Αρχή για κάθε σημαντική εξέλιξη που αφορά οποιεσδήποτε από τις εξωτερικά ανατιθέμενες δραστηριότητες.
  2. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να ζητά, οποτεδήποτε, από τα Τ.Ε.Α. και από τους παρόχους υπηρεσιών πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τις εξωτερικά ανατιθέμενες βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες, αποκλειομένης της περίπτωσης προβολής απορρήτου ή ρήτρας εμπιστευτικότητας προς αυτήν.
  3. Η Αρμόδια Αρχή απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση εφόσον, κατά την άποψή της, συντρέχει οιοσδήποτε εκ των λόγων της παρ. 3.

Άρθρο 28

Διαχείριση επενδύσεων

(άρθρο 32 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. αναθέτουν τη διαχείριση επενδύσεων, για κάθε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που λειτουργούν, σε έναν ή περισσότερους διαχειριστές επενδύσεων, οι οποίοι πρέπει να συμμορφώνονται με την ισχύουσα για τα Τ.Ε.Α. νομοθεσία και την επενδυτική πολιτική των Τ.Ε.Α.. Τα στοιχεία κάθε διαχειριστή επενδύσεων υποβάλλονται από το Τ.Ε.Α. στην Αρμόδια Αρχή εντός πέντε (5) ημερών από τον ορισμό του. Εντός της ίδιας προθεσμίας τα Τ.Ε.Α. γνωστοποιούν στην Αρμόδια Αρχή τη λήξη ή με άλλο τρόπο λύση της σύμβασης μεταξύ αυτού και του διαχειριστή επενδύσεων.

Τα Τ.Ε.Α. δύνανται να διαχειρίζονται τα ίδια τις επενδύσεις τους μόνον κατόπιν έγκρισης της Αρμόδιας Αρχής.

  1. O διαχειριστής επενδύσεων πρέπει να κατέχει την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Ο διαχειριστής επενδύσεων που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποχρεούται να κατέχει την άδεια που προβλέπεται από τις Οδηγίες 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (L 302), 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (L 335), 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (L 174), 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (L 176) και 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (L 173).
  2. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν έγγραφη πολιτική, στην οποία περιγράφεται υποχρεωτικά η διαδικασία επιλογής και αξιολόγησης του διαχειριστή επενδύσεων, καθώς και της λύσης της σχετικής σύμβασης. Ο διαχειριστής επενδύσεων δεν απαλλάσσεται της ευθύνης αν ανέθεσε σε τρίτο τη διαχείριση των επενδύσεων που ανέλαβε.
  3. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται οι αρμοδιότητες. καθώς και οι διαδικασίες που πρέπει να τηρούν οι διαχειριστές επενδύσεων κατά την διαχείριση των επενδύσεων Τ.Ε.Α., καθώς και οι οργανωτικές και λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται από τα Τ.Ε.Α. ώστε η Αρμόδια Αρχή να δώσει την έγκρισή της κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1.

Άρθρο 29

Ορισμός θεματοφύλακα

 (άρθρο 33 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. ορίζουν θεματοφύλακα, ανεξαρτήτως αν τα μέλη και οι δικαιούχοι φέρουν επενδυτικό κίνδυνο. Ο θεματοφύλακας είναι υπεύθυνος για τη φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων, ασκεί εποπτικά καθήκοντα σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31, και οφείλει να συμμορφώνεται με την ισχύουσα για τα Τ.Ε.Α. νομοθεσία και την επενδυτική πολιτική των Τ.Ε.Α. Όταν ασκείται διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, η οποία είναι κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 11, τα ασκούντα τη δραστηριότητα Ι.Ε.Σ.Π. οφείλουν να ορίζουν θεματοφύλακα για τη φύλαξη των περιουσιακών τους στοιχείων και την άσκηση καθηκόντων επίβλεψης σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 31. Η διαδικασία επιλογής, αξιολόγησης και λύσης της σύμβασης του θεματοφύλακα προβλέπεται σε έγγραφη πολιτική των Τ.Ε.Α..
  2. Ο θεματοφύλακας που ορίζεται από το Τ.Ε.Α. κατέχει υποχρεωτικά τις απαιτούμενες από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία άδειες.
  3. Ο θεματοφύλακας που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να κατέχει τη σχετική άδεια σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (L 176) ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (L 173), ή να γίνεται αποδεκτός ως θεματοφύλακας σύμφωνα με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (L 302) ή την Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (L 174).
  4. Η αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του θεματοφύλακα, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, απαγορεύει, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 55 την ελεύθερη διάθεση στοιχείων του ενεργητικού που κατέχει θεματοφύλακας που είναι εγκατεστημένος στην ημεδαπή, κατόπιν αιτήσεως της Αρμόδιας Αρχής ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του Ι.Ε.Σ.Π..
  5. O θεματοφύλακας ορίζεται με έγγραφη σύμβαση, στην οποία προβλέπονται οι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του πληροφορίες, όπως αυτές περιγράφονται στο παρόν Μέρος και στη λοιπή νομοθεσία, στο πλαίσιο της επενδυτικής πολιτικής του εκάστοτε προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών.
  6. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στα άρθρα 30 και 31, το Τ.Ε.Α., το Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους και ο θεματοφύλακας ενεργούν με εντιμότητα, αμεροληψία, επαγγελματισμό, ανεξαρτησία και με γνώμονα το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων του προγράμματος.
  7. Ο θεματοφύλακας δεν ασκεί δραστηριότητες σε σχέση με το Τ.Ε.Α. οι οποίες ενδέχεται να δημιουργούν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του Τ.Ε.Α., των μελών και των δικαιούχων του προγράμματος και του ιδίου, εκτός εάν έχει διαχωρίσει λειτουργικά και ιεραρχικά την άσκηση των καθηκόντων του θεματοφύλακα από τα λοιπά δυνητικά συγκρουόμενα καθήκοντά του. Εφόσον, παρά την εξάντληση κάθε πρόσφορου μέσου, δεν καθίσταται δυνατή η εξάλειψη περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, ο θεματοφύλακας προβαίνει σε κατάλληλες ενέργειες προσδιορισμού, διευθέτησης και παρακολούθησης αυτών, και γνωστοποιεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα τις σχετικές ενέργειες στη διοίκηση του Τ.Ε.Α.. και στα μέλη και τους δικαιούχους του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών.

Άρθρο 30

Φύλαξη περιουσιακών στοιχείων και ευθύνη του θεματοφύλακα

(άρθρο 34 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα περιουσιακά στοιχεία των Τ.Ε.Α. που προβλέπονται στο άρθρο 51, πλην των ακινήτων, και τα οποία συνδέονται με πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, αποτελούν αντικείμενο φύλαξης που ανατίθεται σε θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας φυλάσσει όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων, ο οποίος ανοίγεται στα βιβλία του θεματοφύλακα, καθώς και όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία μπορούν να παραδοθούν ενσωμάτως σε αυτόν. Για τον σκοπό αυτό, ο θεματοφύλακας διασφαλίζει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία μπορούν να καταχωριστούν σε λογαριασμό χρηματοπιστωτικών μέσων που έχει ανοιχτεί στα βιβλία του θεματοφύλακα, είναι καταχωρισμένα στα βιβλία του θεματοφύλακα σε διαχωρισμένους λογαριασμούς, σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στον ν. 4514/2018 (Α’14) και στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (L 173), ανοιγμένους στο όνομα του Τ.Ε.Α. ώστε να μπορούν να ταυτοποιούνται ευκρινώς και οποτεδήποτε ως ανήκοντες στο Τ.Ε.Α.
  2. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία ενός Τ.Ε.Α., που έχουν σχέση με πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, αποτελούνται από άλλα στοιχεία εκτός των αναφερομένων στην παρ. 1, ο θεματοφύλακας επαληθεύει ότι το Τ.Ε.Α. είναι ο κύριος των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων και τηρεί αρχείο αυτών. Η επαλήθευση διενεργείται βάσει πληροφοριών ή εγγράφων που παρέχει το Τ.Ε.Α. και, εφόσον υπάρχουν, βάσει εξωτερικών αποδεικτικών στοιχείων. Ο θεματοφύλακας τηρεί το αρχείο του ενημερωμένο.
  3. Τα περιουσιακά στοιχεία του Τ.Ε.Α. που φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα δεν επαναχρησιμοποιούνται από τον θεματοφύλακα, ή οποιονδήποτε τρίτο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία θεματοφυλακής, για δικό του λογαριασμό. Η επαναχρησιμοποίηση περιλαμβάνει οποιαδήποτε συναλλαγή σε φυλασσόμενα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της μεταβίβασης, της ενεχυρίασης, της πώλησης και του δανείου.
  4. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι του Τ.Ε.Α. για κάθε ζημία που υφίσταται λόγω αδικαιολόγητης παράλειψης εκτέλεσης των υποχρεώσεών του ή πλημμελούς εκτέλεσης αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία.
  5. Ο θεματοφύλακας δεν απαλλάσσεται της ευθύνης αν ανέθεσε σε τρίτο το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων τη φύλαξη των οποίων ανέλαβε.

 

Άρθρο 31

Καθήκοντα επίβλεψης

(άρθρο 35 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. εφαρμόζουν διαδικασίες για τη δέουσα άσκηση των παρακάτω καθηκόντων επίβλεψης:

α) διασφαλίζουν ότι, σε συναλλαγές οι οποίες αφορούν τα στοιχεία ενεργητικού του Τ.Ε.Α. που έχει σχέση με πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, το αντάλλαγμα λαμβάνεται από το Τ.Ε.Α. εντός των συνήθων προθεσμιών, και

β) διασφαλίζουν ότι, τα έσοδα που παράγουν τα στοιχεία ενεργητικού διατίθενται σύμφωνα με τους κανόνες του.

  1. Κατά παρέκκλιση της παρ. 1, τα Τ.Ε.Α. μπορούν να αναθέτουν στον θεματοφύλακα, επιπλέον καθήκοντα αυτών που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 30, για την άσκηση καθηκόντων επίβλεψης, ώστε ο θεματοφύλακας να:

α) εκτελεί οδηγίες του Τ.Ε.Α., εκτός εάν αυτές αντίκεινται σε διατάξεις νόμων, κανονιστικών πράξεων ή αποφάσεων της αρμόδιας για την εποπτεία του αρχής,

β) διασφαλίζει ότι, σε συναλλαγές οι οποίες αφορούν τα στοιχεία ενεργητικού ενός Τ.Ε.Α. που έχει σχέση με πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών, το αντάλλαγμα αποδίδεται στο Τ.Ε.Α. εντός των συνήθων προθεσμιών και

γ) διασφαλίζει ότι, τα έσοδα που παράγουν τα στοιχεία ενεργητικού διατίθενται σύμφωνα με τους κανόνες του Τ.Ε.Α..

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

 

Άρθρο 32

Γενικές απαιτήσεις διακυβέρνησης

(άρθρο 21 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα διακυβέρνησης που προβλέπει τη χρηστή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων τους. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει κατάλληλη και διαφανή οργανωτική δομή, με σαφή κατανομή και κατάλληλο διαχωρισμό καθηκόντων, καθώς και αποτελεσματικό μηχανισμό με τον οποίο διασφαλίζεται η μετάδοση των πληροφοριών εντός του Τ.Ε.Α.. Στο πλαίσιο του συστήματος διακυβέρνησης, συνεκτιμώνται για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες, καθώς και παράγοντες που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση επενδυτικών στοιχείων του ενεργητικού. Οι παράγοντες αυτοί υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση.
  2. Το σύστημα διακυβέρνησης της παρ. 1 είναι ανάλογο προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α..

Το σύστημα διακυβέρνησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες: α) τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, β) τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και γ) την αναλογιστική λειτουργία.

  1. Τα Τ.Ε.Α. θεσπίζουν και εφαρμόζουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνων, τον εσωτερικό έλεγχο, τις αναλογιστικές δραστηριότητες, τις εξωτερικές αναθέσεις, τη σύγκρουση συμφερόντων και τη διαχείριση καταγγελιών. Οι εν λόγω γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α., επανεξετάζονται τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη και προσαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές εφαρμόζονται.
  2. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου. Το εν λόγω σύστημα περιλαμβάνει διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου και κατάλληλες ρυθμίσεις υποβολής εκθέσεων σε όλα τα επίπεδα του Τ.Ε.Α..
  3. Τα Τ.Ε.Α. λαμβάνουν εύλογα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης σχεδίων έκτακτης ανάγκης. Για τον σκοπό αυτόν, τα Τ.Ε.Α. εφαρμόζουν και χρησιμοποιούν κατά τρόπο κατάλληλο και αναλογικό, συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
  4. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν τουλάχιστον δύο (2) φυσικά πρόσωπα τα οποία ασκούν πραγματικά τη διοίκηση του Τ.Ε.Α..

Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται ο ορισμός ενός προσώπου, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Τ.Ε.Α. προς την Αρμόδια Αρχή, η οποία την αξιολογεί λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στη γενικότερη διαχείριση του Τ.Ε.Α., καθώς επίσης και το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α..

  1. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν ότι το σύστημα διακυβέρνησής τους, ιδίως το σύστημα διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικού ελέγχου, διαχειρίζεται επαρκώς τους κινδύνους τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και ασφάλειας. Προς τούτο, αναπτύσσουν αποτελεσματικό σύστημα διαχείρισης των κινδύνων τεχνολογίας πληροφορικής/ επικοινωνιών και ασφάλειας στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης κινδύνων τους και ιδίως δημιουργούν και διαχειρίζονται συστήματα δικτύου και πληροφοριών κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009, (ΕΕ) 648/2012, (ΕΕ) 600/2014, (ΕΕ) 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (L 333), κατά περίπτωση.
  2. Η Αρμόδια Αρχή επαληθεύει το εφαρμοζόμενο από τα Τ.Ε.Α. σύστημα διακυβέρνησης και αξιολογεί τους αναδυόμενους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί από τα ίδια τα Τ.Ε.Α. και που μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη χρηματοοικονομική τους ευρωστία, τα μέλη τους ή τους δικαιούχους παροχών.

Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαγορεύει την εξωτερική ανάθεση λειτουργίας, δραστηριότητας ή διαχείρισης, να απαιτεί την ανάληψη από το Τ.Ε.Α. συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση του συγκεκριμένου μέρους ή του συνόλου του συστήματος διακυβέρνησης εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, να κατονομάζει ή απαιτεί την αλλαγή ή αντικατάσταση ενός ή περισσοτέρων ατόμων εκ των μελών διοίκησης, να απαιτεί την άμεση απαλλαγή του Τ.Ε.Α. από έναν ή περισσότερους κινδύνους ή κατηγορίες κινδύνων, να απαγορεύει την ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου για ορισμένο χρόνο, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση διεξαγωγή της αξιολόγησης του άρθρου 41, να απαιτεί την άμεση ή σε συχνότερη βάση επικαιροποίηση μίας ή περισσότερων πολιτικών και να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση του Τ.Ε.Α. προς τις υποχρεώσεις διακυβέρνησής του, όπως αυτές ορίζονται ειδικότερα στα άρθρα 25, 26 και 32 έως 44.

 

Άρθρο 33

Απαιτήσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας

(άρθρο 22 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν ότι όλα τα μέλη της διοίκησης, του Εποπτικού Συμβουλίου και των επιτροπών, καθώς και όλα τα πρόσωπα που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες και τα πρόσωπα στα οποία έχουν ανατεθεί εξωτερικά εργασίες που περιλαμβάνονται σε μια βασική λειτουργία κατά το άρθρο 27, πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους:

α) απαίτηση καταλληλότητας:

αα) για τα μέλη της διοίκησης και των επιτροπών του Τ.Ε.Α.: ότι διαθέτουν συλλογικά επαρκή προσόντα, γνώσεις και πείρα, ώστε να ασκούν χρηστή και συνετή διαχείριση του Τ.Ε.Α.,

αβ) για τα πρόσωπα που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία και στη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου: ότι διαθέτουν επαρκή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και πείρα, ώστε να ασκούν κατάλληλα τις εργασίες αυτές,

αγ) για τα πρόσωπα που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στη λειτουργία διαχείρισης κινδύνου ή άλλες βασικές λειτουργίες: ότι διαθέτουν επαρκή προσόντα, γνώσεις και πείρα, ώστε να ασκούν ορθά τις εργασίες αυτές και

β) απαίτηση για αξιοπιστία: ότι διαθέτουν υπόληψη και ακεραιότητα.

  1. Τα Τ.Ε.Α. κοινοποιούν στην Αρμόδια Αρχή την ταυτότητα των μελών διοίκησης, του Εποπτικού Συμβουλίου, των επιτροπών και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες του Τ.Ε.Α.. Η κοινοποίηση συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα στοιχεία, προκειμένου να εξακριβωθεί η καταλληλότητα και αξιοπιστία των εν λόγω προσώπων, σύμφωνα με το παρόν Μέρος.

Τα Τ.Ε.Α. κοινοποιούν αμελλητί στην Αρμόδια Αρχή κάθε μεταβολή στα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου μαζί με όλα τα οριζόμενα σε αυτό στοιχεία. Περαιτέρω, ενημερώνουν αμελλητί την Αρμόδια Αρχή, αν κάποιο από τα εν λόγω πρόσωπα έπαψε να πληροί τις προϋποθέσεις καταλληλότητας και αξιοπιστίας της παρ. 1 .

  1. Ως απόδειξη υπόληψης και ακεραιότητας των προσώπων της παρ. 1, η Αρμόδια Αρχή δέχεται κατ’ ελάχιστον επικυρωμένα αντίγραφα ποινικού μητρώου και του πιστοποιητικού δικαστικής φερεγγυότητας, με τα οποία αποδεικνύεται ότι τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καταδικασθεί για κλοπή, υπεξαίρεση, τοκογλυφία, αισχροκέρδεια, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, χρεωκοπία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς επίσης ότι δεν έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης.
  2. Σε περίπτωση πολιτών άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αρμόδια Αρχή δέχεται ως απόδειξη υπόληψης και ακεραιότητας δικαστικά πιστοποιητικά ή διοικητικά έγγραφα, που εκδίδονται από δικαστικές ή διοικητικές αρχές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχουν περιεχόμενο αντίστοιχο του ποινικού μητρώου, του πιστοποιητικού μη πτώχευσης ή πτωχευτικής αποκατάστασης.

Όταν στο κράτος μέλος του οποίου το πρόσωπο είναι υπήκοος δεν εκδίδονται τα προβλεπόμενα ως άνω έγγραφα, αρκεί ένορκη βεβαίωση ή, εφόσον ούτε ένορκη βεβαίωση προβλέπεται από το εν λόγω κράτος μέλος, υπεύθυνη δήλωση του προς αξιολόγηση προσώπου ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή, κατά περίπτωση, ενώπιον συμβολαιογράφου του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος. Η εν λόγω αρχή ή ο συμβολαιογράφος εκδίδει πιστοποιητικό που βεβαιώνει τη γνησιότητα αυτής της ένορκης βεβαίωσης ή της υπεύθυνης δήλωσης.

Ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση περί μη πτωχεύσεως ή περί πτωχευτικής αποκατάστασης μπορεί να γίνει και ενώπιον αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού του κράτους μέλους του οποίου το πρόσωπο αυτό είναι υπήκοος.

  1. Τα εν γένει έγγραφα και πιστοποιητικά του παρόντος πρέπει να είναι πρόσφατα και να έχουν εκδοθεί εντός του προηγουμένου της υποβολής τριμήνου.

 

Άρθρο 34

Πολιτική αποδοχών

 (άρθρο 23 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. θεσπίζουν και εφαρμόζουν χρηστή πολιτική αποδοχών για όλα τα μέλη διοίκησής τους, για τα πρόσωπα που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, καθώς και για άλλες κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη επίπτωση στο προφίλ κινδύνου του Τ.Ε.Α., κατά τρόπον ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.
  2. Τα Τ.Ε.Α. δημοσιοποιούν τακτικά σχετικές πληροφορίες για την πολιτική αποδοχών, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (L 119).
  3. Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών που αναφέρεται στην παρ. 1, τα Τ.Ε.Α. συμμορφώνονται με τις ακόλουθες αρχές:

α) η πολιτική αποδοχών:

αα) καθορίζεται, εφαρμόζεται και ισχύει σύμφωνα με τις δραστηριότητες, το προφίλ κινδύνου, τους στόχους και το μακροπρόθεσμο συμφέρον, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις επιδόσεις του Τ.Ε.Α. στο σύνολό του, και στηρίζει τη χρηστή, συνετή και αποτελεσματική διαχείριση των Τ.Ε.Α.,

αβ) ευθυγραμμίζεται με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών, τα οποία λειτουργεί το Τ.Ε.Α.,

αγ) περιλαμβάνει μέτρα με στόχο την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων,

αδ) συνάδει με την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων που δεν συνάδουν με το προφίλ κινδύνου και τους κανονισμούς του Τ.Ε.Α.,

αε) εφαρμόζεται στο Τ.Ε.Α. και στους παρόχους υπηρεσιών που αναφέρονται στην παρ. 1, στο άρθρο 27 εκτός εάν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών εμπίπτουν στους ν. 4099/2012 (Α’250), 4514/2018 (Α’14), 4261/2014 (Α’107) και 4364/2016 (Α’13) και τις Οδηγίες 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009 , για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (L 302), 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (L 335), 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011 , σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (L 174), 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ (L 176) και 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 , για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (L 173),

β) το Τ.Ε.Α. καταρτίζει τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών, την εξετάζει και την επικαιροποιεί τουλάχιστον ανά τριετία, και είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της,

γ) υφίσταται σαφής, διαφανής και αποτελεσματική διακυβέρνηση όσον αφορά στις αποδοχές και την εποπτεία τους. Προς τον σκοπό αυτό, στην πολιτική αποδοχών αναφέρονται ιδίως το όργανο καθορισμού των αποδοχών εν γένει και τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη σχετικά με το ύψος αυτών, η διαδικασία λήψης της σχετικής απόφασης, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο διασφαλίζεται ότι αυτές είναι ανάλογες με τα καθήκοντα και τις ευθύνες κάθε προσώπου στο οποίο αφορούν.

 

Άρθρο 35

Διαχείριση καταγγελιών

  1. Τα Τ.Ε.Α. θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης καταγγελιών για τον άμεσο χειρισμό των καταγγελιών που υποβάλλουν τα υποψήφια μέλη, μέλη ή δικαιούχοι. Η πολιτική διαχείρισης καταγγελιών εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. και παρέχει σαφείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία χειρισμού των καταγγελιών. Η πολιτική διαχείρισης καταγγελιών επανεξετάζεται κάθε τρία (3) έτη και αναθεωρείται, εφόσον απαιτείται.
  2. Τα Τ.Ε.Α. ορίζουν το αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για τη διερεύνηση των καταγγελιών και αναρτούν στην ιστοσελίδα τους πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής καταγγελιών, τη διαδικασία που ακολουθείται για την εξέταση της καταγγελίας, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας του αρμόδιου οργάνου διαχείρισης.
  3. Στο πλαίσιο διαχείρισης της καταγγελίας, τα Τ.Ε.Α. παρέχουν στα υποψήφια μέλη, μέλη ή δικαιούχους πληροφορίες με σαφήνεια και σε περιεκτική και κατανοητή γλώσσα, αποφεύγοντας τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και τεχνικών όρων .
  4. Τα Τ.Ε.Α. απαντούν στην καταγγελία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ενημερώνοντας ταυτόχρονα και εφόσον συντρέχει λόγος, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σχετικά με τις επιλογές του για προσφυγή σε άλλο αρμόδιο όργανο ή φορέα εκτός Τ.Ε.Α.
  5. Τα Τ.Ε.Α. τηρούν αρχείο των καταγγελιών που διαχειρίζονται και των μέτρων που λήφθηκαν και αναλύουν, σε διαρκή βάση, τα δεδομένα που αφορούν sτην εξέταση των καταγγελιών, έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν επαναλαμβανόμενα προβλήματα και πιθανούς νομικούς και λειτουργικούς κινδύνους.
  6. Τα Τ.Ε.Α. παρέχουν στην Αρμόδια Αρχή σε ετήσια βάση πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελίες και τον χειρισμό τους ή σε φορέα επίλυσης διαφορών, εφόσον υφίσταται βάσει του εθνικού δικαίου.

 

Άρθρο 36

Σύγκρουση συμφερόντων- Πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων

  1. Τα Τ.Ε.Α. θεσπίζουν και εφαρμόζουν γραπτώς τεκμηριωμένη πολιτική για τη σύγκρουση συμφερόντων, η οποία περιλαμβάνει μέτρα και διαδικασίες για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και για τον εντοπισμό και τη διαχείριση πιθανών πηγών σύγκρουσης συμφερόντων, προκειμένου να διασφαλιστεί ο περιορισμός των δυσμενών συνεπειών στα συμφέροντα των μελών και δικαιούχων των Τ.Ε.Α.. Η πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α., επανεξετάζεται τουλάχιστον ετησίως και αναπροσαρμόζεται λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή.
  2. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν ότι τα μέλη διοίκησης, καθώς και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη λειτουργία τους, όπως μέλη οργάνων, προσωπικό, πάροχοι υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες του Τ.Ε.Α., απέχουν από τη διαχείριση συγκεκριμένων υποθέσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό τους.

Σύγκρουση συμφερόντων συνιστά οποιαδήποτε κατάσταση επηρεάζει αντικειμενικά την αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων τους.

Η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων των ανωτέρω προσώπων επηρεάζεται, ιδίως όταν προκύπτει:

α) όφελος, οικονομικό ή μη, για τους ίδιους, τους συζύγους ή τους συμβιούντες κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α΄ 181), τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθείαν μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε, έως και δευτέρου βαθμού, καθώς και για πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση, και

β) βλάβη, οικονομική ή μη, για πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία υπάρχει ιδιαίτερη εχθρότητα.

  1. Τα Τ.Ε.Α. διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα της παρ. 2 ασκούν τις αρμοδιότητές τους σε κατάλληλο επίπεδο ανεξαρτησίας, με αντικειμενικότητα, αμεροληψία, διαφάνεια και ενεργούν αποκλειστικά υπέρ του συμφέροντος των μελών και των δικαιούχων των Τ.Ε.Α. Επιπλέον, τα υπόχρεα πρόσωπα σέβονται και τηρούν τους κανόνες εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας για θέματα για τα οποία έλαβαν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

 

Άρθρο 37

Γενικές διατάξεις βασικών λειτουργιών Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Τα Τ.Ε.Α. ενσωματώνουν τις βασικές λειτουργίες στις σχετικές ιεραρχικές σχέσεις και την οργανωτική δομή, κατά τρόπο που εξασφαλίζει ότι κάθε βασική λειτουργία είναι ανεξάρτητη από επιρροές που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ικανότητα άσκησης των καθηκόντων με αντικειμενικό, δίκαιο και ανεξάρτητο τρόπο. Κάθε αρμοδιότητα ασκείται υπό την τελική ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου και με λογοδοσία σε αυτό.

Τα πρόσωπα που εκτελούν εργασίες που περιλαμβάνονται σε βασική λειτουργία μπορούν να επικοινωνούν με δική τους πρωτοβουλία με κάθε μέλος του προσωπικού και κάθε εξωτερικό πάροχο του Τ.Ε.Α. και διαθέτουν απεριόριστη πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

  1. Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να αναθέτουν την άσκηση περισσοτέρων από μία βασικών λειτουργιών σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο ή μια μεμονωμένη οργανωτική μονάδα, με εξαίρεση τη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 39, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις άλλες βασικές λειτουργίες.
  2. Τα πρόσωπα ή οι οργανωτικές μονάδες που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται σε μια βασική λειτουργία είναι διαφορετικά από εκείνα που ασκούν παρόμοιες εργασίες που περιλαμβάνονται σε βασική λειτουργία στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται σε κάποιο πρόσωπο ή οργανωτική μονάδα που ασκεί εργασίες που περιλαμβάνονται σε μια βασική λειτουργία της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, να ασκεί παρόμοιες εργασίες στο Τ.Ε.Α., κατόπιν έγκρισης της Αρμόδιας Αρχής. Στο σχετικό αίτημα, το Τ.Ε.Α. αιτιολογεί επαρκώς τον τρόπο αποτροπής ή διαχείρισης πάσης φύσεως σύγκρουσης συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση. Για την αξιολόγηση του αιτήματος του τρίτου εδαφίου, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του αιτούντος Τ.Ε.Α..
  3. Τα πρόσωπα που ασκούν εργασίες που εντάσσονται στις βασικές λειτουργίες, αναφέρουν σημαντικά ευρήματα και συστάσεις σε σχέση με τον τομέα της αρμοδιότητάς τους στο Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α., που καθορίζει τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν.
  4. Με την επιφύλαξη της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, κάθε πρόσωπο που ασκεί εργασίες που περιλαμβάνονται σε βασική λειτουργία, ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή και το Εποπτικό Συμβούλιο, αν το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. δεν λαμβάνει κατάλληλα και έγκαιρα διορθωτικά μέτρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί τη βασική λειτουργία έχει εντοπίσει ουσιαστικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης του Τ.Ε.Α. προς ουσιωδώς σημαντική κανονιστική απαίτηση και τον έχει αναφέρει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. και όταν αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, ή

β) όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί εργασίες που περιλαμβάνονται σε βασική λειτουργία έχει παρατηρήσει σημαντικά ουσιαστική παράβαση της νομοθεσίας και των κανονισμών που εφαρμόζονται στο Τ.Ε.Α. και στις δραστηριότητές του στο πλαίσιο της βασικής λειτουργίας που ασκεί το εν λόγω πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα και την έχει αναφέρει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α..

  1. Απαγορεύονται κάθε είδους διακρίσεις ή κάθε άλλης μορφής άνιση ή αθέμιτη μεταχείριση σε βάρος προσώπου εξαιτίας της υποβολής αναφοράς σύμφωνα με το παρόν. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας, παραβάσεις της εν λόγω απαγόρευσης αποτελούν ιδιωτικές διαφορές και κρίνονται αποκλειστικά από τα πολιτικά δικαστήρια.

 

 

Άρθρο 38

Διαχείριση κινδύνων

(άρθρο 25 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωσή τους, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Η εν λόγω λειτουργία είναι δομημένη με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνει την εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων για το οποίο τα Τ.Ε.Α. εγκρίνουν στρατηγικές, διεργασίες και διαδικασίες αναφοράς που απαιτούνται για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, την παρακολούθηση, τη διαχείριση και την αναφορά προς το διοικητικό συμβούλιο του Τ.Ε.Α., τακτικά, των κινδύνων, σε ατομικό και σε συνολικό επίπεδο, στους οποίους τα Τ.Ε.Α. και τα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών, τα οποία αυτά διαχειρίζονται, είναι ή θα μπορούσαν να είναι εκτεθειμένα, και των αλληλεξαρτήσεών τους.

Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων είναι αποτελεσματικό και καλά ενσωματωμένο στην οργανωτική δομή και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του Τ.Ε.Α..

  1. Το σύστημα διαχείρισης κινδύνων καλύπτει, κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική οργάνωση των Τ.Ε.Α., καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, κινδύνους οι οποίοι μπορούν να εμφανιστούν στα Τ.Ε.Α. ή σε παρόχους υπηρεσιών στους οποίες έχουν ανατεθεί καθήκοντα ή δραστηριότητες ενός Τ.Ε.Α., τουλάχιστον στους ακόλουθους τομείς, κατά περίπτωση:

α) την ανάληψη ασφαλιστικών κινδύνων και τον σχηματισμό τεχνικών προβλέψεων,

β) τη διαχείριση ενεργητικού – παθητικού,

γ) τις επενδύσεις, ιδίως θέσεις σε παράγωγα, τιτλοποιήσεις και παρόμοιες υποχρεώσεις,

δ) τη διαχείριση κινδύνων ρευστότητας και συγκέντρωσης,

ε) τη διαχείριση λειτουργικού κινδύνου,

στ) την ασφάλιση και άλλες τεχνικές μετριασμού του κινδύνου,

ζ) τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων και τη διαχείρισή του.

  1. Αν, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, τα μέλη και οι δικαιούχοι φέρουν κινδύνους, το σύστημα διαχείρισης κινδύνων λαμβάνει, επίσης, υπόψη τους εν λόγω κινδύνους από την άποψη των μελών και των δικαιούχων.

 

Άρθρο 39

Λειτουργία εσωτερικού ελέγχου

(άρθρο 26 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν αποτελεσματική λειτουργία εσωτερικού ελέγχου κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου περιλαμβάνει εκτίμηση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και άλλων στοιχείων του συστήματος διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των δραστηριοτήτων που ανατίθενται εξωτερικά.
  2. Η λειτουργία εσωτερικού ελέγχου είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη από τις άλλες λειτουργίες του Τ.Ε.Α., καθώς και από την άσκηση της διοίκησης.
  3. Τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου αναφέρονται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α., το οποίο καθορίζει τις συγκεκριμένες και κατάλληλες ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν για κάθε μία εξ αυτών.

 

Άρθρο 40

Αναλογιστική λειτουργία

 (άρθρο 27 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν αποτελεσματική αναλογιστική λειτουργία η οποία:

α) συντονίζει και εποπτεύει τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,

β) αξιολογεί και διασφαλίζει την καταλληλότητα των μεθόδων και των υποκείμενων υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, καθώς και των παραδοχών που γίνονται για τον σκοπό αυτό,

γ) αξιολογεί την επάρκεια και ποιότητα των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,

δ) συγκρίνει τις παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων με τις εμπειρικές παρατηρήσεις,

ε) ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. σχετικά με την αξιοπιστία και καταλληλότητα του υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων,

στ) εκφράζει γνώμη σχετικά με τη συνολική πολιτική ανάληψης ασφαλιστικών κινδύνων,

ζ) εκφράζει γνώμη σχετικά με την καταλληλότητα των ασφαλιστικών συμφωνιών, εφόσον το Τ.Ε.Α. διαθέτει τέτοιες συμφωνίες,

η) συμβάλλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος διαχείρισης κινδύνων, και

θ) συντάσσει αναλογιστική έκθεση, τουλάχιστον ανά έτος, καθώς και μετά από κάθε σημαντική αλλαγή στα χαρακτηριστικά των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών που λειτουργεί το Τ.Ε.Α.. Η αναλογιστική έκθεση υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο.

  1. Τα Τ.Ε.Α. ορίζουν τουλάχιστον ένα (1) ανεξάρτητο πρόσωπο, εντός ή εκτός του Τ.Ε.Α., υπεύθυνο για την αναλογιστική λειτουργία. Οι εργασίες που περιλαμβάνονται στην αναλογιστική λειτουργία εκτελούνται από πρόσωπα με εξειδικευμένη γνώση αναλογιστικών ή οικονομικών μαθηματικών και εμπειρία ανάλογη προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς της δραστηριότητας του Τ.Ε.Α..

Άρθρο 41

Ιδία αξιολόγηση κινδύνων

 (άρθρο 28 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διενεργούν και τεκμηριώνουν την ιδία αξιολόγηση κινδύνων, κατά τρόπο ανάλογο προς το μέγεθος και την εσωτερική τους οργάνωση, καθώς και προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

Η εν λόγω αξιολόγηση κινδύνων διενεργείται τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη ή χωρίς καθυστέρηση μετά από κάθε σημαντική αλλαγή στα χαρακτηριστικά κινδύνου του Τ.Ε.Α. ή των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών τα οποία αυτό λειτουργεί. Όταν υπάρχει σημαντική αλλαγή στα χαρακτηριστικά κινδύνου ενός συγκεκριμένου προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, η αξιολόγηση κινδύνων μπορεί να περιορίζεται στο εν λόγω πρόγραμμα.

  1. Η αξιολόγηση κινδύνων, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους και της εσωτερικής οργάνωσης του Τ.Ε.Α., καθώς και του μεγέθους, της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α., περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η ιδία αξιολόγηση κινδύνων ενσωματώνεται στη διεργασία διαχείρισης και στις διεργασίες λήψης αποφάσεων του Τ.Ε.Α.,

β) αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος διαχείρισης κινδύνων,

γ) περιγραφή του τρόπου με τον οποίο το Τ.Ε.Α. αποτρέπει συγκρούσεις συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση, όταν το Τ.Ε.Α. προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση των βασικών λειτουργιών σε χρηματοδοτούσα επιχείρηση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27,

δ) αξιολόγηση των συνολικών χρηματοδοτικών αναγκών του Τ.Ε.Α., περιλαμβανομένης περιγραφής του σχεδίου ανάκαμψης, κατά περίπτωση,

ε) αξιολόγηση των κινδύνων για τα μέλη και τους δικαιούχους σε σχέση με την καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών τους και την αποτελεσματικότητα τυχόν διορθωτικών μέτρων λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση:

εα) των μηχανισμών αναπροσαρμογής,

εβ) των μηχανισμών μείωσης των παροχών, ιδίως, του βαθμού στον οποίο μπορούν να μειωθούν οι συσσωρευμένες συνταξιοδοτικές παροχές, των προϋποθέσεων της μείωσης και του αρμόδιου οργάνου λήψης της σχετικής απόφασης,

στ) την ποιοτική αξιολόγηση των μηχανισμών προστασίας των συνταξιοδοτικών παροχών, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, εγγυήσεων, συμφωνιών ή οποιουδήποτε άλλου είδους χρηματοδοτικής στήριξης από τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση, ασφάλισης ή αντασφάλισης από επιχείρηση που καλύπτεται από τον ν. 4364/2016 (Α` 13), όπως εκάστοτε ισχύει, ή κάλυψης από συνταξιοδοτικό σύστημα προστασίας, υπέρ του Τ.Ε.Α. ή των μελών και των δικαιούχων,

ζ) την ποιοτική αξιολόγηση των λειτουργικών κινδύνων,

η) όταν λαμβάνονται υπόψη στις επενδυτικές αποφάσεις περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες και οι παράγοντες που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση, την αξιολόγηση νέων ή αναδυόμενων κινδύνων, περιλαμβανομένων των κινδύνων οι οποίοι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη χρήση πόρων και το περιβάλλον, των κοινωνικών κινδύνων και κινδύνων που σχετίζονται με την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού λόγω αλλαγής στο ρυθμιστικό πλαίσιο,

θ) τη συμμόρφωση, σε συνεχή βάση, με τα άρθρα 45 και 46 για τις τεχνικές προβλέψεις,

ι) τα όρια ανοχής στους κινδύνους που είναι σύμφωνα με τη στρατηγική του Τ.Ε.Α. και έχουν εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο.

  1. Για τους σκοπούς της παρ. 2, τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν μεθόδους προσδιορισμού και αξιολόγησης των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν στο πλαίσιο του βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού των δραστηριοτήτων τους και οι οποίοι μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην ικανότητα του Τ.Ε.Α. να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του. Οι μέθοδοι αυτές είναι ανάλογες προς το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες του Τ.Ε.Α. Οι μέθοδοι περιγράφονται στην ιδία αξιολόγηση κινδύνων. Τα Τ.Ε.Α. ενημερώνουν την Αρμόδια Αρχή εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ολοκλήρωσή της για τα αποτελέσματα της ιδίας αξιολόγησης των κινδύνων.
  2. Η ιδία αξιολόγηση κινδύνων λαμβάνεται υπόψη στις στρατηγικές αποφάσεις του Τ.Ε.Α..

Άρθρο 42

Ετήσιοι λογαριασμοί και ετήσιες εκθέσεις

(άρθρο 29 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. καταρτίζουν και δημοσιοποιούν ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Ειδικότερα, τα Τ.Ε.Α. που λειτουργούν περισσότερα του ενός προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών, καταρτίζουν και θέτουν στη διάθεση των σχετικών μελών και δικαιούχων ετήσιους λογαριασμούς και ετήσιες εκθέσεις ξεχωριστά για κάθε ένα από τα εν λόγω προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών.

Οι εν λόγω λογαριασμοί και εκθέσεις παρουσιάζουν πραγματική και ακριβή εικόνα των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού και της χρηματοοικονομικής θέσης του Τ.Ε.Α. και εκάστου προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, σε περίπτωση που το Τ.Ε.Α. λειτουργεί περισσότερα του ενός προγράμματα, και περιλαμβάνουν τη γνωστοποίηση και ανάλυση των σημαντικών επενδυτικών θέσεων. Οι ετήσιοι λογαριασμοί και οι πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις είναι συνεπείς, περιεκτικοί και ακριβείς.

Οι οικονομικές καταστάσεις και εκθέσεις ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή λογιστή, δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Α., και υποβάλλονται στην Αρμόδια Αρχή μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου έτους από τη λήξη της εξεταζόμενης περιόδου.

  1. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να απαιτεί την τροποποίηση ή αναμόρφωση δημοσιευμένων ή μη εκθέσεων, τη δημοσίευση ή γνωστοποίηση επιπρόσθετων πληροφοριών ή την ανάληψη από το Τ.Ε.Α. συγκεκριμένων ενεργειών για τη βελτίωση, αναμόρφωση, τροποποίηση ή ενίσχυση των πολιτικών, συστημάτων και υποδομών για την κατάρτιση των λογαριασμών και εκθέσεων της παρ. 1 εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

 

Άρθρο 43

Υποχρεώσεις των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων των Τ.Ε.Α. – Καθήκοντα ελεγκτών

  1. Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που διενεργούν τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών και εκθέσεων των Τ.Ε.Α. του άρθρου 42 ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούνται, αναφορικά με το Τ.Ε.Α. που ελέγχουν, να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Αρμόδια Αρχή κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:

α) να αποτελεί ουσιώδη παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση εργασιών επαγγελματικής ασφάλισης,

β) να θίξει τη συνέχεια της λειτουργίας του Τ.Ε.Α.,

γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των οικονομικών της καταστάσεων ή σε διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών,

δ) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με τις τεχνικές προβλέψεις,

ε) να οδηγήσει σε μη συμμόρφωση με το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.

  1. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας που ασκείται από την Αρμόδια Αρχή με το παρόν Μέρος:

α) Οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές και οι εταιρείες και κοινοπραξίες ορκωτών ελεγκτών-λογιστών που διενεργούν είτε τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών και εκθέσεων του προηγουμένου άρθρου των Τ.Ε.Α. είτε κάθε άλλη νόμιμη αποστολή ενημερώνουν την Αρμόδια Αρχή, μετά από σχετική πρόσκληση αυτής που απευθύνεται και στο εν λόγω Τ.Ε.Α., σχετικά με τις κυριότερες διαπιστώσεις ή ευρήματα του ελέγχου τα οποία:

αα) αξιολογήθηκαν ως ουσιώδη από τους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και ετέθησαν υπόψη των αρμόδιων διοικητικών οργάνων ή αρμόδιων στελεχών του Τ.Ε.Α.,

αβ) αφορούν στην αποτελεσματικότητα και επάρκεια του συστήματος διακυβέρνησης του Τ.Ε.Α. σε σχέση με τη σύνταξη των ετήσιων λογαριασμών και εκθέσεων,

β) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά την κρίση της Αρμόδιας Αρχής, η ενημέρωση της περ. α) πραγματοποιείται εκτάκτως και σε διμερή βάση, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της Αρμόδιας Αρχής και των ορκωτών ελεγκτών-λογιστών, μετά από σχετική ενημέρωση του Τ.Ε.Α. στο οποίο αφορά ο έλεγχος.

  1. Η καλόπιστη γνωστοποίηση στην Αρμόδια Αρχή γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 1 δεν αποτελεί παράβαση τυχόν υποχρεώσεών τους ως προς τον περιορισμό γνωστοποίησης πληροφοριών που καθιερώνονται με σύμβαση ή νομοθετική, ή διοικητική διάταξη, ούτε επιφέρει καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. Κάθε αντίθετη συμφωνία των μερών είναι άκυρη.

 

Άρθρο 44

Δήλωση των Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής

(άρθρο 30 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. καταρτίζουν, διαθέτουν και εφαρμόζουν γραπτή Δήλωση των Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής τους για κάθε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών που λειτουργούν. Η Δήλωση του πρώτου εδαφίου επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά τρία (3) έτη και αναθεωρείται αμελλητί μετά από οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή της επενδυτικής πολιτικής των Τ.Ε.Α..
  2. Στη Δήλωση των Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι μέθοδοι μέτρησης και οι εφαρμοζόμενες τεχνικές διαχείρισης του επενδυτικού κινδύνου, η στρατηγική κατανομή των στοιχείων του ενεργητικού όσον αφορά στη φύση και τη διάρκεια των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο συνεκτιμώνται στο πλαίσιο της επενδυτικής πολιτικής παράγοντες σχετικοί με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση.
  3. Η αρχική Δήλωση των Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής, καθώς και κάθε αναθεώρησή της, υποβάλλονται στην Αρμόδια Αρχή.
  4. Η Δήλωση των Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής, όπως ισχύει κάθε φορά, δημοσιοποιείται στην ιστοσελίδα του Τ.Ε.Α..

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ  ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ – ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ  – ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΑΜΕΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

 

Άρθρο 45

Τεχνικές προβλέψεις

(άρθρο 13 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Tα T.E.A. σχηματίζουν, σε συνεχή βάση, επαρκείς τεχνικές προβλέψεις, το ύψος των οποίων αντιστοιχεί στις οικονομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από το χαρτοφυλάκιό τους, με βάση τα οριζόμενα στις σχετικές καταστατικές διατάξεις και την κείμενη νομοθεσία, για την κάλυψη του συνόλου των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών τους.
  2. Όταν τα T.E.A. παρέχουν κάλυψη κατά των βιομετρικών κινδύνων ή εγγυώνται την απόδοση των επενδύσεων ή ένα συγκεκριμένο ύψος παροχών, σχηματίζουν επαρκείς τεχνικές προβλέψεις για το σύνολο των παροχών που προβλέπονται στα προγράμματά τους.
  3. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων πραγματοποιείται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.
  4. Ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων διενεργείται και βεβαιώνεται από αναλογιστή επί τη βάσει αναλογιστικών μεθόδων αναγνωρισμένων από την Αρμόδια Αρχή, σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α) το ελάχιστο ύψος των τεχνικών προβλέψεων υπολογίζεται με επαρκώς συνετή αναλογιστική αποτίμηση, λαμβανομένων υπόψη όλων των δεσμεύσεων για παροχές και εισφορές σύμφωνα με τους όρους των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των Τ.Ε.Α.. Το ποσό αυτό πρέπει να επαρκεί για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις και λοιπές παροχές, και να αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα συσσωρευμένα δικαιώματα των μελών επί των συνταξιοδοτικών παροχών. Οι οικονομικές και αναλογιστικές υποθέσεις για την εκτίμηση των υποχρεώσεων επιλέγονται επίσης με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη, όπου αρμόζει, κατάλληλο περιθώριο ανεπιθύμητων αποκλίσεων.

β) τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια επιλέγονται επίσης με σύνεση. Για τον καθορισμό των επιτοκίων αυτών λαμβάνονται υπόψη:

βα) η απόδοση των αντίστοιχων με τις υποχρεώσεις περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α. και οι προβλεπόμενες μελλοντικές αποδόσεις των επενδύσεων επί τη βάσει της Δήλωσης Αρχών Επενδυτικής Πολιτικής και του προγράμματος συγχρονισμού περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων,

ββ) οι τρέχουσες αποδόσεις υψηλής ποιότητας ομολόγων, κρατικών ομολόγων, ομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ομολόγων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕΠ) ή ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας,

βγ) συνδυασμός των υποπερ. βα) και ββ),

γ) οι βιομετρικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων βασίζονται σε συνετές αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά των προς συνταξιοδότηση προσώπων αλλά και των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, ιδιαίτερα τις αναμενόμενες αλλαγές στους σχετικούς κινδύνους,

δ) η μέθοδος και η βάση υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων παραμένουν κατά κανόνα σταθερές σε κάθε οικονομικό έτος. Αλλαγές λόγω μεταβολής των νομικών, δημογραφικών ή οικονομικών δεδομένων, επί των οποίων βασίστηκαν οι υποθέσεις για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων πρέπει να τεκμηριώνονται επαρκώς από το Τ.Ε.Α..

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν εσωτερικές διαδικασίες που διασφαλίζουν την καταλληλότητα, την πληρότητα και την ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, καθώς και ότι το ύψος των τεχνικών προβλέψεων και οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός τους, συγκρίνονται με τα εμπειρικά δεδομένα σε περιοδική βάση. Αν από τη σύγκριση προκύπτει συστηματική απόκλιση μεταξύ της εμπειρικής παρατήρησης και των τεχνικών προβλέψεων, τα Τ.Ε.Α. προβαίνουν σε κατάλληλες προσαρμογές των αναλογιστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται ή των παραδοχών στις οποίες έχουν βασιστεί.
  2. Τα Τ.Ε.Α. επικυρώνουν τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, ιδίως σε σύγκριση με βάση τα εμπειρικά δεδομένα τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα δεδομένα, οι παραδοχές ή οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ή το επίπεδο των τεχνικών προβλέψεων δεν είναι πλέον κατάλληλα. Η επικύρωση καλύπτει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την καταλληλότητα, την πληρότητα και την ακρίβεια των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,

β) τα διορθωτικά μέτρα για τους περιορισμούς των δεδομένων,

γ) την καταλληλότητα των προσεγγιστικών μεθόδων που τυχόν χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,

δ) την καταλληλότητα και τον ρεαλισμό των παραδοχών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων,

ε) την επάρκεια, τη δυνατότητα εφαρμογής και τη συνάφεια των αναλογιστικών και στατιστικών μεθόδων που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων.

  1. Τα Τ.Ε.Α. διατηρούν και θέτουν στη διάθεση της Αρμόδιας Αρχής:

α) κατάλογο των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, με προσδιορισμό της πηγής τους, των χαρακτηριστικών και της χρήσης τους,

β) τις προδιαγραφές για τη συλλογή, την επεξεργασία και την εφαρμογή των δεδομένων,

γ) όταν τα δεδομένα δεν χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, περιγραφή της ασυνεπούς χρήσης και αιτιολόγησή της,

δ) κατάλογο όλων των σχετικών παραδοχών στις οποίες βασίζεται ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων,

ε) αιτιολόγηση για την επιλογή της κάθε παραδοχής,

στ) περιγραφή των εισαγόμενων δεδομένων στα οποία βασίζεται η επιλογή της κάθε παραδοχής,

ζ) τους στόχους της επιλογής και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της καταλληλότητας αυτής της επιλογής,

η) κάθε σημαντικό περιορισμό στην πραγματοποιηθείσα επιλογή,

θ) περιγραφή των διαδικασιών που ακολουθούνται για την επανεξέταση της επιλογής των παραδοχών,

ι) αιτιολόγηση των διαχρονικών αλλαγών των παραδοχών και εκτίμηση του αντίκτυπου των σημαντικών αλλαγών.

  1. Τα Τ.Ε.Α. πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν στην Αρμόδια Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων των περιοδικών συγκρίσεων, με τα οποία να αποδεικνύεται η καταλληλότητα του επιπέδου των τεχνικών τους προβλέψεων, η εφαρμοσιμότητα και η συνάφεια των χρησιμοποιούμενων μεθόδων και η επάρκεια, καταλληλότητα, πληρότητα και ακρίβεια των υποκείμενων στατιστικών δεδομένων. Στο βαθμό που δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του προηγούμενου εδαφίου, και η Αρμόδια Αρχή διαπιστώνει ότι ο υπολογισμός των τεχνικών προβλέψεων δεν συνάδει με τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο, δύναται να απαιτεί από τα Τ.Ε.Α. να προσαρμόζουν σχετικά το ποσό των τεχνικών προβλέψεων.

Άρθρο 46

Κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων

(άρθρο 14 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν σε συνεχή βάση περιουσιακά στοιχεία κατάλληλα και επαρκή για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων που απαιτούνται για το σύνολο των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών τους.
  2. Όταν το Τ.Ε.Α. δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, καταρτίζει υλοποιήσιμο σχέδιο ανάκαμψης που προβλέπει την ανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος, ώστε να πληρούνται εκ νέου οι προϋποθέσεις της παρ. 1. Το σχέδιο αυτό υπόκειται στους ακόλουθους όρους:

α) το σχέδιο περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις πληροφορίες, με τα οποία αποδεικνύεται η αποκατάσταση της επάρκειας των περιουσιακών στοιχείων, ώστε να καλύπτονται πλήρως και εντός ευλόγου χρόνου οι τεχνικές προβλέψεις για κάθε πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών του Τ.Ε.Α.. Το σχέδιο ανακοινώνεται στα μέλη και τους δικαιούχους και, όπου αυτό προβλέπεται, στους εκπροσώπους τους, και υποβάλλεται προς έγκριση στην Αρμόδια Αρχή,

β) στην κατάρτιση του σχεδίου λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του συγκεκριμένου Τ.Ε.Α. και ιδίως η διάρθρωση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, το προφίλ κινδύνων, το σχέδιο ρευστότητας, η ηλικιακή διάρθρωση των μελών και των δικαιούχων παροχών, τα υπό έναρξη προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και εκείνα για τα οποία το σύστημα χρηματοδότησης μπορεί να μεταβληθεί από μηδενικό ή μερικό σε ολικό,

γ) αν ληφθεί απόφαση τερματισμού συνταξιοδοτικού προγράμματος ή Τ.Ε.Α., που δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, το Τ.Ε.Α. καθορίζει διαδικασία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του υπό εκκαθάριση προγράμματος ή Τ.Ε.Α. σε άλλο Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με τα σχετικώς οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία και ειδικότερα στο άρθρο 68, μετά από έγκριση της Αρμόδιας Αρχής. Γενική περιγραφή της διαδικασίας τίθεται επίσης στη διάθεση των μελών και, όπου αυτό προβλέπεται, των εκπροσώπων τους.

  1. Οι τεχνικές προβλέψεις Τ.Ε.Α. που ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα πρέπει να είναι πλήρως χρηματοδοτημένες σε συνεχή βάση για το σύνολο των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών που λειτουργεί. Σε αντίθετη περίπτωση, η Αρμόδια Αρχή επεμβαίνει αμελλητί και απαιτεί από το Τ.Ε.Α. να εφαρμόσει άμεσα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς η προστασία μελών και δικαιούχων.

Άρθρο 47

Ίδια κεφάλαια για εποπτικούς σκοπούς

(άρθρο 15 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α., όταν αναλαμβάνουν τα ίδια, αντί της χρηματοδοτούσας επιχείρησης, την ευθύνη για την κάλυψη βιομετρικών κινδύνων ή εγγυώνται ορισμένη απόδοση των επενδύσεων ή ορισμένο ύψος παροχών, διαθέτουν σε μόνιμη βάση πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία, πέραν αυτών που καλύπτουν τις τεχνικές προβλέψεις, ως περιθώριο φερεγγυότητας. Το ύψος των επιπρόσθετων περιουσιακών στοιχείων είναι ανάλογο με το είδος των κινδύνων που αναλαμβάνει το Τ.Ε.Α. και του χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων που αντιστοιχούν στο πλήρες φάσμα των διαχειριζόμενων προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών.

Τα πρόσθετα αυτά περιουσιακά στοιχεία δεν καλύπτουν προβλεπόμενες υποχρεώσεις, αλλά χρησιμοποιούνται ως κεφάλαιο κινδύνου για την απορρόφηση τυχόν διαφορών μεταξύ των αναμενόμενων και πραγματικών δαπανών και κερδών.

  1. Για τον υπολογισμό του ελάχιστου ύψους των επιπρόσθετων περιουσιακών στοιχείων, εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στα άρθρα 48 έως 50.
  2. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες, προκειμένου να εντοπίζουν κάθε επιδείνωση της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης και να ενημερώνουν αμελλητί την Αρμόδια Αρχή σε περίπτωση που συμβαίνει τέτοια επιδείνωση.
  3. Τα Τ.Ε.Α. ενημερώνουν αμελλητί την Αρμόδια Αρχή, μόλις διαπιστώσουν ότι δεν πληρούν ή υπάρχει κίνδυνος να μην πληρούν, εντός του προσεχούς τριμήνου, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.

Εντός δύο (2) μηνών από τη διαπίστωση της ως άνω μη συμμόρφωσής του, το Τ.Ε.Α. υποβάλλει προς έγκριση στην Αρμόδια Αρχή ρεαλιστικό σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης, το οποίο προσδιορίζει και περιέχει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε το Τ.Ε.Α. να επιτυγχάνει την αποκατάσταση του επιπέδου διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωσή του προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.

  1. 5. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να λαμβάνει κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για τη διασφάλιση των συμφερόντων των μελών και κάθε δικαιούχου παροχής σύμφωνα με το παρόν Μέρος, όπως να λαμβάνει τα μέτρα εξυγίανσης των άρθρων 61 έως 69 και να απαγορεύει τη διασυνοριακή δραστηριοποίηση σε άλλο κράτος μέλος.

 

Άρθρο 48

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

(άρθρο 16 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν σε διαρκή βάση επαρκές περιθώριο φερεγγυότητας για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους, το οποίο αντιστοιχεί στην ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί περιουσία τους και είναι τουλάχιστον ίσο προς τις απαιτήσεις των άρθρων 49 και 50, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας.
  2. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας νοείται ως η διαφορά μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α. και κάθε προβλεπτής υποχρέωσης και κάθε άυλου περιουσιακού στοιχείου.
  3. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας απαρτίζεται από τα εκ του νόμου επιβαλλόμενα ή ελεύθερα αποθεματικά, που δεν αντιστοιχούν σε ανειλημμένες υποχρεώσεις.
  4. Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να απαρτίζουν και δάνεια μειωμένης διασφάλισης, τα οποία μπορούν να περιληφθούν μόνο μέχρι ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Τα δάνεια μειωμένης διασφάλισης µε καθορισμένη διάρκεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του μικρότερου ποσού μεταξύ του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας και του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας. Η συμπερίληψη των δανείων μειωμένης διασφάλισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα επιτρέπεται μόνο εφόσον σε περίπτωση λύσης και εκκαθάρισης του Τ.Ε.Α., υπάρχουν δεσμευτικές συμφωνίες, βάσει των οποίων τα δάνεια αυτά κατατάσσονται μετά τις απαιτήσεις όλων των άλλων πιστωτών και δεν εξοφλούνται παρά µόνο μετά την εξόφληση όλων των άλλων οφειλών που εκκρεμούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, και υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) εγκρίνονται από την Αρμόδια Αρχή,

β) λαμβάνονται υπόψη μόνον τα ποσά τα οποία έχουν πράγματι καταβληθεί,

γ) για δάνεια με καθορισμένη λήξη, η αρχική διάρκεια είναι τουλάχιστον πέντε (5) έτη. Ένα (1) έτος, το αργότερο, πριν από την ημερομηνία εξόφλησης, το Τ.Ε.Α. υποβάλλει προς έγκριση στην Αρμόδια Αρχή σχέδιο στο οποίο παρουσιάζεται πώς θα διατηρηθεί ή θα αυξηθεί το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας στο απαιτούμενο επίπεδο κατά τη λήξη, εκτός αν το ποσό μέχρι το οποίο το δάνειο μπορεί να συμπεριληφθεί στα συστατικά μέρη του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας μειώνεται σταδιακά κατά τα τελευταία πέντε (5) τουλάχιστον έτη πριν από την ημερομηνία εξόφλησης. Η Αρμόδια Αρχή επιτρέπει την πρόωρη εξόφληση αυτών των δανείων, εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από το Τ.Ε.Α. και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητάς του δεν μειώνεται κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο.

δ) τα δάνεια μη καθορισμένης λήξης εξοφλούνται μόνο με πενταετή προειδοποίηση.

To Τ.Ε.Α. ενημερώνει την Αρμόδια Αρχή τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από την προτεινόμενη ημερομηνία εξόφλησης, υποδεικνύοντας το διαθέσιμο και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας τόσο πριν όσο και μετά την εξόφληση αυτή. Η Αρμόδια Αρχή επιτρέπει την εξόφληση, μόνο αν το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας του Τ.Ε.Α. δεν κινδυνεύει να υποχωρήσει κάτω από το απαιτούμενο επίπεδο,

ε) στη σύμβαση δανείου δεν συμπεριλαμβάνονται ρήτρες που να ορίζουν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την εκκαθάριση του Τ.Ε.Α., η οφειλή καθίσταται απαιτητή πριν καταστεί ληξιπρόθεσμη,

στ) η δανειακή σύμβαση μπορεί να τροποποιηθεί μόνο μετά από έγκριση της Αρμόδιας Αρχής.

  1. Κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του Τ.Ε.Α. και αφού δοθεί η σχετική έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μπορεί να αποτελείται από υπεραξίες που προκύπτουν λόγω υποεκτίμησης στοιχείων του ενεργητικού, εφόσον δεν οφείλονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Άρθρο 49

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για συνταξιοδοτικές παροχές καθώς και για συμπληρωματικές παροχές που χορηγούνται λόγω θανάτου από οποιαδήποτε αιτία (άρθρο 17 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αναληφθείσες υποχρεώσεις.
  2. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για συνταξιοδοτικές παροχές που περιλαμβάνουν εγγυήσεις βιομετρικών ή επενδυτικών κινδύνων, ως προς το ύψος των παροχών, της επενδυτικής απόδοσης και της διατήρησης κεφαλαίου, εναλλακτικά ή σωρευτικά καθώς και για συμπληρωματικές παροχές που χορηγούνται λόγω θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, είναι ίσο προς το άθροισμα των ακόλουθων δύο (2) αποτελεσμάτων:

α) του πρώτου αποτελέσματος, υπολογιζόμενου ως εξής:

Ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) των τεχνικών προβλέψεων που αφορούν πρωτασφαλιστικές εργασίες, χωρίς να αφαιρεθούν οι τυχόν αντασφαλιστικές εκχωρήσεις, πολλαπλασιάζεται με τον κατά την τελευταία οικονομική χρήση λόγο του συνόλου των τεχνικών προβλέψεων, μετά από την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων προς τις ακαθάριστες συνολικές τεχνικές προβλέψεις πριν αφαιρεθούν οι αντασφαλιστικές εκχωρήσεις. Ο λόγος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερος του ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%).

β) Του δεύτερου αποτελέσματος, υπολογιζόμενου ως εξής:

Για ασφαλιστικές υποχρεώσεις για τις οποίες υφίσταται κεφάλαιο κινδύνου και δεν είναι αρνητικό, ποσοστό τρία δέκατα τοις εκατό (0,3%) αυτού του κεφαλαίου, το οποίο έχει αναληφθεί από το Τ.Ε.Α., πολλαπλασιάζεται με τον, κατά την τελευταία χρήση, λόγο του συνολικού κεφαλαίου κινδύνου που παραμένει εις βάρος του Τ.Ε.Α. μετά από την αφαίρεση των αντασφαλιστικών εκχωρήσεων, προς το συνολικό κεφάλαιο κινδύνου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι αντασφαλίσεις. Ο λόγος αυτός, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος του πενήντα επί τοις εκατό (50%).

Για τις πρόσκαιρες ασφαλίσεις θανάτου ανώτατης διάρκειας τριών (3) ετών, το ποσοστό του κεφαλαίου κινδύνου είναι ένα δέκατο τοις εκατό (0,1%). Για τις ασφαλίσεις διάρκειας μεγαλύτερης των τριών (3) και μικρότερης των πέντε (5) ετών, το ποσοστό του κεφαλαίου κινδύνου είναι δεκαπέντε εκατοστά τοις εκατό (0,15 %).

  1. Για τις συνταξιοδοτικές παροχές στις οποίες δεν προβλέπεται οποιουδήποτε είδους εγγύηση σχετικά με το ύψος των παροχών, τη διατήρηση του κεφαλαίου ή το ύψος της επενδυτικής απόδοσης, ήτοι για τις οποίες τα Τ.Ε.Α. δεν αναλαμβάνουν τον επενδυτικό και το βιομετρικό κίνδυνο, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας είναι ίσο με:

α) ποσοστό ένα τοις εκατό (1 %) των τεχνικών προβλέψεων, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 2, στην περίπτωση που το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών,

β) ποσό ισοδύναμο προς το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των λειτουργικών εξόδων της τελευταίας οικονομικής χρήσης που αφορούν στις εν λόγω ασφαλίσεις, στην περίπτωση που το ποσό που προορίζεται να καλύψει τα λειτουργικά έξοδα δεν καθορίζεται για περίοδο μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών,

γ) στην περίπτωση και για το μέρος που τα λειτουργικά έξοδα, ανεξαρτήτως ύψους και περιόδου, καλύπτονται από τον εργοδότη, δεν υπολογίζεται απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας.

 

Άρθρο 50

Απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για πρόσθετες παροχές που παρέχονται συμπληρωματικά προς τις συνταξιοδοτικές παροχές και καλύπτουν τους ασφαλιστικούς κινδύνους της ανικανότητας για εργασία, αναπηρίας, ασθένειας ή ατυχήματος, θανάτου συνεπεία ατυχήματος και διακοπής της εργασίας

(άρθρο 18 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας για πρόσθετες παροχές που παρέχονται συμπληρωματικά προς τις συνταξιοδοτικές παροχές, και καλύπτουν τους ασφαλιστικούς κινδύνους της ανικανότητας για εργασία, αναπηρίας, ασθένειας ή ατυχήματος, θανάτου συνεπεία ατυχήματος και διακοπής της εργασίας καθορίζεται με βάση είτε το ετήσιο ποσό των εισφορών, είτε τη μέση επιβάρυνση από αποζημιώσεις των τριών (3) τελευταίων οικονομικών χρήσεων.
  2. Το ύψος του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας είναι ίσο προς το μεγαλύτερο από τα δύο (2) αποτελέσματα που καθορίζονται στις παρ. 3 και 4.
  3. Για τη βάση υπολογισμού των εισφορών επιλέγεται το μεγαλύτερο μεταξύ του ποσού των ακαθαρίστων δεδουλευμένων εισφορών και του ποσού των ακαθάριστων καταχωρηθεισών εισφορών όπως υπολογίζονται κατωτέρω.

Αθροίζονται οι εισφορές κατά την τελευταία οικονομική χρήση. Από το άθροισμα αυτό αφαιρείται το συνολικό ποσό των εισφορών που ακυρώθηκαν κατά την τελευταία οικονομική χρήση. Το υπολογισθέν ποσό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο ανέρχεται μέχρι πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό. Το δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) του πρώτου μέρους και το δεκαέξι τοις εκατό (16%) του δεύτερου αθροίζονται. Στη συνέχεια το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία (3) οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των αποζημιώσεων σε βάρος του Τ.Ε.Α. μετά από την αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλίσεις και του ακαθάριστου ποσού των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα τοις εκατό (50%).

  1. Η βάση των αποζημιώσεων υπολογίζεται ως εξής:

Αθροίζονται τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται χωρίς αφαίρεση των σε βάρος των εκδοχέων αποζημιώσεων, κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 1.

Στο άθροισμα αυτό, προστίθεται το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, που πραγματοποιούνται στο τέλος της τελευταίας οικονομικής χρήσης.

Από το άθροισμα που προκύπτει σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο αφαιρείται το ποσό ανακτήσεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των περιόδων που αναφέρονται στην παρ. 1.

Από το εναπομένον αυτό ποσό, αφαιρείται το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για εκκρεμείς αποζημιώσεις, κατά την έναρξη της εξεταζόμενης τριετίας.

Το ένα τρίτο (1/3) των ποσών που προκύπτουν από τον ανωτέρω υπολογισμό διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο ανέρχεται μέχρι τριάντα εκατομμυρίων (35.000.000) ευρώ, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει το επιπλέον ποσό. Το είκοσι έξι τοις εκατό (26%) του πρώτου μέρους και το είκοσι τρία τοις εκατό (23%) του δεύτερου αθροίζονται.

Στη συνέχεια το προκύπτον ποσό πολλαπλασιάζεται επί το πηλίκο που προκύπτει από την κατά τα τελευταία τρία (3) οικονομικά έτη υφιστάμενη σχέση μεταξύ του ποσού των αποζημιώσεων σε βάρος του Τ.Ε.Α. μετά από αφαίρεση των ανακτήσιμων ποσών από αντασφαλίσεις και του ακαθάριστου ποσού των αποζημιώσεων. Ο λόγος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πενήντα τοις εκατό (50%).

  1. Αν το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις παρ. 2 έως 4, είναι μικρότερο από το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας λαμβάνεται τουλάχιστον ίσο προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας του προηγούμενου έτους, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμητικό λόγο του ποσού των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά τη λήξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης, προς το ποσό των τεχνικών προβλέψεων για τις αποζημιώσεις που εκκρεμούσαν κατά την έναρξη της τελευταίας οικονομικής χρήσης. Στους υπολογισμούς αυτούς, οι τεχνικές προβλέψεις υπολογίζονται χωρίς τις τυχόν αντασφαλίσεις. Αυτός ο αριθμητικός λόγος δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ένα (1).

 

Άρθρο 51

Επενδυτικοί κανόνες

(άρθρο 19 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. επενδύουν σύμφωνα με τον κανόνα της «συνετής διαχείρισης» και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α) τα περιουσιακά στοιχεία επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του συνόλου των μελών και των δικαιούχων. Σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Τ.Ε.Α. διασφαλίζει ότι η επένδυση πραγματοποιείται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων,

β) τα Τ.Ε.Α. λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό μακροπρόθεσμο αντίκτυπο κάθε επενδυτικής απόφασης σε παράγοντες σχετικούς με το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση,

γ) τα περιουσιακά στοιχεία επενδύονται με γνώμονα την ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του,

δ) το περιουσιακά στοιχεία επενδύονται πρωτίστως σε ρυθμιζόμενες αγορές. Το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες χρηματοοικονομικές αγορές πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραμένει σε συνετά επίπεδα,

ε) επένδυση σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι δυνατή όταν αυτά τα μέσα συμβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου. Η αποτίμηση των παραγώγων πρέπει να γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη την υποκείμενη αξία του τίτλου και αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Τ.Ε.Α.. Τα Τ.Ε.Α. αποφεύγουν επίσης την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων με αντικείμενο παράγωγα μέσα,

στ) τα περιουσιακά στοιχεία είναι προσηκόντως διαφοροποιημένα, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο ενεργητικού του εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά.

Οι επενδύσεις σε στοιχεία που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο δεν πρέπει να εκθέτουν το Τ.Ε.Α. σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνων.

  1. Η Αρμόδια Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των Τ.Ε.Α., παρακολουθεί την επάρκεια των διαδικασιών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που εφαρμόζουν, αξιολογεί τη χρησιμοποίηση αναφορών σε αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας που εκδίδονται από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (L 302), στο πλαίσιο των επενδυτικών πολιτικών τους και, όπου αρμόζει, ενθαρρύνει την άμβλυνση του αντίκτυπου των αναφορών αυτών, προκειμένου να μειωθεί η αποκλειστική και μηχανιστική στήριξη σε τέτοιες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
  2. Τα Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να δανείζονται, να δανείζουν, να ενεχυριάζουν τα περιουσιακά τους στοιχεία ή να ενεργούν ως εγγυητές υπέρ τρίτων. Κατ΄ εξαίρεση δύνανται να δανειοδοτηθούν μόνο για λόγους ρευστότητας και σε προσωρινή βάση, κατόπιν απόφασης του Διοικητικού τους Συμβουλίου και σχετικής ενημέρωσης της Αρμόδιας Αρχής.
  3. Η Αρμόδια Αρχή δεν απαιτεί από τα Τ.Ε.Α. να επενδύουν σε ιδιαίτερες κατηγορίες στοιχείων του ενεργητικού. Με την επιφύλαξη του άρθρου 44, τα Τ.Ε.Α. δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε προηγούμενη έγκριση ή συστηματική γνωστοποίηση των επενδυτικών αποφάσεων που λαμβάνουν.
  4. Τηρουμένων των παρ. 1 έως 5, τα Τ.Ε.Α. τηρούν επιπρόσθετα τα ακόλουθα όρια:

α) επενδύουν μέχρι εβδομήντα τοις εκατό (70%) των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτει τις τεχνικές προβλέψεις ή το συνολικό χαρτοφυλάκιο για προγράμματα στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα χρεόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, ή μέσω Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή Μηχανισμού Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ). Τα Τ.Ε.Α. αποφασίζουν για το μερίδιο των εν λόγω χρεογράφων στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει χαμηλότερο όριο, πάντως όχι χαμηλότερο του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), στα Τ.Ε.Α. που διαχειρίζονται προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών με μακροπρόθεσμη εγγύηση επιτοκίου, φέρουν τον επενδυτικό κίνδυνο και παρέχουν τα ίδια την εγγύηση,

β) επενδύουν μέχρι τριάντα τοις εκατό (30 %) των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτουν τις τεχνικές προβλέψεις σε περιουσιακά στοιχεία εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις τους,

γ) επενδύουν μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) των περιουσιακών στοιχείων σε μέσα τα οποία έχουν μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα και δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Ο περιορισμός αυτός δεν καταλαμβάνει την περ. ιε),

δ) οι επενδύσεις σε παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα με σκοπό την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου δεν υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των περιουσιακών στοιχείων.

ε) οι επενδύσεις σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς του ίδιου εκδότη δεν υπερβαίνουν το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των περιουσιακών στοιχείων,

στ) κατά παρέκκλιση της περ. ε) επιτρέπεται η τοποθέτηση μέχρι τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των περιουσιακών στοιχείων των Τ.Ε.Α. σε κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς του ίδιου εκδότη, όταν οι κινητές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από κράτος μέλος ή από τρίτα κράτη, σύμφωνα με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, ή από δημόσιο διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και όταν οι επενδύσεις αφορούν σε μέσα που εκδίδει ή εγγυάται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, των Ευρωπαϊκών Μακροπρόθεσμων Επενδυτικών Κεφαλαίων, των Ευρωπαϊκών Ταμείων Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας και των Ευρωπαϊκών Εταιρειών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου,

ζ) το σύνολο των επενδύσεων σε κινητές αξίες και σε μέσα χρηματαγοράς της περ. στ) επιτρέπεται να αυξηθεί μέχρι το εκατό τοις εκατό (100%) των περιουσιακών στοιχείων των Τ.Ε.Α., εφόσον τα Τ.Ε.Α. έχουν επενδύσει σε κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που ανήκουν σε τουλάχιστον έξι (6) διαφορετικές εκδόσεις και οι αξίες που ανήκουν σε κάθε έκδοση δεν υπερβαίνουν το τριάντα τοις εκατό (30%) του περιουσιακών στοιχείων του,

η) κατά παρέκκλιση της περ. ε), επιτρέπεται η τοποθέτηση μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των περιουσιακών στοιχείων των Τ.Ε.Α., σε ομολογίες που εκδίδονται από πιστωτικό ίδρυμα που έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπόκειται δια νόμου σε ειδικό καθεστώς δημόσιας εποπτείας για την προστασία των ομολογιούχων, η έκδοση των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα ποσά που προέρχονται από την έκδοση των ομολογιών αυτών επενδύονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία σε στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία, καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των ομολογιών, είναι σε θέση να καλύψουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις ομολογίες και τα οποία, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους του εκδότη, θα χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα για την εξόφληση του αρχικού κεφαλαίου και την καταβολή των δεδουλευμένων τόκων.

Οι επενδύσεις των Τ.Ε.Α. σε ομολογίες της παρούσας περίπτωσης, που ανά εκδότη είναι άνω του πέντε τοις εκατό (5%), δεν επιτρέπεται αθροιζόμενες να υπερβαίνουν το ογδόντα τοις εκατό (80%) των περιουσιακών στοιχείων τους, τηρουμένου του ορίου του εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) ανά εκδότη,

θ) εφόσον οι καταθέσεις των Τ.Ε.Α. σε πιστωτικά ιδρύματα υπερβαίνουν τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των περιουσιακών τους στοιχείων, ανά πιστωτικό ίδρυμα,

ι) τα Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να συνδυάζουν, αθροιστικά, άνω του εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) των περιουσιακών στοιχείων τους σε:

  1. i) επενδύσεις σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο οργανισμό,
  2. ii) καταθέσεις στον οργανισμό αυτό, ή και
  3. ii) κινδύνους από πράξεις παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων με αντισυμβαλλόμενο τον οργανισμό αυτό,

ια) η αξία του συνόλου των ακινήτων των Τ.Ε.Α. δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) των περιουσιακών τους στοιχείων,

ιβ) τα Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να αποκτούν πολύτιμα μέταλλα ή παραστατικούς τίτλους αυτών και έργα τέχνης,

ιγ) τα Τ.Ε.Α. δεν επιτρέπεται να αποκτούν ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%) των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ενός εκδότη και ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των ομολογιών ενός εκδότη. Τ.Ε.Α. που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κατέχουν ήδη ποσοστά που υπερβαίνουν τα παραπάνω οριζόμενα δύνανται να διατηρήσουν τα ποσοστά αυτά στο ύψος που έχει διαμορφωθεί κατά την ίδια ημερομηνία. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η περαιτέρω αύξηση των ποσοστών του προηγούμενου εδαφίου, εκτός εάν αυτό ζητηθεί από την Εποπτική Αρχή της οντότητας στην οποία έχει επενδύσει Τ.Ε.Α., για λόγους κεφαλαιακής στήριξης, και κατόπιν σχετικής αξιολόγησης της Αρμόδιας Αρχής, εφόσον τεκμηριώνεται ότι δεν υφίσταται άλλο πρόσφορο και λιγότερο επαχθές μέσο για την επίτευξη του ιδίου σκοπού.

ιδ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α. και στην περίπτωση που η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α..

Εάν το Τ.Ε.Α. χρηματοδοτείται από περισσότερες επιχειρήσεις, η επένδυση στις επιχειρήσεις αυτές γίνεται με σύνεση, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για προσήκουσα διαφοροποίηση. Ειδικότερα, η συνολική επένδυση στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α.. Η συνολική επένδυση στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με αυτές δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α.

Οι απαιτήσεις της παρούσας περίπτωσης δεν εφαρμόζονται για επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

ιε) οι επενδύσεις σε επιχειρηματικά κεφάλαια μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές και αγορές τρίτων χωρών δεν υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α.

ιστ) Με την επιφύλαξη της παρ. 7, τα Τ.Ε.Α. επιτρέπεται να επενδύουν χωρίς περιορισμούς σε μερίδια Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) εγκεκριμένων βάσει του ν. 4099/2012 (Α’ 250) ή της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (L 302) ή σε μερίδια Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων, όπως ορίζονται στην περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 59 του ν. 4099/2012 (Α’ 250). Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, τα Τ.Ε.Α. επιτρέπεται να επενδύουν έως ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του ενεργητικού σε μερίδια οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον η διαχειρίστρια εταιρεία έχει αδειοδοτηθεί βάσει του ν. 4209/2013 (Α’ 253) ή της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) 1060/2009 και (ΕΕ) 1095/2010 (L 174).

  1. Οι επενδυτικοί κανόνες και περιορισμοί του παρόντος τηρούνται για κάθε συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του Τ.Ε.Α. ξεχωριστά.

Για την εφαρμογή των επενδυτικών κανόνων και περιορισμών του παρόντος λαμβάνονται υπόψη οι επενδύσεις σε μερίδια των ΟΣΕΚΑ ή των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων της περ. ιστ) της παρ. 5, στους οποίους έχει επενδύσει το Τ.Ε.Α. σύμφωνα με τη μέθοδο εξέτασης με βάση καθένα από τα υποκείμενα στοιχεία (look through approach).

  1. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να απαιτεί την εφαρμογή αυστηρότερων επενδυτικών κανόνων ανά Τ.Ε.Α., αρκεί να δικαιολογούνται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ιδίως ενόψει των υποχρεώσεων τις οποίες έχει αναλάβει το Τ.Ε.Α..
  2. Με την επιφύλαξη των παρ. 1 έως 7, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για αντίκρισμα συνταξιοδοτικών παροχών, όπου ο κίνδυνος αναλαμβάνεται από τα ίδια τα μέλη και τους δικαιούχους παροχών, εφαρμόζονται το δεύτερο και τρίτο εδάφια της παρούσας.

Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να διαχειρίζονται προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών τα οποία είτε δίδουν τη δυνατότητα στα μέλη τους και στους δικαιούχους παροχών να επιλέγουν οι ίδιοι τις επενδύσεις που θα καλύπτουν τις συνταξιοδοτικές παροχές τους επιλέγοντας μέσα από ένα εύρος προσφερόμενων επενδυτικών επιλογών είτε συνδέουν τις παροχές τους με επενδύσεις βασισμένες στον κύκλο ζωής των μελών και δικαιούχων παροχών τους. Για τον σκοπό αυτό, τα Τ.Ε.Α. μπορούν να σχηματίζουν και να διαχειρίζονται ένα ή περισσότερα εσωτερικά συνταξιοδοτικά κεφάλαια, που είτε θα προσφέρονται ως επενδυτικές επιλογές, με διαφορετικούς επενδυτικούς στόχους το κάθε ένα είτε θα αναπτύσσουν τα ίδια διαδικασίες ανακαθορισμού των επενδύσεων στη βάση του κύκλου ζωής των μελών και των δικαιούχων παροχών.

Αν τα Τ.Ε.Α. παρέχουν τη δυνατότητα στα μέλη τους και στους δικαιούχους παροχών να επιλέγουν οι ίδιοι τις επενδύσεις που θα καλύπτουν τις συνταξιοδοτικές παροχές τους μέσα από ένα εύρος προσφερόμενων επενδυτικών επιλογών, καθορίζουν μια επιλογή ως βασική, η οποία είναι η πλέον ενδεδειγμένη για τον μέσο ασφαλισμένο και στην οποία εντάσσονται αυτόματα τα νέα μέλη τους.

Όταν προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών συνδέονται με εσωτερικά κεφάλαια που τηρούνται από Τ.Ε.Α., οι περ. α) έως η) της παρ. 1 του άρθρου 5 όσον αφορά στον κανονισμό τους, οι παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 6 όσον αφορά τη διαίρεση σε μερίδια, οι περ. α) και γ) της παρ. 1 και η παρ. 3 του άρθρου 7 όσον αφορά τη διάθεση των μεριδίων, το άρθρο 8 όσον αφορά την εξαγορά μεριδίων και την αναστολή εξαγοράς, το άρθρο 11 όσον αφορά τους κανόνες αποτίμησης του ενεργητικού, το άρθρο 37 όσον αφορά την παροχή πληροφοριών, το άρθρο 38 όσον αφορά την ευθύνη, η παρ. 1, οι περ. β) και γ) της παρ. 2 και η παρ. 3 του άρθρου 75 όσον αφορά το ενημερωτικό δελτίο και τις περιοδικές εκθέσεις, και η παρ. 2 του άρθρου 77 του ν. 4099/2012 εφαρμόζονται αναλόγως.

Οι προβλεπόμενες στα αναφερόμενα στην παρούσα άρθρα του ν. 4099/2012 κοινοποιήσεις, ενημερώσεις, υποβολές, άδειες, αποφάσεις και εποπτικές εξουσίες αφορούν στην Αρμόδια Αρχή.

  1. Η Αρμόδια Αρχή δεν απαιτεί από Ι.Ε.Σ.Π άλλου κράτους μέλους που ασκεί διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα, επενδυτικούς κανόνες επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στις παρ. 1 έως 6 για το μέρος των στοιχείων ενεργητικού που καλύπτουν τεχνικές προβλέψεις για τη διασυνοριακή δραστηριότητα στην Ελλάδα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

 ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ

 

Άρθρο 52

Κύριος σκοπός της εποπτείας

(άρθρο 45 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Κύριος σκοπός της εποπτείας που ασκεί η Αρμόδια Αρχή, είναι η προστασία των δικαιωμάτων των μελών και των δικαιούχων και η διασφάλιση της σταθερότητας και της αξιοπιστίας των Τ.Ε.Α..
  2. Η Αρμόδια Αρχή μεριμνά να διαθέτει σε συνεχή βάση επαρκές εξειδικευμένο και ικανό προσωπικό, καθώς και τα αναγκαία μέσα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με το παρόν Μέρος και την επίτευξη του σκοπού της εποπτείας σύμφωνα με την παρ. 1.

Άρθρο 53

Πεδίο εφαρμογής της εποπτείας

(άρθρο 46 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Η εποπτεία του άρθρου 52 για το σύνολο των δραστηριοτήτων των Τ.Ε.Α. περιλαμβάνει την εξακρίβωση των παρακάτω:

α) των προϋποθέσεων λειτουργίας,

β) των τεχνικών προβλέψεων,

γ) της χρηματοδότησης των τεχνικών προβλέψεων,

δ) των ρυθμιστικών ιδίων κεφαλαίων,

ε) του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας,

στ) του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας,

ζ) των επενδυτικών κανόνων,

η) της διαχείρισης επενδύσεων,

θ) του συστήματος διακυβέρνησης και

ι) των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στα μέλη και τους δικαιούχους.

 

Άρθρο 54

Γενικές αρχές εποπτείας

(άρθρο 47 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή εποπτεύει την ορθή λειτουργία των εργασιών επαγγελματικής ασφάλισης και διασφαλίζει τη διαρκή συμμόρφωση των Τ.Ε.Α. με το παρόν Μέρος και την κείμενη νομοθεσία περί επαγγελματικής ασφάλισης κατά τη λειτουργία τους έως και την εκκαθάρισή τους, καθώς και κατά την παροχή υπηρεσιών από αυτά. Η εποπτεία ασκείται στη βάση μακροχρόνιας, διερευνητικής και βασισμένης στον κίνδυνο προσέγγισης, περιλαμβάνει κατάλληλο συνδυασμό εποπτικής δράσης εντός και εκτός των χώρων των Τ.Ε.Α. και είναι ανάλογη προς τη φύση, την πολυπλοκότητα και την κλίμακα των κινδύνων που κάθε Τ.Ε.Α. αναλαμβάνει σύμφωνα με τις δραστηριότητές του.
  2. Η Αρμόδια Αρχή ασκεί εποπτεία σε προληπτική βάση επί των Τ.Ε.Α., περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που αυτά ασκούν διασυνοριακά σε άλλο κράτος μέλος.
  3. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα και αναγκαία διορθωτικά και κατασταλτικά μέτρα, ώστε αφενός οι δραστηριότητες των Τ.Ε.Α. να είναι σύμφωνες με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και αφετέρου να αποφεύγεται οτιδήποτε θα έθιγε τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων παροχών.
  4. Η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο κάθε εποπτικής πράξης στη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει εκείνη τη χρονική στιγμή.
  5. Αν η Αρμόδια Αρχή εισηγηθεί προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων του πλαισίου της επαγγελματικής ασφάλισης, συνοδεύει την εισήγηση αυτή υποχρεωτικά από σχετική γνωμοδότησή της.

Άρθρο 55

Εξουσίες παρέμβασης και καθήκοντα της Αρμόδιας Αρχής

(άρθρο 48 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν και εφαρμόζουν ορθολογικές, διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και κατάλληλους εσωτερικούς μηχανισμούς ελέγχου.
  2. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και άλλα μέτρα για παραβάσεις του παρόντος Μέρους και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
  3. Η Αρμόδια Αρχή, κατά την άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της, διά των εντεταλμένων οργάνων της:

α) έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο ή άλλο στοιχείο υπό οποιαδήποτε μορφή, για το σύνολο των δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α. εντός και εκτός της Ελλάδας και που τηρούνται είτε στα εποπτευόμενα Τ.Ε.Α. είτε σε άλλες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, ενδεικτικά που εκτελούν χρέη θεματοφύλακα της περιουσίας, και μπορεί να λαμβάνει αντίγραφό του, ακόμη και εάν αυτό περιέχει απλά προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (L119, Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων),

β) μπορεί να ζητά πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή δημόσια αρχή,

γ) μπορεί να απαιτεί τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το Μέρος αυτό, την αντίστοιχη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του,

δ) μπορεί να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, σε πρόσωπα την εξακολούθηση της άσκησης ή την ανάληψη καθηκόντων ως μελών διοίκησης σε ένα (1) ή περισσότερα Τ.Ε.Α.,

ε) μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, ενδεικτικά αναλογιστές και ελεγκτές των Τ.Ε.Α. και να αναθέτει εξακριβώσεις, μελέτες ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές, αναλογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες,

στ) μπορεί να λαμβάνει κάθε πληροφορία σχετικά με συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους,

ζ) μπορεί να διενεργεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στα Τ.Ε.Α., καθώς και :

ζα) σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους αλλά, είτε του έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες του Τ.Ε.Α. σύμφωνα με το άρθρο 27, είτε είναι τρίτος με τον οποίον το Τ.Ε.Α. έχει πραγματοποιήσει συναλλαγή, ο έλεγχος του οποίου είναι αναγκαίος για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους,

ζβ) σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μόνο όμως στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας περί επαγγελματικής ασφάλισης και εφόσον ο έλεγχος δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω του Τ.Ε.Α.,

  1. Κατά τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 58, η Αρμόδια Αρχή μπορεί, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο, να αναπτύσσει, επιπλέον του υπολογισμού του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, πρόσθετα ποσοτικά εποπτικά εργαλεία, όπως διαγνωστικές ασκήσεις και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, με τα οποία εξετάζεται η δυνατότητα των Τ.Ε.Α. να αντεπεξέρχονται σε πιθανά γεγονότα ή μελλοντικές αλλαγές της οικονομικής συγκυρίας τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συνολική χρηματοοικονομική τους θέση. Η εφαρμογή των ως άνω εποπτικών εργαλείων και ασκήσεων από τα Τ.Ε.Α. είναι υποχρεωτική.
  2. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Αρμόδια Αρχή ή τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει του παρόντος Μέρους και της εν γένει ισχύουσας νομοθεσίας περί άσκησης της εποπτείας, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή τη νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ή άλλο απόρρητο έναντι της Αρμόδιας Αρχής ή των εξουσιοδοτημένων από αυτή για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.
  3. Η Αρμόδια Αρχή δημοσιοποιεί οποιεσδήποτε διοικητικές κυρώσεις ή λοιπά μέτρα που επιβάλλονται κατά των οποίων δεν έχει κατατεθεί προσφυγή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, περιλαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με το είδος και τη φύση της παράβασης, καθώς και την ταυτότητα των προσώπων που ευθύνονται για αυτήν. Αν η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή της ταυτότητας ή των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων είναι δυσανάλογη ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή την έκβαση έρευνας που βρίσκεται σε εξέλιξη, μετά από την κατά περίπτωση αξιολόγηση που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης των δεδομένων αυτών, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει τη δημοσίευση, να μη δημοσιεύσει ή να δημοσιεύσει τις κυρώσεις ανώνυμα.
  4. Οποιαδήποτε απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού των δραστηριοτήτων ενός Τ.Ε.Α. περιλαμβάνει λεπτομερές σκεπτικό και κοινοποιείται στο συγκεκριμένο Τ.Ε.Α.. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιείται επίσης στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), η οποία τη γνωστοποιεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 11.
  5. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί επίσης, να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων Τ.Ε.Α., όταν ιδίως:

α) το Τ.Ε.Α. δεν έχει συστήσει επαρκείς τεχνικές προβλέψεις όσον αφορά το σύνολο της δραστηριότητάς του ή δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία για να καλύψει τις τεχνικές προβλέψεις,

β) το Τ.Ε.Α. δεν κατέχει τα ίδια κεφάλαια για εποπτικούς σκοπούς.

  1. Η Αρμόδια Αρχή, μπορεί να αναθέσει, για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων, εν μέρει ή πλήρως την άσκηση των αρμοδιοτήτων που διαθέτουν σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία τα πρόσωπα που διοικούν το Τ.Ε.Α., σε Διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 63.
  2. Η Αρμόδια Αρχή, μπορεί να απαγορεύσει ή να περιορίσει τις δραστηριότητες Τ.Ε.Α., καθώς και να επιβάλλει τη λύση και εκκαθάρισή του, αν το Τ.Ε.Α.:

α) δεν προστατεύει επαρκώς τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του προγράμματος,

β) δεν πληροί πλέον τους όρους λειτουργίας,

γ) αθετεί σοβαρά τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κείμενη νομοθεσία,

δ) σε περίπτωση διασυνοριακής δραστηριότητας, δεν τηρεί τις απαιτήσεις όσον αφορά την κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής στον τομέα των προγραμμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών.

  1. Οι αποφάσεις της Αρμόδιας Αρχής προσβάλλονται με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

 

Άρθρο 56

Διοικητικές κυρώσεις

  1. Ανεξαρτήτως των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 57 και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ στο Τ.Ε.Α., στα μέλη της διοίκησής του και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, το παρόν Μέρος, τις κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεις του ή την κείμενη νομοθεσία για την επαγγελματική ασφάλιση.
  2. Ανεξαρτήτως των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 57 και με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλλει στο Τ.Ε.Α., στα μέλη της διοίκησής του και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου αμέσου εφαρμογής, του παρόντος Μέρους, των κατ’ εξουσιοδότηση αποφάσεών του ή την κείμενη νομοθεσία για την επαγγελματική ασφάλιση, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ.
  3. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων, λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία του χώρου της επαγγελματικής ασφάλισης, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομένων, το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημίας σε αυτούς ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Αρμόδια Αρχή κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος Μέρους ή της λοιπής νομοθεσίας για την επαγγελματική ασφάλιση.
  4. Τα πρόστιμα που επιβάλλει η Αρμόδια Αρχή αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’190).
  5. Τα όργανα διοίκησης της Αρμόδιας Αρχής, όπως και το προσωπικό αυτής δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, καθώς επίσης και στο πλαίσιο των λοιπών αρμοδιοτήτων τις οποίες ασκεί η Αρμόδιας Αρχή κατά ανάθεση δημόσιας εξουσίας, εκτός αν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο. Το πρώτο εδάφιο ισχύει και για τα εξουσιοδοτημένα όργανα της Αρμόδιας Αρχής, όπως και για τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης αυτής.

 

Άρθρο 57

Ποινικές κυρώσεις

  1. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς αναφορές προς την Αρμόδια Αρχή με σκοπό να επιτύχει την έκδοση άδειας λειτουργίας Τ.Ε.Α., ή την παράταση της άδειας ή την έγκριση του καταστατικού του ή δραστηριοτήτων αυτού, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.
  2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει του διαδίδει στο κοινό ή τα μέλη του μέσω έντυπων ή ηλεκτρονικών δημοσιευμάτων ή με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, ψευδείς ισχυρισμούς, με σκοπό την παραπλάνησή τους σχετικά με στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη των αποφάσεών του σχετικά με τη συμμετοχή του σε Τ.Ε.Α. ή τη διενέργεια συναλλαγών με αυτό.
  3. Όποιο από τα πρόσωπα που ασκούν άμεσα ή έμμεσα διοίκηση ή διαχείριση σε Τ.Ε.Α.: α) παραβιάζει τις διατάξεις περί υπολογισμού των τεχνικών προβλέψεων ή β) συντάσσει ή εγκρίνει ισολογισμό ή έκθεση σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση κατά παράβαση του παρόντος Μέρους ή του καταστατικού του Τ.Ε.Α. τιμωρείται με την ποινή της παρ. 1.
  4. Με την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται και όποιος, άμεσα ή έμμεσα, κατά τη διάρκεια της εποπτικής αξιολόγησης ή κατά τον έλεγχο του ισολογισμού ή της έκθεσης σχετικά με τη φερεγγυότητα και τη χρηματοοικονομική κατάσταση, προβαίνει εν γνώσει του σε ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τα διαπιστούμενα στοιχεία.
  5. Οι ποινικές κυρώσεις του παρόντος επιβάλλονται ανεξαρτήτως της επιβολής των οικείων διοικητικών κυρώσεων του παρόντος Μέρους και αν οι ανωτέρω πράξεις δεν τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.

 

Άρθρο 58

Διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης

(άρθρο 49 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή εξετάζει και αξιολογεί σε τακτική βάση τις στρατηγικές, τις διεργασίες και τις διαδικασίες πληροφόρησης που εφαρμόζουν τα Τ.Ε.Α., προκειμένου να συμμορφωθούν προς διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Μέρους, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α..

Η αξιολόγηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις στις οποίες λειτουργούν τα Τ.Ε.Α. και, όπου συντρέχει περίπτωση, τους τρίτους που εκτελούν με εξωτερική ανάθεση εργασίες που περιλαμβάνονται σε λειτουργίες ή άλλες δραστηριότητες για λογαριασμό τους. Η εξέταση συνίσταται στα ακόλουθα:

α) αξιολόγηση των ποιοτικών απαιτήσεων που σχετίζονται με το σύστημα διακυβέρνησης,

β) αξιολόγηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει το Τ.Ε.Α.,

γ) αξιολόγηση της ικανότητας του Τ.Ε.Α. να εκτιμά και να διαχειρίζεται τους εν λόγω κινδύνους.

  1. Η Αρμόδια Αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης:

α) αναπτύσσει και διατηρεί κατάλληλα εργαλεία, όπως ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που επιβάλλονται σε συγκεκριμένο Τ.Ε.Α., στατιστικούς δείκτες, διαγνωστικές ασκήσεις, δείκτες επιμέτρησης επικινδυνότητας, τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να επισημαίνει την όποια επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ενός Τ.Ε.Α. και να παρακολουθεί τον τρόπο επανόρθωσης αυτής της κατάστασης,

β) απαιτεί από τα Τ.Ε.Α. να αποκαθιστούν τις αδυναμίες ή τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν κατά τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης.

  1. Η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τα απαραίτητα εργαλεία της παρ. 2, τις διοικητικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβαίνει για την εφαρμογή της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, την ελάχιστη συχνότητα και το αντικείμενο των εν λόγω εξετάσεων και αξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου Τ.Ε.Α..

 

Άρθρο 59

Πληροφορίες που παρέχονται στην Αρμόδια Αρχή

(άρθρο 50 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Τα Τ.Ε.Α. υποβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη για την άσκηση της εποπτείας, χωρίς τα Τ.Ε.Α. να δικαιούνται να αντιτάξουν οποιοδήποτε απόρρητο έναντι της Αρμόδιας Αρχής.

Η Αρμόδια Αρχή:

α) απαιτεί από το Τ.Ε.Α., το Διοικητικό Συμβούλιο, τα λοιπά μέλη διοίκησης και των επιτροπών αυτού ή τα άτομα που ασκούν εργασίες που περιλαμβάνονται στις βασικές λειτουργίες, να παρέχουν πληροφορίες για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους ή οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο,

β) εποπτεύει τις σχέσεις μεταξύ του Τ.Ε.Α. και άλλων οντοτήτων, όταν τα Τ.Ε.Α. αναθέτουν εξωτερικά βασικές λειτουργίες ή οποιεσδήποτε άλλες δραστηριότητες σε αυτές τις άλλες οντότητες, συμπεριλαμβανομένης και κάθε επακόλουθης εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης, που επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του Τ.Ε.Α. ή που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα της εποπτείας,

γ) λαμβάνει την ιδία αξιολόγηση κινδύνων, τη δήλωση των αρχών της επενδυτικής πολιτικής, τους ετήσιους λογαριασμούς και την ετήσια έκθεση, καθώς και τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για την εποπτεία του Τ.Ε.Α.,

δ) καθορίζει τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της εποπτείας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται ενδεικτικά:

δα) εσωτερικές ενδιάμεσες εκθέσεις,

δβ) αναλογιστικές αποτιμήσεις και λεπτομερείς υποθέσεις εργασίας,

δγ) μελέτες στοιχείων ενεργητικού και παθητικού,

δδ) στοιχεία προς απόδειξη της συνοχής των αρχών της επενδυτικής πολιτικής,

δε) στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι οι εισφορές καταβλήθηκαν βάσει των κανόνων που διέπουν το Τ.Ε.Α.,

δστ) εκθέσεις των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 42,

ε) προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις του Τ.Ε.Α. και, εφόσον είναι απαραίτητο, ελέγχει τις εκχωρηθείσες σε τρίτους δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια ανατίθενται εκ νέου σε τρίτους, προκειμένου να διαπιστώσει αν οι σχετικές εργασίες ασκούνται σύμφωνα με τους εποπτικούς κανόνες,

στ) ζητά ανά πάσα στιγμή πληροφορίες από τα Τ.Ε.Α. σχετικά με τις εξωτερικά ανατιθέμενες δραστηριότητες και όλες τις δραστηριότητες που στη συνέχεια αποτελούν αντικείμενο εκ νέου εξωτερικής ανάθεσης.

 

Άρθρο 60

Διαφάνεια και λογοδοσία

(άρθρο 51 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος σύμφωνα με τις αρχές της εμπιστευτικότητας, της ανεξαρτησίας, της διαφάνειας και της ευθύνης, όπως αυτές προβλέπονται στις οικείες διατάξεις.
  2. Στην ιστοσελίδα της Αρμόδιας Αρχής δημοσιεύονται οι ακόλουθες πληροφορίες:

α) οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την επαγγελματική ασφάλιση, συμπεριλαμβανόμενου του παρόντος Μέρους, των οικείων αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και των ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, καθώς και κάθε εγκύκλιος, οδηγία ή γενική σύσταση στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών,

β) οι πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης του άρθρου 58,

γ) τα συγκεντρωτικά στατιστικά δεδομένα που αφορούν βασικές πτυχές της εφαρμογής του πλαισίου προληπτικής εποπτείας,

δ) οι κύριοι στόχοι της προληπτικής εποπτείας και οι πληροφορίες σχετικά με τα κύρια καθήκοντα και τις δραστηριότητες της Αρμόδιας Αρχής,

ε) οι κανόνες σχετικά με τις διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα μέτρα που εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος.

  1. Η Αρμόδια Αρχή συντάσσει και υποβάλλει στη Βουλή ετήσια έκθεση σχετικά με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που προβλέπονται από το παρόν Μέρος.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄

ΜΕΤΡΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ, ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ

 

Άρθρο 61

Λήψη μέτρων εξυγίανσης

  1. Ως μέτρα εξυγίανσης νοούνται τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται από την Αρμόδια Αρχή με σκοπό τη διαφύλαξη και αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης του Τ.Ε.Α. και τα οποία είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα μελών ή δικαιούχων, καθώς και άλλων συμβαλλομένων μερών και λοιπών πιστωτών.
  2. Αρμόδια να αποφασίζει για μέτρα εξυγίανσης στα Τ.Ε.Α. είναι η Αρμόδια Αρχή και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό. Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους ταυτοχρόνως στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς να απαιτείται γι’ αυτό περαιτέρω διατύπωση, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, ακόμα και αν το ισχύον δίκαιο στα κράτη μέλη υποδοχής δεν προβλέπει τέτοια μέτρα ή εξαρτά την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.
  3. Τα μέτρα εξυγίανσης δεν εμποδίζουν την έναρξη διαδικασιών λύσης και εκκαθάρισης του Τ.Ε.Α., διατηρούνται σε ισχύ και παράγουν αποτελέσματα παράλληλα με τις διαδικασίες λύσης και εκκαθάρισης.
  4. Ως μέτρα εξυγίανσης νοούνται:

α. ο ορισμός Διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 63,

β. ο τερματισμός ενός ή περισσοτέρων προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών που το Τ.Ε.Α. λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 66,

γ. η αναστολή δραστηριοτήτων του Τ.Ε.Α. σύμφωνα με το άρθρο 67,

δ. η υποχρεωτική μεταβίβαση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών του άρθρου 68, και

ε. η αναστολή πληρωμών του άρθρου 69.

  1. Κατά τη διάρκεια ισχύος ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης, το Τ.Ε.Α. υποχρεούται να συμμορφώνεται πλήρως με τις υποχρεώσεις του.

 

Άρθρο 62

Προϋποθέσεις ενεργοποίησης των μέτρων εξυγίανσης

Η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα, κατά την κρίση της, μέτρα για την εξυγίανση του Τ.Ε.Α., λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

α) τη διάρκεια και το μέγεθος της παράλειψης ή άρνησης της χρηματοδοτούσας επιχείρησης να καταβάλλει τις εισφορές που οφείλει να καταβάλλει σύμφωνα με το καταστατικό και τους ειδικότερους όρους του προγράμματος,

β) τη μείωση του αριθμού των μελών του Τ.Ε.Α. κάτω από πενήντα (50),

γ) την αδυναμία του Τ.Ε.Α. να ανακάμψει,

δ) την αδυναμία ή απροθυμία λήψης από το Τ.Ε.Α. εναλλακτικών μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος εντός κατάλληλου χρόνου για την αποτροπή αφερεγγυότητάς του,

ε) την αδυναμία ή απροθυμία συμμόρφωσης του Τ.Ε.Α. με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους ή τις αποφάσεις της Αρμόδιας Αρχής,

στ) τις εκτιμώμενες συνέπειες της αδυναμίας πληρωμών Τ.Ε.Α. για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως:

στα) του είδους των δραστηριοτήτων και του ύψους των τεχνικών προβλέψεων του Τ.Ε.Α.,

στβ) του είδους και εύρους των υποχρεώσεων του Τ.Ε.Α. έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και

στγ) των συμμετοχών του Τ.Ε.Α. στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών που ανήκουν στις κατηγορίες της υποπερ. στβ),

ζ) την ανάγκη να επωμιστούν τις τυχόν απώλειες από την εξυγίανση του Τ.Ε.Α. οι μη ενέγγυοι πιστωτές και, με την επιφύλαξη της ανάγκης προστασίας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τα μέλη και οι δικαιούχοι παροχών.

 

Άρθρο 63

Διαδικασία ορισμού Διαχειριστή

  1. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να διορίσει σε Τ.Ε.Α. Διαχειριστή φυσικό ή νομικό πρόσωπο με ειδική γνώση και πείρα σε θέματα επαγγελματικής ασφάλισης, ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων όταν συντρέχει μία από τις παρακάτω περιπτώσεις:

α) το Τ.Ε.Α. παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Αρμόδια Αρχή,

β) το Τ.Ε.Α. προβαίνει σε σοβαρές ή κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις του παρόντος Μέρους ή του αμέσου εφαρμογής ενωσιακού δικαίου ή των αποφάσεων της Αρμόδιας Αρχής ή όταν η εν γένει πορεία δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες για τη χρηστή και συνετή διαχείριση των υποθέσεων από τη διοίκησή του, με συνέπεια να τίθενται σε κίνδυνο η φερεγγυότητα του Τ.Ε.Α. ή τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων παροχών,

γ) διαφαίνεται ότι το Τ.Ε.Α. δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας ή ότι δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του,

δ) διαπιστώνεται από την Αρμόδια Αρχή επιδείνωση της κατάστασης φερεγγυότητάς του,

ε) το Τ.Ε.Α. υποβάλλει σχετικό αίτημα στην Αρμόδια Αρχή,

στ) το Τ.Ε.Α. δεν έχει λάβει τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα που έχουν υποδειχθεί από την Αρμόδια Αρχή,

ζ) το Τ.Ε.Α. δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για υποχρεωτική μεταβίβαση προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 68,

η) το Τ.Ε.Α. δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για αναστολή πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 69.

  1. Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για τον ορισμό Διαχειριστή κοινοποιείται στο Τ.Ε.Α.. Από την κοινοποίηση στο Τ.Ε.Α. της απόφασης ορισμού Διαχειριστή και εφεξής, κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση του Τ.Ε.Α. είναι ανίσχυρη χωρίς τη σύμπραξη του Διαχειριστή. Αν η Αρμόδια Αρχή, κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διαχειριστή ή και από άλλα στοιχεία και πληροφορίες που διαθέτει, κρίνει ότι οι εργασίες του Τ.Ε.Α. δεν δύνανται να συνεχίσουν υπό το υφιστάμενο Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζει την ανάθεση της διοίκησής της στον Διαχειριστή. Η απόφαση του δεύτερου εδαφίου δύναται να ληφθεί παράλληλα με τον ορισμό του Διαχειριστή.
  2. Ο Διαχειριστής ορίζεται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες. Το διάστημα του πρώτου εδαφίου μπορεί να παρατείνεται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες κάθε φορά. Η συνολική περίοδος των παρατάσεων δεν μπορεί να υπερβεί τους τριάντα έξι (36) μήνες.
  3. Με την απόφαση ορισμού Διαχειριστή δύναται να καθορίζονται θέματα για τα οποία απαιτείται απόφαση της Αρμόδιας Αρχής ή σχετική εκ μέρους της έγκριση. Επιπλέον, με την ως άνω απόφαση δύναται να απαιτείται από τον Διαχειριστή η λήψη συγκεκριμένων μέτρων ή η αποφυγή συγκεκριμένων ενεργειών προς ικανοποίηση του σκοπού της παρ. 1 του άρθρου 61. Ο ορισμός Διαχειριστή δεν συνεπάγεται την ακύρωση, καταγγελία ή τροποποίηση των συνταξιοδοτικών ή συμπληρωματικών παροχών ή λοιπών συμφωνιών, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ή έμμισθης εντολής, το ληξιπρόθεσμο οποιασδήποτε οφειλής του Τ.Ε.Α. ή την αναστολή των ατομικών διώξεων εναντίον του.
  4. Όταν δυνάμει δικαστικής απόφασης προκύπτει άμεσα ή έμμεσα θέμα νομιμότητας ή εγκυρότητας της εκλογής, συγκρότησης, σύνθεσης ή λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α., η Αρμόδια Αρχή ορίζει Διαχειριστή, ο οποίος ασκεί τη διοίκηση του Τ.Ε.Α. σύμφωνα με το άρθρο 61, για διάστημα τριών (3) έως έξι (6) μηνών που μπορεί να παρατείνεται μέχρι τη συγκρότηση νέου Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Άρθρο 64

Καθήκοντα του Διαχειριστή

  1. Ο Διαχειριστής αξιολογεί την οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του Τ.Ε.Α. και καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του, με σκοπό είτε την ανάκαμψη του Τ.Ε.Α. είτε την προετοιμασία θέσης του Τ.Ε.Α. σε εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 74. Σε μεταβιβάσεις προγραμμάτων που διενεργούνται από Τ.Ε.Α. στο οποίο έχει οριστεί Διαχειριστής, το παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους δεν υπέχει ευθύνη έναντι των δανειστών ή πιστωτών του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α..
  2. Ο Διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή έκθεση για τα ζητήματα που η Αρμόδια Αρχή του θέτει, ιδίως για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας, τον σχηματισμό προβλέψεων, όπως ασφαλιστικών, για τους εργαζόμενους, τις επισφαλείς απαιτήσεις, την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων, τα προγράμματα που λειτουργεί το Τ.Ε.Α. και την εν γένει οικονομική, διοικητική και οργανωτική κατάσταση του Τ.Ε.Α.. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει έναν επικαιροποιημένο ισολογισμό και μια εκτίμηση της ανάγκης λήψεως περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, καθώς και των ενδεχόμενων επιπτώσεων για τα μέλη και τους δικαιούχους παροχών και άλλων συμβαλλομένων μερών και λοιπών πιστωτών σε περίπτωση εκκαθάρισης.

Ο Διαχειριστής υποχρεούται να παρέχει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετη έκθεση του ζητηθεί από την Αρμόδια Αρχή.

  1. Τα μέλη διοίκησης και επιτροπών, οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες του Τ.Ε.Α. διευκολύνουν την άσκηση των καθηκόντων του Διαχειριστή και τού παρέχουν οποιοδήποτε στοιχείο ή πληροφορία τους ζητηθεί σχετικά με το Τ.Ε.Α..
  2. Ο Διαχειριστής δύναται:

α) να προσλαμβάνει εξωτερικούς συμβούλους, καθώς και βοηθητικό προσωπικό και

β) να ασκεί στο όνομα του Τ.Ε.Α. κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβανομένων αγωγών αποζημίωσης κατά προσώπων της διοίκησης ή του προσωπικού, εφόσον με πράξεις ή παραλείψεις τους ζημίωσαν το Τ.Ε.Α.. Τα σχετικά έξοδα βαρύνουν το Τ.Ε.Α..

  1. Ο Διαχειριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Αρμόδιας Αρχής και ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Η αμοιβή και το κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του Διαχειριστή καλύπτονται από το Τ.Ε.Α. στο οποίο έχει οριστεί. Τα ανωτέρω καθορίζονται με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής.
  2. Ο Διαχειριστής μπορεί να εξουσιοδοτεί περαιτέρω πρόσωπα, νομικά ή φυσικά, για να τον επικουρούν ή να τον εκπροσωπούν σε άλλα κράτη μέλη και ειδικότερα για να διευκολύνονται τα μέλη και δικαιούχοι παροχής των άλλων κρατών μελών. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε άλλο κράτος μέλος, ο Διαχειριστής τηρεί τη νομοθεσία του κράτους μέλους. Επίσης, ο Διαχειριστής και κάθε άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο μπορεί να ζητεί καταχώριση της απόφασης για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης στα δημόσια βιβλία που τηρούνται στα άλλα κράτη μέλη. Τα έξοδα καταχώρισης λογίζονται ως έξοδα και δαπάνες της διαδικασίας.

 

Άρθρο 65

Λήξη θητείας ή παύση Διαχειριστή

  1. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να αντικαθίσταται ο Διαχειριστής ή να τερματίζεται το έργο του.

Ο τερματισμός του έργου του Διαχειριστή πριν από τη λήξη της ορισθείσας θητείας επιτρέπεται, εφόσον η Αρμόδια Αρχή διαπιστώσει ότι:

α) το Τ.Ε.Α. δεν μπορεί να ανακάμψει ή να εξυγιανθεί,

β) οι λόγοι ορισμού δεν υφίστανται πλέον ή

γ) ο Διαχειριστής ασκεί πλημμελώς τα καθήκοντά του.

Στην περ. α), η Αρμόδια Αρχή δύναται να αποφασίζει τη λύση και θέση σε εκκαθάριση του Τ.Ε.Α.. Σε περίπτωση τερματισμού του έργου του Διαχειριστή που δεν σχετίζεται με τη θέση του Τ.Ε.Α. σε εκκαθάριση, η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να ορίσει ότι ο Διαχειριστής εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι τον διορισμό ή την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου.

  1. Ο Διαχειριστής δύναται να παραμένει στο Τ.Ε.Α., με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, και μετά τη θέση του σε εκκαθάριση και σε συνεργασία με τον εκκαθαριστή, να συνεχίσει ορισμένες δραστηριότητες του Τ.Ε.Α., εφόσον αυτό απαιτείται για τη διασφάλιση των μελών και δικαιούχων παροχών. Στην περίπτωση αυτή, δεν υφίστανται οι χρονικοί περιορισμοί της παρ. 3 του άρθρου 63.

 

Άρθρο 66

Τερματισμός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών

  1. Η Αρμόδια Αρχή τερματίζει τη λειτουργία ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, στις εξής περιπτώσεις:

α) η χρηματοδοτούσα επιχείρηση παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει τις εισφορές που οφείλει,

β) η χρηματοδοτούσα επιχείρηση τερματίζει οριστικά τη λειτουργία της ή έχει υπαχθεί σε διαδικασίες αφερεγγυότητας, ή

γ) η συνεχιζόμενη λειτουργία του προγράμματος μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του Τ.Ε.Α..

  1. Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί τερματισμού της λειτουργίας ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών κοινοποιείται στο Τ.Ε.Α., στην ή στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  2. Το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών του οποίου η λειτουργία τερματίζεται δεν δέχεται νέα μέλη, ενώ συνεχίζει την αποδοχή εισφορών και την καταβολή παροχών σύμφωνα με το πρόγραμμα παροχών. Στην απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί τερματισμού της λειτουργίας μπορεί να απαγορεύεται και η είσπραξη εισφορών.
  3. Το Διοικητικό Συμβούλιο ή και ο Διαχειριστής του Τ.Ε.Α. μεριμνά για τη μεταβίβαση του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών του οποίου η λειτουργία έχει τερματιστεί σε άλλο Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 12.

 

 

Άρθρο 67

Αναστολή δραστηριοτήτων Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Η Αρμόδια Αρχή αναστέλλει τις δραστηριότητες ενός Τ.Ε.Α., στις εξής περιπτώσεις:

α) μία ή περισσότερες χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις παραλείπουν ή αρνούνται να καταβάλουν τις εισφορές που οφείλουν,

β) μία ή περισσότερες χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις τερματίζουν οριστικά τη λειτουργία τους ή έχουν τεθεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας,

γ) η συνεχιζόμενη λειτουργία του Τ.Ε.Α. μπορεί να προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του Τ.Ε.Α., ή

δ) το Τ.Ε.Α. παραβιάζει οποιαδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους ή του καταστατικού του, με κίνδυνο να προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του Τ.Ε.Α..

  1. Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί αναστολής λειτουργίας κοινοποιείται στο Τ.Ε.Α., στην ή στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  2. Το Τ.Ε.Α., του οποίου η δραστηριότητα αναστέλλεται, δεν δέχεται νέα μέλη, ενώ συνεχίζει την αποδοχή εισφορών και την καταβολή παροχών σύμφωνα με το πρόγραμμα παροχών. Στην απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί αναστολής των δραστηριοτήτων μπορεί να απαγορεύεται στο Τ.Ε.Α. και η είσπραξη εισφορών.
  3. Το Διοικητικό Συμβούλιο ή ο Διαχειριστής του Τ.Ε.Α., του οποίου η λειτουργία έχει ανασταλεί, μεριμνά για τη μεταβίβαση του συνόλου των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών σε άλλο ή άλλα Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 12.

 

Άρθρο 68

Υποχρεωτική μεταβίβαση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών

  1. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, με απόφασή της, να υποχρεώσει Τ.Ε.Α. στη μεταβίβαση, εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, πλήρως ή εν μέρει, των υποχρεώσεων, των τεχνικών προβλέψεων ενός ή περισσότερων προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών και άλλων δεσμεύσεων και δικαιωμάτων, καθώς και των αντίστοιχων στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου χρηματικού ποσού. Το είδος των προς μεταβίβαση υποχρεώσεων, δεσμεύσεων, τεχνικών προβλέψεων και περιουσιακών στοιχείων προσδιορίζεται στην ως άνω απόφαση.
  2. Η διαδικασία μεταβίβασης είναι σύμφωνη με το άρθρο 12. Στις μεταβιβάσεις του παρόντος άρθρου το παραλαμβάνον Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους δεν υπέχει ευθύνη έναντι των δανειστών ή πιστωτών του μεταβιβάζοντος Τ.Ε.Α..
  3. Το Διοικητικό Συμβούλιο ή ο Διαχειριστής που τυχόν έχει διοριστεί στο εν λόγω Τ.Ε.Α. προβαίνουν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για την υλοποίηση της απόφασης της παρ. 1.

 

Άρθρο 69

Αναστολή πληρωμών Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, μπορεί να αναστέλλει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την πληρωμή, μερικώς ή ολικώς, ληξιπρόθεσμων ή μη απαιτήσεων από ασφάλιση ή υποχρεώσεων ενός Τ.Ε.Α. προς τα μέλη του και δικαιούχους παροχών είτε λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, ή την καταβολή συγκεκριμένων παροχών προς τα μέλη του και τους δικαιούχους παροχών, καθώς και προς άλλα συμβαλλόμενα μέρη ή και προς λοιπούς πιστωτές, εξαιρουμένων των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή από έμμισθη εντολή.
  2. Η απόφαση της παρ. 1 καθορίζει το χρονικό διάστημα εφαρμογής της αναστολής και το εύρος εφαρμογής της αναστολής, η οποία αφορά είτε στο σύνολο των υποχρεώσεων του Τ.Ε.Α. είτε σε μέρος αυτών, όπως σε συγκεκριμένες παροχές ή συγκεκριμένα προγράμματα συνταξιοδοτικών παροχών ή κατηγορίες δραστηριοτήτων ή συγκεκριμένες κατηγορίες πιστωτών ή αντισυμβαλλομένων.
  3. Κατά τη διάρκεια της ως άνω αναστολής αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Τ.Ε.Α.. Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που στρέφονται κατά της περιουσίας του Τ.Ε.Α..
  4. Η αναστολή της παρ. 1 δεν ισχύει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Τ.Ε.Α. που πηγάζουν από συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που συνάπτονται σε κεφαλαιαγορές και αγορές χρήματος.

 

Άρθρο 70

Δημοσίευση των αποφάσεων περί μέτρων εξυγίανσης

Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί λήψης μέτρων εξυγίανσης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην εν λόγω απόφαση αναγράφονται τα στοιχεία του Διαχειριστή που έχει διοριστεί. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 63 περί άμεσης ισχύος της απόφασης της Αρμόδιας Αρχής ως προς τα Τ.Ε.Α., τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι πάντων από την ως άνω δημοσίευση.

 

Άρθρο 71

Θέση σε εκκαθάριση προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών

  1. Πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών τίθεται σε εκκαθάριση είτε με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, είτε κατόπιν έγκρισης της Αρμόδιας Αρχής μετά από αίτηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α. ή και του Διαχειριστή του, εφόσον η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι η εκκαθάριση είναι προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων. Η προϋπόθεση προηγούμενης απόφασης ή έγκρισης της Αρμόδιας Αρχής ισχύει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως αν στο πρόγραμμα παύσουν να γίνονται δεκτά νέα μέλη.
  2. Η εκκαθάριση ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών διενεργείται σύμφωνα με το καταστατικό του Τ.Ε.Α.. Εφόσον το καταστατικό του Τ.Ε.Α. δεν ορίζει διαφορετικά, η εκκαθάριση διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α. ή τον Διαχειριστή του. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να καθορίσει, στην απόφαση ή έγκρισή της για θέση σε εκκαθάριση προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, διαφορετική διαδικασία εκκαθάρισης του προγράμματος.
  3. Η προτεραιότητα κατά την οποία τα περιουσιακά στοιχεία του προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών διατίθενται για την ικανοποίηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεών του και τα άλλα συναφή ζητήματα ρυθμίζονται στο καταστατικό του Τ.Ε.Α.. Η Αρμόδια Αρχή, στην απόφαση ή έγκρισή της για θέση σε εκκαθάριση προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών. μπορεί να καθορίζει διαφορετική προτεραιότητα, καθώς και τις λεπτομέρειες εκκαθάρισης του προγράμματος.
  4. Ο τερματισμός της εισδοχής νέων μελών και της χρηματοδότησης ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών ή ο τερματισμός λειτουργίας χρηματοδοτούσας επιχείρησης ή η λειτουργία χρηματοδοτούσας επιχείρησης για σκοπούς εκκαθάρισης γνωστοποιείται από το Διοικητικό Συμβούλιο ή τον Διαχειριστή του Τ.Ε.Α. στην Αρμόδια Αρχή, μαζί με τις λεπτομέρειες της σχετικής απόφασης.

Άρθρο 72

Ανάκληση άδειας Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Η Αρμόδια Αρχή είναι η αρμόδια να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του Τ.Ε.Α.. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του Τ.Ε.Α. εφόσον συντρέξει μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις :

α) το Τ.Ε.Α. δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας του εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της ή παραιτηθεί ρητά από αυτή ή παύσει τις δραστηριότητές του για διάρκεια μεγαλύτερη από έξι (6) μήνες,

β) το Τ.Ε.Α. απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον μη σύννομο τρόπο,

γ) το Τ.Ε.Α. δεν πληροί πλέον τους όρους χορήγησης της άδειας, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που η χρηματοδοτούσα επιχείρηση τεθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας και απειλούνται τα συμφέροντα των μελών και δικαιούχων του Τ.Ε.Α.,

δ) το Τ.Ε.Α. παραβιάζει τις υποχρεώσεις που υπέχει κατ’ εφαρμογή του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότησή του αποφάσεων και των λοιπών κανονιστικών ρυθμίσεων που το διέπουν ή και της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ή του Καταστατικού του ή των αποφάσεων της Αρμόδιας Αρχής που το αφορούν. Ιδίως, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του Τ.Ε.Α. αν αυτό δεν συμμορφώνεται προς το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, ή κρίνει ότι το υποβληθέν σχέδιο ανάκαμψης είναι ανεπαρκές, ή το Τ.Ε.Α. δεν συμμορφώνεται με το εγκεκριμένο σχέδιο εντός του χρονοδιαγράμματος για το οποίο δεσμεύθηκε να υλοποιήσει,

ε) μια ή περισσότερες χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις του Τ.Ε.Α. τερματίζουν οριστικά τη λειτουργία τους ή τίθενται σε καθεστώς αφερεγγυότητας, με κίνδυνο να προκληθεί βλάβη στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων του Τ.Ε.Α..

  1. Στην περίπτωση που το Τ.Ε.Α. παραιτηθεί ρητά από την άδεια λειτουργίας του, υποβάλλει αίτημα ανάκλησής της στην Αρμόδια Αρχή. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί, αντί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας του Τ.Ε.Α., να επιβάλει την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης των άρθρων 61 έως 69, εφόσον με τον τρόπο αυτόν προστατεύονται καλύτερα τα δικαιώματα των μελών και δικαιούχων του Τ.Ε.Α..

 

Άρθρο 73

Συνέπειες ανάκλησης άδειας και εκκαθάριση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του Τ.Ε.Α. κατά το άρθρο 72 επέρχεται η λύση του και με την ίδια απόφαση τίθεται αυτό σε εκκαθάριση, εκτός αν άλλως ορίζεται στην ως άνω απόφαση της Αρμόδιας Αρχής. Για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, το Τ.Ε.Α. θεωρείται ότι υπάρχει ως νομικό πρόσωπο έως τη λήξη της.
  2. Κάθε απόφαση της Αρμόδιας Αρχής για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του Τ.Ε.Α. και τη θέση του σε εκκαθάριση κοινοποιείται στο Τ.Ε.Α., στην ή στις χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η ως άνω απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της ταυτοχρόνως στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση από την ανωτέρω δημοσίευσή της, χωρίς περαιτέρω διατύπωση.
  3. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας Τ.Ε.Α. που διατηρεί διασυνοριακή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος, η Αρμόδια Αρχή ενημερώνει σχετικά την αντίστοιχη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων. Αντίστοιχες αποφάσεις περί ανάκλησης άδειας λειτουργίας και θέσεως σε εκκαθάριση από αρμόδιες αρχές για Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και εκδίδονται βάσει του δικαίου των εν λόγω κρατών μελών παράγουν αντίστοιχα αποτελέσματα και στην Ελλάδα.

 

Άρθρο 74

Ειδικά θέματα εκκαθάρισης Τ.Ε.Α.

  1. Η απόφαση της Αρμόδιας Αρχής περί ανάκλησης άδειας λειτουργίας και θέσης σε εκκαθάριση του Τ.Ε.Α. μπορεί να λαμβάνεται ανεξάρτητα από τη λήψη ή διατήρηση μέτρων εξυγίανσης.
  2. Τα Τ.Ε.Α. δεν λύονται, ούτε τίθενται σε εκκαθάριση χωρίς προηγούμενη απόφαση της Αρμόδιας Αρχής. Τα Τ.Ε.Α. δεν κηρύσσονται σε πτώχευση. Εφαρμοστέο δίκαιο στην εκκαθάριση του Τ.Ε.Α. είναι το ελληνικό.

 

Άρθρο 75

Διαδικασία εκκαθάρισης

  1. Η εκκαθάριση Τ.Ε.Α. διενεργείται σύμφωνα με το καταστατικό του Τ.Ε.Α., εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού αποφάσεων. Στο καταστατικό ρυθμίζονται τα δικαιώματα ενημέρωσης των μελών και δικαιούχων του Τ.Ε.Α. στο πλαίσιο της εκκαθάρισης και οι πέραν των προβλεπομένων στο παρόν υποχρεώσεις των οργάνων εκκαθάρισης και διαδικασίες.
  2. Την εκκαθάριση διενεργεί, κατά τα οριζόμενα στη σχετική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, είτε το προβλεπόμενο από το καταστατικό όργανο, ή άλλο πρόσωπο. Η Αρμόδια Αρχή δύναται να παύσει από τα καθήκοντά τους τον ή τους εκκαθαριστές σε κάθε χρονική στιγμή για οποιονδήποτε λόγο.
  3. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 55 εξουσίες παρέμβασης της Αρμόδιας Αρχής ισχύουν και στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης.
  4. Το ή τα όργανα εκκαθάρισης συντάσσουν εναρκτήριο ισολογισμό εντός των πρώτων τριών (3) μηνών από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του Τ.Ε.Α. και απογράφουν την αξία των συσσωρευμένων δικαιωμάτων των μελών και δικαιούχων παροχών.
  5. Επιτρέπεται, σύμφωνα με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, η μεταβίβαση προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών υπό εκκαθάριση Τ.Ε.Α., εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12.

 

Άρθρο 76

Προνομιακή μεταχείριση προγραμμάτων του υπό εκκαθάριση Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Το προϊόν της εκκαθάρισης, στο οποίο ανήκουν και οι εργοδοτικές εισφορές, διανέμεται μεταξύ των μελών και δικαιούχων παροχών ανάλογα με την ασφαλιστική προσδοκία εκάστου, όπως αυτή υπολογίζεται κατά την έναρξη της εκκαθάρισης του Τ.Ε.Α., και συμμέτρως, ανά πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών.
  2. Οι απαιτήσεις των μελών και των δικαιούχων των προγραμμάτων του Τ.Ε.Α. έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιασδήποτε άλλης απαίτησης κατά της εκκαθάρισης αυτού, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκκαθάρισης και οι αμοιβές των εκκαθαριστών, καθώς και οι απαιτήσεις των εργαζομένων του Τ.Ε.Α. με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρουμένων όσων ασκούσαν διοίκηση ή διαχείριση του Ταμείου πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του.

 

Άρθρο 77

Αναστολή εκτέλεσης

  1. Κατά το χρονικό διάστημα που το Τ.Ε.Α. βρίσκεται υπό εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των μελών και δικαιούχων κατά του Τ.Ε.Α..
  2. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του Τ.Ε.Α. στα χέρια του ίδιου ή τρίτου, δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που το Τ.Ε.Α. βρίσκεται σε εκκαθάριση.

 

Άρθρο 78

Περάτωση και λήξη εκκαθάρισης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Κατόπιν αιτήσεως του ή των εκκαθαριστών του Τ.Ε.Α ή των μελών ή δικαιούχων παροχών του υπό εκκαθάριση Τ.Ε.Α που αντιστοιχούν σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών, ή με σχετική πρωτοβουλία της Αρμόδιας Αρχής, δύναται η τελευταία, εφόσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωσή του ή των εκκαθαριστών, περατωθεί η εκκαθάριση των προγραμμάτων του Τ.Ε.Α. ή έχει εξαντληθεί η περιουσία του, ή έχει καταστεί αυτή μη αξιοποιήσιμη, να κηρύξει με απόφασή της τη λήξη της εκκαθάρισης. Η ως άνω βεβαίωση εκδίδεται, εφόσον έχουν περατωθεί οι εκ του νόμου προβλεπόμενες εργασίες εκκαθάρισης των προγραμμάτων του Τ.Ε.Α., ανεξάρτητα αν έχει λάβει χώρα ή όχι έλεγχος της φορολογικής αρχής.

Μετά το πέρας της ως άνω διαδικασίας και εφόσον υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία προς διάθεση εφαρμόζονται τα άρθρα 72 ως 76 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164), περί της εκκαθάρισης νομικού προσώπου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη σχετική απόφαση της Αρμόδιας Αρχής που εκδίδεται βάσει της παρ. 4.

  1. Αν η διάρκεια της εκκαθάρισης υπερβεί τα δύο (2) έτη, ο ή οι εκκαθαριστές υποβάλλουν στην Αρμόδια Αρχή, εντός δύο (2) μηνών από την παρέλευση της διετίας, σχέδιο επιτάχυνσης και περάτωσης της εκκαθάρισης.
  2. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει έκθεση για τις μέχρι τότε εργασίες της εκκαθάρισης και τους λόγους της καθυστέρησης και πρόταση μέτρων για την ταχύτερη διεκπεραίωσή της. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παραίτηση του Τ.Ε.Α. από δικαιώματα, δικόγραφα και αιτήσεις, αν η επιδίωξη αυτών δεν είναι σύμφωνη σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη ή αβέβαιη ή απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ανωτέρω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν και συμβιβασμούς, αναδιαπραγματεύσεις ή καταγγελία συμβάσεων, όπως και σύναψη νέων. Εφόσον το σχέδιο εγκριθεί από την Αρμόδια Αρχή, η εκκαθάριση ολοκληρώνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σε αυτό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

 

Άρθρο 79

Επαγγελματικό απόρρητο

(άρθρο 52 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Όλα τα πρόσωπα που εργάζονται ή εργάστηκαν για την Αρμόδια Αρχή, καθώς και οι ελεγκτές και οι εμπειρογνώμονες που ενεργούν εξ ονόματος της Αρμόδιας Αρχής, δεσμεύονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.
  2. Τα πρόσωπα της παρ. 1 δεν δημοσιοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σε κανένα πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο σε συνοπτική ή γενική μορφή που διασφαλίζει ότι δεν αναγνωρίζονται τα μεμονωμένα Τ.Ε.Α..
  3. Η απαγόρευση της παρ. 1 αίρεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) στις περιπτώσεις που ζητούνται οι πληροφορίες στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από αρμόδια αρχή, ή

β) σε περίπτωση εκκαθάρισης ενός προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών στο πλαίσιο αστικών ή εμπορικών δικαστικών διαδικασιών, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του ενδιαφερομένου, ή

γ) όταν οι παραπάνω πληροφορίες αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της διαδικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από την Αρμόδια Αρχή.

  1. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

 

Άρθρο 80

Χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών

(άρθρο 52 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Η Αρμόδια Αρχή χρησιμοποιεί τις εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνει, μόνο στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων της και για τους ακόλουθους σκοπούς:

α) τον έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων που διέπουν την ανάληψη δραστηριότητας επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών από τα Τ.Ε.Α. πριν από την έναρξη των δραστηριοτήτων τους,

β) τη διευκόλυνση της παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των Τ.Ε.Α., συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των τεχνικών προβλέψεων, της φερεγγυότητας, του συστήματος διακυβέρνησης και των πληροφοριών που παρέχονται στα μέλη και στους δικαιούχους παροχών,

γ) την επιβολή διορθωτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων,

δ) τη δημοσίευση βασικών δεικτών επιδόσεων για κάθε Τ.Ε.Α., που μπορεί να βοηθούν τα μέλη και τους δικαιούχους κατά τη λήψη οικονομικής φύσεως αποφάσεων όσον αφορά τη σύνταξή τους,

ε) την άσκηση αιτήσεων ακύρωσης κατά αποφάσεων της Αρμόδιας Αρχής,

στ) τη χρήση στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που αφορούν στις κείμενες διατάξεις για την επαγγελματική ασφάλιση.

 

Άρθρο 81

Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών

(άρθρα 55, 56, 57 και 58 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ανταλλάσσει, με τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με τις αρμοδιότητές της. Αυτές οι πληροφορίες υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 79, που σύμφωνα με τις σχετικές ευρωπαϊκές διατάξεις, εφαρμόζεται και για τις λοιπές αρμόδιες αρχές.

Η Αρμόδια Αρχή μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της.

  1. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με άλλες εποπτικές αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών αντίστοιχους προς αυτούς που αναφέρονται στις περ. α) και β) της παρ. 3, μόνο εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά στο επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του άρθρου 79.

Η Αρμόδια Αρχή μπορεί στις συμφωνίες του πρώτου εδαφίου να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή της.

Η ανταλλαγή πληροφοριών του πρώτου εδαφίου εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Αν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτο κράτος, η Αρμόδια Αρχή τις κοινοποιεί σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, εάν προϋπάρχει σχετική πρόβλεψη, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

  1. α) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Αρμόδιας Αρχής και αφετέρου:

αα) του Εθνικού Συμβουλίου Συστημικής Σταθερότητας, του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, του Συνηγόρου του Καταναλωτή, της Επιτροπής Ανταγωνισμού, της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και άλλων αρμόδιων αρχών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους,

αβ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την εφαρμογή του άρθρου 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις εκχωρούμενες προς αυτό εξεταστικές αρμοδιότητες,

αγ) των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τα άρθρα 144 ως 149 του Κανονισμού της Βουλής,

αδ) των οργάνων τα οποία νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες εκκαθάρισης Τ.Ε.Α. ή προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και

αε) των αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων των Τ.Ε.Α., των αναλογιστών των Τ.Ε.Α., των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ως άνω προσώπων και της Ένωσης Αναλογιστών Ελλάδος, για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

β) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές, όργανα ή πρόσωπα άλλων κρατών μελών, αντίστοιχα με αυτά της περ. α), περιλαμβανομένων των αρμόδιων εποπτικών αρχών πιστωτικών ιδρυμάτων, πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους, καθώς και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

γ) Επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Αρμόδιας Αρχής ως εποπτικής αρχής και αφετέρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, αν οι πληροφορίες είναι σχετικές με την επιτέλεση των καθηκόντων του, των κεντρικών τραπεζών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική και τη σχετική παροχή ρευστότητας σε άλλα κράτη μέλη, εποπτεύουν τα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και διασφαλίζουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη αυτά είτε ως δημόσιες αρχές άλλων κρατών μελών ασκούν επίβλεψη επί των συστημάτων πληρωμών για την εκπλήρωση της αποστολής της Αρμόδιας Αρχής ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 80, και της αποστολής των ως άνω αρχών.

Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένης της οριζόμενης στο άρθρο 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (L 331), η Αρμόδια Αρχή διαβιβάζει πληροφορίες προς τις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της σχετικής παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος, και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, αν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων του.

δ) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες της παρ. 1 σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών μελών να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματεύσιμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, αν θεωρεί ότι η κοινοποίηση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές, των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.

Στις περ. α), β), γ) και δ), οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις αρχές, τους οργανισμούς και τα πρόσωπα υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου του άρθρου 79. Επιπλέον, οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτείας ή του ελέγχου. Επίσης, οι πληροφορίες που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος δεν κοινολογούνται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των εποπτικών αρχών από τις οποίες προέρχονται ή στις οποίες ο επιτόπιος έλεγχος έλαβε χώρα και εφόσον ενδείκνυται μόνο για τους σκοπούς που οι εποπτικές αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.

  1. Η Αρμόδια Αρχή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες σύμφωνα με την παρ. 3.
  2. Η απαγόρευση της παρ. 1 του άρθρου 79 αίρεται μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

 

Άρθρο 82

Εθνικές διατάξεις προληπτικής φύσεως

(άρθρο 59 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή υποβάλλει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων έκθεση, σχετικά με τις εθνικές διατάξεις προληπτικής φύσεως, που αφορούν στην επαγγελματική ασφάλιση και οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εθνική κοινωνικοασφαλιστική και εργατική νομοθεσία σχετικά με την επαγγελματική ασφάλιση, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 11.
  2. Η Αρμόδια Αρχή επικαιροποιεί τις πληροφορίες αυτές τακτικά και τουλάχιστον ανά δύο (2) έτη.

 

Άρθρο 83

Συνεργασία μεταξύ της Αρμόδιας Αρχής, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων

(άρθρο 60 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

  1. Η Αρμόδια Αρχή αναγνωρίζει σε όλες τις εργασίες και αποφάσεις της τον διττό ρόλο της τόσο ως αρμόδιας αρχής δυνάμει του παρόντος Μέρους όσο και ως μέλους της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (L 331) και η μια ιδιότητα δεν παρεμποδίζει την άσκηση της άλλης.
  2. Η Αρμόδια Αρχή εφαρμόζει το παρόν Μέρος, τις οικείες αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και το ενωσιακό δίκαιο και ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα με τρόπο που να λαμβάνει στο μέγιστο δυνατό τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στους αντίστοιχους τομείς και λαμβάνει υπόψη της τα αντίστοιχα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές που έχουν αναπτυχθεί ή προτείνονται ως βέλτιστα από την ΕΑΑΕΣ.
  3. Η Αρμόδια Αρχή συμμετέχει σε περιοδικές ανταλλαγές πληροφοριών και εμπειριών με άλλα κράτη μέλη, σε εργασίες, δράσεις και δραστηριότητες, καθώς και σε αναγκαίες επιτροπές, υποεπιτροπές και ομάδες εργασίας της ΕΑΑΕΣ σχετικά με τις αρμοδιότητές της και συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία της λειτουργίας των Ι.Ε.Σ.Π. σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
  4. Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό (ΕΕ) 1094/2010, και της παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, όπως προσδιορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος και από το άρθρο 35 του Κανονισμού 1094/2010.
  5. Η Αρμόδια Αρχή εξετάζει οποιαδήποτε σημαντική δυσκολία προκύψει από την εφαρμογή του παρόντος και ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΑΕΣ.
  6. Η Αρμόδια Αρχή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τα πρότυπα που εκδίδονται από την ΕΑΑΕΣ σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1094/2010, εκδίδει σχετικές αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αιτιολογεί στην ΕΑΑΕΣ μη συμμόρφωση.

 

Άρθρο 84

Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

(άρθρο 61 Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341)

Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των διατάξεων του παρόντος, τα T.E.A., οι εξωτερικοί πάροχοι και συνεργάτες τους καθώς και η Αρμόδια Αρχή εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (L119, Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).

 

Άρθρο 85

Αρμόδιες αρχές-Τροποποίηση περ. γ’ παρ. 1 και περ. γ’ παρ. 2 άρθρου 48 ν. 5042/2023

  1. Στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 5042/2023 (Α’ 88), περί ορισμού αρμόδιων αρχών, οι λέξεις «όπως ορίζεται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72)» διαγράφονται, η αναφορά στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης αντικαθίσταται από την αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:

«γ) Όταν πάροχος ΡΕΡΡ είναι Ίδρυμα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.), με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., αρμόδια αρχή για την επικοινωνία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ι.Ε.Σ.Π. και για την εκτέλεση σχετικών με αυτήν καθηκόντων, που προβλέπονται στον Κανονισμό, στους κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονισμούς και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών πράξεις, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.».

 

  1. Στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 48 του ν. 5042/2023, περί ορισμού αρμόδιων αρχών, οι λέξεις «όπως ορίζεται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4680/2020 (Α΄ 72)» διαγράφονται, η αναφορά στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης αντικαθίσταται από την αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται και η περ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:

«γ) όταν διανομέας ΡΕΡΡ είναι Ι.Ε.Σ.Π., με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε., αρμόδια αρχή για την επικοινωνία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του Ι.Ε.Σ.Π. και για την εκτέλεση των σχετικών με αυτήν καθηκόντων που προβλέπονται στον Κανονισμό, στους κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονισμούς και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών πράξεις, είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.».

 

Άρθρο 86

Αρμόδια αρχή παρακολούθησης συμμόρφωσης-Τροποποίηση άρθρου 99 ν. 4209/2013

Στο άρθρο 99 του ν. 4209/2013 (Α’253), περί αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2 προστίθεται η αναφορά στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης ώστε να εμπίπτουν πλέον στην αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος, β) η παρ. 3 καταργείται, γ) στην παρ. 4 διαγράφεται η αναφορά στο αρμόδιο Υπουργείο, δ) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 99

Αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012

  1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή, για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των Ανώνυμων Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΑΕΠΕΥ), των Ανώνυμων Εταιρειών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) και των Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Κινητών Αξιών (ΟΣΕΚΑ) με έδρα την Ελλάδα, καθώς και των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ) που τους διαχειρίζονται Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ) οι οποίοι έχουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή είναι εγγεγραμμένοι σύμφωνα με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ, προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (Ε.Ε. L 201).
  2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων με έδρα την Ελλάδα, των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα, των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα καθώς και των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012.
  3. Καταργείται.
  4. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012, των κατ΄ εξουσιοδότησή του εκδιδομένων κανονισμών και των εκτελεστικών κανονισμών για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Επιτρέπεται η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.».

 

Άρθρο 87

Κυρώσεις Τράπεζας της Ελλάδος-Τροποποίηση άρθρου 103 ν. 4209/2013

Στο άρθρο 103 του ν. 4209/2013 (Α’253), περί κυρώσεων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο οι λοιπές αρμόδιες αρχές αντικαθίστανται από την Τράπεζα της Ελλάδος, β) στην παρ. 1 μετά τη φράση «και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα» προστίθεται η φράση «και Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης», γ) οι παρ. 2 και 3 καταργούνται, δ) στην παρ. 4 η αναφορά στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διαγράφεται, ε) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 103 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 103

Κυρώσεις Τράπεζας της Ελλάδος

  1. Αν παραβιασθούν τα άρθρα 4, 5 και 7 έως 9 και 11 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012, συμπεριλαμβανομένων των οικείων κατ΄ εξουσιοδότησή του εκδοθέντων Κανονισμών και των εκτελεστικών Κανονισμών για τον καθορισμό τεχνικών προτύπων, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλει επί Πιστωτικών Ιδρυμάτων με έδρα την Ελλάδα, Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα, Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα την Ελλάδα και Ταμείων Επαγγελματικών Ασφάλισης, με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου του άρθρου 55Α του Καταστατικού της, χρηματικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ. Τα ποσά των ανωτέρω προστίμων αποτελούν δημόσιο έσοδο, εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α΄ 190) και αναπροσαρμόζονται με Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτή οργάνου του άρθρου 55Α του Καταστατικού της.

Πλημμελής συνεργασία, άρνηση χορήγησης ή πλημμελής παροχή στοιχείων στο πλαίσιο άσκησης των προβλεπόμενων από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ 648/2012 αρμοδιοτήτων, τιμωρείται κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 55Α και 55Γ του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά την επιμέτρηση των ως άνω κυρώσεων λαμβάνονται υπόψη τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 102.

  1. Καταργείται.
  2. Καταργείται.
  3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοινώνει δημόσια οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012, των κατ΄ εξουσιοδότησή του εκδοθέντων Κανονισμών και των εκτελεστικών Κανονισμών για τον καθορισμό τεχνικών προτύπων, εκτός αν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.».

 

Άρθρο 88

Αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402-Τροποποίηση περ. α’ και β’ παρ. 1 άρθρου 69 ν. 4706/2020

Στην παρ. 1 του άρθρου 69 του ν. 4706/2020 (Α’ 136), περί αρμόδιων αρχών για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α) οι λέξεις «στις παρ. 1 και 4 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στις παρ. 1, 3, 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016», οι λέξεις «στις παρ. 3 και 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στην περίπτωση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.)», και το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται, β) στην περ. β) οι λέξεις «καθώς και στις περιπτώσεις του άρθρου 7 του ν. 3029/2002» διαγράφονται και επέρχεται νομοτεχνική βελτίωση και οι περ. α) και β) διαμορφώνονται ως εξής:

«α) Η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες, τους αρχικούς δανειοδότες και τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ), όταν εμπίπτουν στις περ. 1, 16 και 22 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014, στις παρ. 1, 3, 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016, καθώς και στην περίπτωση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.).

β) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει τις μεταβιβάζουσες οντότητες, τους αρχικούς δανειοδότες και τις οντότητες ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση (ΟΕΣΤ) όταν εμπίπτουν στις περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 και στις περ. α΄, β΄, γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4099/2012. Επίσης εποπτεύει τις ανάδοχες οντότητες που είναι επιχειρήσεις επενδύσεων.».

 

Άρθρο 89

Ρυθμίσεις περιπτώσεων μεταφοράς σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής ασφάλισης-Τροποποίηση άρθρου 7 ν. 4575/2018

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 7 του ν. 4575/2018 (Α’ 192), περί μεταφοράς δικαιωμάτων σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, διαγράφεται η αναφορά στη «με αριθμ. Φ.Επαγγ.Ασφ./43/13.11.2003 (Β’ 1703) υπουργική απόφαση» και το άρθρο 7 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 7

Αν ο εργαζόμενος – ασφαλισμένος αλλάξει επαγγελματική δραστηριότητα και μεταφέρει τα δικαιώματά του σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, που λειτουργεί στο χώρο της νέας απασχόλησής του, εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει την επαγγελματική ασφάλιση και οι καταστατικές διατάξεις του κάθε Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης, όπως εκάστοτε ισχύουν. Αν ο ασφαλισμένος δεν ζητήσει τη μεταφορά των δικαιωμάτων του σε άλλο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 5.».

 

Άρθρο 90

Αρμόδιες αρχές και συνεργασία μεταξύ αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365-Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 100 ν. 4514/2018

Στο άρθρο 100 του ν. 4514/2018 (Α’ 14), περί αρμόδιων αρχών και συνεργασίας μεταξύ αυτών σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 οι λέξεις «των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) των άρθρων 7 και 8 του ν. 3029/2002, όπως ισχύουν,» διαγράφονται, β) στην παρ. 2, στο τέλος, προστίθεται η αναφορά στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:

«1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 (EE L 23.12.2015) των Α.Ε.Π.Ε.Υ., των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα επιχειρήσεων επενδύσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με έδρα στην Ελλάδα, των κεντρικών αποθετηρίων τίτλων με έδρα στην Ελλάδα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, των ΑΕΔΑΚ και των ΟΣΕΚΑ με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ΑΕΔΑΚ και ΟΣΕΚΑ με έδρα σε τρίτη χώρα, καθώς και των ΟΕΕ που τους διαχειρίζονται Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ), οι οποίοι έχουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα ή είναι εγγεγραμμένοι, σύμφωνα με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ.

  1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζεται ως αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα, των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και των Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα, των υποκαταστημάτων Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα καθώς και των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.).».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 91

Εξουσιοδοτικές διατάξεις

 

  1. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, προβλέπει το ειδικότερο περιεχόμενο του μητρώου της παρ. 7 του άρθρου 6 που αναρτάται στην ιστοσελίδα της και ρυθμίζει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ως προς τη λειτουργία αυτού.
  2. Η Αρμόδια Αρχή δύναται, με απόφασή της, να καθορίζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαιτούνται για τον έλεγχο της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 7, προσδιορίζοντας ειδικότερα τη διαδικασία και τον χρόνο υποβολής αυτών. Με όμοια απόφαση, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να καθορίζει τις περιπτώσεις και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η προσχώρηση χρηματοδοτούσας επιχείρησης σε Τ.Ε.Α. διενεργείται, χωρίς έγκριση της Αρμόδιας Αρχής, κατά παρέκκλιση της παρ. 1 του άρθρου 7.
  3. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, μπορεί να προσδιορίζει ειδικότερα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τις πληροφορίες του άρθρου 8, παρέχοντας σχετικά πρότυπα στο πλαίσιο αξιολόγησης της αίτησης κατά τις παρ. 2 και 6 του άρθρου 8.
  4. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, μπορεί να μεταβάλλει το ελάχιστο περιεχόμενο του καταστατικού της παρ. 2 του άρθρου 9 ως προς τις υποπερ. ηα’ έως ηθ’ της περ. (η) και να προβλέπει την τήρηση από τα Τ.Ε.Α. εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας, να καθορίζει το περιεχόμενό του και τον τρόπο και τη συχνότητα επικαιροποίησής του.
  5. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορούν να καθορίζονται πρόσθετα και ειδικότερα στοιχεία που μπορούν να αποτελούν περιεχόμενο του υποβλητέου προγράμματος δραστηριότητας του άρθρου 10, όπως αποτελέσματα χρήσης, πρόβλεψη ταμειακών ροών και αναλυτική τεκμηρίωση παραδοχών προς τον σκοπό της πληρέστερης αποτύπωσης της βιωσιμότητας του Τ.Ε.Α..
  6. 6. Η Αρμόδια Αρχή δύναται, με απόφασή της, να προβλέπει το ειδικότερο περιεχόμενο του Μητρώου της παρ. 8 του άρθρου 11 και να ρυθμίζει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια περί της λειτουργίας αυτού.
  7. 7. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται προς αυτή από το ενδιαφερόμενο Τ.Ε.Α. κατά την υποβολή της αίτησης της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 11 για τη διασυνοριακή δραστηριότητα, και την εφαρμογή από αυτήν των κριτηρίων αξιολόγησης της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 11, προσδιορίζονται ειδικότερα η σχετική διαδικασία και, όπου χρειάζεται, ο χρόνος υποβολής αυτών, το περιεχόμενο και ο τύπος των συνυποβαλλόμενων στοιχείων και συνοδευτικών εγγράφων, ο καθορισμός της γλώσσας αυτών στο πλαίσιο άσκησης προληπτικής εποπτείας κατά τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
  8. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται από τα ενδιαφερόμενα Τ.Ε.Α., προς αυτήν, κατά την υποβολή της σχετικής αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 12 για τη μεταβίβαση, συμπεριλαμβανομένης και της διασυνοριακής μεταβίβασης, προσδιορίζοντας τις πληροφορίες που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις προληπτικής αξιολόγησης της περ. ε’ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, καθώς και τη σχετική διαδικασία και, όπου χρειάζεται, τον χρόνο υποβολής αυτών, το περιεχόμενο και τύπο των εν λόγω υποβαλλόμενων στοιχείων και συνοδευτικών εγγράφων καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 12.
  9. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορούν να καθορίζονται με ειδικότερο τρόπο οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος διαγραφής, για τον συνυπολογισμό του χρόνου επαγγελματικής ασφάλισης, τη μεταφορά δικαιωμάτων και το αρμόδιο για τη χορήγηση της παροχής Τ.Ε.Α., σε περίπτωση χρονικά διαδοχικής επαγγελματικής ασφάλισης σε περισσότερα Τ.Ε.Α., όπως και κάθε άλλο σχετικό αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του άρθρου 15.
  10. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να καθορίζεται ενιαίος μορφότυπος για την παροχή από Τ.Ε.Α. και τα Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους των πληροφοριών του άρθρου 16.
  11. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να ορίζεται η υποχρέωση σύστασης μίας ή περισσότερων επιτροπών στα Τ.Ε.Α. και να προβλέπονται οι σχετικές αρμοδιότητές τους.
  12. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται λεπτομέρειες για τον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο τηρούνται διαθέσιμα για την κάλυψη τρεχόντων λειτουργικών εξόδων των Τ.Ε.Α., ο οποίος δεν φυλάσσεται από τον θεματοφύλακα σύμφωνα με το άρθρο 30, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του ίδιου άρθρου.
  13. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δύνανται να ορίζονται και άλλα καθήκοντα του θεματοφύλακα, πλέον αυτών που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 31.
  14. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, για την εφαρμογή αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 32, τίθενται κριτήρια ανεξαρτησίας και αποδεκτών σωρεύσεων αρμοδιοτήτων ή εργασιών σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες, εξειδικεύονται οι απαιτήσεις διακυβέρνησης, καθορίζεται το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων από τα Τ.Ε.Α. προς αυτήν πληροφοριών για την αξιολόγηση των απαιτήσεων καταλληλότητας και αξιοπιστίας, επιβάλλεται η εφαρμογή πρόσθετων πολιτικών, επιβάλλεται ο ορισμός και καθορίζονται οι αρμοδιότητες και τα κριτήρια καταλληλότητας και αξιοπιστίας ενός ή περισσότερων εσωτερικών υπευθύνων προσώπων για την αξιολόγηση των εργασιών βασικών λειτουργιών που έχουν ανατεθεί εξωτερικά, καθορίζονται πρόσθετα κριτήρια και απαιτήσεις σε περιπτώσεις εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, καθώς και σε παρόχους υπηρεσιών, οι οποίοι δεν παρέχουν μεν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους αλλά εξαρτώνται σημαντικά από υποδομές υπολογιστικού νέφους για την παροχή των υπηρεσιών τους, εξειδικεύεται το περιεχόμενο των εφαρμοζόμενων από τα Τ.Ε.Α. πολιτικών, όπως ενδεικτικά η πολιτική διαχείρισης κινδύνων, η πολιτική αξιολόγησης καταλληλότητας και αξιοπιστίας, η πολιτική διαχείρισης ασφαλιστικών κινδύνων και σχηματισμού τεχνικών προβλέψεων, η πολιτική διαχείρισης λειτουργικού κινδύνου, η πολιτική αντασφάλισης και άλλων τεχνικών περιορισμού του κινδύνου, η πολιτική διαχείρισης συντονισμού περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, η πολιτική διαχείρισης επενδυτικού κινδύνου, η πολιτική διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας, η πολιτική εξωτερικής ανάθεσης, καθώς και το περιεχόμενο της διαχείρισης κινδύνων τεχνολογίας πληροφοριών/επικοινωνιών και ασφάλειας.
  15. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να εξειδικεύονται τα προσόντα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και του Εποπτικού Συμβουλίου και να εξειδικεύονται οι πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση ή εξακρίβωση της καταλληλότητας και αξιοπιστίας των μελών διοίκησης του Τ.Ε.Α., να καθορίζονται τα έγγραφα και πιστοποιητικά που λαμβάνονται υπόψη, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία υποβολής τους, το περιεχόμενο αυτών, τον τρόπο και χρόνο υποβολής, και κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή του άρθρου 33.
  16. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται οι λεπτομέρειες σχετικά με τους εξεταζόμενους κινδύνους του άρθρου 38 και ιδίως αυτούς που αφορούν στον συγχρονισμό περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και στο περιεχόμενο της αντίστοιχης έκθεσης, στο ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας, καθώς και σε κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του ίδιου άρθρου.
  17. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να εξειδικεύονται οι εργασίες της λειτουργίας εσωτερικού ελέγχου του άρθρου 39 και να καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
  18. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, μπορεί να καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της αναλογιστικής έκθεσης, οι απαιτήσεις για την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων και δεδομένων, οι απαιτήσεις για την αξιολόγηση αναλογιστικών μεθόδων και παραδοχών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 40.
  19. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να καθορίζεται περαιτέρω το περιεχόμενο της πολιτικής και της έκθεσης ίδιας αξιολόγησης κινδύνου, τα ειδικότερα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη, ο χρονικός ορίζοντας της αξιολόγησης, οι έκτακτες συνθήκες που επιβάλλουν την επικαιροποίηση, οι απαιτήσεις τεκμηρίωσης και η διαδικασία υποβολής αυτής στην Αρμόδια Αρχή και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 41.
  20. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής, καθορίζονται τα εφαρμοζόμενα λογιστικά ή και εποπτικά πρότυπα, το περιεχόμενο και οι μέθοδοι αναφοράς των λογαριασμών και εκθέσεων, οι μέθοδοι αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το περιεχόμενο και ο τύπος των ετήσιων λογαριασμών και το ελάχιστο περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών και των Τ.Ε.Α., καθώς και το πεδίο και η συχνότητα του εξωτερικού ελέγχου της παρ. 1 του άρθρου 42 και ορίζονται τα μέσα και οι τρόποι δημοσιοποίησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του ίδιου άρθρου.
  21. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορούν να τίθενται πρόσθετες και λεπτομερέστερες απαιτήσεις σχετικά με τον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων του άρθρου 45, προκειμένου να εξασφαλισθούν αρκούντως τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων και να καθορίζονται λεπτομέρειες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις και ιδίως τις αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης, τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια και τις λοιπές παραδοχές.
  22. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να καθορίζεται η ταξινόμηση των εργασιών των Τ.Ε.Α. σε κλάδους, να επιβάλλεται η τήρηση ξεχωριστών περιουσιακών στοιχείων ανά κλάδο, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 46.
  23. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να τίθενται πρόσθετες απαιτήσεις για τα ίδια κεφάλαια για εποπτικούς σκοπούς πλέον αυτών που καθορίζονται στα άρθρα 49 και 50, να συνδέεται το απαιτούμενο ύψος τους με τους κινδύνους του Τ.Ε.Α., να καθορίζονται μέθοδοι ποσοτικοποίησης των κεφαλαίων και των κινδύνων και να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για το ύψος και την κάλυψη των απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τεχνικά ζητήματα των άρθρων 47 έως 50. Περαιτέρω, με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορεί να καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας ανά κατηγορία δραστηριοτήτων ή κλάδων.
  24. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής μπορούν να τίθενται πρόσθετες και λεπτομερέστερες προϋποθέσεις ως προς το περιεχόμενο της αίτησης της παρ. 5 του άρθρου 48, τα συνυποβαλλόμενα στοιχεία, τη σχετική διαδικασία και τα εφαρμοζόμενα από την Αρμόδια Αρχή κριτήρια αξιολόγησης της αίτησης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 48.
  25. Με απόφασή της η Αρμόδια Αρχή καθορίζει τις μεθόδους αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, το περιεχόμενο και το χρονικό διάστημα υποβολής από τα Τ.Ε.Α., θέτει επιμέρους όρια ή και περιορισμούς σε μία ή περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 51.
  26. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται τα δεδομένα με τα οποία διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 54.
  27. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζονται η φύση, η έκταση και η μορφή των πληροφοριών του άρθρου 59, ο χρόνος υποβολής τους, είτε σε προκαθορισμένες περιόδους, είτε κατά τον χρόνο προκαθορισμένων γεγονότων, είτε κατά τη διάρκεια ερευνών σχετικά με την κατάσταση ενός Τ.Ε.Α..
  28. Η Αρμόδια Αρχή, με απόφασή της, καταρτίζει «Κανονισμό Εκκαθαρίσεων Τ.Ε.Α.» προβλέποντας ειδικές ρυθμίσεις για τα ακόλουθα: α) το περιεχόμενο και τη συχνότητα υποβολής από τον ή τους εκκαθαριστές αναφορών και εν γένει πληροφοριών για την πορεία της εκκαθάρισης, β) ειδικότερα ζητήματα για τη διενέργεια της εκκαθάρισης βάσει χρονοδιαγράμματος καθορίζοντας τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αξιολόγηση του έργου του ή των εκκαθαριστών, γ) τους όρους και τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται από τα όργανα εκκαθάρισης για την περίπτωση εξωτερικής ανάθεσης της εκκαθάρισης και εκποίησης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της εκκαθάρισης με φυσικά ή ηλεκτρονικά μέσα, δ) τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη μεταβίβαση προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, ε) τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ικανοποίηση των δικαιούχων και μελών του Τ.Ε.Α, ορίζοντας για όσες περιπτώσεις απαιτείται τα αναγκαία κάθε φορά προσκομιζόμενα στοιχεία και πληροφορίες, παρέχοντας σχετικά πρότυπα και ρυθμίζοντας κάθε απαραίτητη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 75.
  29. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής δύνανται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες και ειδικότερες διαδικασίες σε σχέση με την περάτωση και κήρυξη της λήξης της εκκαθάρισης του Τ.Ε.Α., ιδίως αναφορικά με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της βεβαίωσης που προσκομίζεται από τον ή τους εκκαθαριστές σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 78, καθώς και τα υποβαλλόμενα σχετικά στοιχεία και πληροφορίες από μέρους τους, παρέχοντας σχετικά πρότυπα και πίνακες. Στην ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται περαιτέρω υποχρεώσεις του ή των εκκαθαριστών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν στην εφαρμογή της περίπτωσης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 78, καθώς και κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο να ρυθμιστεί αναφορικά με την εκκαθάριση των Τ.Ε.Α..
  30. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζεται μηχανισμός για τη διευκόλυνση και ενθάρρυνση της υποβολής αναφορών από πρόσωπα που εμπλέκονται στη λειτουργία των Τ.Ε.Α., όπως μέλη οργάνων, προσωπικό, πάροχοι υπηρεσιών στους οποίους έχουν ανατεθεί εξωτερικά λειτουργίες του Τ.Ε.Α., σχετικά με επαπειλούμενες ή συντελεσμένες παραβάσεις των Τ.Ε.Α. που εντοπίζουν. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και τη διαχείριση αναφορών με αντικείμενο τις εν λόγω παραβάσεις.
  31. Με απόφαση της Αρμόδιας Αρχής καθορίζεται η εισφορά των εποπτευομένων Τ.Ε.Α., για την εξασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού της, σε ποσοστό μέχρι ενάμιση τοις χιλίοις (1,5‰) επί των ακαθάριστων ετήσιων εισφορών εκάστου Τ.Ε.Α..

 

ΜΕΡΟΣ Β’

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΚ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡ. 20 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ Ν. 3029/2002

 

Άρθρο 92

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η προστασία των ασφαλισμένων και δικαιούχων παροχών και η διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των Ταμείων υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης που έχουν ιδρυθεί και υπαχθεί στις διατάξεις περί επαγγελματικής ασφάλισης σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (A’ 41) (εφεξής Ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης), καθώς και των Ταμείων με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που προέκυψαν εκ μετατροπής από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σύμφωνα με την παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (A’ 160) (εφεξής αλληλοβοηθητικά ταμεία).

 

Άρθρο 93

Αντικείμενο

Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει την οργάνωση, λειτουργία και εποπτεία των δραστηριοτήτων των ταμείων υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης και των αλληλοβοηθητικών ταμείων μέσω της επιβολής αυξημένων απαιτήσεων διακυβέρνησης και εποπτείας, καθώς και της μετατροπής των αλληλοβοηθητικών ταμείων σε προαιρετικής ασφάλισης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΤΑΜΕΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

 

Άρθρο 94

Λειτουργία ταμείων υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης

Η λειτουργία των ταμείων υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης που έχουν ιδρυθεί και υπαχθεί ρητώς στις διατάξεις περί επαγγελματικής ασφάλισης δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 36 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41), διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου.

 

Άρθρο 95

Εφαρμοστέες διατάξεις για τα ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης

  1. Στα ΤΕΑ υποχρεωτικής ασφάλισης εφαρμόζονται: οι παρ. 1 έως 8 του άρθρου 45 και οι παρ. 1, 2 α) και 2 β) του άρθρου 46 περί ποσοτικών απαιτήσεων, το άρθρο 51 περί επενδυτικών κανόνων, τα άρθρα 25 και 32 έως 44 περί συστήματος διακυβέρνησης, τα άρθρα 27 και 28 περί εξωτερικών αναθέσεων και διαχείρισης επενδύσεων, τα άρθρα 29, 30 και οι παρ. 1 έως 2 του άρθρου 31 περί Θεματοφύλακα και τα άρθρα 79 έως 81 καθώς και το άρθρο 84 περί επαγγελματικού απορρήτου και ανταλλαγής πληροφοριών.
  2. Στην περίπτωση κατά την οποία ΤΕΑ υποχρεωτικής ασφάλισης κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν διαθέτει επαρκή περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων, το υποβαλλόμενο σχέδιο ανάκαμψης της παρ. 2 του άρθρου 46 δεν μπορεί να υπερβαίνει τα έξι (6) έτη.

 

Άρθρο 96

Πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε μέλη και δικαιούχους

  1. Τα Ταμεία υποχρεωτικής επαγγελματικής ασφάλισης διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχουν στα μέλη και στους δικαιούχους τους για το πρόγραμμα συνταξιοδοτικών παροχών στο οποίο έχουν υπαχθεί, είναι επαρκείς. Για τον σκοπό αυτό:

α) επικαιροποιούνται τακτικά,

β) συντάσσονται με σαφήνεια, σε κατανοητή γλώσσα, χωρίς τη χρήση εξειδικευμένης ορολογίας και τεχνικών όρων,

γ) δεν είναι παραπλανητικές,

δ) παρουσιάζονται κατά τρόπο ευανάγνωστο,

ε) διατίθενται στα μέλη και τους δικαιούχους δωρεάν με ηλεκτρονικά μέσα, σε σταθερό μέσο ή σε ιστότοπο ή εγγράφως.

  1. Τα ΤΕΑ υποχρεωτικής ασφάλισης έχουν υποχρέωση να χορηγούν ετησίως τουλάχιστον δωρεάν, βεβαίωση στους ασφαλισμένους για τις καταβληθείσες εισφορές και τα δικαιώματά τους για παροχές.

 

Άρθρο 97

Διαδικασία τροποποίησης καταστατικού

Το καταστατικό των ΤΕΑ υποχρεωτικής ασφάλισης τροποποιείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και εγκριτική απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τα θέματα αρμοδιότητάς τους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΛΛΗΛΟΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ

Άρθρο 98

Λειτουργία αλληλοβοηθητικών Ταμείων

  1. Από 1η.1.2025 η υπαγωγή στην ασφάλιση των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων είναι προαιρετική.
  2. Τα ταμεία της παρ. 1 υποβάλουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μέχρι την 31η.12.2024 σχέδιο τροποποιημένου καταστατικού και αναλογιστική έκθεση.
  3. Τα Ταμεία της παρ. 1 μετά από απόφαση των διοικητικών τους οργάνων υποβάλλουν στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, πρόταση επιλογής είτε του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είτε του διανεμητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC).
  4. Το καταστατικό των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων τροποποιείται με έκδοση εγκριτικής απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
  5. Τα Ταμεία της παρ. 1 υποβάλλουν υποχρεωτικά μέχρι το τέλους του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή αναλογιστικές εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις για τον έλεγχο της βιωσιμότητάς τους.
  6. Για τις ποσοτικές απαιτήσεις εφαρμόζονται το άρθρο 28 περί διαχείρισης επενδύσεων, οι παρ. 1 έως 8 του άρθρου 45 περί τεχνικών προβλέψεων, οι παρ. 1, 2 α) και 2 β) του άρθρου 46 περί κάλυψης τεχνικών προβλέψεων και το άρθρο 51 περί επενδυτικών κανόνων του παρόντος εφόσον επιλέξουν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

 

Άρθρο 99

Διακυβέρνηση και όροι λειτουργίας

  1. Όργανο Διοίκησης των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων είναι το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο φέρει την τελική ευθύνη για τη λειτουργία του Ταμείου και την τήρηση της κείμενης νομοθεσίας. Το Διοικητικό Συμβούλιο προβαίνει σε όλες τις ενέργειες και λαμβάνει όλα τα μέτρα για τη διασφάλιση των συμφερόντων των μελών και δικαιούχων παροχών.
  2. Τα Αλληλοβοηθητικά Ταμεία μπορούν να προβλέπουν επιπρόσθετα εξειδικευμένα εποπτικά ή διαχειριστικά όργανα με αρμοδιότητες που καθορίζονται στο καταστατικό τους.
  3. H ανάθεση οποιασδήποτε αρμοδιότητας του Διοικητικού Συμβουλίου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εντός ή εκτός του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου, δεν απαλλάσσει το Διοικητικό Συμβούλιο από την ευθύνη που προβλέπεται στην παρ. 1.
  4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου και κάθε τρίτο πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθεί από αυτό αρμοδιότητές του έχουν υποχρέωση πίστης απέναντι στο Ταμείο.
  5. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Αλληλοβοηθητικού Ταμείου δεν επιτρέπεται να είναι μέλη Διοικητικού Συμβουλίου σε εταιρείες, μετοχές ή μερίδια των οποίων κατέχει το Αλληλοβοηθητικό Ταμείο, εφόσον η συμμετοχή του στις εταιρείες αυτές υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου τους.
  6. Στα Ταμεία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία το άρθρο 27 περί εξωτερικής ανάθεσης, το άρθρο 29 περί ορισμού θεματοφύλακα, το άρθρο 30 περί φύλαξης στοιχείων ενεργητικού και ευθύνης θεματοφύλακα, το άρθρο 32 περί γενικών απαιτήσεων διακυβέρνησης, το άρθρο 33 περί απαιτήσεων καταλληλότητας και αξιοπιστίας, το άρθρο 34 περί πολιτικής αποδοχών, το άρθρο 35 περί διαχείρισης καταγγελιών, το άρθρο 36 περί σύγκρουσης συμφερόντων και πολιτικής σύγκρουσης συμφερόντων, το άρθρο 42 περί ετήσιων λογαριασμών και ετήσιων εκθέσεων, το άρθρο 43 περί υποχρεώσεων των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων και των προσώπων που είναι επιφορτισμένοι με τον νόμιμο έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, καθώς και περί καθηκόντων ελεγκτών και το άρθρο 44 περί δήλωσης των αρχών επενδυτικής πολιτικής.

 

Άρθρο 100

Δυνατότητα λειτουργίας των Ταμείων ως Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης

  1. Τα Ταμεία δύνανται να υποβάλλουν αίτημα στην Αρμόδια Αρχή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 4 για τη λειτουργία τους ως Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 4.
  2. Σε περίπτωση χορήγησης άδειας λειτουργίας από την Αρμόδια Αρχή, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των Ταμείων περιέρχεται, χωρίς την καταβολή φόρων, τελών και δικαιωμάτων υπέρ του Δημοσίου, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλου προσώπου στα νεοϊδρυθέντα Τ.Ε.Α. τα οποία θεωρούνται καθολικοί διάδοχοι και υπεισέρχονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών. Εκκρεμείς δίκες με διάδικο τα Ταμεία συνεχίζονται στο όνομα των Τ.Ε.Α. χωρίς διακοπή.
  3. Στα Τ.Ε.Α. της παρ. 1 μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και δικαιούχων και ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε στο Ταμείο, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που αναγνωρίσθηκε και εξαγοράσθηκε ή συνεχίζεται η εξαγορά του. Ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του νέου φορέα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΕΠΟΠΤΕΙΑ

 

Άρθρο 101

Εποπτεία

  1. Όπου στις διατάξεις του Μέρους Α’ του παρόντος αναφέρεται ως Αρμόδια Αρχή η Τράπεζα της Ελλάδος, για την εποπτεία των ΤΕΑ υποχρεωτικής ασφάλισης του Κεφαλαίου Α και των Αλληλοβοηθητικών Ταμείων του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β’, νοούνται το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για ζητήματα τήρησης του νόμου και προστασίας των συμφερόντων των ασφαλισμένων, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή για τη βιωσιμότητα και φερεγγυότητά τους και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τα θέματα που αφορούν τις επενδύσεις.
  2. Οι εποπτικές αρχές της παρ. 1 εφαρμόζουν αναλογικά το άρθρο 52 περί κύριου σκοπού εποπτείας, το άρθρο 53 αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής της εποπτείας, το άρθρο 54 περί γενικών αρχών εποπτείας, τις παρ. 1 έως 10 του άρθρου 55 περί εξουσιών παρέμβασης και καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, το άρθρο 58 αναφορικά με τη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης, το άρθρο 59 σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στην αρμόδια αρχή, καθώς και τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 60 αναφορικά με τη διαφάνεια και λογοδοσία.
  3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, επιβάλει αναλογικά τις κυρώσεις που προβλέπονται στις παρ. 1, 2, 3 και 5 του άρθρου 94 του ν. 4099/2012 (Α’ 250), όπως ισχύει για παραβάσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας.
  4. Οι εποπτικές αρχές δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός εάν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο.
  5. Οι εποπτικές αρχές δύνανται να ζητούν οποτεδήποτε από τα Ταμεία να προσκομίζουν οποιαδήποτε έγγραφα, στοιχεία, πληροφορίες, που κρίνουν αναγκαία, προκειμένου να ασκήσουν αποτελεσματικά τις εποπτικές τους αρμοδιότητες.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 102

Εξουσιοδοτικές διατάξεις

  1. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται θέματα που αφορούν στην αξιολόγηση και εξακρίβωση της καταλληλότητας και αξιοπιστίας των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 33 στα ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β, τα έγγραφα και πιστοποιητικά που λαμβάνονται υπόψη, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με τη διαδικασία υποβολής τους, το περιεχόμενο αυτών, τον τρόπο και χρόνο υποβολής και κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των άρθρων 25 και 32 έως 44 για τα ταμεία του κεφαλαίου Α του μέρους Β, καθώς και για την κατ’ αναλογία εφαρμογή των άρθρων 32 έως 36 και 43 έως 44 για τα ταμεία του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β.
  2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζεται το ύψος των χρηματικών διαθεσίμων που προορίζονται για την κάλυψη τρεχόντων λειτουργικών εξόδων των ταμείων των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β και δεν φυλάσσονται από τον θεματοφύλακα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 30.
  3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδας, δύνανται να ορίζονται και άλλα καθήκοντα του θεματοφύλακα, πλέον αυτών που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 31.
  4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται οι λεπτομέρειες σχετικά με τους εξεταζόμενος κινδύνους και ιδίως αυτούς που αφορούν τον συγχρονισμό περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων και το περιεχόμενο της αντίστοιχης έκθεσης, το ελάχιστο περιεχόμενο των σχεδίων ρευστότητας, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του άρθρου 38 από τα ταμεία του Κεφαλαίου Α του Μέρους Β.
  5. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζονται το ειδικότερο περιεχόμενο της αναλογιστικής έκθεσης, οι απαιτήσεις για την αξιολόγηση της ποιότητας των στοιχείων και δεδομένων, οι απαιτήσεις για την αξιολόγηση αναλογιστικών μεθόδων και παραδοχών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 40 στα ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β.
  6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται τα εφαρμοζόμενα λογιστικά ή και εποπτικά πρότυπα, το περιεχόμενο και οι μέθοδοι αναφοράς των λογαριασμών και εκθέσεων, οι μέθοδοι αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, το περιεχόμενο και ο τύπος των ετήσιων λογαριασμών και το ελάχιστο περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων των προγραμμάτων συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 42 στα ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β.
  7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής καθορίζονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και κάθε άλλο ζήτημα σχετικά με τον υπολογισμό και την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων για την εφαρμογή των άρθρων 45 και 46 στα ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β, εφόσον τα τελευταία ακολουθούν το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, προκειμένου να εξασφαλισθούν αρκούντως τα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων και καθορίζονται λεπτομέρειες σχετικά με τις τεχνικές προβλέψεις και ιδίως τις αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης, τα μέγιστα χρησιμοποιούμενα επιτόκια και τις λοιπές παραδοχές, καθώς και την κάλυψη των τεχνικών προβλέψεων με περιουσιακά στοιχεία.
  8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται οι μέθοδοι αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, το περιεχόμενο και το χρονικό διάστημα υποβολής από τα ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β, τίθενται επιμέρους όρια ή και περιορισμοί σε μία ή περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου 51. Με όμοια απόφαση, καθορίζονται οι συγκεκριμένοι επενδυτικοί κανόνες και τίθενται επιμέρους όρια ή περιορισμοί σε μία ή περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων για Ταμεία του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β που ακολουθούν σύστημα νόητης κεφαλαιοποίησης (NDC).
  9. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται θέματα ενημέρωσης του άρθρου 96 περί πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στα μέλη και τους δικαιούχους των Ταμείων του Κεφαλαίου Α του Μέρους Β.
  10. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται θέματα που εμπίπτουν στις επιμέρους εποπτικές αρμοδιότητες τους, ως εποπτικές αρχές επί των ταμείων των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β σύμφωνα με το άρθρο 101.
  11. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τροποποιείται, συμπληρώνεται και κωδικοποιείται ο Κανονισμός Δεοντολογίας και Καλών Πρακτικών λειτουργίας των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.
  12. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να προβλέπεται η υποχρέωση σύστασης μίας ή περισσοτέρων επιτροπών για τη βελτίωση λειτουργίας των ταμείων των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β και να προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες των επιτροπών αυτών.13. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται οι κυρώσεις, τα μέτρα και η διαδικασία επιβολής αυτών από τις τρεις εποπτικές αρχές, καθώς και κάθε άλλο σχετικό τεχνικό ή λεπτομερειακό ζήτημα.
  13. Με αποφάσεις των παρ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 10, 11 και 13 δύνανται να ρυθμίζονται τα σχετικά ζητήματα για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης της παρ. 1 β) του άρθρου 4, μέχρι τις 31.12.2024.
  14. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να παρέχονται από τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης της παρ. 1 β) του άρθρου 4, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, κατά την υποβολή της αίτησης για άσκηση διασυνοριακής δραστηριότητας και διασυνοριακής μεταφοράς, ο τρόπος εποπτείας των Ι.Ε.Σ.Π. που ασκούν διασυνοριακή δραστηριότητα στην ημεδαπή, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 11 και 12 έως την 31η.12.2024.
  15. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για το ύψος και την κάλυψη των ιδίων κεφαλαίων για εποπτικούς σκοπούς, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με τεχνικά ζητήματα των άρθρων 47, 48 και 49 στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης της παρ. 1 β) του άρθρου 4, έως την 31η.12.2024.

 

ΜΕΡΟΣ Γ’

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΗΣ

Άρθρο 103

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι α) η ενίσχυση της προαιρετικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, β) ο εξορθολογισμός της φορολόγησης των προϊόντων συλλογικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και ειδικότερα των εισφορών και παροχών των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και των ασφαλίστρων και ασφαλισμάτων των ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων με κανόνες φορολογικής δικαιοσύνης, καθώς και γ) η άρση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκαλούνται από την ύπαρξη διακριτών φορολογικών ρυθμίσεων μεταξύ των ανωτέρω προϊόντων.

 

Άρθρο 104

Αντικείμενο

Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι α) η θέσπιση ανώτατου ορίου για τις εισφορές και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για συλλογικά συνταξιοδοτικά σχήματα προαιρετικής ασφάλισης, β) η απαλλαγή των εισφορών και των ασφαλίστρων από το εισόδημα των ασφαλισμένων μέχρι του ορίου αυτού και γ) ο καθορισμός των φορολογικών συντελεστών και της φορολογικής μεταχείρισης των παροχών Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και άλλων ταμείων προαιρετικής ασφάλισης και των ασφαλισμάτων των ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων.

Άρθρο 105

Ανώτατο ποσό εισφορών και ασφαλίστρων

  1. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν ο εργαζόμενος και ο εργοδότης υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης και των ταμείων του άρθρου 94 για τις συνταξιοδοτικές παροχές, καθώς και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ετησίως και σωρευτικά, είτε το είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθάριστου εισοδήματος του εργαζομένου από μισθωτή εργασία, είτε το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, όπως αναπροσαρμόζεται κάθε έτος σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή και διαμορφώνεται την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, με βάση το μικρότερο ποσό. Για τον υπολογισμό του ανώτατου ορίου του πρώτου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη ποσά, η καταβολή των οποίων επιβάλλεται με απόφαση της αρμόδιας αρχής, στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων, ή διατίθενται για την κάλυψη λειτουργικών δαπανών.
  2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται για εισφορές που καταβάλλονται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1ης.1.2024.

 

Άρθρο 106

Απαλλαγές εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 14 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος

  1. Στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί απαλλαγών εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. δ) προστίθεται η αναφορά σε εισφορές εργαζομένου υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης υποχρεωτικής ασφάλισης, β) οι περ. ε), ι) και ια) αντικαθίστανται, γ) στην περ. στ) διαγράφεται η αναφορά σε επαγγελματικά ταμεία που έχουν συσταθεί με νόμο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

 

«1. Από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται:

α) η αποζημίωση εξόδων διαμονής και σίτισης και η ημερήσια αποζημίωση που έχουν καταβληθεί από τον εργαζόμενο αποκλειστικά για σκοπούς της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη,

β) η αποζημίωση για έξοδα κίνησης που καταβάλλονται από τον εργοδότη για υπηρεσιακούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της αποζημίωσης για τη δαπάνη ηλεκτρικού ρεύματος για τη φόρτιση ατομικού ή εταιρικού οχήματος μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 γρ. CO2/ χλμ., εφόσον αφορούν έξοδα κίνησης που πραγματοποιήθηκαν από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά,

γ) το επίδομα αλλοδαπής που χορηγείται σε υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών δημόσιων πολιτικών υπηρεσιών,

δ) οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών εργαζομένου υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης υποχρεωτικής ασφάλισης,

ε) οι ασφαλιστικές εισφορές για συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλει ο εργαζόμενος περιλαμβανομένων των εισφορών εργοδότη και εργαζομένου υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης και υπέρ των ταμείων της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (Α’ 160), εφόσον οι εισφορές του εργαζομένου δεν υπερβαίνουν είτε το είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθάριστου εισοδήματος του εργαζομένου από μισθωτή εργασία, είτε το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή, όπως διαμορφώνεται την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους, όποιο είναι μικρότερο,

στ) η εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή από ταμεία πρόνοιας και ασφαλιστικούς οργανισμούς του Δημοσίου στους ασφαλισμένους και τα εξαρτώμενα μέλη του ασφαλισμένου,

ζ) η αξία των διατακτικών σίτισης αξίας έως έξι (6) ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα,

η) οι παροχές ασήμαντης αξίας μέχρι του ποσού των είκοσι επτά (27) ευρώ ετησίως,

ι) τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, εφόσον τα ασφάλιστρα του εργαζομένου δεν υπερβαίνουν είτε το είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθάριστου εισοδήματος του εργαζομένου από μισθωτή εργασία, είτε το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, όπως αναπροσαρμόζεται κάθε έτος σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή και διαμορφώνεται την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, με βάση μικρότερο ποσό,

ια) οι εισφορές που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο ή και τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή κάλυψη του εργαζομένου ή για την κάλυψη του κινδύνου ζωής ή ανικανότητάς του, καθώς και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή κάλυψη του υπαλληλικού του προσωπικού ή για την κάλυψη του κινδύνου ζωής ή ανικανότητάς του στο πλαίσιο ασφαλιστηρίου συμβολαίου, μέχρι του ποσού των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ ετησίως ανά εργαζόμενο.

ιβ) η αποζημίωση για αγορά μηνιαίων ή ετήσιων καρτών απεριορίστων διαδρομών μέσων μαζικής μεταφοράς,

ιγ) η αγοραία αξία της παραχώρησης ενός οχήματος μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 γρ. CO-,/χλμ. και με Λ.Τ.Π.Φ. έως σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ, προς έναν εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους, με το υπόλοιπο της αξίας να θεωρείται φορολογητέο εισόδημα με βάση την κλίμακα των περ. α` έως στ` της παρ. 2 του άρθρου 13,

ιδ) η παροχή σε είδος με τη μορφή μετοχών που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα ανεξαρτήτως, εάν συνεχίζει να ισχύει η εργασιακή σχέση, εφόσον ασκηθεί το δικαίωμα προαίρεσης και οι μετοχές που αποκτώνται, μεταβιβαστούν μετά από τη συμπλήρωση είκοσι τεσσάρων (24) ή τριάντα έξι (36) μηνών από την απόκτησή τους ανάλογα με την περίπτωση κατ` αντιστοιχία με το άρθρο 42Α,

ιε) η ελεγκτική αποζημίωση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 70 του ν. 4647/2019 (Α’ 204),

ιστ) το άνευ χρηματικού ανταλλάγματος κόστος φόρτισης επιβατικού αυτοκινήτου μηδενικών ή χαμηλών ρύπων έως 50 γρ. CO2/χλμ. στις εγκαταστάσεις του εργοδότη,

ιζ) η παροχή σε είδος με τη μορφή μετοχών που λαμβάνει ένας εργαζόμενος ή εταίρος ή μέτοχος από νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα στο πλαίσιο προγραμμάτων δωρεάν διάθεσης μετοχών στα οποία τίθεται ως προϋπόθεση η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ή η επέλευση συγκεκριμένου γεγονότος, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η διάθεση των μετοχών.

ιη) η αξία των διατακτικών εσωτερικού τουρισμού συνολικής αξίας έως τριακοσίων (300) ευρώ ετησίως για τα φορολογικά έτη 2020 και 2021.

ιθ) ανεξαρτήτως του φορέα που το χορηγεί, το εξωϊδρυματικό επίδομα και κάθε συναφές ποσό που καταβάλλεται σε ειδικές κατηγορίες ατόμων με αναπηρίες.».

  1. Η παρ. 1 ισχύει για εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η.1.2024.

 

Άρθρο 107

Φορολογική μεταχείριση παροχών ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης και Αλληλοβοηθητικών Ταμείων – Τροποποίηση άρθρου 15 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος

  1. Στο άρθρο 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’167), περί φορολογικού συντελεστή, η παρ. 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«4α. Tο ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων φορολογείται αυτοτελώς ως εξής:

(i) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε έως πέντε (5) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(ii) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε έξι (6) έως δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης, με συντελεστή επτάμιση τοις εκατό (7,5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(iii) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε δεκαέξι (16) έως είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης, με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(iv) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε είκοσι έξι (26) και περισσότερα έτη ασφάλισης, με συντελεστή δυόμιση τοις εκατό (2,5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν μετά τα πενήντα πέντε (55) έτη, οι συντελεστές της περ. i προσαυξάνονται κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε έτος που υπολείπεται των πέντε (5) ετών ασφάλισης.

Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που:

(i) πραγματοποιείται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας του, ή

(ii) γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζόμενου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζόμενου ή πτώχευσης του εργοδότη, ή

(iii) πραγματοποιείται λόγω συμμετοχής του εργαζόμενου σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.

4β. Οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης και τα ταμεία της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (Α’ 160) φορολογούνται αυτοτελώς ως εξής:

(i) Για παροχές που αντιστοιχούν σε έως πέντε (5) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(ii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε έξι (6) έως δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης, με συντελεστή επτάμιση τοις εκατό (7,5%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(iii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε δεκαέξι (16) έως είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης, με συντελεστή πέντε εκατό (5%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(iv) Για παροχές που αντιστοιχούν σε είκοσι έξι (26) και περισσότερα έτη ασφάλισης, με συντελεστή δυόμιση τοις εκατό (2,5%) εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης ρευστοποίησης του ατομικού του λογαριασμού. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης ή σε ταμείο της παρ. 20 του άρθρου 6 ν. 3029/2002 μετά τα πενήντα πέντε (55) έτη, οι συντελεστές της περ. i προσαυξάνονται κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε έτος που υπολείπεται των πέντε (5) ετών ασφάλισης.».

  1. Παροχές που καταβάλλονται σε ασφαλισμένους των ταμείων της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 φορολογούνται με τους συντελεστές της παρ. 4β του άρθρου 15 του ν. Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά το μέρος της παροχής που αντιστοιχεί στην αναλογία των ετών ασφάλισης που διανύθηκαν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος προς τα συνολικά έτη ασφάλισης στα ταμεία. Για τον υπολογισμό των παραπάνω φορολογικών συντελεστών λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί στο ταμείο.

 

Άρθρο 108

Παρακράτηση φόρου επί ασφαλίσματος στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων και επί συνταξιοδοτικής παροχής από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και Αλληλοβοηθητικά Ταμεία – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 62 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος

Στο τέλος της περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 62 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί πληρωμών υποκείμενων σε παρακράτηση, προστίθεται η αναφορά στις συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης ή τα ταμεία της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 και η περ. ε) διαμορφώνεται ως εξής:

«ε) το ασφάλισμα που καταβάλλεται εφάπαξ ή με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης παροχής στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, καθώς και οι συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης ή τα ταμεία της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (Α΄160)».

 

Άρθρο 109

Συντελεστές παρακράτησης φόρου επί ασφαλίσματος στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων και επί συνταξιοδοτικής παροχής από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης και Αλληλοβοηθητικά Ταμεία – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 64 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος

Η περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167), περί πληρωμών υποκείμενων σε παρακράτηση, αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) για το ασφάλισμα που καταβάλλεται στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων ως εξής:

(i) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε έως πέντε (5) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(ii) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε έξι (6) έως δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης, με συντελεστή επτάμιση τοις εκατό (7,5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(iii) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε δεκαέξι (16) έως είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης, με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

(iv) Για ασφάλισμα που αντιστοιχεί σε είκοσι έξι (26) και περισσότερα έτη ασφάλισης, με συντελεστή δυόμιση τοις εκατό (2,5%), εφόσον καταβάλλεται με τη μορφή περιοδικής παροχής και με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ.

Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν μετά τα πενήντα πέντε (55) έτη, οι συντελεστές της περ. i προσαυξάνονται κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε έτος που υπολείπεται των πέντε (5) ετών ασφάλισης.

Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που:

(i) πραγματοποιείται σε εργαζόμενο ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας του, ή

(ii) γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζόμενου, όπως σε περίπτωση απόλυσης του εργαζόμενου ή πτώχευσης του εργοδότη, ή

(iii) πραγματοποιείται λόγω συμμετοχής του εργαζόμενου σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου.

Για συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης και τα ταμεία της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 ως εξής:

(i) Για παροχές που αντιστοιχούν σε έως πέντε ( 5) έτη ασφάλισης, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(ii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε έξι (6) έως δεκαπέντε (15) έτη ασφάλισης, με συντελεστή επτάμιση τοις εκατό (7,5%) εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(iii) Για παροχές που αντιστοιχούν σε δεκαέξι (16) έως είκοσι πέντε (25) έτη ασφάλισης, με συντελεστή πέντε εκατό (5%) εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

(iv) Για παροχές που αντιστοιχούν σε είκοσι έξι (26) και περισσότερα έτη ασφάλισης, με συντελεστή δυόμιση τοις εκατό (2,5%), εφόσον καταβάλλονται περιοδικά και με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%), εφόσον καταβάλλονται εφάπαξ.

Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης ρευστοποίησης του ατομικού του λογαριασμού. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης ή σε ταμείο της παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 μετά τα πενήντα πέντε (55) έτη, οι συντελεστές της περ. i προσαυξάνονται κατά πέντε τοις εκατό (5%) για κάθε έτος που υπολείπεται των πέντε ετών ασφάλισης.».

 

ΜΕΡΟΣ Δ’

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 110

Μεταβατικές διατάξεις

  1. Κάθε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης που έχει λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας έως την έναρξη ισχύος του παρόντος θεωρείται αυτοδικαίως ότι έχει ιδρυθεί και κατέχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος.

Τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης του πρώτου εδαφίου υποχρεούνται μέχρι την 31η.12.2025 να προβούν σε όλες τις αναγκαίες προσαρμογές, περιλαμβανομένων των αναγκαίων τροποποιήσεων του καταστατικού τους, ώστε να συμμορφώνονται πλήρως προς τις απαιτήσεις λειτουργίας που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, δίχως να εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το άρθρο 13 για τα υφιστάμενα κατά τη δημοσίευσή του μέλη και δικαιούχους.

  1. Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Εθνική Αναλογιστική Αρχή παραδίδουν στην Αρμόδια Αρχή, το αργότερο μέχρι την 31η.12.2024, κάθε αρχείο και φάκελο, ηλεκτρονικό ή φυσικό, καθώς και αντίγραφο κάθε διοικητικής, εγκριτικής, απορριπτικής ή άλλης πράξης που σχετίζεται με τις οντότητες που περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους Α’, καθώς και το σχετικό μητρώο και συνεργάζονται με αυτήν για την ομαλή μεταβίβαση της εποπτικής αρμοδιότητας. Για κάθε παράδοση συντάσσεται Πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής με ελάχιστο περιεχόμενο το είδος των παραδιδόμενων αρχείων και το περιεχόμενο αυτών. Ελάχιστα παραδιδόμενα αρχεία είναι: α) οι επωνυμίες και τα στοιχεία νομιμοποίησης των οντοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους Α’, β) το αρχικό καταστατικό αυτών και κάθε επικαιροποίησή του και γ) τα υποβληθέντα από αυτές για εποπτικούς σκοπούς στοιχεία.
  2. Όπου στις διατάξεις του Μέρους Α’ αναφέρεται Αρμόδια Αρχή για την εποπτεία των ΤΕΑ της παρ. 1 β) του άρθρου 4, για το διάστημα από 01.01.2025 και εφεξής νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος και για το διάστημα μέχρι 31.12.2024 νοούνται α) το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για ζητήματα τήρησης του νόμου και προστασίας των συμφερόντων των ασφαλισμένων, β) η Εθνική Αναλογιστική Αρχή για τη βιωσιμότητα και φερεγγυότητά τους και γ) η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τα θέματα που αφορούν στις επενδύσεις τους.
  3. Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από μέλη της Κυβέρνησης, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με διατάξεις που καταργούνται με το παρόν ή σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί επαγγελματικής ασφάλισης που παρέχεται από τα Τ.Ε.Α., εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος ή της αμέσου εφαρμογής ενωσιακής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες αποφάσεις, που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος.

Οι περιεχόμενες σε αυτές αναφορές σε Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή Εθνική Αναλογιστική Αρχή, στο βαθμό που αφορούν στα Τ.Ε.Α. ή Ι.Ε.Σ.Π. άλλου κράτους μέλους, νοούνται ως αναφορές στην Αρμόδια Αρχή.

  1. Εκκρεμή αιτήματα των Ταμείων του Μέρους Α’ και του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους Β’ για τροποποίηση καταστατικών ή προς ίδρυση νέων Ταμείων εξετάζονται σύμφωνα με τη διαδικασία ίδρυσης και τροποποίησης που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους, εφόσον το περιεχόμενο των καταστατικών τους δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος.
  2. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 1 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ.51220/103597/15.12.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 6155) για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Α του Μέρους Β’ και για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β’.
  3. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ.51220/26375/07.05.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 2007) για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Α του Μέρους Β’ και για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β’.
  4. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 3 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ51010/οικ.1893/15/23.01.2015 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (Β’ 178), για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Α του Μέρους Β’. Για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β εφαρμόζονται τα άρθρα 1.1.β έως και 1.1.δ του Κεφαλαίου Δ της ως άνω υπουργικής απόφασης.
  5. Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων των παρ. 6 και 7 του άρθρου 102 εφαρμόζονται αναλογικά η υπό στοιχεία Φ.51220/51546/1432/15.01.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 227) και η υπό στοιχεία Φ.51220/55418/27.07.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 3728) για τα Ταμεία του Κεφαλαίου Α και του Κεφαλαίου Β του Μέρους Β’.
  6. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 13 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ51010/1821/16/16.02.2004 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β’ 370) περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων για τα Ταμεία των Κεφαλαίων Α και Β του Μέρους Β’, καθώς και για τα Ταμεία της παρ. 1 β) του άρθρου 4, μέχρι την 31η.12.2024. Διαδικασίες που είναι σε εξέλιξη κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω απόφασης συνεχίζουν.
  7. Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος ή της αμέσου εφαρμογής ενωσιακής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ για τα Τ.Ε.Α. της παρ. 1 β) του άρθρου 4 μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος.
  8. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 15 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ51220/76359/07.10.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 5063).
  9. Μέχρι της έκδοση της απόφασης της παρ. 16 του άρθρου 102 εφαρμόζεται η υπό στοιχεία Φ.51220/26386/07.05.2021 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (Β’ 2007) για τα Τ.Ε.Α. της παρ. 1 β) του άρθρου 4.
  10. Τα σωρευμένα ποσά κατ’ άτομο στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων μέχρι την έναρξη ισχύος της παρ. 1 του άρθρου 107 φορολογούνται σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς. Για τον υπολογισμό του φόρου που αντιστοιχεί στα ποσά που σωρεύονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί στο πλαίσιο ομαδικού συμβολαίου ή σε ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης.
  11. Τα σωρευμένα ποσά των ατομικών λογαριασμών των ασφαλισμένων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης μέχρι την έναρξη ισχύος της παρ. 1 του άρθρου 107 φορολογούνται σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς και καταβάλλονται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων, όπως ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για τον υπολογισμό του φόρου που αντιστοιχεί στα ποσά που σωρεύονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί σε ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης ή στο πλαίσιο ομαδικού ασφαλιστήριου συνταξιοδοτικού συμβολαίου.

 

Άρθρο 111

Καταργούμενες διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταργούνται:

α. η παρ. 20 του άρθρου 6 του ν. 3029/2002 (Α’160), περί της μετατροπής αυτοτελών κλάδων ή Τομέων Πρόνοιας που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα σε Ν.Π.Ι.Δ., εκτός από το έκτο έως το δέκατο εδάφιο, καθώς και τα άρθρα 7 και 8 του ιδίου νόμου περί Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης,

β. οι περ. Α, Β, Γ, Δ, Ε και ΣΤ καθώς και οι υποπερ. β) και γ) της περ. Ζ της παρ. 1 του άρθρου 180 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) περί των επενδύσεων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης,

γ. τα άρθρα 1 έως 60 του ν. 4680/2020 (Α’ 72), περί της ενσωμάτωσης στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2016 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (Ι.Ε.Σ.Π.).

 

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:23 | ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ
    Εκ μέρους της διοίκησης του ΤΑΥΦΕ, της νομικής υπηρεσίας, των εργαζομένων στο Ταμείο και των ασφαλισμένων μελών μας, καταθέτουμε στη διαβούλευση το κάτωθι γενικό κείμενο, όπως διαμορφώθηκε από τις συναντήσεις του Ταμείου με τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα των ασφαλισμένων, καθώς επίσης και κατά την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη ενημέρωσης μέσω του live streaming του Ταμείου, και παρακαλούμε να ληφθεί υπ’ όψιν, ώστε το Ταμείο μας να παραμείνει υποχρεωτικής ασφάλισης, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των 28.000 ενεργών μελών και τουλάχιστον 15.000 ανενεργών, καθώς επίσης και τη διαχρονική βιωσιμότητα του ΤΑΥΦΕ:
    Το νομοσχέδιο εξισώνει ένα σύγχρονο, υγιές, εύρωστο και αυτοδιοικούμενο και υπό στενή και συνεχή εποπτεία Ταμείο Εφάπαξ Παροχών υποχρεωτικής ασφάλισης με τα Ταμεία προαιρετικής Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τον οικονομικό στραγγαλισμό του και τη βέβαιη συρρίκνωση των εφάπαξ που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο φάρμακο, έως, τελικά, και την πλήρη κατάργησή του.
    Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η εφάπαξ παροχή της κοινωνικής υποχρεωτικής ασφάλισης εκφυλίζεται και εξισώνεται με τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ επιπλέον θα φορολογείται (και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο), σε αντίθεση με ό,τι θα συνεχίσει να ισχύει για τα εφάπαξ των δημόσιων Ταμείων (ΕΤΕΑΕΠ – e-ΕΦΚΑ).
    Επισημαίνουμε ότι ο νομοθέτης δεν εξηγεί πώς η κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης στο Ταμείο θα προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και δεν θα θίξει τα κεκτημένα τους. Επικαλούμενος ισχυρισμούς και νομικά επιχειρήματα, τα οποία δεν σχετίζονται με τη νομική φύση του ΤΑΥΦΕ, προβαίνει στην κατάργηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ασφάλισης, γεγονός, το οποίο θα αποφέρει εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
     Το ΤΑΥΦΕ δεν έχει, ούτε είχε ποτέ εργοδοτική εισφορά.
     Δεν έχει, ούτε είχε ποτέ κοινωνικό πόρο.
     Από 01/01/2014 δεν ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση, άρα το αναλογιστικό έλλειμα δεν συμπεριλαμβάνεται στο δημόσιο χρέος.
     Δεν έχει επιχορηγηθεί ποτέ από τον κρατικό προϋπολογισμό από συστάσεώς του το 1960.
     Είναι σωματειακής μορφής στη διαδικασία εκλογής των οργάνων του και μόνον.
     Ως προς τις εισφορές, υπόχρεος παρακράτησης και απόδοσης είναι ο εργοδότης, καθώς επίσης και για τις παροχές, αρμόδια για την επίλυση διαφορών είναι τα Διοικητικά δικαστήρια, όπως συμβαίνει στον Α’ Πυλώνα της υποχρεωτικής α-σφάλισης, κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ.

    Το ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ ιδρύθηκε εκ μετατροπής του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Φαρμα-κευτικών Εργασιών του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ, ως αλληλοβοηθητικό Ταμείο μετά από απόφαση του ΔΣ του φορέα (ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ). Σήμερα το ΤΑΥΦΕ έχει συσσωρευμένες δεδουλευμένες υποχρεώσεις οι οποίες είναι απαιτητές από τα 28.000 ενεργά μέλη του, καθώς και τα ανε-νεργά, και τις οποίες θα αναζητήσουν κατά το στάδιο της συνταξιοδότησης (όπως και στα Ταμεία εφάπαξ του e-ΕΦΚΑ).
    Σύμφωνα δε, με το άρθρο 12 του Καταστατικού του ΤΑΥΦΕ (ΚΥΑ, ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013) «Το εφάπαξ βοήθημα, καθώς και οι όροι χρηματοδότησης δύνανται να ανακαθορίζονται με απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης του νέου Ταμείου και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και εγκρίνεται με την ίδια απόφαση.», τεκμαίρεται ο δημόσιος χαρακτήρας του Ταμείου και η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης, αφού το Κράτος καθορίζει το εφάπαξ βοήθημα και τους όρους χρηματοδότησης, και όχι το Ταμείο μονομερώς, όπως θα συνέβαινε σε έναν σωματειακής μορφής φορέα.
    Με βάση τα ανωτέρω, αιτούμαστε τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης στο ΤΑΥΦΕ, προκειμένου να στηριχθεί η διαχρονική βιωσιμότητά του και οι ασφαλισμένοι να λάβουν την εφάπαξ παροχή που δικαιούνται, δεδομένου ότι το Ταμείο συνιστά φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης από τη σύστασή του το 1960 μέχρι σήμερα.
    Ειδικότερα, η νομική υπηρεσία του ΤΑΥΦΕ επεξεργάστηκε τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του Ταμείου, σύμφωνα με τα κατωτέρω και κατ’ άρθρο που αφορούν στο ΤΑΥΦΕ, παρατηρούνται τα εξής:

    Άρθρο 98
    Το ΤΑΥΦΕ ιδρύθηκε το 1960 ως ΝΠΔΔ υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (κλάδος εφάπαξ παροχών) και ασφαλίζει όλους τους μισθωτούς εργαζόμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας στον κλάδο του Φαρμάκου (φαρμακοβιομηχανίες, φαρμακευτικές εταιρείες, αντιπροσωπείες, φαρμακαποθήκες, φαρμακεία, καθώς και φαρμακευτικές υπηρεσίες του Κράτους).
    Στις 20/12/2013 μετετράπη σε ΝΠΙΔ (ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013) βάσει του άρθρου 6, παρ. 20 του Ν. 3029/2002 μετά από πρωτοβουλία και απόφαση του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ και από γνώμη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αποτελεί καθολικό διάδοχο του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ και υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.
    Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ), η κινητή και ακίνητη περιουσία του, οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ αυτού, μεταφέρθηκαν αυτοδικαίως και εκ του νόμου στο νέο Ταμείο από την έγκριση του καταστατικού του και την έναρξη λειτουργίας του.
    Από 01/01/2014 λειτουργεί ως Ταμείο εφάπαξ παροχών ΝΠΙΔ, υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης όπως τα Ταμεία εφάπαξ του δημοσίου συστήματος του ΕΤΕΑΕΠ του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή, όπως λειτουργούσε μέχρι 31/12/2013. Η μετατροπή του σε ΝΠΙΔ δεν άλλαξε την φύση και τη νομική του υπόσταση σχετικά με τις εισφορές και τις παροχές, ούτε τον κοινωνικοασφαλιστικό του χαρακτήρα. Παραμένει νομικό πρόσωπο υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι όλα τα ασφαλιστικά ταμεία του Δημοσίου, τα 4 Ταμεία υποχρεωτικής κοινωνικής επαγγελματικής ασφάλισης (τα οποία ιδρύθηκαν βάσει του Ν. 4052/2012 με ιδιωτική πρωτοβουλία), καθώς και ο ΕΔΟΕΑΠ (επικουρική σύνταξη και εφάπαξ).
    Ο τυπικός χαρακτηρισμός του ΤΑΥΦΕ ως Ταμείο Αλληλοβοήθειας ανεξάρτητα από το νομικό πλαίσιο που προέρχεται, δεν αλλάζει την υφή και την υπόσταση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο του Φαρμάκου από το 1960 μέχρι σήμερα ασφαλίζονται υποχρεωτικά για εφάπαξ παροχή, ακολουθώντας, πέραν των καταστατικών διατάξεων, και όλους τους ασφαλιστικούς νόμους της χώρας έως σήμερα.
    Η υποχρεωτική ασφάλιση στο Ταμείο από συστάσεώς του απέρρεε από κανόνες δημοσίου δικαίου. Ως βασική αρχή της κοινωνικής ασφάλισης η υποχρεωτικότητα υπηρετεί τους στόχους που προστατεύονται από το αρ.22 παρ.5 του Συντάγματος.
    Η επιλογή να μετατραπεί το Ταμείο σε ΝΠΙΔ με βάση το άρθρο 6 παρ. 20 Ν. 3029/2002 με κρατική πρωτοβουλία (πρόταση του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ) δεν μετέβαλλε τον δημόσιο χαρακτήρα του Ταμείου σε ό,τι αφορά τις εισφορές και τις παροχές. Βάσει πάγιας νομολογίας το ΤΑΥΦΕ συνιστά φορέα δημόσιας διοίκησης υπό λειτουργική έννοια, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων συνάγεται από τον τρόπο συστάσεώς του, από τον επιδιωκόμενο σκοπό του, από το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί, αλλά ιδίως από τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ασφάλισης.
    Ο νόμος μετέβαλε μόνον την άσκηση της Διοίκησης, δηλαδή, δόθηκε η διοίκηση στους ίδιους τους ασφαλισμένους με την μορφή κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ.
    Ό,τι ίσχυε μέχρι 20/12/2013 για το τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ), την υπαγωγή στην ασφάλιση, τις εισφορές και τις προϋποθέσεις έκδοσης εφάπαξ, ισχύει και µετά τις 20/12/2013. Το νέο ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ είναι καθολικός διάδοχος του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ) και υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (άρθρο 1, παρ. 6, εδ. β του Καταστατικού ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013).
    Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΤΑΥΦΕ στα 10 έτη λειτουργίας του έχει εκπονήσει 16 αναλογιστικές μελέτες δομικού χαρακτήρα, με δεδομένη την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης σε αυτό, με συνδυασμό εταιρικής διακυβέρνησης, οικονομικών δεδομένων και διαχειριστικών μεθόδων με στήριξη καθοριστικά της διαχρονικής βιωσιμότητάς του. Ήδη το αναλογιστικό έλλειμμα έχει μειωθεί περίπου κατά 100 εκατ. ευρώ. από την μετατροπή του από 01/01/2014, χωρίς καμία επιπλέον μείωση των παροχών του.
    Η κατάργηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται τη διατήρηση της βιωσιμότητας του Ταμείου, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς στην αιτιολογική έκθεση. Αντιθέτως, θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την υπόσταση του φορέα, την κοινωνική αλληλεγγύη, τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αλληλεγγύη των γενεών η οποία επιτυγχάνεται με την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης σε ένα Ταμείο που λειτουργεί 63 χρόνια με υποχρεωτικό χαρακτήρα στην ασφάλιση, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερα αναλογιστικά ελλείμματα, πλήττοντας ευθέως τη βιωσιμότητα του Ταμείου και εξαϋλώνοντας τις εφάπαξ παροχές. Τα αλληλοβοηθητικά Ταμεία προαιρετικής ασφάλισης κατά κανόνα αλλά και όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη δεκαετής ιστορία τους, εντοπίζονται σήμερα αποδυναμωμένα και δίχως βιώσιμη προοπτική.
    Ιδιωτικού δικαίου είναι μόνο η διοίκηση και εκεί υπάρχει άμεση δημοκρατία με εκλογή των οργάνων Διοίκησης και της Ελεγκτικής Επιτροπής από τους ίδιους τους ασφαλισμένους, με υψηλού βαθμού εταιρική διακυβέρνηση, με διαρκή έλεγχο και λογοδοσία και εποπτεία από το Υπουργείο Εργασίας και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή.
    Όλο το πλαίσιο εύρυθμης διοίκησης του ΤΑΥΦΕ προβλέπεται από το καταστατικό του (ΦΕΚ Β΄3259/2013) και δεν προκύπτει η ανάγκη θέσπισης του άρθρο 99 του νομοσχεδίου ούτε από το σχέδιο διάταξης ούτε από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου.
    Αξιοπερίεργο είναι ότι στην διάταξη του άρθρου 99 νομοθετείται η μη απαλλαγή του Δ.Σ από τις ευθύνες έναντι του Ταμείου παρόλο που η απαλλαγή μελών Δ.Σ προβλέπεται σε όλα τα νομοθετήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τα όργανα διοίκησης νομικών προσώπων και μάλιστα προβλέπεται και στο ισχύον καταστατικό του Ταμείου ως αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης.
    Ο νομοθέτης στο νομοσχέδιο και στο ανωτέρω άρθρο ειδικά δεν εξηγεί πώς η κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης θα προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και δεν θα θίξει τα κεκτημένα ετών, παρά μόνον παραθέτει στην αιτιολογική έκθεση αόριστες αναφορές περί ευνοϊκών ρυθμίσεων σε περίπτωση μετατροπής των αλληλοβοηθητικών σε ΤΕΑ.
    Στην παρ.2 του άρθρου 101 του σχεδίου νόμου εντοπίζεται μεταξύ άλλων μια διαφοροποίηση στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 55 του παρόντος νομοσχεδίου περί εξουσιών παρέμβασης και καθηκόντων της αρμόδιας αρχής και προβαίνει σε ευθεία διάκριση ανάμεσα στα ΤΕΑ και στα αλληλοβοηθητικά ταμεία παραλείποντας να εφαρμόσει την παρ.11 του άρθρου 55 του παρόντος στο Κεφ. Β που αφορά στα αλληλοβοηθητικά ταμεία. Η παρ.11 αναφέρεται στην δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων της αρμόδιας αρχής με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, δυνατότητα που αφαιρείται και επί της ουσίας εξαλείφεται για τα αλληλοβοηθητικά Ταμεία.
    Άρθρο 101 παρ.4: Με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου εισάγεται προκλητικά η άρση της αστικής ευθύνης των εποπτικών αρχών για πράξεις ή παραλείψεις τους και η παντελής αποποίηση ευθυνών. Η διάταξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αρ.99 παρ.3 στο οποίο το Δ.Σ δεν απαλλάσσεται από καμία ευθύνη.
    Μέρος Γ άρθρα 103-109: Ο σκοπός του νομοθέτη στο μέρος Γ, δεν είναι άλλος από την φορολογική εξίσωση των παρεχόμενων εφάπαξ με τις τυχόν έωλες και επισφαλείς παροχές των ασφαλιστικών εταιρειών και των ομαδικών συμβολαίων. Το μέρος Γ του νομοσχεδίου φωτίζει τον ουσιαστικό και βαθύτερο σκοπό του νομοθέτη, που μέσα από την άρση της υποχρεωτικής ασφάλισης, «ενισχύοντας» την προαιρετική συνταξιοδοτική αποταμίευση όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο 103, προσφέρει την εφάπαξ παροχή στην αγορά και στον ανταγωνισμό με άγνωστα κριτήρια, αδιαφορώντας πλήρως για την κοινωνική αλληλεγγύη, την συνταγματικά κατοχυρωμένη «αλληλεγγύη των γενεών» και την εν γένει βιωσιμότητα του Ταμείου.
    Η ασφάλιση στο Ταμείο είναι υποχρεωτική επί 60 έτη και πλέον, ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ. Η ιδιότητα του ασφαλισμένου δεν εξαρτάται και δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση µε τη συμμετοχή του ασφαλισμένου σε συνδικαλιστική οργάνωση ή σε επαγγελματική ένωση εργαζομένων (άρθρο 3 Καταστατικού). Η υπαγωγή κάθε εργαζόμενου στην ασφάλιση του Ταμείου είναι υποχρεωτική και αυτοδίκαιη από την ημερομηνία ανάληψης της ασφαλιστέας στο Ταμείο εργασίας. Επομένως, το ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ αποτελεί ασφαλιστικό οργανισμό υποχρεωτικής ασφάλισης, δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία ούτε συνδικαλιστική οργάνωση ούτε δημιουργήθηκε µε ιδιωτική πρωτοβουλία.
    Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου που εντελώς αναιτιολόγητα και χωρίς καμιά προηγούμενη επικοινωνία και ενημέρωση της διοίκησης του ΤΑΥΦΕ από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προβλέπει την άρση της υποχρεωτικότητας στην ασφάλιση του Ταμείου υποθηκεύοντας και θέτοντας ευθέως εν αμφιβόλω το εφάπαξ χιλιάδων εργαζομένων στο φάρμακο.
    Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, χωρίς επιχειρήματα και αιτιολογική βάση στην έκθεση του σχεδίου νόμου, εξισώνει ένα σύγχρονο, υγιές, εύρωστο, αυτοδιοικούμενο και υπό στενή και συνεχή εποπτεία Ταμείο Εφάπαξ Παροχών υποχρεωτικής ασφάλισης με τα Ταμεία προαιρετικής Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τον οικονομικό στραγγαλισμό του και τη βέβαιη συρρίκνωση των εφάπαξ που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο φάρμακο, έως, τελικά, και την πλήρη κατάργησή του.
    Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η εφάπαξ παροχή της κοινωνικής υποχρεωτικής ασφάλισης αυθαίρετα εκφυλίζεται και εξισώνεται με τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ επιπλέον θα φορολογείται (και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο), σε αντίθεση με ό,τι θα συνεχίσει να ισχύει για τα εφάπαξ των δημόσιων Ταμείων (ΕΤΕΑΕΠ – e-ΕΦΚΑ).

    Με βάση τα ανωτέρω, αιτούμαστε την απόσυρση της παρ. 1 του άρθρου 98 και τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης στο ΤΑΥΦΕ, προκειμένου να στηριχθεί η διαχρονική βιωσιμότητά του και οι ασφαλισμένοι να λάβουν την εφάπαξ παροχή που δικαιούνται, δεδομένου ότι το Ταμείο συνιστά φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης από τη σύστασή του το 1960 μέχρι σήμερα.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:48 | ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ

    ΕΙΣΑΓΩΓΗ
    Εκ μέρους της διοίκησης του ΤΑΥΦΕ, της νομικής υπηρεσίας, των εργαζομένων στο Ταμείο και των ασφαλισμένων μελών μας, καταθέτουμε στη διαβούλευση το κάτωθι γενικό κείμενο, όπως διαμορφώθηκε από τις συναντήσεις του Ταμείου με τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα των ασφαλισμένων, καθώς επίσης και κατά την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη ενημέρωσης μέσω του live streaming του Ταμείου, και παρακαλούμε να ληφθεί υπ’ όψιν, ώστε το Ταμείο μας να παραμείνει υποχρεωτικής ασφάλισης, διασφαλίζοντας τα συμφέροντα των 28.000 ενεργών μελών και τουλάχιστον 15.000 ανενεργών, καθώς επίσης και τη διαχρονική βιωσιμότητα του ΤΑΥΦΕ:
    Το νομοσχέδιο εξισώνει ένα σύγχρονο, υγιές, εύρωστο και αυτοδιοικούμενο και υπό στενή και συνεχή εποπτεία Ταμείο Εφάπαξ Παροχών υποχρεωτικής ασφάλισης με τα Ταμεία προαιρετικής Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τον οικονομικό στραγγαλισμό του και τη βέβαιη συρρίκνωση των εφάπαξ που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο φάρμακο, έως, τελικά, και την πλήρη κατάργησή του.
    Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η εφάπαξ παροχή της κοινωνικής υποχρεωτικής ασφάλισης εκφυλίζεται και εξισώνεται με τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ επιπλέον θα φορολογείται (και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο), σε αντίθεση με ό,τι θα συνεχίσει να ισχύει για τα εφάπαξ των δημόσιων Ταμείων (ΕΤΕΑΕΠ – e-ΕΦΚΑ).
    Επισημαίνουμε ότι ο νομοθέτης δεν εξηγεί πώς η κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης στο Ταμείο θα προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και δεν θα θίξει τα κεκτημένα τους. Επικαλούμενος ισχυρισμούς και νομικά επιχειρήματα, τα οποία δεν σχετίζονται με τη νομική φύση του ΤΑΥΦΕ, προβαίνει στην κατάργηση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της ασφάλισης, γεγονός, το οποίο θα αποφέρει εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
     Το ΤΑΥΦΕ δεν έχει, ούτε είχε ποτέ εργοδοτική εισφορά.
     Δεν έχει, ούτε είχε ποτέ κοινωνικό πόρο.
     Από 01/01/2014 δεν ανήκει στη Γενική Κυβέρνηση, άρα το αναλογιστικό έλλειμα δεν συμπεριλαμβάνεται στο δημόσιο χρέος.
     Δεν έχει επιχορηγηθεί ποτέ από τον κρατικό προϋπολογισμό από συστάσεώς του το 1960.
     Είναι σωματειακής μορφής στη διαδικασία εκλογής των οργάνων του και μόνον.
     Ως προς τις εισφορές, υπόχρεος παρακράτησης και απόδοσης είναι ο εργοδότης, καθώς επίσης και για τις παροχές, αρμόδια για την επίλυση διαφορών είναι τα Διοικητικά δικαστήρια, όπως συμβαίνει στον Α’ Πυλώνα της υποχρεωτικής α-σφάλισης, κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη και εφάπαξ.

    Το ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ ιδρύθηκε εκ μετατροπής του Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Φαρμα-κευτικών Εργασιών του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ, ως αλληλοβοηθητικό Ταμείο μετά από απόφαση του ΔΣ του φορέα (ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ). Σήμερα το ΤΑΥΦΕ έχει συσσωρευμένες δεδουλευμένες υποχρεώσεις οι οποίες είναι απαιτητές από τα 28.000 ενεργά μέλη του, καθώς και τα ανε-νεργά, και τις οποίες θα αναζητήσουν κατά το στάδιο της συνταξιοδότησης (όπως και στα Ταμεία εφάπαξ του e-ΕΦΚΑ).
    Σύμφωνα δε, με το άρθρο 12 του Καταστατικού του ΤΑΥΦΕ (ΚΥΑ, ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013) «Το εφάπαξ βοήθημα, καθώς και οι όροι χρηματοδότησης δύνανται να ανακαθορίζονται με απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης του νέου Ταμείου και σύνταξη αναλογιστικής μελέτης, που υποβάλλεται στο Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και εγκρίνεται με την ίδια απόφαση.», τεκμαίρεται ο δημόσιος χαρακτήρας του Ταμείου και η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης, αφού το Κράτος καθορίζει το εφάπαξ βοήθημα και τους όρους χρηματοδότησης, και όχι το Ταμείο μονομερώς, όπως θα συνέβαινε σε έναν σωματειακής μορφής φορέα.
    Με βάση τα ανωτέρω, αιτούμαστε τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης στο ΤΑΥΦΕ, προκειμένου να στηριχθεί η διαχρονική βιωσιμότητά του και οι ασφαλισμένοι να λάβουν την εφάπαξ παροχή που δικαιούνται, δεδομένου ότι το Ταμείο συνιστά φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης από τη σύστασή του το 1960 μέχρι σήμερα.
    Ειδικότερα, η νομική υπηρεσία του ΤΑΥΦΕ επεξεργάστηκε τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του Ταμείου, σύμφωνα με τα κατωτέρω και κατ’ άρθρο που αφορούν στο ΤΑΥΦΕ, παρατηρούνται τα εξής:

    Άρθρο 98
    Το ΤΑΥΦΕ ιδρύθηκε το 1960 ως ΝΠΔΔ υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (κλάδος εφάπαξ παροχών) και ασφαλίζει όλους τους μισθωτούς εργαζόμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας στον κλάδο του Φαρμάκου (φαρμακοβιομηχανίες, φαρμακευτικές εταιρείες, αντιπροσωπείες, φαρμακαποθήκες, φαρμακεία, καθώς και φαρμακευτικές υπηρεσίες του Κράτους).
    Στις 20/12/2013 μετετράπη σε ΝΠΙΔ (ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013) βάσει του άρθρου 6, παρ. 20 του Ν. 3029/2002 μετά από πρωτοβουλία και απόφαση του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ και από γνώμη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Αποτελεί καθολικό διάδοχο του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ και υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.
    Το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ), η κινητή και ακίνητη περιουσία του, οι πόροι που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις υπέρ αυτού, μεταφέρθηκαν αυτοδικαίως και εκ του νόμου στο νέο Ταμείο από την έγκριση του καταστατικού του και την έναρξη λειτουργίας του.
    Από 01/01/2014 λειτουργεί ως Ταμείο εφάπαξ παροχών ΝΠΙΔ, υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης όπως τα Ταμεία εφάπαξ του δημοσίου συστήματος του ΕΤΕΑΕΠ του e-ΕΦΚΑ, δηλαδή, όπως λειτουργούσε μέχρι 31/12/2013. Η μετατροπή του σε ΝΠΙΔ δεν άλλαξε την φύση και τη νομική του υπόσταση σχετικά με τις εισφορές και τις παροχές, ούτε τον κοινωνικοασφαλιστικό του χαρακτήρα. Παραμένει νομικό πρόσωπο υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι όλα τα ασφαλιστικά ταμεία του Δημοσίου, τα 4 Ταμεία υποχρεωτικής κοινωνικής επαγγελματικής ασφάλισης (τα οποία ιδρύθηκαν βάσει του Ν. 4052/2012 με ιδιωτική πρωτοβουλία), καθώς και ο ΕΔΟΕΑΠ (επικουρική σύνταξη και εφάπαξ).
    Ο τυπικός χαρακτηρισμός του ΤΑΥΦΕ ως Ταμείο Αλληλοβοήθειας ανεξάρτητα από το νομικό πλαίσιο που προέρχεται, δεν αλλάζει την υφή και την υπόσταση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι ασφαλισμένοι στον κλάδο του Φαρμάκου από το 1960 μέχρι σήμερα ασφαλίζονται υποχρεωτικά για εφάπαξ παροχή, ακολουθώντας, πέραν των καταστατικών διατάξεων, και όλους τους ασφαλιστικούς νόμους της χώρας έως σήμερα.
    Η υποχρεωτική ασφάλιση στο Ταμείο από συστάσεώς του απέρρεε από κανόνες δημοσίου δικαίου. Ως βασική αρχή της κοινωνικής ασφάλισης η υποχρεωτικότητα υπηρετεί τους στόχους που προστατεύονται από το αρ.22 παρ.5 του Συντάγματος.
    Η επιλογή να μετατραπεί το Ταμείο σε ΝΠΙΔ με βάση το άρθρο 6 παρ. 20 Ν. 3029/2002 με κρατική πρωτοβουλία (πρόταση του ΤΑΠΙΤ ΝΠΔΔ) δεν μετέβαλλε τον δημόσιο χαρακτήρα του Ταμείου σε ό,τι αφορά τις εισφορές και τις παροχές. Βάσει πάγιας νομολογίας το ΤΑΥΦΕ συνιστά φορέα δημόσιας διοίκησης υπό λειτουργική έννοια, γεγονός το οποίο μεταξύ άλλων συνάγεται από τον τρόπο συστάσεώς του, από τον επιδιωκόμενο σκοπό του, από το δημόσιο συμφέρον που εξυπηρετεί, αλλά ιδίως από τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της ασφάλισης.
    Ο νόμος μετέβαλε μόνον την άσκηση της Διοίκησης, δηλαδή, δόθηκε η διοίκηση στους ίδιους τους ασφαλισμένους με την μορφή κοινωνικής αυτοδιαχείρισης, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ.
    Ό,τι ίσχυε μέχρι 20/12/2013 για το τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ), την υπαγωγή στην ασφάλιση, τις εισφορές και τις προϋποθέσεις έκδοσης εφάπαξ, ισχύει και µετά τις 20/12/2013. Το νέο ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ είναι καθολικός διάδοχος του τ. ΤΠΥΦΕ – ΤΑΠΙΤ (ΝΠΔΔ) και υπεισέρχεται στα πάσης φύσεως δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (άρθρο 1, παρ. 6, εδ. β του Καταστατικού ΦΕΚ 3259/Β/20-12-2013).
    Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΤΑΥΦΕ στα 10 έτη λειτουργίας του έχει εκπονήσει 16 αναλογιστικές μελέτες δομικού χαρακτήρα, με δεδομένη την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης σε αυτό, με συνδυασμό εταιρικής διακυβέρνησης, οικονομικών δεδομένων και διαχειριστικών μεθόδων με στήριξη καθοριστικά της διαχρονικής βιωσιμότητάς του. Ήδη το αναλογιστικό έλλειμμα έχει μειωθεί περίπου κατά 100 εκατ. ευρώ. από την μετατροπή του από 01/01/2014, χωρίς καμία επιπλέον μείωση των παροχών του.
    Η κατάργηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης σε καμία περίπτωση δεν εγγυάται τη διατήρηση της βιωσιμότητας του Ταμείου, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς στην αιτιολογική έκθεση. Αντιθέτως, θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την υπόσταση του φορέα, την κοινωνική αλληλεγγύη, τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αλληλεγγύη των γενεών η οποία επιτυγχάνεται με την υποχρεωτικότητα της ασφάλισης σε ένα Ταμείο που λειτουργεί 63 χρόνια με υποχρεωτικό χαρακτήρα στην ασφάλιση, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερα αναλογιστικά ελλείμματα, πλήττοντας ευθέως τη βιωσιμότητα του Ταμείου και εξαϋλώνοντας τις εφάπαξ παροχές. Τα αλληλοβοηθητικά Ταμεία προαιρετικής ασφάλισης κατά κανόνα αλλά και όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη δεκαετής ιστορία τους, εντοπίζονται σήμερα αποδυναμωμένα και δίχως βιώσιμη προοπτική.
    Ιδιωτικού δικαίου είναι μόνο η διοίκηση και εκεί υπάρχει άμεση δημοκρατία με εκλογή των οργάνων Διοίκησης και της Ελεγκτικής Επιτροπής από τους ίδιους τους ασφαλισμένους, με υψηλού βαθμού εταιρική διακυβέρνηση, με διαρκή έλεγχο και λογοδοσία και εποπτεία από το Υπουργείο Εργασίας και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή.
    Όλο το πλαίσιο εύρυθμης διοίκησης του ΤΑΥΦΕ προβλέπεται από το καταστατικό του (ΦΕΚ Β΄3259/2013) και δεν προκύπτει η ανάγκη θέσπισης του άρθρο 99 του νομοσχεδίου ούτε από το σχέδιο διάταξης ούτε από την αιτιολογική έκθεση του Νόμου.
    Αξιοπερίεργο είναι ότι στην διάταξη του άρθρου 99 νομοθετείται η μη απαλλαγή του Δ.Σ από τις ευθύνες έναντι του Ταμείου παρόλο που η απαλλαγή μελών Δ.Σ προβλέπεται σε όλα τα νομοθετήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τα όργανα διοίκησης νομικών προσώπων και μάλιστα προβλέπεται και στο ισχύον καταστατικό του Ταμείου ως αποκλειστική αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης.
    Ο νομοθέτης στο νομοσχέδιο και στο ανωτέρω άρθρο ειδικά δεν εξηγεί πώς η κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης θα προστατεύσει τα συμφέροντα των ασφαλισμένων και δεν θα θίξει τα κεκτημένα ετών, παρά μόνον παραθέτει στην αιτιολογική έκθεση αόριστες αναφορές περί ευνοϊκών ρυθμίσεων σε περίπτωση μετατροπής των αλληλοβοηθητικών σε ΤΕΑ.
    Στην παρ.2 του άρθρου 101 του σχεδίου νόμου εντοπίζεται μεταξύ άλλων μια διαφοροποίηση στην αναλογική εφαρμογή του άρθρου 55 του παρόντος νομοσχεδίου περί εξουσιών παρέμβασης και καθηκόντων της αρμόδιας αρχής και προβαίνει σε ευθεία διάκριση ανάμεσα στα ΤΕΑ και στα αλληλοβοηθητικά ταμεία παραλείποντας να εφαρμόσει την παρ.11 του άρθρου 55 του παρόντος στο Κεφ. Β που αφορά στα αλληλοβοηθητικά ταμεία. Η παρ.11 αναφέρεται στην δυνατότητα προσβολής των αποφάσεων της αρμόδιας αρχής με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΣτΕ, δυνατότητα που αφαιρείται και επί της ουσίας εξαλείφεται για τα αλληλοβοηθητικά Ταμεία.
    Άρθρο 101 παρ.4: Με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου εισάγεται προκλητικά η άρση της αστικής ευθύνης των εποπτικών αρχών για πράξεις ή παραλείψεις τους και η παντελής αποποίηση ευθυνών. Η διάταξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αρ.99 παρ.3 στο οποίο το Δ.Σ δεν απαλλάσσεται από καμία ευθύνη.
    Μέρος Γ άρθρα 103-109: Ο σκοπός του νομοθέτη στο μέρος Γ, δεν είναι άλλος από την φορολογική εξίσωση των παρεχόμενων εφάπαξ με τις τυχόν έωλες και επισφαλείς παροχές των ασφαλιστικών εταιρειών και των ομαδικών συμβολαίων. Το μέρος Γ του νομοσχεδίου φωτίζει τον ουσιαστικό και βαθύτερο σκοπό του νομοθέτη, που μέσα από την άρση της υποχρεωτικής ασφάλισης, «ενισχύοντας» την προαιρετική συνταξιοδοτική αποταμίευση όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο 103, προσφέρει την εφάπαξ παροχή στην αγορά και στον ανταγωνισμό με άγνωστα κριτήρια, αδιαφορώντας πλήρως για την κοινωνική αλληλεγγύη, την συνταγματικά κατοχυρωμένη «αλληλεγγύη των γενεών» και την εν γένει βιωσιμότητα του Ταμείου.
    Η ασφάλιση στο Ταμείο είναι υποχρεωτική επί 60 έτη και πλέον, ΚΑΙ ΕΤΣΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ. Η ιδιότητα του ασφαλισμένου δεν εξαρτάται και δεν συνδέεται σε καμία περίπτωση µε τη συμμετοχή του ασφαλισμένου σε συνδικαλιστική οργάνωση ή σε επαγγελματική ένωση εργαζομένων (άρθρο 3 Καταστατικού). Η υπαγωγή κάθε εργαζόμενου στην ασφάλιση του Ταμείου είναι υποχρεωτική και αυτοδίκαιη από την ημερομηνία ανάληψης της ασφαλιστέας στο Ταμείο εργασίας. Επομένως, το ΤΑΥΦΕ ΝΠΙΔ αποτελεί ασφαλιστικό οργανισμό υποχρεωτικής ασφάλισης, δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία ούτε συνδικαλιστική οργάνωση ούτε δημιουργήθηκε µε ιδιωτική πρωτοβουλία.
    Πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου που εντελώς αναιτιολόγητα και χωρίς καμιά προηγούμενη επικοινωνία και ενημέρωση της διοίκησης του ΤΑΥΦΕ από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, προβλέπει την άρση της υποχρεωτικότητας στην ασφάλιση του Ταμείου υποθηκεύοντας και θέτοντας ευθέως εν αμφιβόλω το εφάπαξ χιλιάδων εργαζομένων στο φάρμακο.
    Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, χωρίς επιχειρήματα και αιτιολογική βάση στην έκθεση του σχεδίου νόμου, εξισώνει ένα σύγχρονο, υγιές, εύρωστο, αυτοδιοικούμενο και υπό στενή και συνεχή εποπτεία Ταμείο Εφάπαξ Παροχών υποχρεωτικής ασφάλισης με τα Ταμεία προαιρετικής Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ), ανοίγοντας διάπλατα το δρόμο για τον οικονομικό στραγγαλισμό του και τη βέβαιη συρρίκνωση των εφάπαξ που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στο φάρμακο, έως, τελικά, και την πλήρη κατάργησή του.
    Με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, η εφάπαξ παροχή της κοινωνικής υποχρεωτικής ασφάλισης αυθαίρετα εκφυλίζεται και εξισώνεται με τα ομαδικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ επιπλέον θα φορολογείται (και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο), σε αντίθεση με ό,τι θα συνεχίσει να ισχύει για τα εφάπαξ των δημόσιων Ταμείων (ΕΤΕΑΕΠ – e-ΕΦΚΑ).

    Με βάση τα ανωτέρω, αιτούμαστε την απόσυρση της παρ. 1 του άρθρου 98 και τη διατήρηση της υποχρεωτικότητας της ασφάλισης στο ΤΑΥΦΕ, προκειμένου να στηριχθεί η διαχρονική βιωσιμότητά του και οι ασφαλισμένοι να λάβουν την εφάπαξ παροχή που δικαιούνται, δεδομένου ότι το Ταμείο συνιστά φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης από τη σύστασή του το 1960 μέχρι σήμερα.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:45 | ΠΑΛΙΟΥΡΑ ΓΙΑΝΝΑ

    Άρθρο 9ηε: Καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών, οι οποίες μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή πληρωμών εφ’ όρου ζωής, πληρωμών για προσωρινό χρονικό διάστημα, εφάπαξ ποσού ή οιουδήποτε συνδυασμού αυτών

    ———————————–

    Να διευκρινιστεί η διάρκεια των περιοδικών καταβολών, οι οποίες γίνονται για προσωρινό χρονικό διάστημα – θα προβλεφθεί ελάχιστη διάρκεια?

    Άρθρο 13: Ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης συνταξιοδοτικής παροχής

    1. Τα Τ.Ε.Α. προβλέπουν στο καταστατικό τους, ως ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής:

    α) τη συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης,

    β) την ηλικία των εξήντα δύο (62) ετών, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., όπως το ελάχιστο αυτό ηλικιακό όριο διαμορφώνεται κάθε φορά για τη λήψη πλήρους σύνταξης από τον κύριο φορέα ασφάλισης και

    γ) την ηλικία των πενήντα πέντε (55) ετών με τουλάχιστον είκοσι (20) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., ή ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης αν η εργασιακή σχέση τερματίζεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου ή λόγω της συμμετοχής του σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου. Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να προβλέπουν στο καταστατικό τους αυστηρότερες από τις ως άνω προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής.

    ————————————-

    Με δεδομένο το γεγονός ότι τα ΤΕΑ έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι (20) χρόνια και αρκετά την τελευατία πενταετία, ο όρος (γ) αποτελεί αντικίνητρο για τη συμμετοχή των μελών σε αυτά. Προτείνουμε η ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης συνταξιοδοτικής παροχής να είναι η ηλικία των 55 ετών με τουλάχιστον 10 έτη.

    Εναλλακτικά θα μπορούσε ληφθεί υπόψη η ηλικία του μέλους κατά την ψήφιση του νόμου και να διαμορφρωθούν ανάλογα τα έτη, δηλαδή ηλικία κάτω των 35, να διαμορφωθεί σε 20 έτη, κλατγω των 45 σε 15 έτη και άνω των 45 σε 10 έτη

    Άρθρο 15, παρ.3 – χρόνος ασφάλισης

    Από την ημερομηνία υποβολής αιτήματος διαγραφής προς το Τ.Ε.Α., ο αιτών παύει να έχει την ιδιότητα του ασφαλισμένου και την απορρέουσα υποχρέωση καταβολής εισφορών.

    Άρθρο 15, παρ.7 – ευχέρεια συνέχισης της ασφάλισης

    Είναι δυνατή η πρόβλεψη στο καταστατικό ή στους όρους προγράμματος συνταξιοδοτικών παροχών της ευχέρειας συνέχισης της ασφάλισης και στην περίπτωση που το μέλος απωλέσει τη βασική του ιδιότητα, καταβάλλοντας το σύνολο των αναλογουσών εισφορών, κατ’ ανώτατο διάστημα για τρία (3) έτη και πάντως μέχρι τη συμπλήρωση μιας εκ των ελαχίστων προϋποθέσεων καταβολής της παροχής

    ———————————————-

    Η ιδιότητα του ασφαλισμένου πρέπει να απολύεται με την οριστική εξόφληση της παροχής. Θα πρέπει να προβλεφθούν στο νόμο κατηγορίες ασφαλισμένων, όπως:

    a. Ενεργός ασφαλισμένος: αυτός/ή που δεν έχει κάνει για οποιονδήποτε λόγο αίτηση διακοπής ασφάλισης και άρα καταβολής εισφορών

    b. Εθελοντής ασφαλισμένος: πρώην ενεργός ασφαλισμένος, που έχει αλλάξει επαγγελματική ιδιότητα, αλλά επιθυμεί τη συνέχιση της καταβολής εισφορών, βάσει των διατάξεων του καταστατικού

    c. Ανενεργός ασφαλισμένος: αυτός/ή που έχει κάνει για οποιονδήποτε λόγο αίτηση διακοπής ασφάλισης, δεν καταβάλλει εισφορές, αλλά δεν έχει κάνει αίτηση λήψης παροχής, είτε γιατί δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις ή επιθυμεί να λάβει την παροχή του σε μελλοντικό χρόνο

    d. Συνταξιούχος ασφαλισμένος: αυτός/ή που έχουν επιλέξει την περιοδική καταβολή της δικαιούμενης παροχής

    Ο χρόνος ασφάλισης δεν πρέπει να διακόπτεται κατά τη διάρκεια που ο ασφαλισμένος είναι ανενεργός ή εθελοντής, καθώς διατηρεί όλα τα δικαιώματά του εκτός από αυτό της καταβολής εισφορών

    Δεν είναι κατανοητό, γιατί τα καταστατικά δεν μπορούν να επιτρέπουν τη συνέχιση της ασφάλισης σε καθεστώς εθελοντικής συμμετοχής για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την αλλαγή κουλτούρας και την παροχή κινήτρων για μακροχρόνια αποταμίευση

    Άρθρο 26 – Εποπτικό συμβούλιο

    Τα Τ.Ε.Α. διαθέτουν Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται τουλάχιστον από τρία (3) μέλη του Τ.Ε.Α.. Τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου είναι ανεξάρτητα από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Ε.Α.

    Το Εποπτικό Συμβούλιο των Τ.Ε.Α. εποπτεύει και ελέγχει τις πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου και την τήρηση της νομοθεσίας και του καταστατικού.

    ———————

    Δεν προβλέπεται στην ΕΕ οδηγία, γι’ αυτό και δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένο άρθρο της Οδηγίας.

    Δεν είναι κατανοητός ο διακριτός ρόλος του, τη στιγμή που ταυτόχρονα υπάρχουν οι προβλεπόμενες από την Οδηγία λειτουργίες, δηλ. του Εσωτερικού & Εξωτερικού Ελέγχου.

    Κρίνεται προβληματική η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, καθώς το συμβούλιο πρέπει να αποτελείται από μέλη του ΤΕΑ, τα οποία πρέπει παράλληλα να είναι ανεξάρτητα από το ΔΣ.

    #############################################
    Άρθρο 105: Ανώτατο όριο εισφορών και ασφαλίστρων

    Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν ο εργαζόμενος και ο εργοδότης υπέρ των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης προαιρετικής ασφάλισης και των ταμείων του άρθρου 94 για τις συνταξιοδοτικές παροχές, καθώς και τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν ετησίως και σωρευτικά, είτε το είκοσι τοις εκατό (20%) του ακαθάριστου εισοδήματος του εργαζομένου από μισθωτή εργασία, είτε το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, όπως αναπροσαρμόζεται κάθε έτος σύμφωνα με τον δείκτη τιμών καταναλωτή και διαμορφώνεται την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, με βάση το μικρότερο ποσό.

    ———————-

    Η ενότητα αυτή καλύπτει τις φορολογικές διατάξεις για τα ΤΕΑ ή τα ΟΑΣ. Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ανώτατο όριο, χωρίς να διευκρινίζεται εάν αυτό εφαρμόζεται για λόγους εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων, ή εάν στα καταστατικά τους τα ΤΕΑ δεν θα μπορούν να προβλέπουν υψηλότερες εισφορές, ανεξάρτητα από το φορολογικό χειρισμό.

    Σε κάθε περίπτωση η σύνδεση των φορολογικών διατάξεων με τις προβλέψεις του καταστατικού, λειτουργεί αποτρεπτικά στην αποταμίευση.

    Το όριο των 15.000 ευρώ υπονοεί ότι ο ανώτατος μισθός επί του οποίου καταβάλλονται εισφορές σε ΤΕΑ ανέρχεται σε 5.357 ευρώ (15.000/20%/14). Δεδομένου ότι οι ανώτατες ασφαλιστέες αποδοχές του ΕΦΚΑ ανέρχονται σε 7.126 ευρώ, το χαμηλότερο όριο των 5.357 ευρώ δεν επιτρέπει στα ΤΕΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τον ΕΦΚΑ και να ασφαλίσουν υψηλότερες των 7.126 ευρώ αποδοχές, τις οποίες ο ΕΦΚΑ σήμερα δεν ασφαλίζει.

    Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί δεν θα μπορεί ένα μέλος ΤΕΑ να αποταμιεύει πέραν των ορίων που θέτουν οι φορολογικές διατάξεις.

    Θα πρέπει να μην υπάρχει όριο στην εισφορά του εργοδότη εφόσον θέλουμε να ενισχύσουμε την κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα. Το όριο των 15.000€ θα πρέπει να απαλειφθεί.

    Άρθρο 107: Φορολογική μεταχείριση παροχών

    έως 10 έτη ασφάλισης: 20%

    από 10 – 15 έτη ασφάλισης: 15%

    από 16 – 25 έτη ασφάλισης: 10%

    26+ έτη ασφάλισης: 5%

    Για περιοδικές καταβολές τα παραπάνω ποσοστά μειώνονται κατά 50%

    Οι συντελεστές των ανωτέρω περιπτώσεων προσαυξάνονται κατά 50% σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Ειδικά για τα πρόσωπα που ασφαλίστηκαν μετά τα 55 έτη, οι συντελεστές της περ. i προσαυξάνονται κατά 5% για κάθε έτος που υπολείπεται των 5 ετών ασφάλισης.

    —————————————-

    Οι προβλεπόμενοι συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο και κρίνονται τιμωρητικοί για συμμετοχή και αποταμίευση στους σημερινούς εργαζόμενους. Ειδικά για εργαζόμενους με ηλικία μεγαλύτερη των 45 ετών, οι οποίοι δεν είχαν στο παρελθόν τη δυνατότητα συμμετοχής σε ΤΕΑ, οι φορολογικοί συντελεστές είναι αποτρεπτικοί. Η δε πρόνοια για τους άνω των 55 έχει τιμωρητική διάθεση για ένα μέρος του πληθυσμού το οποίο έχει υποστεί μια δραστική μείωση του εκτιμώμενου συνταξιοδοτικού εισοδήματος από τις αλλαγές στην κοινωνική ασφάλιση, κυρίως λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων, και τους αφαιρείται η δυνατότητα και το οποιοδήποτε κίνητρο να αποταμιεύσουν για να αυξήσουν το συνταξιοδοτικό τους εισόδημα.

    Επίσης, ο μέσος φορολογικός συντελεστής ενός μισθωτού ανέρχεται σε λιγότερο από 15%, ενώ ο αντίστοιχος ενός νέου με μισθό 1.500 ευρώ/μήνα ανέρχεται σε 12%. Υψηλότεροι συντελεστές καθιστούν την επαγγελματική ασφάλιση ελκυστική αποκλειστικά για τους υψηλόμισθους. Τα ΤΕΑ είναι βιώσιμα χάρη στη μαζική συμμετοχή και όχι εξαιτίας κάποιων λίγων υψηλόμισθων.

    Φορολογικοί συντελεστές της τάξης του 10% έως 10 έτη και 5% για πάνω από 10 έτη, καθώς και μειωμένοι συντελεστές κατά 50% σε περίπτωση συνταξιοδότησης θα καθιστούσαν τα ΤΕΑ πιο βιώσιμα και πιο ελκυστικά προς τα μέλη, αποτρέποντας επιπλέον και τυχόν φαινόμενα φοροδιαφυγής.
    Εάν παρ’όλα αυτά παραμείνουν αυξημένοι συντελεστές, θα πρέπει να εναρμονιστούν με όλες τις συναφείς αλλαγές παγκοσμίως που προβλέπουν περιόδους σταδιακής μετάβασης στο νέο καθεστώς, προκειμένου να μην πληγούν δυσανάλογα συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.

    Επομένως προτείνεται, στην περίπτωση αυτή, η ακόλουθη εναλλακτική:

    Εφαρμογή ανάλογα με την ηλικία που έχει το εργαζόμενος υπάρχον ή υποψήφιο μέλος κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου, σε σχεδιασμό που να λαμβάνει υπόψη την εκτιμώμενη διάρκεια στην ασφάλιση, δηλ.

    Ηλικία κατά την ψήφιση Έτη ασφάλισης Ποσοστό φορολόγησης εφάπαξ

    <35 < 10 20% αν 10-15 10%

    <45 <10 15% αν 10 -15 10% αν 15+ 5%

    45+ <10 10% αν 10+ 5%

    Τα παραπάνω ποσοστά μειώνονται κατά 50% σε περίπτωση περιοδικών καταβολών

    Επίσης προτείνεται απαλοιφή της προσαύξησης του φόρου για όσους ασφαλίζονται σε ηλικία μεγαλύτερη των 55 ετών.

    ####################################

    Άρθρο 110: Μεταβατικές διατάξεις

    παρ1.: Τα ΤΕΑ του πρώτου εδαφίου υποχρεούνται μέχρι την 31η.12.2025 να προβούν σε όλες τις αναγκαίες προσαρμογές, περιλαμβανομένων των αναγκαίων τροποποιήσεων του καταστατικού τους, ώστε να συμμορφώνονται πλήρως προς τις απαιτήσεις λειτουργίας που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος, δίχως να εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το άρθρο 13 για τα υφιστάμενα κατά τη δημοσίευσή του μέλη και δικαιούχους
    παρ. 6: Εκκρεμή αιτήματα των Ταμείων του Μέρους Α’ και του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους Β’ για τροποποίηση καταστατικών ή προς ίδρυση νέων Ταμείων εξετάζονται σύμφωνα με τη διαδικασία ίδρυσης και τροποποίησης που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής τους, εφόσον το περιεχόμενο των καταστατικών τους δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος

    ———————————-

    Δεδομένης της παρ. 1, τί θα ισχύει για τις νέες εγγραφές μέχρι της ολοκλήρωσης της τροποποίησης των καταστατικών υπαρχόντων ΤΕΑ?

    Προτείνεται η μεταβατική διάταξη να ισχύει και για όλες τις νέες εγγραφές μέχρι τη 31.12.2025

    Υπάρχουν περιπτώσεις τροποποίησης καταστατικών ΤΕΑ, οι οποίες χρονίζουν για πάνω από 1 έτος. Θα πρέπει να υπάρξει πρόνοια μεταβατικής εφαρμογής για τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, π.χ. εάν οι αιτήσεις έχουν γίνει έως 3 μήνες πριν τη ψήφιση του νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις του νέου νόμου, διαφορετικά η εξέταση των αιτήσεων θα πρέπει να γίνει μέχρι τέλους του έτους με το προηγούμενο καθεστώς και τα ΤΕΑ θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες διατάξεις μέχρι τη 31.12.2025.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:25 | Αντώνης Ζουμπάκης

    Είμαι μέλος του ΤΕΑ ΑCCENTURE Ν.Π.Ι.Δ και καταθέτω τις κάτωθι απόψεις σχετικά με το υπο ψήφιση νομοσχέδιο

    Άρθρο 13
    Ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης συνταξιοδοτικής παροχής

    Ι. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, τα ΤΕΑ προβλέπουν στο καταστατικό τους, ως ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής:

    α) τη συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης,
    β) την ηλικία των εξήντα δύο (62) ετών, ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., όπως το ελάχιστο αυτό ηλικιακό όριο διαμορφώνεται κάθε φορά για τη λήψη πλήρους σύνταξης από τον κύριο φορέα ασφάλισης και
    γ) την ηλικία των πενήντα πέντε (55) ετών με τουλάχιστον είκοσι (20) έτη ασφάλισης στο Τ.Ε.Α., ή ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης αν η εργασιακή σχέση τερματίζεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου ή λόγω της συμμετοχής του σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου. Τα Τ.Ε.Α. μπορούν να προβλέπουν στο καταστατικό τους αυστηρότερες από τις ως άνω προϋποθέσεις λήψης της συνταξιοδοτικής παροχής

    Πρόταση:
    Οι ελάχιστες προϋποθέσεις για τη λήψη συνταξιοδοτικής παροχής να προβλέπουν την απαίτηση της ηλικίας των 55 ετών, σε συνδυασμό με τουλάχιστον 10 έτη ασφάλισης.

    Εναλλακτική πρόταση:
    Η υποχρεωτική ασφάλιση και οι προϋποθέσεις λήψη της υπαγωγής πρέπει να προσαρμόζονται ανάλογα με την ηλικία του εργαζομένου κατά την εγγραφή του στο ταμείο, λαμβάνοντας υπόψη την προβλεπόμενη διάρκεια συνεισφοράς στην ασφάλιση.
    Ηλικία Προϋπόθεση λήψης παροχής
    Έτη ασφάλισης Ηλικία
    <35 20 55
    <45 15 55
    45+ 10 55

    Επιπλέον, να προβλέπεται η σύνδεση με το ηλικιακό όριο, ανεξαρτήτως της διάρκειας ασφάλισης, όχι μόνο κατά τη λήξη της εργασιακής σύμβασης χωρίς τη βούληση του εργαζομένου ή λόγω της συμμετοχής σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, αλλά κάθε περίπτωση λήξης της σύμβασης εργασίας,, συμπεριλαμβανομένης της εθελούσιας αποχώρησης με ή χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη, όπως ορίζεται στα ομαδικά ασφαλιστικά συνταξιοδοτικά προγράμματα. Δεν πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις στους εργαζομένους που εγκαταλείπουν την εργασία τους χωρίς τη θέληση του εργοδότη και να τους αποκλείουν από τις συνταξιοδοτικές παροχές μέχρι τη στιγμή της συνταξιοδότησής τους.

    Αιτιολογία:

    • Οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις αποτελούν αντικίνητρο για τη συμμετοχή και την αποταμίευση σε Ταμεία Επαγγελματικών Ασφαλίσεων (ΤΕΑ), λαμβάνοντας υπόψη το σημερινό εργασιακό περιβάλλον, την κινητικότητα των εργαζομένων, και τον περιορισμένο χαρακτήρα των ΤΕΑ, καθώς και την έλλειψη δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίων από ΤΕΑ σε ομαδικά ασφαλιστήρια.

    •Ειδικότερα, ο όρος (γ) λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά. Η προϋπόθεση των είκοσι (20) ετών ασφάλισης παραπέμπει σε ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης, όπως το Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).

    •Τα ΤΕΑ, ως δεύτερος πυλώνας παροχής επαγγελματικής ασφάλισης, πρέπει να παρέχουν κάλυψη που να ανταποκρίνεται στους στόχους και τις πολιτικές κάθε επιχείρησης, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του προσωπικού της.

    ΙΙ. Σε κάθε περίπτωση, τα έτη ασφάλισης για την εφαρμογή του άρθρου 13 [και την φορολογία] θα πρέπει να αφορούν έτη υπαγωγής στα ΤΕΑ ως μέλος και όχι έτη εισφορών προς το ΤΕΑ.

    Αιτιολογία:
    Σύμφωνα με τους κανόνες για την επαγγελματική ασφάλιση, που είναι διαφορετικοί από τους κανόνες της κοινωνικής ασφάλισης, το κεφάλαιο που έχει μαζευτεί συνεχίζει να επενδύεται. Αυτό σημαίνει ότι ο επενδυτικός κίνδυνος εφαρμόζετε όπως στο κεφάλαιο που έχουν τα ενεργά μέλη. Το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει επίσης να πληρώσει τα έξοδα για τη λειτουργία του ταμείου και κατά τη διάρκεια περιόδων που δεν συγκεντρώνονται νέες εισφορές.

    Αρθρο 15, παρ.3

    Πρόταση:
    Η ιδιότητα του ασφαλισμένου πρέπει να απολύεται με την οριστική εξόφληση της παροχής.

    Ο χρόνος ασφάλισης δεν πρέπει να διακόπτεται κατά τη διάρκεια που ο ασφαλισμένος είναι ανενεργό μέλος, καθώς διατηρεί όλα τα δικαιώματά του εκτός από αυτό της καταβολής εισφορών.
    Θα πρέπει να προβλεφθούν στο νόμο κατηγορίες ασφαλισμένων/μελών, όπως:

    a. Ενεργός ασφαλισμένος: αυτός/ή που δεν έχει κάνει για οποιονδήποτε λόγο αίτηση διακοπής ασφάλισης και άρα καταβολής εισφορών

    b. Εθελοντής ασφαλισμένος: πρώην ενεργός ασφαλισμένος, που έχει αλλάξει επαγγελματική ιδιότητα, αλλά επιθυμεί τη συνέχιση της καταβολής εισφορών, βάσει των διατάξεων του καταστατικού.

    c. Ανενεργός ασφαλισμένος: αυτός/ή που έχει κάνει για οποιονδήποτε λόγο αίτηση διακοπής ασφάλισης, δεν καταβάλλει εισφορές, αλλά δεν έχει κάνει αίτηση λήψης παροχής, είτε γιατί δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις ή επιθυμεί να λάβει την παροχή του σε μελλοντικό χρόνο

    d. Συνταξιούχος ασφαλισμένος: αυτός/ή που έχουν επιλέξει την περιοδική καταβολή της δικαιούμενης παροχής.

    Άρθρο 15, παρ.7 – ευχέρεια συνέχισης της ασφάλισης

    Πρόταση:
    Θα πρέπει τα καταστατικά να μπορούν να επιτρέπουν τη συνέχιση της ασφάλισης σε καθεστώς εθελοντικής συμμετοχής για διάστημα μεγαλύτερο των 3 ετών.

    Αιτιολογία:
    Κάθε χρονικός περιορισμός για εθελοντική ασφάλιση και συμμετοχή, έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη της παροχής κινήτρων για ασφάλιση και αποταμίευση στα πλαίσια της επαγγελματικής ασφάλισης.

    Άρθρο 105-106
    Ανώτατο ποσό εισφορών και ασφαλίστρων

    Πρόταση:

    1. Κατάργηση του απόλυτου ανώτατου ορίου των 15 χιλ. ευρώ και του ποσοστιαίου ορίου 20% επί των ακαθαρίστων εισοδημάτων του εργαζόμενου, όσον αφορά εισφορές για συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλει ο εργαζόμενος.
    Εναλλακτική πρόταση:
    Αύξηση σε 30% επί των ακαθαρίστων εισοδημάτων του εργαζόμενου, όσον αφορά εισφορές για συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλει ο εργαζόμενος χωρίς ανώτατο χρηματικό ποσό.

    2. Οι εισφορές των εργοδοτών σε ΤΕΑ να μην υπάγονται σε ανώτατο όριο.

    3. Κατάργηση του απόλυτου ανώτατου ορίου των 1.500 ευρώ όσον αφορά εισφορές για συμπληρωματικές παροχές που καταβάλλει ο εργαζόμενος.

    Αιτιολογία:
    Η εφαμογή του πλαφόν των 15.000 ευρώ έχει ως αποτέλεσμα η κοινωνική ασφάλιση να ασφαλίζει υψηλότερους μισθούς από την επαγγελματική ασφάλιση.
    Ο περιορισμός των εισφορών του εργοδότη και εργαζομένων περιορίζει ανεπίτρεπτα τις δυνατότητες του δεύτερου πυλώνα και την επιδιωκούμενη αρχή της αποταμίευσης και δεν επιτρέπει στα ΤΕΑ να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς την υποχρεωτική ασφάλιση. Ητοι κάθε τέτοιος περιορισμός ακυρώνει τον σκοπό των ΤΕΑ.

    Άρθρο 107

    Πρόταση:
    Προτείνεται η ακόλουθη κλίμακα φορολογίας εφάπαξ:
    Έτη υπαγωγής ως μέλος Εφάπαξ
    Έως 10 10%
    10+ 5%

    Επιπλέον προτείνεται, η κατάργηση της πρόβλεψης του άρθρου 107 για επιπρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για εργαζόμενους που ασφαλίστηκαν μετά τα 55 έτη για κάθε έτος που υπολείπεται των 5 ετών ασφάλισης.

    Επιπλέον, δεδομένου ότι προβλέπεται η φορολόγηση εισφορών και παροχών, θα πρέπει να εξαιρεθούν τα ΤΕΑ από τη φορολόγηση των επενδύσεων, όπως ισχύει στα ΟΑΣ και να μην επιβαρύνονται με ΦΠΑ οι υπηρεσίες των προμηθευτών τους, ή να επιβαρύνονται με ΦΠΑ οι μη ασφαλιστικές υπηρεσίες των ομαδικών.

    Αιτιολογία:
    Θα πρέπει να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα arbitrage των Ομαδικών έναντι των ΤΕΑ.

    Αν δεν εξομοιωθούν οι όροι λειτουργίας ΤΕΑ και Ομαδικών, προτείνεται η φορολογική επιβάρυνση των ΤΕΑ συγκριτικά με τα Ομαδικά να είναι μειωμένη κατά 50% όσον αφορά στις παροχές τους.
    Το ισχύον Ν/Σ ως έχει αναρτηθεί, υιοθετεί τον κανόνα «lower risks, higher taxes» ή ισοδύναμα «higher risks, lower taxes» ενισχύοντας τον αθέμητο ανταγωνισμό σε βάρος των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης.

    Άρθρο 110: Μεταβατικές διατάξεις
    παρ. 1& 6:

    Πρόταση:
    Δεδομένου ότι υπάρχουν αιτήσεις ΤΕΑ για τροποποίηση του καταστατικού τους, που εκκρεμούν μεγάλο χρονικό διάστημα [άνω των 3 ετών στην περίπτωση του ταμείου ΤΕΑ ΑCCENTURE Ν.Π.Ι.Δ.], θα πρέπει να χορηγηθεί δικαίωμα στους εργαζόμενους των εργοδοτριών εταιρειών που κατά την ψήφιση του νόμου δεν είναι μέλη του ταμείου, να γίνουν μέλη του ταμείου μετά τη ψήφιση του νομοσχεδίου και να έχουν δικαιώματα ισότιμα προς τα υφιστάμενα [κατά την ψήφιση] μέλη του ταμείου [μη υπαγωγή στο άρθρο 13, φορολογικές διατάξεις κλπ.].

    Αιτιολογία:
    Η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της τροποποίησης του καταστατικού των ανωτέρω ταμείων, εξ’ υπαιτιότητας των αρμόδιων αρχών, προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη στους ανωτέρω εργαζομένους [μη μέλη των ταμείων] δεδομένου ότι θα υπαχθούν στις δυσμενείς διατάξεις του νομοσχεδίου, ιδίως του άρθρου 13.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:41 | ΣΤΑΜΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

    Συμφωνούμε απόλυτα με τις προτάσεις της ΕΛΕΤΕΑ και όχι με το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας.-

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:30 | ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

    Φορολογία και έτη ασφάλισης – Κατάργηση της κλίμακας και εφαρμογή αφορολογήτου με όριο εφάπαξ ποσού

    Προτείνεται η φορολόγηση να εφαρμοσθεί κατά τα αγγλοσαξωνικά πρότυπα, δηλαδή μηδενική η φορολόγηση έως ένα όριο συσσωρευμένης περιουσίας στο εφάπαξ του ασφαλισμένου, και στο υπερβάλλον ποσό να εφαρμόζεται ο οριακός φορολογικός συντελεστής του δικαιούχου ασφαλισμένου.

    Με αυτόν τον τρόπο μεγιστοποιείται το κίνητρο των νέων και των ασφαλισμένων με χαμηλά εισοδήματα, για τους οποίους άλλωστε είναι πιο κρίσιμη η συμπληρωματική ασφάλιση. Αυτό επιτυγχάνεται καθώς οι παραπάνω ομάδες ασφαλισμένων έχουν χαμηλό οριακό φορολογικό συντελεστή (9%, 22% ή 28%), ο οποίος είναι πλησίον στην προτεινόμενη φορολογική κλίμακα του Νόμου. Επίσης με την παροχή κινήτρων στους νέους προάγεται ο μακροπρόθεσμος ορίζοντας ασφάλισης και επένδυσης.

    Αντίθετα, με το προτεινόμενο καθεστώς φορολόγησης το κίνητρο παραμένει κυρίως στα υψηλά εισοδήματα, τα οποία καρπώνονται οι ασφαλισμένοι μεγαλύτερης ηλικίας.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:13 | Στέφανος Γκοντο

    Η φορολόγηση των παροχών των Τ.Ε.Α. και η συνακόλουθη μείωση επί των παροχών που ανέμενε ότι θα είχε κάθε ασφαλισμένος, όταν προ ετών επέλεγε να τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις του είναι αυθαίρετη και καταχρηστική.

    Σε Κανένα Παλιό ή/και Νέο μέλος δε συμφέρει να ενταχθεί πλέον στα εν λόγω ταμεία, καθώς η φορολόγηση τις περισσότερες φορές, ξεπερνάει την όποια φορολογική ελάφρυνση θα είχε από τη φορολογική δήλωση των εισφορών. Συνεπώς η εν λόγω φορολόγηση αποτελεί μεγάλη αδικία για υφιστάμενους ασφαλισμένους (οι οποίοι σε κάποια Ταμεία πχ ΕΤΑΟ είναι σίγουρο ότι θα περιορίσουν ή θα διακόψουν την ασφάλισή τους) και αποτελείαποτρεπτικό παράγοντα για τους νέους ασφαλισμένους.

    Με την υπόψη φορολόγηση είναι σίγουρη η συρρίκνωση των Τ.Ε.Α. και όχι η ανάπτυξή τους.

    Θεωρώ επιτακτική την ανάγκη να παραμείνει αφορολόγητη η υπόψη παροχή για όλους (παλιούς και νέους ασφαλισμένους). Στη χειρότερη περίπτωση, να παραμείνει αφορολόγητη για τους παλιούς και να τεθεί μια μικρή και προοδευτική φορολόγηση, αποκλειστικά και μόνο για νέους ασφαλισμένους και αποκλειστικά και μόνο για ποσά παροχών μεγαλύτερα των €100.000.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:51 | TASOS PATERIS

    1. Με δεδομένο ότι ο νέος νόμος θα πρέπει να ενισχύει την αναλογικότητα της αποταμίευσης με βάση το εισόδημα, δεν θα πρέπει να τεθεί κάποιο ανώτατο χρηματικό όριο. Μπορεί να ορισθεί ανώτατο όριο για τις εισφορές του ασφαλισμένου, τακτικές και έκτακτες, τριάντα τοις εκατό (30%) του ακαθάριστου εισοδήματος του εργαζομένου από μισθωτή εργασία.
    2. Το νέο σχέδιο νόμου, αλλάζει τον τρόπο που ορίζονται οι φορολογικοί συντελεστές και κινητροδοτεί τον εργαζόμενο μειώνοντας τον φορολογικό συντελεστή όσο περισσότερο χρονικό διάστημα παραμένει ασφαλισμένος σε επαγγελματικό ταμείο ή ομαδικό συμβόλαιο.
    Όμως δεν λαμβάνει υπόψη την πολύ συχνή περίπτωση που κάποιος εργαζόμενος παραμένει ασφαλισμένος σε κάποιον εργοδότη για π.χ. 5 έτη, παραιτείται και συνεχίζει σε άλλον εργοδότη ο οποίος διαθέτει επίσης ομαδικό συμβόλαιο ή επαγγελματικό ταμείο. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν επιθυμεί να εισπράξει την παροχή του από το πρώτο ομαδικό για να συνεχίσει να αποταμιεύει (συμμορφούμενος με το πνεύμα του νομοθέτη) και να επωφεληθεί του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος, θα πρέπει να προβλεφθεί στο σχέδιο νόμου η δυνατότητά του να μεταφέρεται το ατομικό του απόθεμα από την προηγούμενη ασφαλιστική εταιρία/επαγγελματικό ταμείο στην επόμενη. Να σημειώσουμε ότι αυτό αποτελεί την πεπατημένη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
    3. Το νέο σχέδιο νόμου θα πρέπει να δίνει κίνητρα στους εργοδότες να συνάπτουν αποταμιευτικά συμβόλαια και στους εργαζόμενους να αποταμιεύσουν μακροχρόνια, συμμετέχοντας με ίδιες εισφορές στα ομαδικά συμβόλαια.
    Αν όμως κάποιος εργαζόμενος έχει λιγότερα από 15 έτη ασφάλισης σε ομαδικό συμβόλαιο και αποφασίσει να αλλάξει εργοδότη (δηλαδή να παραιτηθεί), λόγω της προσαύξησης κατά 50% του φορολογικού συντελεστή σε περίπτωση παραίτησης η οποία θεωρείται πρόωρη εξαγορά, θα φορολογηθεί με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή από αυτόν που θα πλήρωνε αν τα εισέπραττε ως μισθό.
    π.χ. αν κάποιος εργαζόμενος έχει 5 έτη παραμονής σε ομαδικό και αποχωρήσει με παραίτηση, θα φορολογείται με συντελεστή 30% και αν έχει μέχρι 15 έτη με 22,5%. Αν όμως δεν αποταμίευε και το εισέπραττε ως μισθό, αν είχε ετήσιο εισόδημα μέχρι € 20.000, θα πλήρωνε φόρο εισοδήματος μικρότερο από 22% σύμφωνα με την αντίστοιχη φορολογική κλίμακα για μισθωτή εργασία.
    Σημειώστε ότι σήμερα στο εν λόγω παράδειγμα, ο εργαζόμενος με ομαδικό πρόγραμμα, θα επιβαρυνόταν με φόρο 15% αν το συσσωρευμένο ποσό, ήταν μέχρι 40.000€.
    Κατά συνέπεια θα πρέπει να καταργηθεί η προσαύξηση του 50% σε περίπτωση παραίτησης του εργαζόμενου.
    4. Στο σχέδιο νόμου προβλέπεται χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής σε περίπτωση που ο εργαζόμενος εισπράξει την παροχή που δικαιούται σαν σύνταξη αντί εφάπαξ.
    Όμως στα περισσότερα ομαδικά συμβόλαια δεν προβλέπεται δυνατότητα λήψης της παροχής σε σύνταξη. Ακόμη και σε αυτά που υπάρχει σχετική αναφορά, η σύνταξη δεν αποτελεί επιλογή της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζόμενων, λόγω των υψηλών επιβαρύνσεων που προκύπτουν από την μετατροπή του δικαιούμενου ποσού σε σύνταξη. Προκειμένου να ενισχυθεί το συνταξιοδοτικό εισόδημα, θα πρέπει ο νομοθέτης να προβλέψει την ύπαρξη σχετικών ρυθμίσεων για τις επιβαρύνσεις και τους πίνακες που θα χρησιμοποιούνται και η υιοθέτησή τους από όλες τις ασφαλιστικές εταιρίες.

  • Κατάργηση φορολόγησης των επενδύσεων των ΤΕΑ και επίτευξη ίσης μεταχείρισης των επενδυτών στη φορολόγηση των υπεραξιών

    Με βάση τον υπό διαβούλευση νόμο, προκύπτει από τις φορολογικές κλίμακες με τις αυξανόμενες περιόδους σε έτη ασφάλισης ότι στόχος είναι η μακροπρόθεσμη ασφάλιση των ασφαλισμένων στα ΤΕΑ. Η επίπτωση των επενδυτικών αποδόσεων και του ανατοκισμού σε μακροχρόνιες περιόδους είναι σημαντική και έχει πολλαπλασιαστική επίδραση στις καταβληθείσες εισφορές.

    Για παράδειγμα, οι μηνιαίες καταβολές €100 για 30 ή 40 έτη με μια συντηρητική ετήσια απόδοση 6% έχει ως αποτέλεσμα το συσσωρευμένο κεφάλαιο να τριπλασιαστεί και να τετραπλασιαστεί αντίστοιχα σε σχέση με τις συνολικές εισφορές που καταβλήθηκαν. Η επιβολή του προτεινόμενου φόρου 5% (κλίμακα για έτη ασφάλισης 26 και άνω) επί του εφάπαξ, δηλαδή επί του συσσωρευμένου κεφαλαίου ουσιαστικά αντιστοιχεί στην τριπλάσια και τετραπλάσια φορολογική επιβάρυνση των συνολικών εισφορών που καταβλήθηκαν. Επιπλέον της προαναφερόμενης ιδιαίτερα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης των αποταμιευτών εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, είναι άνιση η μεταχείριση συγκριτικά με τους υπόλοιπους επενδυτές για τους οποίους οι υπεραξίες έχουν μηδενική φορολόγηση. Να επισημανθεί επίσης ότι οι επενδύσεις των ΤΕΑ θα χρεώνονται ήδη με τις εκάστοτε φορολογικές υποχρεώσεις που ισχύουν (φόρος μερισμάτων, τοκομεριδίων, συναλλαγών, κ.α.).

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:31 | Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού των Εταιρειών του Ομίλου Ελληνικά Χρηματιστήρια – Χρηματιστήριο Αθηνών Ν.Π.Ι.Δ.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού των Εταιρειών του Ομίλου Ελληνικά Χρηματιστήρια – Χρηματιστήριο Αθηνών Ν.Π.Ι.Δ. (ΤΕΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ) παραθέτει τις θέσεις του, στο πλαίσιο της διαβούλευσης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης «Αναμόρφωση επαγγελματικής ασφάλισης, εξορθολογισμός ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, σύστημα διορισμού και προσλήψεων των εκπαιδευτικών της δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης και λοιπές διατάξεις» ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτή λειτουργία του προς όφελος των μελών του:
    Α. Σχετικά με τη νέα στρατηγική φορολόγησης:
    1. Η νέα κλίμακα φορολογίας εφάπαξ και σύνταξης να διαμορφωθεί ως εξής:
    Για έως 10 έτη υπαγωγής ως μέλος 10% σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής και 5% σε περίπτωση σύνταξης.
    Για άνω των 10 ετών υπαγωγής ως μέλος 5% σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής και 2,5% σε περίπτωση σύνταξης.
    Ειδική περίπτωση: Για λήψη της παροχής για έτη υπαγωγής ως μέλους έως 5 έτη, ο συντελεστής φορολόγησης αυξάνεται κατά 5π.μ. (δηλ. ίσος με 15%) για το υπερβάλλον των 50 χιλ. ευρώ ποσό.
    Επίσης, να καταργηθεί η φορολόγηση όλων των εισοδημάτων από επενδύσεις των ΤΕΑ.
    Τέλος, να διευκρινιστεί ότι σε περίπτωση που εισφορές προς συνταξιοδοτικό κλάδο υπερβαίνουν το ανώτατο όριο φοροαπαλλαγής, το μέρος της παροχής εφάπαξ που τους αντιστοιχεί αποδίδεται αφορολόγητο (κατ’ αναλογία εφαρμογή σε περίπτωση σύνταξης)
    2. Οι εισφορές των εργοδοτών σε ΤΕΑ να μην υπάγονται σε ανώτατο φορολογικό όριο ή/και να μην θεωρούνται εισόδημα για τον εργαζόμενο.
    3. Να καταργηθεί το απόλυτο όριο αφορολόγητου των 15 χιλ. ευρώ και αν κριθεί αναγκαία η ύπαρξη ορίου, να διατηρηθεί το ποσοστό 20% επί των ακαθαρίστων εισοδημάτων του εργαζόμενου, ως όριο επί των εισφορών για συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλει έκαστος εργαζόμενος.
    4. Να καταργηθεί το όριο του αφορολόγητου των 1.500 ευρώ όσον αφορά εισφορές για συμπληρωματικές παροχές που καταβάλλει έκαστος εργαζόμενος.
    5. Να καταργηθεί η πρόβλεψη του άρθρου 107 για επιπρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις για εργαζόμενους που ασφαλίστηκαν μετά τα 55 έτη για κάθε έτος που υπολείπεται των 5 ετών ασφάλισης.
    6. Τα έτη ασφάλισης για την εφαρμογή του άρθρου 13 να αφορούν σε έτη υπαγωγής ως μέλος και όχι σε έτη εισφορών προς το ΤΕΑ.
    Β. Σχετικά με τον εξορθολογισμό της φορολόγησης μεταξύ ΤΕΑ και των ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων:
    1. Θα πρέπει με νομοθετική πρόβλεψη να εξομοιωθούν οι όροι λειτουργίας των ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων με τις αντίστοιχες απαιτήσεις διαχείρισης και λειτουργίας των ΤΕΑ, ώστε να μην αποκτούν προβάδισμα τα ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικά συμβόλαια έναντι των ΤΕΑ για λόγους κόστους, ευελιξίας ακόμα και απόδοσης ρίσκου.
    2. Σε περίπτωση μη εξομοίωσης όρων λειτουργίας ΤΕΑ και ομαδικών ασφαλιστήριων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, η φορολογική επιβάρυνση των ΤΕΑ συγκριτικά με τα ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικά συμβόλαια να είναι μειωμένη κατά 50% όσον αφορά στις παροχές τους.
    Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα ΤΕΑ διοχετεύουν οικονομικούς πόρους στην ελληνική οικονομία και προσφέρουν αυξημένη ρευστότητα μέσω επενδύσεων στην ελληνική κεφαλαιαγορά. Στις κατανομές των επενδυτικών στρατηγικών των ΤΕΑ προβλέπεται διασπορά επενδύσεων η οποία συνήθως περιλαμβάνει ποσοστά επενδύσεων είτε σε Ελληνικά ομόλογα είτε στο Χρηματιστήριο Αθηνών.
    Επιπρόσθετα, η επένδυση των ΤΕΑ στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά και στη δημιουργία φορολογικών εσόδων λόγω των αυξημένων χρηματιστηριακών συναλλαγών (φόρος συναλλαγών), της αύξησης της κεφαλαιοποίησης των εισηγμένων εταιρειών (πόρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς) καθώς και της ανάπτυξης των δραστηριοτήτων / αύξησης κύκλου εργασιών των επαγγελματιών διαχειριστών χαρτοφυλακίου (πόρος Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, φόρος μισθωτών υπηρεσιών, φόρος επιχειρηματικής δραστηριότητας κλπ.)
    Γ. Σχετικά με τις ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης συνταξιοδοτικής παροχής:
    Όπου στην παρ.1γ του άρθρου 13 αναφέρεται «λόγω συμμετοχής του σε πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου» να γίνει «λόγω οικειοθελούς αποχώρησης με τη σύμφωνη γνώμη του εργοδότη».
    Δ. Σχετικά με το Εποπτικό Συμβούλιο:
    Να καταργηθεί η υποχρέωση για συγκρότηση Εποπτικού Συμβουλίου και να ενισχυθούν οι αρμοδιότητες του εσωτερικού ελέγχου με τον έλεγχο της κανονιστικής συμμόρφωσης του ΔΣ και με προσθήκη στις αρμοδιότητές του εκείνες που προβλέπονται στο προτεινόμενο άρθρο 26.
    Ε. Αναφορικά με τις Μεταβατικές Διατάξεις (άρθρο 110)
    1. Προτείνεται οι όροι ασφάλισης των νεοεισερχομένων σε ήδη υφιστάμενα ΤΕΑ μέχρι της ολοκλήρωσης της τροποποίησης των καταστατικών τους την 31/12/2025, να ρυθμίζονται από τις διατάξεις των καταστατικών τους όπως ίσχυαν μέχρι την τροποποίηση και σε κάθε περίπτωση έως την 31/12/2025.
    2. Ειδικά για τις περιπτώσεις αίτησης τροποποίησης καταστατικών προς τις αρμόδιες εποπτικές αρχές η οποίες έχουν υποβληθεί έως και 3 μήνες πριν την 31/12/2023, προτείνεται να εφαρμόζονται οι διατάξεις του νέου Ν/Σ.
    3. Τα συσσωρευμένα ποσά των Ατομικών Λογαριασμών μέχρι την 01/01/2024 και οι μελλοντικές τους αποδόσεις να φορολογούνται σύμφωνα με το προϊσχύον καθεστώς.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 08:48 | Διονύσιος Μαρούλης

    1. Το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Αστυνομικών Πυροσβεστών και Λιμενικών λειτουργεί από το έτος 2009. στο Ταμείο λειτουργούν δύο κλάδοι ο Κλάδος Συνταξιοδοτικών Παροχών και ο Κλάδος Συμπληρωματικών Παροχών. Ο πρώτος εκ των δύο χορηγεί εφάπαξ παροχή ή σύνταξη ορισμένου χρόνου και ο δεύτερος οικονομικές ενισχύσεις, σε περιπτώσεις νοσηλείας, μόνιμης ολικής ανικανότητας και θανάτου, στα μέλη του και τις οικογένειες τους.

    2. Το Τ.Ε.Α.Α.Π.Λ. Ν.Π.Ι.Δ. είναι σήμερα το μεγαλύτερο πληθυσμιακά ταμείο προαιρετικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα το οποίο έως και την ημερομηνία ανακοίνωσης του νέου Ν/Σ έβαινε συνεχώς αυξανόμενο και ο αριθμός των μελών του σήμερα ανέρχεται σε περίπου 7.300 άτομα. Η μέση ηλικία των μελών είναι τα 44 ετη, η μέση ατομική μερίδα ανέρχεται στα 4.100€ και η μέση μηνιαία εισφορά που παρακρατείται από τον μισθό του δημοσίου στα 75€.

    3. Μέχρι σήμερα από την έναρξη λειτουργίας του ταμείου ο κλάδος συνταξιοδοτικών παροχών έχει αποδώσει σε 1.100 μέλη συνολικό ποσό ύψους 10.000.000€ και ο κλάδος συμπληρωματικών παροχών σε 250 μέλη συνολικό ποσό ύψους 1.000.000€.

    4. Παρατίθενται οι θέσεις του Τ.Ε.Α.Α.Π.Λ. για τα προβλεπόμενα στο νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση και ρυθμίζει θέματα ίδρυσης και λειτουργίας των ΤΕΑ ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτή λειτουργία του προς όφελος των μελών του.

    5. Άρθρο 13.

    Τα έτη ασφάλισης για την εφαρμογή του άρθρου 13 θα πρέπει να αφορούν έτη υπαγωγής ως μέλος και όχι έτη εισφορών προς το ΤΕΑ καθώς σύμφωνα με τους κανόνες της επαγγελματικής ασφάλισης που διαφέρουν ουσιωδώς από αυτούς που διέπουν την κοινωνική ασφάλιση, το συσσωρευμένο κεφάλαιο εξακολουθεί να επενδύεται και επομένως υπόκειται στους κινδύνους επενδύσεων όπως ακριβώς και των ενεργών μελών, ενώ αυτό επιβαρύνεται και από τα έξοδα λειτουργίας του Ταμείου και κατά το χρόνο που δεν παρακρατούνται νέες εισφορές.

    6. Άρθρο 106

    Να προστεθεί στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος περίπτωση «κ) Οι παροχές του κλάδου συμπληρωματικών παροχών των ΤΕΑ που αφορούν θάνατο, ασθένεια και νοσηλεία του μέλους.» Διότι σε διαφορετική περίπτωση θα περικόπτεται ένα βοήθημα που δίδεται στα μέλη και τις οικογένειες τους όταν αντιμετωπίζουν μια πολύ δύσκολη και από οικονομικής πλευράς συγκυρία

    λαμβάνοντας υπόψη την επικινδυνότητα και τα θύματα που έχουν θρηνήσει τα σώματα ασφαλείας διαχρονικά. Πρόκειται κατ΄ουσία για προνοιακή παροχή αποζημιωτικού καθαρά χαρακτήρα.

    7. Άρθρα 107 και 109.

    Από την ατομική μερίδα του ασφαλισμένου παρακρατείται ποσοστό της τάξη του 5% υπέρ των εξόδων λειτουργίας του Ταμείου όντας ταμείο χωρίς εισφορά εργοδότη, ενώ αναμένεται το ποσοστό αυτό να αυξηθεί καθώς από το νομοσχέδιο προβλέπονται αυξημένες απαιτήσεις εποπτείας. Ως Ταμείο συντασσόμαστε με την αυστηρή και ισχυρή εποπτεία, πλην όμως η όποια αύξηση των λειτουργικών εξόδων σε συνάρτηση με την υπερβολική φορολόγηση των παροχών που προβλέπεται στα άρθρα 107 και 109 εξανεμίζει τα οφέλη της συμμετοχής στο Ταμείο. Καμία συνετή διαχείριση των επενδύσεων δεν θα μπορέσει να επιφέρει αποδόσεις που να υπερκαλύπτουν τα αυξημένα έξοδα λειτουργίας σε συνδυασμό με την φορολόγηση που προβλέπεται στο υπό διαβούλευση Ν/Σ.
    Επιπροσθέτως ζητάμε τη θέσπιση αφορολόγητου ορίου ύψους 20.000€ για τα ποσά που θα συσσωρευθούν στις ατομικές μερίδες των μελών από τις εισφορές τους μετά την εφαρμογή του νόμου, ειδικά σε ταμεία που ασφαλίζουν μισθωτούς και δη δημοσίους υπαλλήλους που οι ετήσιες αποδοχές τους σπάνια ξεπερνούν τις 20.000€ και δεν συμμετέχει ο εργοδότης ώστε να καλυφθούν τα έξοδα λειτουργίας τους.

  • 6 Δεκεμβρίου 2023, 07:56 | ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

    Το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Αστυνομικών Πυροσβεστών και Λιμενικών λειτουργεί από το έτος 2009. στο Ταμείο λειτουργούν δύο κλάδοι ο Κλάδος Συνταξιοδοτικών Παροχών και ο Κλάδος Συμπληρωματικών Παροχών. Ο πρώτος εκ των δύο χορηγεί εφάπαξ παροχή ή σύνταξη ορισμένου χρόνου και ο δεύτερος οικονομικές ενισχύσεις, σε περιπτώσεις νοσηλείας, μόνιμης ολικής ανικανότητας και θανάτου, στα μέλη του και τις οικογένειες τους.

    2. Το Τ.Ε.Α.Α.Π.Λ. Ν.Π.Ι.Δ. είναι σήμερα το μεγαλύτερο πληθυσμιακά ταμείο προαιρετικής ασφάλισης του δεύτερου πυλώνα το οποίο έως και την ημερομηνία ανακοίνωσης του νέου Ν/Σ έβαινε συνεχώς αυξανόμενο και ο αριθμός των μελών του σήμερα ανέρχεται σε περίπου 7.300 άτομα. Η μέση ηλικία των μελών είναι τα 44 ετη, η μέση ατομική μερίδα ανέρχεται στα 4.100€ και η μέση μηνιαία εισφορά που παρακρατείται από τον μισθό του δημοσίου στα 75€.

    3. Μέχρι σήμερα από την έναρξη λειτουργίας του ταμείου ο κλάδος συνταξιοδοτικών παροχών έχει αποδώσει σε 1.100 μέλη συνολικό ποσό ύψους 10.000.000€ και ο κλάδος συμπληρωματικών παροχών σε 250 μέλη συνολικό ποσό ύψους 1.000.000€.

    4. Παρατίθενται οι θέσεις του Τ.Ε.Α.Α.Π.Λ. για τα προβλεπόμενα στο νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση και ρυθμίζει θέματα ίδρυσης και λειτουργίας των ΤΕΑ ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτή λειτουργία του προς όφελος των μελών του.
    5.

    Άρθρο 13.
    Τα έτη ασφάλισης για την εφαρμογή του άρθρου 13 θα πρέπει να αφορούν έτη υπαγωγής ως μέλος και όχι έτη εισφορών προς το ΤΕΑ καθώς σύμφωνα με τους κανόνες της επαγγελματικής ασφάλισης που διαφέρουν ουσιωδώς από αυτούς που διέπουν την κοινωνική ασφάλιση, το συσσωρευμένο κεφάλαιο εξακολουθεί να επενδύεται και επομένως υπόκειται στους κινδύνους επενδύσεων όπως ακριβώς και των ενεργών μελών, ενώ αυτό επιβαρύνεται και από τα έξοδα λειτουργίας του Ταμείου και κατά το χρόνο που δεν παρακρατούνται νέες εισφορές.

    6. Άρθρο 106
    Να προστεθεί στην παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος περίπτωση «κ) Οι παροχές του κλάδου συμπληρωματικών παροχών των ΤΕΑ που αφορούν θάνατο, ασθένεια και νοσηλεία του μέλους.»
    Διότι σε διαφορετική περίπτωση θα περικόπτεται ένα βοήθημα που δίδεται στα μέλη και τις οικογένειες τους όταν αντιμετωπίζουν μια πολύ δύσκολη και από οικονομικής πλευράς συγκυρία
    λαμβάνοντας υπόψη την επικινδυνότητα και τα θύματα που έχουν θρηνήσει τα σώματα ασφαλείας διαχρονικά. Πρόκειται κατ΄ουσία για προνοιακή παροχή αποζημιωτικού καθαρά χαρακτήρα.

    7. Άρθρα 107 και 109.
    Από την ατομική μερίδα του ασφαλισμένου παρακρατείται ποσοστό της τάξη του 5% υπέρ των εξόδων λειτουργίας του Ταμείου όντας ταμείο χωρίς εισφορά εργοδότη, ενώ αναμένεται το ποσοστό αυτό να αυξηθεί καθώς από το νομοσχέδιο προβλέπονται αυξημένες απαιτήσεις εποπτείας. Ως Ταμείο συντασσόμαστε με την αυστηρή και ισχυρή εποπτεία, πλην όμως η όποια αύξηση των λειτουργικών εξόδων σε συνάρτηση με την υπερβολική φορολόγηση των παροχών που προβλέπεται στα άρθρα 107 και 109 εξανεμίζει τα οφέλη της συμμετοχής στο Ταμείο. Καμία συνετή διαχείριση των επενδύσεων δεν θα μπορέσει να επιφέρει αποδόσεις που να υπερκαλύπτουν τα αυξημένα έξοδα λειτουργίας σε συνδυασμό με την φορολόγηση που προβλέπεται στο υπό διαβούλευση Ν/Σ.

    Παραδείγματα: 1)Στην περίπτωση αστυνομικού 51 ετών με ετήσιο εισόδημα κάτω των 20.000€ ο οποίος εγγράφεται για πρώτη φορά στο ταμείο και πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί στα 55 έτη, η εφάπαξ παροχή του, σύμφωνα με το Ν/Σ, φορολογείται κατά τη λήψη της με φόρο της τάξης του 20%. Στο ποσοστό αυτό αν αθροισθεί και το ποσοστό του 5% που παρακρατείτε για τα λειτουργικά έξοδα του Ταμείου το ποσοστό (25%) που προκύπτει από την άθροιση αυτή υπερκαλύπτει το οποιοδήποτε όφελος του μέλους, καθώς η φοροαπαλλαγή της εισφοράς του είναι της τάξης του 22% και δεν είναι δεδομένο ότι οι αποδόσεις του αμοιβαίου κεφάλαιού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα υπερκαλύψουν τη διαφορά του -3% που προκύπτει ώστε το μέλος τουλάχιστον να μην υποστεί ζημία από τη συμμετοχή του στο Ταμείο.
    2) Σε περίπτωση μέλους ηλικίας 44 ετών (μέση ηλικία μελών) όπου ο μέγιστος χρόνος παραμονής του στο ταμείο θα ανέλθει στα 11 έτη σύμφωνα με το Ν/Σ, η εφάπαξ παροχή του φορολογείται 15%. Με αποτέλεσμα αν συνυπολογιστεί το ποσοστό του 5% των λειτουργικών εξόδων του Ταμείου και αρχική φοροαπαλλαγής της εισφοράς του 22% προκύπτει όφελος της τάξης μόλις του 2% και δέσμευση των χρημάτων του για 11 έτη, που αποτελεί αντικίνητρο συμμετοχής στο ΤΕΑ.
    Ως εκ τούτου συντασσόμαστε πλήρως με την πρόταση της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης η οποία προβλέπει φορολόγηση της εφάπαξ παροχής ή της περιοδικής παροχής ως ακολούθως:

    Έτη υπαγωγής ως μέλος Εφάπαξ Περιοδικές καταβολές (Σύνταξη)
    Έως 10 10% 5%
    10+ 5% 2,5%

    Επιπροσθέτως ζητάμε τη θέσπιση αφορολόγητου ορίου ύψους 20.000€ για τα ποσά που θα συσσωρευθούν στις ατομικές μερίδες των μελών από τις εισφορές τους μετά την εφαρμογή του νόμου, ειδικά σε ταμεία που ασφαλίζουν μισθωτούς και δη δημοσίους υπαλλήλους που οι ετήσιες αποδοχές τους σπάνια ξεπερνούν τις 20.000€ και δεν συμμετέχει ο εργοδότης ώστε να καλυφθούν τα έξοδα λειτουργίας τους.