• Σχόλιο του χρήστη 'Σύλλογος Ελλήνων Εγκληματολόγων Παντείου Πανεπιστημίου' | 3 Μαΐου 2020, 17:30

    Με αφορμή τη διαβούλευση που λαμβάνει χώρα πάνω στο νέο νόμο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και ειδικότερα στο Άρθρο 39, «Λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού»: Στο παρόν άρθρο δεν αναφέρονται συγκεκριμένες προτάσεις γύρω από την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, παρά μόνο στο άρθρο 38, όπου γίνεται λόγος για θεσμοθέτηση του «εκπαιδευτικού εμπιστοσύνης», ο οποίος θα έχει τη δυνατότητα παρέμβασης σε μαθητές και γονείς, σε ζητήματα που απασχολούν το σχολείο, όπως, διαχείριση κρίσεων, σχολικός εκφοβισμός, προβλήματα συμπεριφορών των μαθητών. Σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 38, ο «εκπαιδευτικός εμπιστοσύνης», μοιάζει να θέτει στο περιθώριο το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό του σχολείου, καθιστώντας αυτούς τους εκπαιδευτικούς ως «μη εμπιστοσύνης». Σε μια σχολική μονάδα, όπου τα παιδιά μας αφιερώνουν τη μισή τους ημέρα εκεί, θα πρέπει να νιώθουν όλους τους εκπαιδευτικούς άξιους εμπιστοσύνης και όχι μόνο έναν ή δυο από αυτούς. Όλο το προσωπικό ενός σχολείου, οφείλει να είναι διαθέσιμο απέναντι στα παιδιά και να επιμένει στην επίλυση διαφόρων δυσκολιών που προκύπτουν εντός του σχολείου, αλλά και να αναδύει με τη συμβολή λοιπού προσωπικού άλλα ζητήματα που μπορούν να αντιμετωπίζουν τα παιδιά και που δεν τα αφήνουν να προοδεύσουν. Σε αυτή την κατεύθυνση, η πρόσληψη μόνιμων ψυχολόγων με σχετική κατάρτιση σε κάθε σχολική μονάδα κρίνεται αναγκαία, κάτι που πολλοί επιστημονικοί σύλλογοι ψυχολόγων έχουν καταστήσει σαφές εδώ και χρόνια. Με τη διαρκή παρουσία τους και όχι με προσωρινή ή ευκαιριακή μπορούν να αποτελέσουν και για τα παιδιά και για τους γονείς και για όλη τη σχολική κοινότητα τους ανθρώπους που μπορούν να συμβάλλουν και σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο, τόσο στην ανάδειξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων των παιδιών, όσο και των προβλημάτων των παιδιών μέσα από ποικίλες εφαρμογές, όπως δημιουργικές ομάδες μαθητών, ομάδες γονέων, ομάδες δασκάλων, εκστρατείες ευαισθητοποίησης για ζητήματα ψυχικής υγείας, διαχείριση κρίσεων. Μια σταθερή και συνεχής παρουσία σε κάθε εκπαιδευτική κοινότητα, θα μπορούσε επίσης να συνδράμει στην ενίσχυση δεξιοτήτων και του εκπαιδευτικού προσωπικού με επαναλαμβανόμενες εκπαιδεύσεις, σεμινάρια και ομάδες εργασίας, για να μπορούν και αυτοί να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε θέματα σχολικού εκφοβισμού. Συνεπικουρικά, πάνω στο πρότυπο θέσπισης των τοπικών συμβουλίων πρόληψης της εγκληματικότητας που λειτούργησε επιτυχώς για τους Δήμους της χώρας μας, προτείνεται να θεσπιστούν αντιστοίχως σχολικά συμβούλια πρόληψης του σχολικού εκφοβισμού. Σε αυτά θα συμμετέχουν εκτός από διδάσκοντες και εκπροσώπους του συλλόγου γονέων του σχολείου, εκπρόσωπος της κοινότητας και εγκληματολόγος. Οι δραστηριότητες αυτών των συμβουλίων θα έχουν μεν συμβουλευτικό χαρακτήρα, αλλά παράλληλα, θα θέτουν από κοινού στόχους με τους εκπροσώπους της σχολικής κοινότητα, οι οποίοι θα αξιολογούνται ανά τακτά διαστήματα. Επιπροσθέτως, για την αντιμετώπιση του διαδικτυακού εκφοβισμού (cyber bullying) και λοιπών συναφών θεμάτων, κρίνεται απαραίτητη η συνεχόμενη ενημέρωση από τον καθηγητή πληροφορικής κάθε σχολικής μονάδας . Ο σχολικός εκφοβισμός, το φαινόμενο “bullying”, είναι ένα από τα πολύ σοβαρά ζητήματα που απασχολούν σήμερα μια σχολική δομή και οι ψυχολόγοι έχουν τα εργαλεία για να το αντιμετωπίσουν. Παρ’ ό,τι οι μελέτες δεν καταλήγουν σε απόλυτα συμπεράσματα σχετικά με την έκταση του φαινομένου, αφού ανήκει στο «σκοτεινό αριθμό» περιστατικών, σημαντικό είναι ότι διαπιστώνεται η ύπαρξή του σε μεγάλο βαθμό και από μαθητές και από διδάσκοντες, επειδή προκαλεί ένα κλίμα δυσάρεστο και για τις δύο πλευρές, αλλά και πολύ σοβαρό για τις οικογένειες, όταν οι συνέπειες είναι ανεπανόρθωτες. Τότε, ο στιγματισμός δραστών και θυμάτων και ο αντίκτυπος των γεγονότων στη φήμη του σχολείου είναι ισχυρός. Ως γεγονός δεν αποκαλύπτεται συχνά, αφού και τα θύματα φοβούνται να μιλήσουν εξαιτίας επαναθυματοποίησης, αλλά και οι δάσκαλοι και οι γονείς λόγω στερεοτυπικών αντιλήψεων ή και άγνοιας. Σε μια τέτοια κατάσταση εξειδικευμένοι ψυχολόγοι ή άλλοι ειδικοί / κοινωνικοί επιστήμονες, μπορούν να διαπιστώσουν το φαινόμενο και τους παράγοντες κινδύνου γύρω από αυτό (όπως, διαταραγμένες σχέσεις σε μια οικογένεια, απουσία επίβλεψης, συγκρούσεις, χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, υποστήριξη βίας στην οικογένεια, έκθεση παιδιού στη βία), αλλά και να χειριστούν περιστατικά με στόχο την πρόληψη της επαναθυματοποίησης και να μάθουν στους μαθητές νέους τρόπους επικοινωνίας και διαχείρισης πιεστικών καταστάσεων, αλλά όχι με βία. Το bullying είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, για το οποίο οφείλουν να διερευνήσουν τους λόγους που οδηγούν αυτά τα παιδιά στην εκδήλωση σχετικών συμπεριφορών, προκειμένου να έχουν μια καλύτερη αντιμετώπιση και εκείνων και των θυμάτων, αλλά και των υπόλοιπων «μαρτύρων» που έχουν δει περιστατικά και δεν τα έχουν αναφέρει σε άλλους. Το bullying είναι ένα πολύ σοβαρό φαινόμενο που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσα απο ευκαιριακούς χειρισμούς, αλλά από συστηματική διαπαιδαγώγηση και εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, ενσυναίσθησης, αυτεπάρκειας, καθώς επίσης μέσα από την ενίσχυση των ικανοτήτων των μαθητών, ώστε να μάθουν να επικοινωνούν με άλλες μορφές και όχι με βία και ως το μέσο που θα τους βοηθήσει να αποκτήσουν αυτό που επιθυμούν. Σε διαφορετική περίπτωση, προβλήματα όπως το bullying δεν επιλύονται, αλλά δίνονται προσωρινές λύσεις και τα ζητήματα διογκώνονται και για το σχολείο αλλά και για τις οικογένειες των μαθητών. Κι αυτό γιατί ο σχολικός εκφοβισμός έχει αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως πρόβλημα Δημόσιας Υγείας (W.H.O., 1996, 1998), αφού η θυματοποίηση μπορεί να είναι ένα πρώιμο στάδιο στην εξελικτική ακολουθία που οδηγεί σε παραβατική συμπεριφορά σε μεγαλύτερη ηλικία, με τη σοβαρότητα των περιστατικών να τείνει να κλιμακώνεται με την ηλικία. Στο νηπιαγωγείο, η «βία» είναι δυνατό να εκφραστεί με πρώιμη επιθετικότητα, που μπορεί να εξελιχθεί σε εκφοβισμό στην πορεία, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και ορθά. Στο δημοτικό σχολείο οι πιο συνηθισμένες εκφάνσεις εκφοβισμού είναι η λεκτική και σωματική βία, η περιθωριοποίηση, η άσκηση πίεσης και μικρο-εκβιασμοί. Στο γυμνάσιο ο εκφοβισμός εστιάζει σε θέματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ταυτότητα και το φύλο, ενώ συχνά εκφράζονται με σωματική βία και με ηλεκτρονικό εκφοβισμό. Στο λύκειο η βία και ο εκφοβισμός εκφράζονται πιο έντονα, ακόμη και με ωμή βία. Αυτά καθίστανται ακόμη πιο ουσιαστικά όταν το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στα δικαιώματα των παιδιών και όταν η ομαλή τους ανάπτυξη μέσα στο σχολικό τους περιβάλλον εμποδίζεται εξαιτίας θυματοποίησής τους. Έχει επίσης αναγνωριστεί η σημασία του bullying από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως πρόβλημα που αντανακλά τον τρόπο εκπαίδευσης, την ψυχική υγεία του παιδιού και της οικογένειας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα, καθώς έχει ισχυρό αντίκτυπο στην παραβατική και εγκληματική συμπεριφορά στην ενήλικη ζωή, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, τόσο για τους δράστες, όσο και για τα θύματα. Θεωρείται ότι αντανακλά τη βία της κοινωνίας και ότι υποδεικνύει ελλείμματα στην εκπαίδευση, που αν δεν πληρωθούν, μπορεί αργότερα τα θύματα να εκδικηθούν με πολλούς τρόπους το σχολείο και το σχολικό περιβάλλον, μπορεί να δημιουργεί τόσα πολλά προβλήματα στο θύμα και στο παιδί-δράστη, που να διατηρούνται έως και την ενήλικη ζωή και τα θύματα μπορεί να σκεφτούν ακόμη και την αυτοκτονία. Έχει κλιμακούμενη σταδιακή διεργασία στην πορεία του χρόνου, αν δεν διακοπεί. Οι άνδρες έχουν πιθανότητα να κακοποιούν τις συζύγους, οι γυναίκες τα παιδιά τους, αλλά και τα δύο φύλα έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίζουν αντίστοιχες συμπεριφορές στο περιβάλλον εργασίας τους στην ενήλικη ζωή. Με άλλα λόγια, η αντικοινωνική συμπεριφορά των δραστών δεν περιορίζεται μόνο στο σχολείο, αλλά αν δεν διακοπεί, συνεχίζει έως την ενηλικίωση και εκδηλώνεται σε ένα συνεχές και σε ποικίλα πλαίσια, με επιπτώσεις αναπτυξιακές, συναισθηματικές, γνωσιακές, στην επίδοση εργασίας, στη διαμόρφωση σχέσεων, στην οικογενειακή ζωή. Τα 3 πιο αποτελεσματικά μοντέλα στη διαχείριση του σχολικού εκφοβισμού είναι το “Olweus Bullying Prevention Program”, το “Linking the Interests of Families and Teachers (LIFT)” και το “The Incredible Years”. Και τα τρία αυτά προγράμματα ενδυναμώνουν στους μαθητές το σεβασμό, την αυτοεκτίμηση, τη αυτοπεποίθηση, την ενσυναίσθηση, την αγάπη, την αυτοεπάρκεια, την αποδοχή, την ομαλή κοινωνική συμβίωση, την ανάπτυξη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων και φιλίας. Η τοποθέτηση ψυχολόγων σε όλα τα σχολεία θα πρέπει σήμερα, λοιπόν, να αποτελεί μια ουσιαστική παρέμβαση εκ μέρους του Υπουργείου, μαζί με τα σχολικά συμβούλια πρόληψης του σχολικού εκφοβισμού η οποία αφενός θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση διαφόρων ζητημάτων που προκύπτουν σε μια σχολική κοινότητα, αφετέρου θα οδηγήσει στην αποστιγματοποίηση των ατόμων που απευθύνονται σε ψυχολόγους, όταν εκείνοι θα βρίσκονται εκεί για να νοιάζονται και να φροντίζουν μαθητές, εκπαιδευτικό και λοιπό προσωπικό μιας σχολικής μονάδας.