- Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού - http://www.opengov.gr/ypepth -

1. Νέα ταυτότητα με νέα ηγεσία και ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ. Νέα σχέση εμπιστοσύνης με την πολιτεία και την κοινωνία, με λογοδοσία και ευθύνη

Η μεγάλη αύξηση του συνολικού αριθμού των πανεπιστημίων και των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των σχολών και των τμημάτων τους τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και η γεωγραφική τους κατανομή έχουν διαφοροποιήσει δραματικά τις συνθήκες στις οποίες αυτά λειτουργούν. Και τούτο κυρίως επειδή η νέα αυτή πραγματικότητα δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστικές ποιοτικές αλλαγές ούτε στον τρόπο εποπτείας και διαχείρισης των ιδρυμάτων από την πολιτεία, ούτε στην εσωτερική οργάνωση και διοίκησή τους.

Το σημερινό πλαίσιο εποπτείας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων βασίζεται κατά κύριο λόγο σε μια ομοιόμορφη, ισοπεδωτική, και άκρως λεπτομερή νομοθεσία και σε εκτενέστατους γραφειοκρατικούς ελέγχους της λειτουργίας τους. Πρόκειται για ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας, που δεν εξασφαλίζει επαρκείς και αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες κοινωνικής λογοδοσίας, δεν αναδεικνύει τα διαφορετικά επιτεύγματα και δεν ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις διαφοροποιημένες ανάγκες των ιδρυμάτων. Δεν εξασφαλίζει στα ιδρύματα την αυτοτέλεια και τις δυνατότητες που απαιτούνται ώστε να αντιμετωπίζουν εσωτερικά και με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα τις διαφορετικές τους ανάγκες, βελτιώνοντας συνεχώς την ποιότητά τους.

Το σημερινό πλαίσιο εποπτείας και διαχείρισης ευνοεί την αδιαφάνεια στη λειτουργία τόσο του κράτους όσο και των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, χωρίς να αποτρέπει την ανάπτυξη σχέσεων πελατειακού χαρακτήρα μεταξύ τους, αλλά και μέσα στα ίδια τα ιδρύματα. Εκτρέπει ταυτόχρονα τις κεντρικές υπηρεσίες της πολιτείας από τον επιτελικό τους ρόλο και τη βασική τους αποστολή για σχεδιασμό, προγραμματισμό και ανάπτυξη πολυετούς εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, με σταθερότητα και συνέπεια στην υλοποίησή της.

Το πλαίσιο αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματική λειτουργία και της πολιτείας και των ιδρυμάτων. Είναι πλέον παρωχημένο και, σε κάθε περίπτωση, δυσλειτουργικό και αναποτελεσματικό. Ευνοεί τον συνεχή κατακερματισμό των ιδρυμάτων, των σχολών και των τμημάτων τους, χωρίς να διασφαλίζονται πάντα οι ακαδημαϊκές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την ποιότητα της εκπαίδευσης, την αποτελεσματική λειτουργία και την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας και της οικονομίας.

Τόσο ο σημερινός τρόπος χρηματοδότησης όσο και τα κριτήρια της κατανομής της μεταξύ των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ τους, τα διαφορετικά τους επιτεύγματα, και τις διαφορετικές τους ανάγκες. Το σημαντικότερο κριτήριο για την κατανομή του μεγαλύτερου μέρους της δημόσιας χρηματοδότησης μεταξύ των ιδρυμάτων είναι το ύψος της χρηματοδότησης του προηγούμενου έτους, ανεξάρτητα από τα διαφορετικά  επιτεύγματα ή τις διαφορετικές ανάγκες. Δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι, παρά τη σημαντική αύξηση της εθνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας επένδυσης στην ανώτατη εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας (5η στην Ευρώπη και 10η στον κόσμο το 2005, ως ποσοστό του ΑΕΠ) και χωρίς να συνυπολογίζονται όλες οι πηγές εσόδων των ιδρυμάτων, η συνολική απόδοση και αποδοτικότητα των δημόσιων πόρων ως προς ουσιώδεις δείκτες είναι από τις χαμηλότερες (24η στην Ευρώπη).

Οι θεσμικές αδυναμίες του σημερινού πλαισίου εποπτείας και χρηματοδότησης των ΑΕΙ εντείνονται και από τις αδυναμίες άλλων παραγόντων της δημόσιας διοίκησης (π.χ. κανόνες δημόσιου λογιστικού, υπηρεσίες δημοσιονομικού ελέγχου), με τους οποίους τα ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να συνεργάζονται.

Το συνολικό αυτό πλαίσιο λειτουργίας περιορίζει την ευελιξία των ιδρυμάτων, τις δυνατότητες πλήρους και ουσιαστικής αυτοδιοίκησής τους και τη δυνατότητά τους να διαμορφώνουν τους δικούς τους στρατηγικούς στόχους και την ιδιαίτερη ταυτότητα και φυσιογνωμία τους. Περιορίζει την πρωτοβουλία, την ευθύνη και τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να βελτιώνουν συνεχώς την ποιότητά τους. Ενισχύει την εσωστρέφεια στην ανάπτυξη των εκπαιδευτικών και ερευνητικών τους δραστηριοτήτων. Περιορίζει τις υπαρκτές δυνατότητες των ιδρυμάτων να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις διαφοροποιημένες τους εσωτερικές ανάγκες, να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά και με ποιότητα στις διαφορετικές, υψηλές και συνεχώς αυξανόμενες προσδοκίες της κοινωνίας, και στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας για εκπαίδευση και έρευνα υψηλής ποιότητας.

Οι αδυναμίες του σημερινού εξωτερικού πλαισίου λειτουργίας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης επιτείνονται από αδυναμίες στο εσωτερικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Ο σημερινός τρόπος εσωτερικής οργάνωσης και διοίκησης των ιδρυμάτων, των σχολών, των τμημάτων, των διοικητικών τους υπηρεσιών και των υπηρεσιών που παρέχουν στους φοιτητές είναι επίσης παρωχημένος. Το σύστημα εκλογής των διοικητικών οργάνων των ιδρυμάτων, ο περιορισμός της λογοδοσίας τους σε αυτούς τους οποίους διοικούν, δημιουργούν αναποτελεσματικές εξαρτήσεις και αδράνειες.

Θεμελιώδεις και συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας δεν είναι στην πράξη διασφαλισμένες. Καθηγητές και φοιτητές βρίσκονται συχνά σε κατάσταση ομηρίας και αδιεξόδου. Φαινόμενα βίας, κομματισμού και ευνοιοκρατίας δεν αποτρέπονται αποτελεσματικά, η δημόσια περιουσία δεν προστατεύεται και δεν αξιοποιείται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, προς όφελος των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας και της κοινωνίας. Η εσωτερική και εξωτερική διαφάνεια της λειτουργίας των ιδρυμάτων και των διοικητικών οργάνων τους δεν είναι πάντοτε –όπως θα έπρεπε– υποδειγματική για ολόκληρη την πολιτεία και την κοινωνία. Η εκπαιδευτική και ερευνητική εσωστρέφεια των ιδρυμάτων αποτελούν συχνά τον κανόνα. Η ανταπόκριση των ιδρυμάτων στις ανάγκες και προσδοκίες της ευρύτερης κοινωνίας για μόρφωση, παραγωγή και διάδοση της γνώσης, για εκπαίδευση και έρευνα με ποιότητα και αντίκρισμα, όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, συνεχώς περιορίζεται.

Οι διαφωνίες, διαφορές και συγκρούσεις μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας ή μεταξύ των μελών και των οργάνων των ιδρυμάτων σε πολλές περιπτώσεις δεν επιλύονται αποτελεσματικά από το ίδιο το ίδρυμα. Η παραπομπή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας περιορίζει την αυτοτέλεια των ιδρυμάτων.  Η δικαστική αντιμετώπιση είναι χρονοβόρα, με σημαντικό ηθικό, ψυχικό και οικονομικό κόστος για τους εμπλεκομένους.

Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας αποτελούν οργανικό μέρος του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Πολλά μέλη του εκπαιδευτικού προσωπικού των ιδρυμάτων διαπρέπουν σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Με τη σημερινή τους ωστόσο μορφή, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ως θεσμοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις νέες προκλήσεις. Ο διαφορετικός βαθμός συμμετοχής και αξιοποίησης από αυτά των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ευκαιριών και δυνατοτήτων εντείνει περαιτέρω τις μεταξύ τους ποιοτικές διαφορές. Οι αδυναμίες του σημερινού πλαισίου εποπτείας των ιδρυμάτων, η περιορισμένη αυτοδιοίκησή τους, ο κατακερματισμός τους και η εσωτερική οργάνωση και διοίκησή τους δημιουργούν άνισες –μεταξύ τους– δυνατότητες αξιοποίησης των ευκαιριών που διαμορφώνονται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η αλληλεπίδραση και συνάρτηση των ιδρυμάτων με το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον συχνά περιορίζεται.

Με τις προτάσεις που θέτουμε σε δημόσια διαβούλευση για την αλλαγή του τρόπου εποπτείας, οργάνωσης και διοίκησης των ιδρυμάτων επιδιώκεται η αντιμετώπιση και αναστροφή των οργανωτικών και λειτουργικών αδυναμιών και η οικοδόμηση της νέας ταυτότητας της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Οι στόχοι μας είναι υψηλοί όχι όμως ανέφικτοι. Το νέο δημόσιο Πανεπιστήμιο, το νέο δημόσιο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα που οικοδομούμε πρέπει να υπηρετεί τον πολίτη και να πρωταγωνιστεί στην ποιότητα, την αριστεία, το κύρος και τον σεβασμό στην Ευρώπη και τον κόσμο.

Η νέα ταυτότητα της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης θα επιτευχθεί:

Το Συμβούλιο του ιδρύματος: αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της αυτοδιοίκησης

Για την αποτελεσματική διακυβέρνηση κάθε οργανισμού, απαιτείται ισχυρή διοίκηση, χωρίς εσωτερικές και εξωτερικές εξαρτήσεις, με συνέχεια και προσήλωση σε μακροπρόθεσμη στρατηγική. Η διοίκηση πρέπει να ελέγχεται και να λογοδοτεί σε επίσης ανεξάρτητο σώμα, το οποίο απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της ακαδημαϊκής κοινότητας, των κοινωνικών και οικονομικών φορέων και της πολιτείας.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν η λειτουργία και οι αποφάσεις των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων λαμβάνονται μόνο εσωτερικά, τα αποτελέσματα δεν είναι πάντοτε υποδειγματικά, όπως απαιτείται. Αλλά και η εμπειρία από την εποπτεία των ιδρυμάτων από το Υπουργείο Παιδείας έχει δείξει, ότι το Υπουργείο ασκεί γραφειοκρατικό μόνο έλεγχο και δεν έχει –ούτε και πρέπει να έχει– την ευχέρεια να εμπλέκεται σε επιμέρους θέματα που αφορούν τα ίδια τα ιδρύματα.

Για την ενίσχυση της αυτοδιοίκησης, που εκτός από συνταγματική επιταγή αποτελεί και κεντρική στρατηγική επιλογή, απαιτείται η εκχώρηση στα ΑΕΙ αρμοδιοτήτων, τις οποίες σήμερα έχει το Υπουργείο. Είναι απαραίτητη η δημιουργία οργανισμών που θα λειτουργούν με υψηλή αποτελεσματικότητα και διαφάνεια, και θα υπόκεινται σε ουσιαστική λογοδοσία. Η ενίσχυση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης θα ικανοποιήσει ένα ισχυρό και από πολλά χρόνια σταθερό αίτημα της ακαδημαϊκής κοινότητας, που αποσκοπεί στη συνεχή βελτίωση της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης.

Στο πλαίσιο αυτό, και στη βάση της ευρωπαϊκής αλλά και της διεθνούς εμπειρίας και πρακτικής, προτείνεται η μετάβαση από το σημερινό σύστημα διοίκησης σε αυτό της διοίκησης από δύο όργανα με διακριτή σύνθεση και αρμοδιότητες. Για τα πανεπιστήμια τα όργανα αυτά είναι η Σύγκλητος και το Συμβούλιο.  Για τα τεχνολογικά εκπαιδευτικά ιδρύματα τα ανάλογα όργανα είναι η Συνέλευση και το Συμβούλιο.

Η μεταβίβαση από την πολιτεία στα ίδια τα ιδρύματα ουσιωδών αρμοδιοτήτων, καθοριστικών για την ποιοτική, αποτελεσματική και δημοκρατική τους λειτουργία, θα ενισχύσει δραστικά την αυτοδιοίκησή τους. Για την επιτυχία του εγχειρήματος, ο τρόπος συγκρότησης, η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου σε κάθε ίδρυμα είναι ιδιαίτερα υπεύθυνη απόφαση. Το Συμβούλιο κάθε ιδρύματος είναι απαραίτητο να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος, της πολιτείας και της κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να απαρτίζεται τόσο από εσωτερικά μέλη του ιδρύματος όσο και από μέλη που δεν ανήκουν σε αυτό.

Στόχος της διαβούλευσης είναι ο λεπτομερής προσδιορισμός:

Οι αρμοδιότητες της Συγκλήτου/Συνέλευσης και του Συμβουλίου: ευθύνη και διακριτοί ρόλοι

Όλα τα ακαδημαϊκά ζητήματα παραμένουν στην αρμοδιότητα της Συγκλήτου/Συνέλευσης του ιδρύματος.

Το Συμβούλιο προτείνεται, μετά από εισήγηση της Συγκλήτου, να έχει την ευθύνη για:

Η σύνθεση του Συμβουλίου: ευθύνη, ηγεσία, κοινωνική λογοδοσία και αλληλεπίδραση

Το Συμβούλιο  αποτελείται από άμεσα εκλεγμένα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας του ιδρύματος και από εξωτερικά μέλη. Τα εξωτερικά μέλη του Συμβουλίου είναι σημαντικές προσωπικότητες που έχουν διακριθεί σε διάφορους τομείς της επιστήμης, της διανόησης, των τεχνών και της κοινωνίας γενικότερα, τα οποία επιλέγονται ως άτομα και όχι ως ex officio εκπρόσωποι φορέων ή οργανισμών.

Στο Συμβούλιο εκπροσωπούνται οι φοιτητές και το λοιπό μη ακαδημαϊκό προσωπικό του ιδρύματος.

Η σύνθεση του Συμβουλίου, τα χαρακτηριστικά των μελών του και ο τρόπος συγκρότησής του αποτελούν μέρος της παρούσας διαβούλευσης[1] [1].

Η Σύγκλητος/Συνέλευση αποτελείται από τον Πρύτανη/Πρόεδρο ΤΕΙ, τους Κοσμήτορες/Διευθυντές Σχολών και εκπροσώπους των φοιτητών και των λοιπών κατηγοριών του προσωπικού.

Οι αποφάσεις όλων των οργάνων του ιδρύματος δημοσιοποιούνται στο διαδίκτυο.

Ο Πρύτανης

Την ευθύνη της ακαδημαϊκής διοίκησης του Πανεπιστημίου έχουν ο Πρύτανης και η Σύγκλητος.

Ο Πρύτανης θα πρέπει να έχει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. Μπορεί να είναι καθηγητής πανεπιστημίου της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Εφόσον Πρύτανης εκλεγεί καθηγητής άλλου πανεπιστημίου, του προσφέρεται ταυτόχρονα θέση καθηγητή στο γνωστικό του αντικείμενο στο ίδρυμα στο οποίο εκλέγεται.

Ο Πρύτανης επιλέγεται από το Συμβούλιο του ιδρύματος μετά από διεθνή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και τη γνώμη του ακαδημαϊκού προσωπικού του ιδρύματος (ο τρόπος έκφρασης της γνώμης αυτής αποτελεί θέμα της διαβούλευσης). Την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος συντάσσει το Συμβούλιο του ιδρύματος.

Ο Πρόεδρος του ΤΕΙ

Την ευθύνη της ακαδημαϊκής διοίκησης του ΤΕΙ έχουν ο Πρόεδρος και η Συνέλευση του ΤΕΙ.

Ο Πρόεδρος του ΤΕΙ θα πρέπει να έχει υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. Μπορεί να είναι καθηγητής ΤΕΙ ή πανεπιστημίου της Ελλάδας ή του εξωτερικού. Εφόσον Πρόεδρος του ΤΕΙ εκλεγεί καθηγητής άλλου ιδρύματος, του προσφέρεται ταυτόχρονα θέση καθηγητή στο γνωστικό του αντικείμενο στο ίδρυμα στο οποίο εκλέγεται.

Ο Πρόεδρος του ΤΕΙ επιλέγεται από το Συμβούλιο του ιδρύματος μετά από διεθνή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και τη γνώμη του ακαδημαϊκού προσωπικού του ιδρύματος (ο τρόπος έκφρασης της γνώμης αποτελεί θέμα της διαβούλευσης). Την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος συντάσσει το Συμβούλιο του ιδρύματος.

Ακαδημαϊκή Δεοντολογία

Για την αμερόληπτη και ταχεία αντιμετώπιση διαφορών και συγκρούσεων μεταξύ μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας (διδακτικό και διοικητικό προσωπικό και φοιτητές), τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, την προστασία τους έναντι αδικιών και την τήρηση των κανόνων της νομιμότητας, στο πλαίσιο της μέχρι τώρα διαβούλευσης έχουν διαμορφωθεί οι δύο ακόλουθες προτάσεις:

Πρόταση 1

Θεσμοθέτηση του Ακαδημαϊκού Συνηγόρου, κατά το πρότυπο του Συνηγόρου του Πολίτη, ως αρχής διευθέτησης των ενδοακαδημαϊκών διαφορών.

Πρόταση 2

Συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού Συμβουλίου Ακαδημαϊκής και Ερευνητικής Δεοντολογίας.

Ζητήματα προσωπικού

Το προσωπικό των πανεπιστημίων και των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανήκει στο ίδρυμα και αποτελείται από το διδακτικό/ερευνητικό και από το λοιπό , τεχνικό και διοικητικό προσωπικό.

Διδακτικό/ερευνητικό προσωπικό

Για το διδακτικό/ερευνητικό προσωπικό των πανεπιστημίων προτείνονται τα ακόλουθα:

Για το διδακτικό προσωπικό των ΤΕΙ προτείνονται τα ακόλουθα:

Προϋποθέσεις εκλογής

Οι προϋποθέσεις εκλογής μελών του διδακτικού προσωπικού των ιδρυμάτων αποτελούν στοιχείο της ταυτότητας κάθε ιδρύματος και της διαδικασίας διαμόρφωσης της στρατηγικής και της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του, αλλά και της αξιολόγησής τους από ανεξάρτητη αρχή.

Για εκλογή σε θέση διδακτικού προσωπικού προτείνονται τα ακόλουθα:

Παράλληλη  υπηρέτηση σε ΑΕΙ ελληνικό και άλλης χώρας

Θεσμοθετείται η δυνατότητα των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ να εκλέγουν καθηγητές, οι οποίοι ήδη υπηρετούν σε αναγνωρισμένα ιδρύματα του εξωτερικού, χωρίς οι τελευταίοι να υποχρεούνται να παραιτηθούν από τη θέση τους στο εξωτερικό.

Οι καθηγητές που εκλέγονται με αυτό το καθεστώς θα πρέπει να απασχολούνται στην Ελλάδα για διάστημα τριών τουλάχιστον μηνών ετησίως, με ανάλογες αποδοχές.

Η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής των καθηγητών αυτών είναι ίδια με αυτά της επιλογής του λοιπού διδακτικού προσωπικού.

Αναστολή καθηκόντων

Τα μέλη του διδακτικού προσωπικού μπορούν, μετά από άδεια της Σχολής και την έγκριση του Συμβουλίου, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε φορείς εκτός του ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή, τελούν σε αναστολή των καθηκόντων τους στο ίδρυμα. Ο χρόνος αναστολής καθορίζεται από κάθε ΑΕΙ, προτείνεται όμως να μην υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη.

Διοικητικό και Τεχνικό προσωπικό

Κάθε ίδρυμα, ανάλογα με τις ανάγκες του και τον διαθέσιμο προϋπολογισμό του, προσδιορίζει το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό του Οργανισμού του. Το προσωπικό αυτό προσλαμβάνεται μετά από δημόσια προκήρυξη και την ευθύνη των διαδικασιών πρόσληψης έχει ο Κοσμήτορας/Διευθυντής κάθε σχολής με την έγκριση του Πρύτανη/Προέδρου του ΤΕΙ και την επικύρωση του Συμβουλίου του ιδρύματος. Οι ήδη υπηρετούντες διοικητικοί υπάλληλοι και μέλη του τεχνικού προσωπικού εντάσσονται στις θέσεις που διαμορφώνονται. Όσοι από αυτούς δεν επιθυμούν την τοποθέτηση αυτή έχουν το δικαίωμα μετάταξης σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου.

Μεταβατικές διατάξεις

Σε όλες τις περιπτώσεις αλλαγών σε ζητήματα που αφορούν το προσωπικό, θα προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις για τα υπηρετούνται μέλη, οι οποίες θα εξειδικευτούν στο πλαίσιο της διαβούλευσης.

Διδακτορικοί φοιτητές και υπότροφοι

Κάθε πανεπιστήμιο καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις εκπόνησης διδακτορικής διατριβής, όπως επίσης και της υποτροφίας που μπορεί να χορηγεί σε υποψήφιους διδάκτορες, ανάλογα με το προσφερόμενο έργο.

Μεταδιδακτορικοί Υπότροφοι

Κάθε ίδρυμα ορίζει τις διαδικασίες πρόσληψης και απασχόλησης μεταδιδακτορικών υποτρόφων.

Οικονομική αυτοτέλεια: ευελιξία και αποτελεσματικότητα

Για την ενδυνάμωση της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας των ιδρυμάτων και τον περιορισμό γραφειοκρατικών και χρονοβόρων διαδικασιών, η πλήρης διαχείριση των οικονομικών των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας, περιέρχεται στα ίδια τα ιδρύματα.

Το ύψος των μισθών του προσωπικού των ιδρυμάτων καθορίζεται από την πολιτεία, ιδιαίτερα ως προς τα ελάχιστα όρια. Η πολιτεία χρηματοδοτεί το προσωπικό των ιδρυμάτων σύμφωνα με τις προγραμματικές συμφωνίες. Τα ιδρύματα μπορούν να διαμορφώνουν δική τους συμπληρωματική πολιτική για να καλύψουν ιδιαίτερες ακαδημαϊκές και επιστημονικές τους ανάγκες, προκειμένου να προσελκύουν επιστήμονες υψηλού κύρους ή/και να παράσχουν πρόσθετα κίνητρα στο προσωπικό τους.

Για την ενθάρρυνση δωρεών προς τα ιδρύματα προτείνεται η απαλλαγή από τη φορολόγησή τους.

Προγραμματικές συμφωνίες: εργαλείο ανάπτυξης της πολυτυπίας και της ιδιαίτερης ταυτότητας ιδρυμάτων υψηλής ποιότητας

Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποκτούν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής ανάπτυξης και της εκπαιδευτικής και ερευνητικής ταυτότητάς τους. Κάθε ίδρυμα αποφασίζει και προγραμματίζει τη στρατηγική της ανάπτυξής του και διαμορφώνει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και αποστολή του. Τα ιδρύματα χρηματοδοτούνται από την πολιτεία, στη βάση αμοιβαία δεσμευτικών προγραμματικών συμφωνιών. Οι προγραμματικές συμβάσεις των ιδρυμάτων με την πολιτεία εξελίσσονται σε εργαλείο στρατηγικής ανάπτυξης κάθε ιδρύματος, ενταγμένης στο πλαίσιο της εθνικής και της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη, την καινοτομία και τη δια βίου μάθηση. Στο πλαίσιο των προγραμματικών συμφωνιών του με την πολιτεία κάθε ίδρυμα διαμορφώνει:

Χρηματοδότηση: Ποιότητα, αξιολόγηση, διαφάνεια, λογοδοσία, αποτελεσματικότητα

Νέοι κανόνες: έμφαση στα επιτεύγματα των ιδρυμάτων

Στο νέο πλαίσιο αυτοδιοικούμενης λειτουργίας των ιδρυμάτων, η διαφάνεια της λειτουργίας της πολιτείας και των ιδρυμάτων, οι κανόνες χρηματοδότησης και ο έλεγχος επίτευξης των συμφωνημένων στόχων και αποτελεσμάτων καθίστανται καθοριστικά στοιχεία για την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα, την ποιότητα και αριστεία των ιδρυμάτων.

Ένα μέρος της δημόσιας χρηματοδότησης των ιδρυμάτων κατανέμεται από την πολιτεία στα ιδρύματα στη βάση δεικτών ποιότητας και των επιτευγμάτων τους. Οι δείκτες αυτοί αναθεωρούνται περιοδικά, ώστε να επιτυγχάνονται οι μεταβαλλόμενοι στόχοι και προτεραιότητες της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση. Οι διοικήσεις των ιδρυμάτων αποκτούν συγκεκριμένα κίνητρα, προκειμένου να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής, την ανάπτυξη της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους, την επίτευξη των στόχων τους και τη συνεχή βελτίωση της ποιότητάς τους. Τα ιδρύματα επιβραβεύονται για τα επιτεύγματά τους με συγκεκριμένο τρόπο. Από τους δείκτες αυτούς, στη διαβούλευση, προτείνονται ενδεικτικά, οι ακόλουθοι:

Οι προτεινόμενοι δείκτες ποιότητας και αποτελεσματικότητας θα εξειδικευτούν και εμπλουτιστούν περαιτέρω στο πλαίσιο του διαλόγου και της δημόσιας διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψη τον διακριτό ρόλο και αποστολή των ιδρυμάτων των δύο τομέων της ανώτατης εκπαίδευσης, ώστε να αποτελέσουν ένα πρώτο οδηγό στη διαμόρφωση των κριτηρίων χρηματοδότησης.  Σημειώνεται ότι οι δείκτες σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζονται ως απόλυτα κριτήρια, αλλά ως εργαλεία που αναδεικνύουν τις τάσεις προς βελτίωση.

Θεσμοί χρηματοδότησης: διαφάνεια και εμπιστοσύνη

Η πολιτεία οργανώνει ειδική υπηρεσία, η οποία αναλαμβάνει, με την υποστήριξη ειδικών επιστημόνων και φορέων, τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή των προγραμματικών συμβάσεων με τα ιδρύματα, τη διαχείριση και κατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης στα ιδρύματα, την κοστολόγηση των υπηρεσιών, την επεξεργασία σχετικών δεικτών και προτύπων, και τη συλλογή των απαραίτητων στοιχείων από τα επιμέρους ιδρύματα. Είναι αναγκαίο να λειτουργεί με υποδειγματική διαφάνεια και να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πολιτείας, των ιδρυμάτων και ολόκληρης της κοινωνίας.

Αποστολή του νέας υπηρεσίας αποτελεί η υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα, υποστηρίζει το Υπουργείο Παιδείας στον επιτελικό του ρόλο, που είναι η διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, σε διαρκή διαβούλευση με τους εκπαιδευτικούς και τους κοινωνικούς φορείς.

Για την οργάνωση και τη δομή της υπηρεσίας αυτής έχουν ήδη διαμορφωθεί σε προγενέστερη διαβούλευση τρεις εναλλακτικές προτάσεις, τις οποίες θέτουμε προς συζήτηση:

Πρόταση 1

Θεσμοθετείται νέα ανεξάρτητη αρχή με αρμοδιότητα τη χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης.

Πρόταση 2

Η Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.) μετεξελίσσεται σε Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης, Πιστοποίησης και Χρηματοδότησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Πρόταση 3

Η διαχείριση της χρηματοδότησης γίνεται από ειδική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας.

Υπηρεσίες υποστήριξης των φοιτητών

Περιφερειακή στρατηγική και τοπική ανάπτυξη

Η οικοδόμηση μιας ισχυρής κοινωνίας της μάθησης και μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση, τη δημιουργικότητα και την καινοτομία απαιτεί τη συνεργασία και την ενεργό συμμετοχή των τοπικών και περιφερειακών δυνάμεων.  Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διαμόρφωση και υλοποίηση της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία είναι η κινητοποίηση και συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.

Η εθνική στρατηγική είναι αναγκαίο να εμπλουτίζεται, εξειδικεύεται, συμπληρώνεται και υποστηρίζεται από τη στρατηγική κάθε περιφέρειας, με στόχο την αποτελεσματική συμβολή των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, καινοτομία, ευημερία και κοινωνική συνοχή.

Για την ενδυνάμωση του ρόλου των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στην τοπική ανάπτυξη, τη δημιουργική αλληλεπίδρασή τους με το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, και την ανάδειξή τους σε τοπικά κέντρα παραγωγής και διάχυσης γνώσης, τεχνολογίας και καινοτομίας προτείνεται η σύσταση Περιφερειακών Συμβουλίων με επιστημονική αλλά και κοινωνική συμμετοχή. Το Περιφερειακό Συμβούλιο έχει συμβουλευτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη,  την καινοτομία, τη δια βίου μάθηση, και συντονιστικό ρόλο στη στρατηγική της ανάπτυξης των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και των ερευνητικών κέντρων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

Το Περιφερειακό Συμβούλιο επεξεργάζεται προτάσεις προς τα ιδρύματα μεταλυκειακής εκπαίδευσης για αποτελεσματική συνέργεια και για δημιουργική χρήση πόρων και υποδομών.

Χωροταξική και θεματική αναδιάρθρωση

Τα ελληνικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης μπορούν και πρέπει να είναι διεθνώς αναγνωρίσιμα για την ακαδημαϊκή και ερευνητική τους ποιότητα. Όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες, ενθαρρύνουμε τις συνενώσεις ιδρυμάτων με στόχο τη δημιουργία κρίσιμων μαζών, που θα αποτελέσουν ‘πυλώνες’ αριστείας διεθνούς εμβέλειας.

Οι συνενώσεις εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων προσφέρουν νέα δυνατότητα και ευκαιρία για τη διαμόρφωση της νέας ταυτότητας των ιδρυμάτων που επιδιώκεται. Η νέα αυτή ταυτότητα θα επιτρέψει ουσιαστική και αποτελεσματική συνέργεια των ιδρυμάτων στην παραγωγή νέας γνώσης και στη διάχυσή της μέσω της οργάνωσης και προσφοράς νέων, καινοτόμων προγραμμάτων σπουδών διεθνούς εμβέλειας.

Οι συνενώσεις ιδρυμάτων και τμημάτων θα διευρύνουν τις επιλογές των φοιτητών και τη διεπιστημονικότητα στη μάθηση. Επιπλέον, στο νέο πλαίσιο λειτουργίας και χρηματοδότησης το μεγαλύτερο μέγεθος ιδρυμάτων θα ενισχύσει τις δυνατότητες των ιδρυμάτων για πλήρη αυτοδιοίκηση, τα περιθώρια για πρωτοβουλίες και για διαμόρφωση της νέας ταυτότητάς τους.  Ταυτόχρονα, οι συνενώσεις θα επιτρέψουν στα ιδρύματα την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του διδακτικού και διοικητικού τους προσωπικού, τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των υποδομών τους και τον περιορισμό των διοικητικών και διαχειριστικών δαπανών.

Στην παρούσα συγκυρία, η ανάγκη για εξοικονόμηση και βέλτιστη διαχείριση των δημόσιων πόρων επιβάλλει να προχωρήσουμε με γρήγορα βήματα στην κατεύθυνση αυτή. Τα κριτήρια για την αναδιάρθρωση του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης θα είναι πρωτίστως ακαδημαϊκά και δευτερευόντως οικονομικά και κοινωνικά. Στόχος μας παντού θα είναι η ποιότητα διεθνούς εμβέλειας της ανώτατης εκπαίδευσης.


[1] [2] Για τη διευκόλυνση της διαδικασίας διαβούλευσης παραθέτουμε συνημμένα την Έκθεση του δικτύου ΕΥΡΙΔΙΚΗ «Διακυβέρνηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρώπη: Πολιτικές, δομές, χρηματοδότηση και ακαδημαϊκό προσωπικό», 2008.