• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος' | 5 Μαΐου 2016, 13:56

    Ως προς το άρθρο 13 του σχεδίου νόμου: Στις παραγράφους 5α και 5γ του αρ. 1 του σχεδίου νόμου προβλέπεται ότι τα δημοτικά συμβούλια θα καθορίσουν τις εισφορές τους προς το ΔΙΣΑ. Επίσης, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 προβλέπεται ότι οι εισφορές αυτές (ύψος και συχνότητα καταβολής) θα καθορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά κάθε Δήμου (πχ οικονομικά μεγέθη, νησιωτικότητα). Με αυτή τη διάταξη καταργείται κάθε λογική ανταποδοτικότητας που είχε καθοριστεί με το άρθρο 5 της ΚΥΑ 2527/2009, και η οποία αποτελεί βασική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τον καταμερισμό του κόστους διαχείρισης των απορριμμάτων. Η αρχή αυτή, γνωστή ως «ο ρυπαίνων πληρώνει», βασίζεται στην τιμολόγηση της ποσότητας των αποβλήτων που αναλογεί σε κάθε παραγωγό (σε κάθε Δήμο – μέλος του φορέα διαχείρισης) και την οποία πρέπει να τηρούν οι φορείς διαχείρισης απορριμμάτων απέναντι στους Δήμους και τους πολίτες, καθώς τα όποια έσοδα των φορέων διαχείρισης απορριμμάτων προέρχονται κυρίως από αυτή ακριβώς την παροχή υπηρεσίας, που καλύπτεται από τα ανταποδοτικά τέλη που πληρώνουν οι πολίτες προς τους Δήμους. Επομένως, το κόστος διαχείρισης απορριμμάτων καλύπτεται από τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες προς το Δήμο. Μέχρι σήμερα, τα ποσά αυτά οι φορείς διαχείρισης των απορριμμάτων τα εισέπρατταν είτε απ’ ευθείας από τους Δήμους, είτε από τη ΔΕΗ, με υποχρεωτική παρακράτηση των ποσών που όφειλαν οι Δήμοι και απόδοσή τους στους φορείς διαχείρισης απορριμμάτων, είτε με παρακράτηση των ποσών αυτών από τους ΚΑΠ κάθε Δήμου (εφόσον δεν υπήρχαν ανταποδοτικά τέλη), και με απόδοσή τους από το Υπουργείο Εσωτερικών στους φορείς διαχείρισης απορριμμάτων. Με τις διατάξεις του σχεδίου νόμου, ο Υπουργός Εσωτερικών θα αποφασίζει, και μάλιστα ανεξέλεγκτα, ότι επειδή ένας Δήμος είναι νησιωτικός ή δεν έχει επαρκή οικονομικά μεγέθη, το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων του θα το επιβαρύνεται ένας άλλος Δήμος (που δεν έχει νησιωτικότητα ή οικονομικά προβλήματα) αυξάνοντας τις εισφορές του και κατ’ επέκταση το ποσό που πρέπει να καταβάλλουν οι Δημότες ως ανταποδοτικό τέλος. Με τον τρόπο αυτό, το οικονομικό βάρος της διαχείρισης των απορριμμάτων ενός Δήμου με οικονομικά προβλήματα, θα το επιβαρύνονται οι πολίτες των υπολοίπων Δήμων. Καταστρατηγείται έτσι κάθε βασική αρχή ανταποδοτικότητας, καθώς και η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» αφού τελικά όσο και να ρυπαίνει ο νησιωτικός ή προβληματικός οικονομικά Δήμος δεν θα πληρώνει αναλογικά και ανταποδοτικά και βέβαια δεν θα έχει και κανένα λόγο-κίνητρο να «αποκατασταθεί» οικονομικά αλλά και να μην παράγει πολλά απορρίμματα (με δράσεις ανάκτησης και ανακύκλωσης) για να μην πληρώνει πολλές εισφορές. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις του άρθρου 16 του σχεδίου νόμου, όπως αναλύονται παρακάτω, προκύπτει ότι για τους φορείς που εξαιρούνται από το σχέδιο νόμου, σύμφωνα με τα άρθρα 16 παρ. 1 και 2, θα ισχύουν οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι τώρα, μεταξύ αυτών και οι διατάξεις που καθορίζουν την τιμολογιακή πολιτική τους (ΚΥΑ 2527/2009 και αρ. 9 του ν.3854/2010) με τις οποίες διασφαλίζεται η ανταποδοτικότητα και η αρχή του « ο ρυπαίνων πληρώνει». Επομένως, προκύπτει διαφορετική τιμολογιακή πολιτική μεταξύ των φορέων που θα συσταθούν ως ΔΙΣΑ με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, και των φορέων που παραμένουν ως έχουν, δηλαδή Α.Ε. των ΟΤΑ, σύμφωνα με το άρθρο 16 του σχεδίου νόμου. Η τιμολογιακή πολιτική που προβλέπεται για τους ΔΙΣΑ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με όσα προβλέπονται από την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την ευθύνη του παραγωγού αποβλήτων και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Επίσης δεν είναι δυνατό να προκαθοριστεί το ύψος των εσόδων και των εξόδων ενός φορέα από τα Δημοτικά Συμβούλια και τον Υπουργό, όταν δεν είναι γνωστές οι ανάγκες για την ορθή λειτουργία του κάθε έργου προκειμένου να προστατεύεται το περιβάλλον και η υγεία των πολιτών. Δεν προβλέπεται η σύνταξη οικονομοτεχνικής μελέτης από την οποία θα προκύψει το κόστος για κάθε φορέα που συστήνεται. Επομένως, θα προσδιοριστεί από την αρχή ένα ποσό εισφοράς για το ΔΙΣΑ, το οποίο μπορεί να μην καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν τα έργα. Η εκτίμηση του πραγματικού κόστους λειτουργίας ενός φορέα (μισθοδοσία, αναλώσιμα, καύσιμα, έκτακτες δαπάνες, τα αποθεματικά αποκατάστασης και λειτουργίας κάθε ΧΥΤΑ κλπ), δεν μπορεί να είναι εκτίμηση του Δήμου και του Υπουργού αν δεν συνδέονται με τα πραγματικά στοιχεία και απαιτήσεις που έχει κάθε φορέας. Είναι αυτονόητο ότι κάθε έργο διαχείρισης απορριμμάτων (ΧΥΤ, ΜΕΑ, ΕΜΑΚ, ΚΔΑΥ κτλ) έχει ιδιαιτερότητες στη λειτουργία και στις απαιτήσεις του και η γενική προσέγγιση του κόστους είναι βέβαιο ότι δεν θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες κάθε διακριτού έργου. Η προσαρμογή της λειτουργίας των έργων στη λογική των μειωμένων εισφορών που επιδιώκουν να δίνουν οι Δήμοι για να μην αυξάνουν τα δημοτικά τέλη, αλλά και ο αυθαίρετος (χωρίς μελέτη) καθορισμός του λειτουργικού κόστους από τον Υπουργό, μπορούν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι η διαχείριση απορριμμάτων δεν είχε κόστος. Όμως, με αυτή τη λογική, το περιβαλλοντικό κόστος μπορεί να καταλήξει να είναι τεράστιο και μη αναστρέψιμο, ιδιαίτερα για την υγεία των πολιτών. Δυστυχώς όμως, διαχρονικά στην Ελλάδα, το κόστος λειτουργίας των έργων διαχείρισης απορριμμάτων αντιμετωπίζεται απλά ως χρηματικό ποσό, χωρίς να εξετάζουμε αν με το ποσό αυτό καλύπτονται πλήρως οι ανάγκες του έργου προκειμένου να προστατεύεται το περιβάλλον και η δημόσια υγεία.