• Σχόλιο του χρήστη 'Generation 2.0 RED' | 9 Σεπτεμβρίου 2020, 16:51

    Ως προς την παράγραφο 1, η καταβολή εξέταστρου ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ ως προϋπόθεση συμμετοχής στη γραπτή δοκιμασία ανεβάζει κατά πολύ το συνολικό κόστος της πολιτογράφησης. Ειδικότερα, για τις κατηγορίες αιτούντων που οφείλουν να καταβάλουν, μαζί με τα 250 ευρώ για τη γραπτή εξέταση, επιπλέον 550 ευρώ υπό τη μορφή παραβόλου για την υποβολή της αίτησης, το κόστος της πολιτογράφησης ανεβαίνει στα 800 ευρώ. Επίσης, στην επανυποβολή της αίτησης πολιτογράφησης, όπου το οφειλόμενο παράβολο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ, ανεβαίνει το κόστος στα 1.000 ευρώ. Αν αναλογιστούμε ακόμη ότι κάποιος ενδέχεται να μην πετύχει στη γραπτή δοκιμασία και οφείλει να υποβάλει ξανά το απαιτούμενο εξέταστρο των 250 ευρώ για την εκ νέου συμμετοχή του στη διαδικασία, το συνολικό κόστος υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ αγγίζοντας τα δεδομένα που ίσχυαν προ δεκαετίας! Συνεπώς, η εισαγωγή επιπλέον εξέταστρου στη διαδικασία της πολιτογράφησης αυξάνει έμμεσα το συνολικό κόστος άρα την καθιστά ακόμα πιο ακριβή και λιγότερο προσβάσιμη στους ενδιαφερόμενους πολίτες, ιδίως τους οικονομικά ασθενέστερους. Όσον αφορά δε τα άτομα που απαλλάσσονται από τη διαδικασία της γραπτής εξέτασης, η κατάργηση της πρόβλεψης απαλλαγής για όσους έχουν φοιτήσει με επιτυχία για τρία τουλάχιστον έτη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ελληνικό σχολείο, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 32 του Ν. 4604/2019 στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, και η αντικατάστασή της από την επιτυχή φοίτηση σε λύκειο της χώρας, αδικεί περιπτώσεις ατόμων που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τρεις τάξεις γυμνασίου και σκόπευαν να υποβάλουν αίτηση πολιτογράφησης. Αντίστοιχα, η κατάργηση της πρόβλεψης απαλλαγής για τους κατόχους του πιστοποιητικού ελληνομάθειας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας επιπέδου Β1 και του πιστοποιητικού επάρκειας της ελληνικής γλώσσας για πολιτογράφηση επιπέδου Β1 της Γενικής Γραμματείας Δια Βίου Μάθησης του Υπουργείου Παιδείας, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 32 του Ν. 4604/2019 στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και αποτελούσε θετική ρύθμιση, εγείρει προβληματισμό. Συγκεκριμένα, για ποιο λόγο υποβιβάζεται η αξία των πιστοποιητικών του επίσημου φορέα του ελληνικού κράτους για τη χορήγηση των Κρατικών Πιστοποιητικών Ελληνομάθειας, τα οποία ενώ αναγνωρίζονται σε όλες τις άλλες διαδικασίες, στην προκειμένη περίπτωση δεν προσμετρώνται θετικά στη διαδικασία της πολιτογράφησης; Ως προς την παράγραφο 2, η πρόβλεψη για συγκέντρωση από τον υποψήφιο του 80% της μέγιστης δυνατής βαθμολογίας για την επιτυχή του συμμετοχή στις εξετάσεις είναι αναιτιολόγητα υψηλή. Είναι προφανές ότι θα λειτουργήσει ως ένα σοβαρό εμπόδιο στην πρόσβαση και κτήση ιθαγένειας, αφού πρακτικά ένα τόσο υψηλό ποσοστό συνδέεται συνεπακόλουθα και με πολύ μεγαλύτερα ποσοστά αποτυχίας και θα καθιστά τη διαδικασία πολύ πιο δύσκολη και αυστηρή. Το 80% ως ποσοστό επιτυχίας μας προκαλεί μάλιστα ιδιαίτερη εντύπωση, ειδικά αν το συγκρίνουμε με οποιοδήποτε άλλο διαδεδομένο εξεταστικό σύστημα ισχύει σήμερα. Π.χ. για τα ξενόγλωσσα πτυχία το απαιτούμενο ποσοστό βαθμολογίας για να θεωρηθεί επιτυχής η εξέταση είναι μόλις το 50% ή 60%, ενώ στη τριτοβάθμια εκπαίδευση αντίστοιχα, η ελάχιστη απαιτούμενη βάση επιτυχίας και κτήσης τίτλου σπουδών είναι 5 στα 10. Από τα παραπάνω, τόσο δηλαδή από το κόστος της εξέτασης όσο και από το ύψος του ελάχιστου απαιτούμενου ποσοστού επιτυχίας, μας δημιουργείται η εύλογη ανησυχία ότι αυτοί οι δύο παράγοντες θα λειτουργήσουν άκρως αποτρεπτικά με αποτέλεσμα πολλοί δικαιούχοι να μην επιχειρήσουν καν να συμμετάσχουν στις εξετάσεις και στη διαδικασία πολιτογράφησης, ενώ θα συμβάλλουν και στη μείωση των δυνατοτήτων για όσους προσπαθήσουν. Ως προς την παράγραφο 3, στις ειδικές κατηγορίες αιτούντων που εξετάζονται προφορικά αντί της γραπτής εξέτασης, χαιρετίζουμε την προσθήκη των ατόμων με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, καθώς είχε τεθεί από πλευράς μας ως πάγιο αίτημα κατά τη διάρκεια των συναντήσεων με τη Γενική Γραμματεία Ιθαγένειας. Ωστόσο, η αύξηση του ηλικιακού ορίου από τα 65 έτη στα 67 με την αιτιολογία ότι συμβαδίζει με το ανώτατο όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης και η κατάργηση της δυνατότητας εξέτασης επιπέδου Α2 για τα άτομα άνω των 55 ετών που έχουν συμπληρώσει εικοσαετή νόμιμη και συνεχή διαμονή στην Ελλάδα, συνιστά αποτρεπτικό παράγοντα συμμετοχής στη διαδικασία της πολιτογράφησης για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης, ο αποκλεισμός των ατόμων με πιστοποιημένη ψυχική αναπηρία εγείρει προβληματισμό και αποτελεί οπισθοδρόμηση, καθώς καθιστά τη διαδικασία λιγότερο προσβάσιμη σε αυτές τις ομάδες. Ακόμη, δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο σε μια δημόσια διαδικασία όπως είναι η πολιτογράφηση προβλέπεται η συμμετοχή εκπαιδευτικών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Ως προς την παράγραφο 6 και 7, η εισαγωγή του σταδίου της συνέντευξης για την εξακρίβωση της οικονομικής και κοινωνικής ένταξης των αιτούντων και η πρόβλεψη της διενέργειάς της από δύο υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας εγείρει προβληματισμούς ως προς την συνολική διαδικασία. Αρχικά, δεδομένου ότι ο αριθμός των υπαλλήλων δεν είναι μονός, τι θα προβλέπεται στις περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ των δύο ως προς την απόφαση για αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος πολιτογράφησης; Στη συνέχεια, η λογική του νέου συστήματος πολιτογράφησης, όπως έχει προταθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών, ήταν να αντικατασταθεί η διαδικασία των συνεντεύξεων με γραπτές εξετάσεις για να λυθεί το μεγάλο ζήτημα ανομοιογένειας και ανομοιομορφίας στις ερωτήσεις που έθετε η κάθε επιτροπή πολιτογράφησης. Η καθεαυτή διατήρηση του σταδίου της συνέντευξης έρχεται σε προφανή αντίθεση με τον ανωτέρω σχεδιασμό του υπουργείου. Συν τοις άλλοις, εφόσον διατηρείται το στάδιο αυτό, ενδέχεται να διατηρηθούν ή και να προστεθούν περαιτέρω καθυστερήσεις στη διαδικασία αντί να συμβάλλει τελικά στη μείωση του συνολικά απαιτούμενου χρόνου για την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, στην οποία κατά τ’ άλλα στοχεύει το παρόν νομοσχέδιο. Τέλος, στην παράγραφο 7 επιχειρείται η κατάργηση της δυνατότητας κατάθεσης αντιρρήσεων στο Συμβούλιο Ιθαγένειας από τον αιτούντα σε περίπτωση αρνητικής εισήγησης της Επιτροπής Πολιτογράφησης. Αντ’ αυτής της διοικητικής διαδικασίας, στο παρόν σχέδιο προβλέπεται απευθείας προσβολή της απόφασης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτηση ακύρωσης. Αυτή η τροποποίηση θα λειτουργήσει εις βάρος των αιτούντων αφαιρώντας στην ουσία το στάδιο της διοικητικής προσφυγής (μέσω των αντιρρήσεων) και αφήνοντας μόνο τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πολλά παραπάνω έξοδα και χρόνο αναμονής για τον αιτούντα, καθώς τον υποχρεώνει να ακολουθήσει κατευθείαν τη δικαστική οδό, να προσλάβει δικηγόρο, να πληρώσει δικαστικό παράβολο ύψους 150 ευρώ και να αναμένει πολύ μεγάλο διάστημα για τη συζήτηση της υπόθεσης και δημοσίευση της απόφασης.