• Σχόλιο του χρήστη 'Νικ.Π.' | 21 Μαΐου 2022, 14:46

    Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται από τα ελληνικά δικαστήρια επεκτατικά. Ο Άρειος Πάγος πάντοτε έτσι εφάρμοζε την αρχή, το δε Συμβούλιο της Επικρατείας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αρχές της δεκαετίας του 1990 εφάρμοζε την αρχή συσταλτικά. Επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας είναι η αποκατάσταση της ανισότητας με την επέκταση της παροχής που προκάλεσε την ανισότητα, αντίθετα, συσταλτική εφαρμογή είναι η αποκατάσταση της ανισότητας με την κατάργηση της παροχής που προκάλεσε την ανισότητα. Αν δηλαδή μία χρηματική παροχή περιορίζεται σε ορισμένους κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, η αντισυνταγματικότητα θα αρθεί, στην πρώτη περίπτωση με την χορήγηση της παροχής σε όσους έπρεπε από τη θέσπισή της να δοθεί, στην δεύτερη περίπτωση με την κατάργηση της παροχής και για όσους έχει δοθεί. Ορθή, από την άποψη της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου, είναι η συσταλτική εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Προϋποθέτει όμως την ύπαρξη συνταγματικού δικαστηρίου στα πρότυπα των συνταγματικών δικαστηρίων, πχ της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, τα οποία μπορούν, μετά άσκηση αίτησης - προσφυγής από έχοντα έννομο συμφέρον, να ακυρώσουν erga omnes νόμο μετά την έκδοσή του. Στην περίπτωση αυτή, ο άμεσα θιγόμενος από την κατά παράβαση της αρχής της ισότητας νομοθέτηση έχει τη δυνατότητα να ζητήσει δικαστική προστασία, η οποία θα έχει τη μορφή της κατάργησης της αντισυνταγματικής παροχής μέσω της ακύρωσης του σχετικού νόμου, όχι την επέκταση της παροχής και στον ίδιο. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ειδικό συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο να μπορεί κατόπιν αίτησης έχοντος έννομο συμφέρον να καταργεί νόμο. Για τον λόγο αυτό, η άρση της παρανομίας από την αντισυνταγματική νομοθέτηση λόγω παράβασης της αρχής της ισότητας με κάποια χρηματική επί παραδείγματι παροχή επαφίεται στη βούληση του Νομοθέτη, ο οποίος είναι όμως ο ίδιος που έχει προκαλέσει με τη νομοθεσία του την προσβολή. Επειδή, ωστόσο, η δικαστική προστασία πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση αποτελεσματική, μόνη λύση για την ελληνική έννομη τάξη προβάλλει η επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας από τα δικαστήρια με σκοπό την αποκατάσταση της ισότητας, έστω κι αν με τον τρόπο αυτό τα δικαστήρια υπεισέρχονται στη θέση του Νομοθέτη, δηλαδή, νομοθετούν στην ουσία χωρίς να έχουν το δικαίωμα αυτό. Τα παραπάνω είναι αναγκαία για την κατανόηση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί μετά την επέκταση της «προσωπικής διαφοράς» με το άρθρο 188 του ν. 4261/2014 και για δεύτερη φορά με το άρθρο 45 του ν. 4569/2018 σε κατηγορίες δικαιούχων υπαλλήλων που δεν είχαν περιληφθεί στους δικαιούχους όταν για πρώτη φορά τέθηκε περιορισμός στη μείωση των αποδοχών ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων με το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011. Πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους και δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι οποίοι κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4024/2011 είτε δεν είχαν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε υπηρετούσαν σε άλλη θέση και δεν εισέπρατταν ΔΙΒΕΕΤ και οι οποίοι κατά τη θέση σε ισχύ των ν. 4261/2014 και 4569/2018 εργάζονταν πλέον σε υπηρεσίες που πλήρωναν προσωπική διαφορά στους υπαλλήλους τους που υπηρετούσαν κατά τη θέση του ν. 4024/2011 σε ισχύ. Στην αιτιολογική έκθεση αμφοτέρων των νόμων 4261 και 4569 αναφέρεται ότι η επέκταση της προσωπικής διαφοράς γίνεται για λόγους ισότητας, ότι επιβάλλεται από τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό αποτελεί μία ψευδή αιτιολόγηση του Νομοθέτη, ο οποίος δεν αποκλείεται βέβαια να θεωρούσε ότι αίρει με τον τρόπο αυτό μία ανισότητα. Η πραγματικότητα ήταν ότι το προσωπικό που δεν εισέπραττε προσωπική διαφορά δεν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με το προσωπικό που εισέπραττε δυνάμει του ν. 4024/2011. Διότι το μεν παλαιό προσωπικό είχε πράγματι υψηλές αποδοχές - αδικαιολόγητα νομίζω υψηλές και γι’ αυτό έγινε προσπάθεια από τον Νομοθέτη να περιορίσει τις μισθολογικές μειώσεις μέσω του μηχανισμού της προσωπικής διαφοράς του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, το δε νεότερο όμως προσωπικό, αυτό που δεν υπηρετούσε το 2011 και υπηρετούσε το 2014 ή το 2018, δεν είχε στην παλαιά του θέση υψηλές αποδοχές ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Νομοθέτη για τη διατήρηση μέρους των αποδοχών του προσωπικού αυτού. Το παλαιό, δηλαδή, προσωπικό και το νεότερο προσωπικό, υπό την ανωτέρω έννοια, δεν βρισκόταν στην ίδια μισθολογική κατάσταση μέχρι την κρίσιμη για κάθε κατηγορία νομοθέτηση, συνεπώς, δεν υπήρχε παραβίαση της αρχής της ισότητας που να απαιτεί και να δικαιολογεί τις νομοθετικές ρυθμίσεις των ν. 4261 και 4569. Έτσι εχόντων των πραγμάτων, ο Νομοθέτης χορήγησε στο προσωπικό, επανειλημμένως με τους ν. 4261/2014 και 4569/2018, μία μισθολογική παροχή. Αποφάσισε και το έκανε, προέβη σε αύξηση μισθού των υπαλλήλων τους οποίους ενέταξε στις ρυθμίσεις των νόμων, δεν αποκατέστησε τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Αντίθετα, εφόσον προέβη στις παροχές αλλά περιόρισε αυτές σε αμφότερες τις περιπτώσεις χρονικά, παραβίασε την αρχή της ισότητας για το σύνολο του προσωπικού που εντάχθηκε στους φορείς που πληρώνουν προσωπική διαφορά μετά τη θέση σε ισχύ των ανωτέρω δύο νόμων. Διότι όρισε και περιόρισε μία μισθολογική παροχή, την οποία ονόμασε προσωπική διαφορά, με κριτήριο τον χρόνο θέσεως των νόμων σε ισχύ. Το Ελληνικό Δημόσιο για πρώτη φορά με τον ν. 4261/2014 παραβίασε την αρχή της ισότητας περιορίζοντας τη μισθολογική παροχή στο προσωπικό που υπηρετούσε κατά τη θέση του νόμου σε ισχύ. Επανέλαβε την παραβίαση με τον ν. 4569/2018 για τον ίδιο λόγο. Η αρχή της ισότητας δεν είχε παραβιασθεί μετά τη θέσπιση του ν. 4024/2011, για πρώτη φορά παραβιάσθηκε με το ν. 4261/2014. Έκτοτε, το Ελληνικό Δημόσιο είναι έκθετο σε δικαστική προσφυγή, η οποία μπορεί να επιδικάσει αποζημίωση στους δικαιούχους, νομιμοτόκως, λόγω αντισυνταγματικής νομοθέτησης, η οποία αποτελεί αστικό αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ (σχετ. Ολομ.Α.Π. 13/1991, Α.Π. 147/2009, ΣτΕ 442/2012, 2100/2006, 5/2001, 1141/1999, 3587/1997). Με δεδομένο το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων και δικαστικών υπαλλήλων και μέχρι αυτό να αλλάξει, το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να άρει την παρανομία με δύο τρόπους: 1) Με κατάργηση με νόμο της προσωπικής διαφοράς από όλους όσους τη λαμβάνουν (συσταλτική εφαρμογή της αρχής της ισότητας). 2) Με επέκταση της προσωπικής διαφοράς στο σύνολο του προσωπικού των φορέων που πληρώνουν προσωπική διαφορά, το οποίο θα υπηρετεί κατά τη θέση του νόμου σε ισχύ αλλά και στο προσωπικό που θα υπηρετεί στο μέλλον, μετά τη θέση του νόμου σε ισχύ δηλαδή (επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας). Με εκτίμηση