Το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ψηφιακή Σύγκλιση» έχει θέσει ως φιλόδοξο στόχο την επίτευξη του «Ψηφιακού Άλματος», προκειμένου να συντελεστεί ουσιαστική σύγκλιση της χώρας με την Ε.Ε., μέσω της αξιοποίησης τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Το Πρόγραμμα καλείται να αντιμετωπίσει σημαντικά δομικά προβλήματα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης (χαμηλή παραγωγικότητα και επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών, υψηλό κόστος λειτουργίας) και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας (έλλειψη ανταγωνιστικότητας και εξαγωγικού προσανατολισμού), που αναζητούν επιτακτικές λύσεις, ειδικά σε μία τέτοια συγκυρία για την ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Παρά όμως τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί και τους σημαντικούς πόρους που έχουν δεσμευθεί για το σκοπό αυτό (προϋπολογισμός δημόσιας δαπάνης άνω του ενός 1δις€ που με τη συνδρομή των αντίστοιχων πόρων από τα Π.Ε.Π. υπερβαίνει τα 1,5δις€), τρία χρόνια μετά την έναρξη υλοποίησής του τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, λόγω σημαντικότατων προβλημάτων τόσο στο σχεδιασμό (έλλειψη ουσιαστικού οράματος και συνεκτικής στρατηγικής), όσο και στην εφαρμογή του (υστέρηση υλοποίησης και σώρευση διαχειριστικών προβλημάτων).
Η μέχρι τώρα ακολουθούμενη πολιτική στην έκδοση γενικόλογων και αόριστων προσκλήσεων:
- Έχει οδηγήσει σε «bottleneck» το πρόγραμμα (κατατεθειμένες προτάσεις πάνω από 3δις€)
- Δεν δίνει σαφείς κατευθύνσεις και προτεραιότητες, αλλά επιτρέπει σε κάθε πιθανή ιδέα να θεωρείται συμβατή με το Πρόγραμμα, αρκεί να μπορεί να παρουσιαστεί ως ψηφιακή υπηρεσία με συγκεκριμένους αποδέκτες,
- Δημιουργεί σύγχυση ως προς τις πραγματικές προτεραιότητες και τις παρεμβάσεις που θα πρέπει να προκριθούν,
- Αφήνει περιθώρια για υποκειμενισμό και αδιαφάνεια ως προς την επιλογή των πράξεων που θα ενταχθούν,
- Οδηγεί σε μεταβίβαση της ευθύνης του ουσιαστικού στρατηγικού σχεδιασμού από τα αρχικώς αρμόδια όργανα στους δυνητικούς Τελικούς Δικαιούχους, οι οποίοι θα πρέπει να εξειδικεύσουν τις γενικά διατυπωμένες επιδιώξεις.
Η προσέγγιση αυτή, έχει οδηγήσει έως τώρα στην υποβολή ενός μεγάλου αριθμού ανομοιογενών και διαφορετικής στόχευσης προτάσεων από πολλούς ετερογενείς φορείς, που είναι πρακτικά αδύνατο να αξιολογηθούν αντικειμενικά με τα ισχύοντα κριτήρια επιλογής.
Παράλληλα, δεδομένου ότι δεν έχουν προχωρήσει οι απαραίτητες ενέργειες (διοικητικής ωρίμανσης- σχεδιασμού προκηρύξεων), είναι εμφανής ο κίνδυνος μετακύλισης των αρνητικών επιπτώσεων των παραπάνω αστοχιών στο μέλλον. Οι σημαντικότερες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι:
- Η κάλυψη των απαιτήσεων του κανόνα «Ν+3», που τίθεται για πρώτη φορά σε εφαρμογή εντός του 2010 και προϋποθέτει ελάχιστο κατώφλι απορροφήσεων, προκειμένου να μη αποδεσμευθούν ήδη εγκεκριμένα κονδύλια,
- Η ανάγκη προώθησης επειγουσών παρεμβάσεων για το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών και την καταπολέμηση της φορο/εισφορο-διαφυγής, μέσα σε μία αρνητική οικονομική/ δημοσιονομική για τη χώρα συγκυρία,
- Η ανάγκη αναθέρμανσης και ανάταξης της πραγματικής οικονομίας, που βιώνει τα αποτελέσματα από τα συσσωρεμένα προβλήματα και τις λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.