- Υπουργείο Ανάπτυξης - http://www.opengov.gr/ypoian -

Άρθρο 31 – Έκπτωση εξαιτίας καταδίκης

1. Οι Πρόεδροι Επιμελητηρίων, τα μέλη των Διοικητικών Επιτροπών των Επιμελητηρίων, τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Επιμελητηρίων, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης και της Διοικητικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους:
α. Αν στερηθούν τη διαχείριση της περιουσίας τους με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
β. Αν στερηθούν τα πολιτικά τους δικαιώματα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
γ. Αν καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε οποιαδήποτε ποινή για φοροδιαφυγή, παραχάραξη, κιβδηλεία, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, δωροδοκία, εκβίαση, κλοπή, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, καταπίεση, αιμομιξία, μαστροπεία, σωματεμπορία, παράνομη μετακίνηση αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, τη λαθρεμπορία και την εμπορία όπλων, καθώς και για παράβαση καθήκοντος.
Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.

2. Όταν γίνεται παραπομπή για κακούργημα με αμετάκλητο βούλευμα ή με απευθείας κλήση, κατά της οποίας έχει εξαντληθεί το δικαίωμα προσφυγής, ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, θέτει τον κατηγορούμενο σε κατάσταση αργίας, η οποία διατηρείται σε περίπτωση έκδοσης καταδικαστικής απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Εάν εκδοθεί αθωωτική απόφαση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως και θεωρείται ως μηδέποτε επιβληθείσα.

3. Εάν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου, σε πρώτο βαθμό, για τα πλημμελήματα της προηγούμενης παραγράφου ή για κακουργήματα, ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, οφείλει να θέσει τον καταδικασθέντα σε κατάσταση αργίας, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση, οπότε και αίρεται αυτοδικαίως, η αργία και το διοικητικό μέτρο θεωρείται ως ουδέποτε επιβληθέν.

4. Για τους Προέδρους Επιμελητηρίων, ως καταδικαστική απόφαση, σε πρώτο βαθμό θεωρείται αυτή που εκδίδεται από το Τριμελές Ποινικό Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.