• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Κ.Λ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ ΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΩΝ' | 5 Δεκεμβρίου 2010, 17:15

    Ι. Η ΕΙΣΗΓΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΟΥ Ν.3585/2007 – ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ, σαφώς ορίζει την εις βάρος ημών ήδη πολυετή αδικίαν και τα ημέτερα καθήκοντα. Η εν λόγω Νομοθετική ρύθμισις, ήλθε διά να αποκαταστήση την παρανομίαν ετών της Διοικήσεως, η οποία ούτε το Δημόσιον Συμφέρον αστυνομεύσεως της Αγροτικής Υπαίθρου εξεπλήρωσε, ούτε την υποχρέωσιν αυτής δια την ολοκλήρωσιν της διαδικασίας προσλήψεως ημών εκάλυψε. «Ως γνωστόν, η εξασφάλιση όρων ασφαλούς διαβίωσης των πολιτών, ώστε να καταστεί δυνατή η ελεύθερη ανάπτυξη οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής δραστηριότητας, αποτελεί βασική μέριμνα για κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης, ανεξάρτητα από το βαθμό εξέλιξης της μέριμνα που έχει εξελιχθεί στην εποχή μας σε βασική προτεραιότητα κάθε σύγχρονου κράτους. Βασικό υποκείμενο της μέριμνας αυτής αποτελούν, λόγω και της ιδιαίτερης κοινωνικοοικονομικής τους σπουδαιότητας, οι αγροτικοί πληθυσμοί και οι περιοχές που αντίστοιχα αυτοί δραστηριοποιούνται. Για τους ανωτέρω λόγους, αυτονόητη υπήρξε, λαμβανομένου υπόψη και του χαρακτήρα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και της συγκρότησης της οικονομίας του, η εκδήλωση τέτοιας μέριμνας εκ μέρους του από τα πρώτα χρόνια της οργανωτικής του συγκρότησης. Ιδιαίτερο αντικείμενο της ασφάλειας αυτής αποτέλεσε η προστασία των αγροτικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων και εκμεταλλεύσεων και των συναφών με αυτές εκδηλώσεων και δράσεων, αλλά και η αντιμετώπιση προβλημάτων που επηρέαζαν την ομαλή διεξαγωγή και ανάπτυξή τους. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας αποτελούσε ανέκαθεν απαραίτητο όρο της ανάπτυξης των βασικών αυτών παραγωγικών δραστηριοτήτων και, κατά συνέπεια, της ανάπτυξης και ευημερίας γενικότερα του κοινωνικού συνόλου. Η διαχρονική εξέλιξη του θεσμού της αγροτικής ασφάλειας εμφανίζεται μέσα από τις οργανωτικές και άλλες μεταβολές της Υπηρεσίας Αγροφυλακής και έχει ως ακολούθως: Με τις διατάξεις του β.δ. της 3.4.1833 «Περί του σχηματισμού και της αρμοδιότητος της επί των Εσωτερικών Γραμματείας» θεσπίσθηκαν το πρώτον αρμοδιότητες «υποστήριξης της Αγρονομίας» και «ανεμπόδιστης ανάπτυξης της αγρονομικής βιομηχανίας », που παρέμειναν έκτοτε ως κρίσιμες και βασικές κρατικές προτεραιότητες, συνδεδεμένες κυρίως με τις διάφορες διοικητικές λειτουργίες, που αφορούν στον αγροτικό τομέα. Το έτος 1924, οι κοσμογονικές αλλαγές που είχαν επέλθει σε κάθε τομέα της ελληνικής κοινωνίας σηματοδότησαν μια σημαντική μεταβολή στον τομέα της αγροτικής ασφάλειας, με την υπαγωγή της ιδρυθείσας με το ν.δ. της 2.2.1923 «Περί αγροτικής ασφάλειας» αυτοτελούς κρατικής υπηρεσίας στο Υπουργείο Εννόμου Τάξεως (ν.δ. της 28.3.1924 «Περί ιδρύσεως Υπουργείου Εννόμου Τάξεως»), με χαρακτήρα Σώματος Ασφαλείας. Οι μεγάλες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών, στη χώρα μας, προκάλεσαν σημαντικές αλλαγές σε κάθε τομέα κοινωνικής δραστηριότητας και συμπεριφοράς, σε σχέση με το παρελθόν. Οι αλλαγές, αναπόφευκτα, συνοδεύθηκαν και από την εμφάνιση καινοφανών προβλημάτων, άγνωστων στη μέχρι τότε κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία αναδείκνυαν μια νέα, αρνητική διάσταση της ανάπτυξης, αλλά και την πορεία που αυτή θα έπρεπε πραγματικά να ακολουθήσει. Ως τέτοια καταγράφονται η υποβάθμιση και σταδιακή καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η υποβάθμιση της ποιότητας και υγιεινής των παραγόμενων τροφίμων, η συνακόλουθη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής. Πρoβλήματα που προκάλεσαν σκεπτικισμό και ως προς την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων διοικητικών και άλλων δομών του Κράτους, ενώ ταυτόχρονα, σωρευτικά με άλλα, ανέδειξαν νέες απαιτήσεις, στις οποίες αυτό έπρεπε να επανατοποθετηθεί και να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Ειδικότερα : Η αστυφιλία προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την ερήμωση της υπαίθρου" οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία απέκτησαν νέα μορφή και απαίτησαν νέους τρόπους οργάνωσης, δράσης και ελέγχου" η γεωργία έπαυσε να αποτελεί μαζί με την κτηνοτροφία τον κύριο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας" η ύπαιθρος άρχισε να φιλοξενεί οικονομικές δραστηριότητες πέραν των παραδοσιακών (οικοτουρισμός, βιολογική γεωργική παραγωγή κ.ά.). Το κοινωνικό ενδιαφέρον άρχισε να εστιάζεται, όλο και περισσότερο, στην ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος και τη διαταραγμένη ισορροπία του οικοσυστήματος. Η ποιότητα, η ασφάλεια και η υγιεινή των τροφίμων άρχισε να απασχολεί την κοινωνία περισσότερο από την ποσοτική επάρκεια τους, που πλέον είχε διασφαλισθεί. Νέες έννοιες όπως προστασία περιβάλλοντος, αειφόρος ανάπτυξη, βιολογικές καλλιέργειες, διαχείριση υδάτινων πόρων, διαχείριση αποβλήτων, κ.ά. άρχισαν σταδιακά να ευαισθητοποιούν και να απασχολούν ευρύτατες ομάδες πληθυσμού και όχι μόνο την επιστημονική κοινότητα ή τους αγροτικούς πληθυσμούς και να αναδεικνύονται σε βασικούς πολιτικούς στόχους και προτεραιότητες. Αναπόφευκτες υπήρξαν, κατά συνέπεια, και οι αναταράξεις στο χώρο της αγροτικής ασφάλειας, που συνδυάσθηκαν και με τη συνολική προσπάθεια αναδιοργάνωσης και επανακαθορισμού των στόχων και των τακτικών του συνολικού συστήματος αστυνόμευσης της χώρας. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών υπήρξε η ριζική μεταβολή του ισχύοντος καθεστώτος λειτουργίας του Σώματος της Αγροφυλακής, όπως αυτό προβλεπόταν με το ν.δ. 3030/1954. Η μεταβολή αυτή εκδηλώθηκε αρχικά με την κατάργηση του Σώματος της Ελληνικής Αγροφυλακής και την υπαγωγή των αρμοδιοτήτων και του προσωπικού του άμεσα στο αστυνομικό σύστημα της χώρας (ν. 1481/1984 «Περί οργανισμού Υπουργείου Δημόσιας Τάξης», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ. 582/1984). Ακολούθησαν συνεχείς μεταβολές στη διοικητική υπαγωγή του προσωπικού και στους φορείς άσκησης των αρμοδιοτήτων του καταργηθέντος Σώματος (ν.1590/ 1986 «Τροποποίηση του ν.1481/1984 οργανισμός του Υ.Δ.Τ. και άλλες διατάξεις», ν. 1832/1989 «Τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση», ν. 2218/1994 και ν. 2240/1994), μέχρι την ανάληψη τους από τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, οι οποίες πλέον μέχρι σήμερα είναι αρμόδιες για την αγροτική ασφάλεια στην περιοχή τους. Η προσπάθεια που μεσολάβησε για την ανασύσταση της Αγροφυλακής, με τις διατάξεις του ν. 1892/1990, δεν ολοκληρώθηκε. Τέλος, με τις διατάξεις του π.δ.410/1995 σε συνδυασμό με το ν. 2819/2000, δόθηκε επιπλέον η δυνατότητα μεταφοράς αρμοδιοτήτων της Αγροφυλακής στις υπηρεσίες της Δημοτικής Αστυνομίας. Παρά την πληθώρα λοιπόν των προσπαθειών για μια νέας μορφής παροχή υπηρεσιών αγροτικής ασφάλειας, μέσα από διαφορετικούς κάθε φορά φορείς, δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση μιας αξιόπιστης και ολοκληρωμένης λύσης στο υπαρκτό έλλειμμα ασφάλειας στον τομέα αυτόν• έλλειμμα που επέτεινε στις μέρες μας η συντελεσθείσα σταδιακή μετακίνηση των κατά τόπους υπηρεσιών αγροτικής ασφάλειας προς τα αστικά κέντρα -έδρες Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, με συνεπακόλουθο την αίσθηση εγκατάλειψης της υπαίθρου. Επιπλέον, εμφανίσθηκαν προβλήματα, πέραν των στενών ορίων της μέχρι σήμερα θεωρούμενης αγροτικής ασφάλειας, που αντιμετωπίζουν όλες οι σύγχρονες κοινωνίες και αφορούν κυρίως στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των πολιτών (υποβάθμιση, καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, ρύπανση, κατασπατάληση φυσικών πόρων, ανεξέλεγκτη χρήση φυτοφαρμάκων κ.ά.). Τα προβλήματα αυτά εκφεύγουν σαφώς των ορίων δράσης και των δυνατοτήτων αντιμετώπισης των τοπικών κοινωνιών και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν αποσπασματικά, όπως έχει καταδείξει και η μέχρι σήμερα διοικητική εμπειρία, αλλά αντίθετα απαιτούν ένα ενιαίο σύστημα διαχείρισης και αντιμετώπισης τους, για την εξυπηρέτηση ενός δημόσιου σκοπού, υπέρτερου των τοπικών αναγκών. Την ανάγκη αυτή, σήμερα, επιχειρεί να καλύψει η Πολιτεία με τις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου, δημιουργώντας μία Υπηρεσία με διευρυμένες αρμοδιότητες σε σχέση με το παρελθόν, σε τομείς που είτε δεν καλύπτονταν από πλευράς ελέγχου και αστυνόμευσης από άλλες κρατικές υπηρεσίες, είτε καλύπτονταν μεν, αλλά οι επεμβάσεις τους περιορίζονταν σε αποσπασματικές περιπτώσεις ελέγχου καταγγελιών ή αντιμετώπισης γενικότερων κρίσεων, χωρίς συγκροτημένη, ενιαία πολιτική ελέγχου. Η Υπηρεσία αυτή θα είναι συγκροτημένη με ενιαίο, κεντρικό επιχειρησιακό σχεδιασμό και κατεύθυνση, άρτια οργανωμένη. Η στελέχωση της θα γίνεται με προσωπικό επαρκώς εκπαιδευμένο και με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση. Θα είναι εφοδιασμένη με σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές και θα έχει δυνατότητες διασύνδεσης και συνεργασίας τόσο με τις λοιπές υπηρεσίες άσκησης αστυνόμευσης, στο πλαίσιο του απαραίτητου πλέον ενιαίου περιβάλλοντος ασφαλείας, όσο και με τις υπάρχουσες ομοειδείς υπηρεσίες άλλων κρατών. Θα είναι ικανή να εκτελέσει την αποστολή της χωρίς τις ανασταλτικές επιδράσεις τοπικών μικροσυμφερόντων, ανταποκρινόμενη ταυτόχρονα και στο γενικό αίτημα των τοπικών κοινωνιών, φορέων, οργανώσεων και πολιτών για ανάληψη των απαιτούμενων πρωτοβουλιών. Θα καλύπτει το σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας και θα έχει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης, δυναμικής και ευέλικτης κρατικής υπηρεσίας. Η Υπηρεσία αυτή όχι μόνο δεν θα υποκαταστήσει και δεν θα προκαλέσει σύγχυση με τη δράση της σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες, αλλά αντίθετα θα τις ενισχύσει στον ουσιαστικό τους ρόλο, μέσω της ανάδειξης από την οργανωμένη, καθημερινή αστυνόμευση των πραγματικά σοβαρών θεμάτων τα οποία πρέπει να τις απασχολούν. Με βάση τα προεκτεθέντα, είναι προφανές ότι στόχος της νέας Υπηρεσίας δεν είναι να αποτελέσει μόνο έναν αποτελεσματικό οργανισμό ασφάλειας, αλλά επιπλέον, μέσω της συνεχούς παρουσίας του προσωπικού της ως οικολογικού επόπτη και φύλακα του περιβάλλοντος, των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και της οικολογικής ισορροπίας τους, να δώσει την ώθηση που απαιτείται για την ενθάρρυνση της οικολογικής λειτουργίας των αγροτικών περιοχών, τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του αγροτικού πληθυσμού σε οικολογικά θέματα και γενικά την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης. Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για «αστυνομία της οικολογίας» - γιατί πολλοί «κάνουν οικολογία γραφείου», αλλά είναι έκδηλη η απουσία οικολογικών εφαρμογών και φροντίδων. Το κενό πληρούται καθοριστικά με το παρόν νομοσχέδιο. Ειδικότερα, με τις επί μέρους διατάξεις του προτεινόμενου σχεδίου νόμου ρυθμίζονται τα ακόλουθα : Με τα άρθρα 1 και 52 προβλέπεται η ίδρυση και αποστολή της Ελληνικής Αγροφυλακής και αναδιατυπώνονται ανάλογα τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2800/2000, που αφορούν στην αποστολή και στη διάρθρωση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Με το άρθρο 2 αποδίδονται αναλυτικά εξειδικευμένοι, σημαντικοί όροι, που αναφέρονται συχνά στις διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου. Με το άρθρο 3 καθορίζεται η αποστολή της Ελληνικής Αγροφυλακής με την ακριβή περιγραφή των αρμοδιοτήτων της και τη σαφή οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής αυτών, χωρίς να θίγονται συναφείς αρμοδιότητες άλλων υπηρεσιών ή φορέων, ώστε να αποφευχθούν τριβές, επικαλύψεις ή αμφιβολίες ως προς αυτές, που οδηγούν σε αδράνεια. Οι προβλεπόμενες αρμοδιότητες αυτής διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες. Στην πρώτη επαναδιατυπώνονται οι αρμοδιότητες του ν.δ. 3030/1954, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα, που αφορούν αποκλειστικά στην αγροτική ασφάλεια και αναφέρονται κυρίως στη φρούρηση των αγροτικών κτημάτων προς πρόληψη της κλοπής, της φθοράς ή άλλων αδικημάτων κατ' αυτών, καθώς και στην αστυνομία των αρδευτικών υδάτων. Στη δεύτερη περιλαμβάνονται οι νέες αρμοδιότητες που αναφέρονται στην αστυνόμευση εφαρμογής των κειμένων διατάξεων, σε νέους τομείς δραστηριότητας μείζονος κοινωνικής σημασίας, όπως η προστασία από τη μόλυνση και ρύπανση του εδάφους και των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, η διάθεση επικίνδυνων και μη αποβλήτων, η διανομή και χρήση φυτοφαρμάκων και γενετικά τροποποιημένων οργανισμών ή παραγώγων, κ.ά.. Οι αρμοδιότητες αυτές, πέραν του εμπλουτισμού των αρμοδιοτήτων της νέας Υπηρεσίας, ορίζουν τον νέο προσανατολισμό της και διαμορφώνουν το σύγχρονο χαρακτήρα της, σε σχέση με την Υπηρεσία την οποία καλείται να αναβιώσει. Τέλος, στην τρίτη αναφέρεται το σύνολο των αρμοδιοτήτων που αφορούν στην παροχή συνδρομής σε άλλες υπηρεσίες ή αρχές κ.λπ. όσον αφορά στη δίωξη της λαθρομετανάστευσης και της διακίνησης και εμπορίας ναρκωτικών, την προστασία των αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών και μοναστηριακών θησαυρών κ.ά.. Με το άρθρο 4 θεσπίζεται ο χαρακτήρας της Ελληνικής Αγροφυλακής ως ιδιαίτερης Υπηρεσίας και καθιερώνεται η αρχή της διαρκούς ετοιμότητας του προσωπικού της για την εκπλήρωση της αποστολής της και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, καθώς θεωρείται ότι αυτό ευρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβαση του. Το αγρονομικό προσωπικό είναι ένοπλο, για δε την οπλοφορία, τη χρήση των όπλων και την εκπαίδευση του σε αυτά, έχουν ανάλογη εφαρμογή τα ισχύοντα για το αστυνομικό προσωπικό. Με το άρθρο 5 καθορίζεται η διάρθρωση της νέας Υπηρεσίας. Ειδικότερα, η Ελληνική Αγροφυλακή συγκροτείται από κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες, υπαγόμενες στο Αρχηγείο Αγροφυλακής, με τοπική αρμοδιότητα σε ολόκληρη την επικράτεια και τη διοικητική περιφέρεια της χώρας αντίστοιχα. Με τα άρθρα 6 και 7 συνιστάται Αρχηγείο Ελληνικής Αγροφυλακής ως ανώτατη επιτελική υπηρεσία, με την οποία ο Αρχηγός της ασκεί τη διοίκηση της Υπηρεσίας, και καθορίζονται η έδρα, η αποστολή και η διάρθρωσή του. Με το άρθρο 8 συνιστάται Συμβούλιο Διαχείρισης Κρίσεων και Επιτελικού Σχεδιασμού, με Πρόεδρο τον Αρχηγό της Ελληνικής Αγροφυλακής και μέλη τους Προϊσταμένους των Διευθύνσεων του Αρχηγείου, και καθορίζονται αναλυτικά οι αρμοδιότητές του. Με το άρθρο 9 συνιστώνται Διευθύνσεις Αγροφυλακής Περιφερειών, ως αποκεντρωμένα κλιμάκια διοίκησης και άσκησης ελέγχου, σε επίπεδο διοικητικής περιφέρειας της χώρας. Με το άρθρο 10 συνιστώνται στις έδρες των Διευθύνσεων Αγροφυλακής Περιφερειών αγρονομικά συμβούλια και ορίζονται η σύνθεση και οι αρμοδιότητες τους. Με το άρθρο 11 καθορίζονται τα θέματα τα οποία ρυθμίζονται με αγρονομικές διατάξεις και αφορούν στην πρόληψη αγροτικών αδικημάτων, στην αστυνόμευση των αρδευτικών υδάτων, γεωργικών ζωνών βόσκησης και παραμονής ζώων και στη λήψη μέτρων ασφαλείας και πρόληψης ατυχημάτων σε αγροτικά ακίνητα. Με τα άρθρα 12, 13 και 15 γίνεται διάκριση του προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής σε αγρονομικό και πολιτικό προσωπικό, του δε αγρονομικού προσωπικού σε γενικών και ειδικών καθηκόντων, και συνιστώνται οι οργανικές θέσεις του αγρονομικού και πολιτικού προσωπικού. Με το άρθρο 14 καθορίζεται η ιεραρχική κλίμακα της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με τα άρθρα 16 και 17 ρυθμίζονται θέματα διοίκησης της νέας Υπηρεσίας και ορίζονται οι βαθμοί διοικούντων. Με το άρθρο 18 καθορίζονται τα όρια ηλικίας κατά βαθμούς. Με το άρθρο 19 ρυθμίζονται θέματα κατάταξης του προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής και, ειδικότερα, η εξ ιδιωτών πρόσληψη των Αγροφυλάκων και Αγρονόμων και η εξ Αγροφυλάκων, μετά από σχετικές εξετάσεις, προέλευση των Αρχιφυλάκων, καθορίζονται τα προσόντα για την εισαγωγή στις οικείες Σχολές και την κτήση του βαθμού του Αρχιφύλακα και θεσπίζονται εξουσιοδοτικές διατάξεις για τη ρύθμιση των διαδικασιών επιλογής τους, εξετάσεων, καθορισμού αριθμού εισακτέων και των συναφών θεμάτων. Ειδικά για την πρόσληψη Αγροφυλάκων, θεσπίζεται ως αναγκαία προϋπόθεση η εντοπιότητά τους, για να γνωρίζουν αυτοί τις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες της περιοχής, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στα καθήκοντα τους. Άλλωστε, το μέτρο αυτό θα δημιουργήσει θέσεις εργασίες και ευκαιρίες απασχόλησης στις αγροτικές περιοχές και οπωσδήποτε θα συμβάλει στην πληθυσμιακή τόνωση τους και την οικονομική τους ανάπτυξη. Με το άρθρο 20 ρυθμίζεται το ζήτημα της κατάταξης ως δοκίμων Αγροφυλάκων, σε ποσοστό 12% επί του συνόλου, των υποψηφίων ειδικών κατηγοριών που καθορίζονται λεπτομερώς. Με το άρθρο 21 καθορίζονται οι υπηρεσιακές καταστάσεις του αγρονομικού προσωπικού και ρυθμίζονται θέματα κρίσεων του. Με τα άρθρα 22 και 23 ρυθμίζονται θέματα μετακινήσεων και αδειών και καθορίζεται το πειθαρχικό καθεστώς του αγρονομικού προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με τα άρθρα 24 και 25 καθορίζονται καθήκοντα του αγρονομικού προσωπικού της νέας Υπηρεσίας. Ειδικότερα, θεσπίζεται η υποχρέωση περιβολής στολής κατά την άσκηση των καθηκόντων του και η υποχρέωση υπηρεσίας χωρίς δικαίωμα παραιτήσεως για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα από την πρόσληψή τους. Με το άρθρο 26 ρυθμίζονται θέματα αποδοχών του αγρονομικού προσωπικού και των οδοιπορικών εξόδων αυτού. Με το άρθρο 27 ρυθμίζονται θέματα υγειονομικής περίθαλψης αυτού. Με το άρθρο 28 προβλέπεται η απονομή υλικών και ηθικών αμοιβών στο αγρονομικό προσωπικό, και παρέχεται εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση, με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ειδικότερων θεμάτων ηθικών και υλικών αμοιβών και αποζημιώσεων. Με το άρθρο 29 ρυθμίζονται ζητήματα ασφάλισης του προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με τα άρθρα 30 και 31 ρυθμίζονται θέματα ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης του αγρονομικού προσωπικού και προβλέπεται η υπαγωγή της διερεύνησης, εξιχνίασης και δίωξης των εγκλημάτων που διαπράττει το αγρονομικό προσωπικό όλων των βαθμών ή συμμετέχει σε αυτά, στις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας . Με το άρθρο 32 κατοχυρώνονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και οι ελευθερίες του αγρονομικού προσωπικού, ώστε αυτά να προσιδιάζουν στη φύση των καθηκόντων του και στην αποστολή της νέας Υπηρεσίας. Με τα άρθρα 33 και 34 ρυθμίζονται θέματα σύστασης και διάρθρωσης της Αγρονομικής Ακαδημίας, καθώς και γενικά της εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης, επιμόρφωσης και ειδικής εκπαίδευσης του αγρονομικού προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με τα άρθρα 35 και 36 ρυθμίζονται θέματα προϋπολογισμού, οικονομικής διαχείρισης, προμηθειών, λεσχών και στέγασης των υπηρεσιών της. Με τα άρθρα 37-51 θεσπίζονται αναλυτικά ποινικές και δικονομικές διατάξεις που καθορίζουν τα αγροτικά αδικήματα και ρυθμίζουν θέματα δίωξης και αρμοδιότητας επ' αυτών, ζητήματα αστικής ευθύνης εξ αυτών και θέματα εκτέλεσης των σχετικών δικαστικών αποφάσεων. Η θέσπιση ιδιαίτερης κατηγορίας αδικημάτων αποσκοπεί αφ' ενός μεν στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από πληθώρα ήσσονος δικαστικής σημασίας αδικημάτων, ιδιαίτερης όμως βαρύτητας για τις τοπικές κοινωνίες, των οποίων η αντιμετώπιση επιτυγχάνεται καλύτερα με τη συμμετοχή σε αυτή οργάνων που έχουν γνώση της ιδιαίτερης φύσης των αδικημάτων αυτών, αλλά και των τοπικών κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων και λειτουργούν με διαδικασίες ευέλικτες και δυνητικά συμβιβαστικές. Για τα αγροτικά αδικήματα σε βαθμό πταίσματος, την ποινική δίωξη ασκεί ο δημόσιος κατήγορος. Καθήκοντα δημοσίου κατηγόρου ασκεί αγρονομικό προσωπικό γενικών καθηκόντων, με βαθμό τουλάχιστον Αγρονόμου, ή πολιτικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ της Υπηρεσίας αυτής. Το αγρονομικό προσωπικό έχει την ιδιότητα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αγροτικών αδικημάτων είναι το Πταισματοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα αγροτικά κτήματα, στα οποία αφορούν τα αγροτικά αδικήματα. Παράλληλα, προβλέπεται για την άσκηση αστικών αξιώσεων που αφορούν σε αγροτικά αδικήματα απλή διαδικασία (δυνατότητα υποβολής αξίωσης, ακόμη και στο Αγρονομικό Τμήμα), προκειμένου να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποτελεσματικά τέτοια θέματα, χωρίς την εμπλοκή των διαδίκων σε χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες. Για τα ζητήματα εκτέλεσης ποινών που επιβάλλονται για αγροτικά αδικήματα, ισχύουν τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στο άρθρο 53 περιλαμβάνονται μεταβατικές διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται θέματα καθοριστικής σημασίας, μοναδικής εφαρμογής, για το περιορισμένης χρονικής διάρκειας διάστημα της αρχικής συγκρότησης της Ελληνικής Αγροφυλακής, προκειμένου να εξασφαλισθεί η άμεση αντιμετώπιση των ποικίλων προβλημάτων που επιφέρει η οργάνωση μιας νέας Υπηρεσίας. Κύριο θέμα τους αποτελεί η αρχική στελέχωση της νέας Υπηρεσίας. Αυτή θα επιτευχθεί και με την πρόσληψη των επιτυχόντων υποψηφίων του διαγωνισμού που διενεργήθηκε βάσει των διατάξεων του π.δ. 100/1992 και της 4925/13.7.1992 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, το έτος 1993, για την πρόσληψη Αγροφυλάκων, Αρχιφυλάκων και Αγρονόμων, οι οποίοι στη συνέχεια δεν προσλήφθηκαν. Εν όψει λοιπόν της ανασύστασης της, έστω και με διαφοροποιημένη μορφή, αλλά και δοθέντος ότι η πρόσληψη αυτή ματαιώθηκε χωρίς υπαιτιότητα των υποψηφίων, καίτοι είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία του διαγωνισμού, επιβάλλεται η - έστω και με χρονική καθυστέρηση -πρόσληψη των επιτυχόντων. Αλλωστε, η μη πρόσληψη τους ήταν αδικαιολόγητη, δεν συμβαδίζει με βασικές αρχές του κράτους δικαίου και, ειδικότερα, με τις αρχές της αξιοκρατίας, της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη Διοίκηση, αλλά και της συνέχειας και συνέπειας του κράτους, που πρέπει να επιδεικνύονται στις εκάστοτε κυβερνητικές αλλαγές. Η πρόσληψη θα γίνει με σχετική απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, ύστερα από σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων. Όσοι προσληφθούν, θα καλύψουν θέσεις αντίστοιχων βαθμών της νέας Υπηρεσίας. Στη νέα Υπηρεσία θα μεταφερθεί επίσης το προσωπικό της Διεύθυνσης Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ύστερα από σχετική αίτηση του, θα μεταταγούν δε και οι μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι που είχαν μεταταγεί σε υπηρεσίες Αγροφυλακής των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων από τη Διεύθυνση Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 2738/1999 και 2910/2001. Το προσωπικό αυτό θα καταλάβει οργανική θέση αγρονομικού προσωπικού, με βαθμό ανάλογο με την κατηγορία και το χρόνο της συνολικής δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 εδάφια α', β', γ' και δ' του άρθρου. Σε οργανικές θέσεις αγρονομικού προσωπικού, που δεν καλύφθηκαν σύμφωνα με τις προηγούμενες περιπτώσεις, θα μπορούν να μεταταγούν μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι των Αρχηγείων Ελληνικής Αστυνομίας και Πυροσβεστικού Σώματος που προέρχονται από την Αγροφυλακή, λοιποί μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι των ως άνω Σωμάτων, καθώς και μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι που είναι αποσπασμένοι σε υπηρεσίες Αγροφυλακής των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, σε θέσεις βαθμών, ανάλογα με τον κλάδο και την κατηγορία τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Για το προσωπικό που μεταφέρεται ή μετατάσσεται κατά τα ανωτέρω, τηρείται ενιαία επετηρίδα κατά βαθμό και διατηρείται η τυχόν υφιστάμενη, μεταξύ του προσωπικού της ίδιας κατηγορίας, αρχαιότητα. Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, μπορούν να ανακαλούνται από την εφεδρεία, μετά από αίτηση τους, αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος που αποστρατεύθηκαν εντός της τελευταίας πενταετίας με το βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή ή αντιστοίχου και άνω και δεν υπερβαίνουν το 58ο έτος της ηλικίας τους και να μετατάσσονται στην Ελληνική Αγροφυλακή με το βαθμό του Αγρονομικού Διευθυντή, εξελισσόμενοι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Επίσης, με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, είναι δυνατή η ανάκληση και επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία της Ελληνικής Αγροφυλακής, ύστερα από αίτηση τους, συνταξιούχων πολιτικών υπαλλήλων κατηγορίας ΠΕ που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 110 του ν. 1892/1990 και δεν έχουν υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας τους. Οι ανακαλούμενοι στην ενεργό υπηρεσία καταλαμβάνουν θέση Αγρονομικού Διευθυντή και δεν έχουν περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξη. Με τις ανωτέρω διατάξεις, επιτυγχάνεται η απόκτηση στελεχών, με πολύτιμη εμπειρία στο αντικείμενο της νέας Υπηρεσίας, χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες πρόσληψης, και εκπαίδευσης, μέχρις ότου εκπαιδευθούν και αποδοθούν στην Υπηρεσία, μέσα από τις δικές της ολοκληρωμένες διαδικασίες, σε επαρκή αριθμό, στελέχη με τα οποία αυτή θα λειτουργήσει στη μελλοντική, οριστική της μορφή. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ρυθμίζεται επίσης το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα, της αρχικής επιλογής της ηγεσίας της νέας Υπηρεσίας, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει όλα τα μείζονα και συσσωρευμένα προβλήματα της αρχικής συγκρότησης και λειτουργίας μιας Υπηρεσίας χωρίς ομοιόμορφο στελεχιακό δυναμικό, χωρίς ιεραρχία και επετηρίδα, με στελέχη διαφορετικών υπηρεσιακών εμπειριών και νοοτροπίας. Απαιτείται λοιπόν η Ηγεσία που θα επιλεγεί αρχικά να διαθέτει υψηλή κατάρτιση και εμπειρία, όχι μόνο διοικητική ή εξειδικευμένη επαγγελματική, αλλά και ευρύτερη, καθώς και ευέλικτη αντίληψη του σύγχρονου πολυσύνθετου περιβάλλοντος ασφάλειας και των παραγόντων που το επηρεάζουν, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα αντιμετωπίζει μια νεοσύστατη Υπηρεσία και μάλιστα τέτοιου οργανωτικού μεγέθους και εμβέλειας, όπως αυτό της Αγροφυλακής. Ικανότητες, τις οποίες κατά τεκμήριο διαθέτουν οι έμπειροι απόστρατοι ανώτατοι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, μεταξύ των οποίων το ΚΥ.Σ.Ε.Α. θα επιλέξει τον Αρχηγό της Ελληνικής Αγροφυλακής. Με τον τρόπο αυτόν, θα επιτευχθεί η συγκρότηση ενός συμπαγούς ηγετικού πυρήνα, κοινής επαγγελματικής εκπαίδευσης, συμπεριφοράς, αντίληψης και κουλτούρας, με τις μεγαλύτερες ικανότητες και ως εκ τούτου τις καλύτερες προϋποθέσεις αντιμετώπισης των προκλήσεων που προαναφέρθηκαν. Με το άρθρο 54 προβλέπεται η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων, η έκδοση των οποίων προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ενώ με το άρθρο 55 ορίζεται η άμεση έναρξη ισχύος του νόμου, από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.-» Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι το Δημόσιον, έχει ήδη ομολογήσει την παρανομίαν η οποία χαρακτήρισε την δράσιν αυτού, κατά το παρελθόν διάστημα των δεκατεσσάρων ετών. Όταν το ίδιον το Δημόσιον ομολογεί περί της παραβιάσεως της Αρχής του Κράτους Δικαίου, της Χρηστής Διοικήσεως, της Αξιοκρατίας, της Αναλογικότητος, της Ισότητος, της Ισονομίας, της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Διοικουμένου, του Δικαιώματος εις την Εργασίαν και την Κοινωνικήν Ασφάλισιν, του Δικαιώματος του Ελληνικού Λαού να απολαμβάνη Προστασίαν κατά την παραμονή και εργασία του στην ύπαιθρο, της Συνέπειας και Συνέχειας του Κράτους και παραδέχεται ότι ουδεμία ημετέρα υπαιτιότητα υφίστατο κατά την διαρκήν εις βάρος ημών παρανομία, σαφώς παρέλκει η εκτενής ανάλυσις των λόγων αντισυνταγματικότητος της προτεινομένης διατάξεως. Καθίσταται σαφές, ότι το μόνον το οποίον δύναται να πραχθή, είναι η διατήρησις του ως άνω προσωπικού, εις το Υπουργείον Προστασίας του Πολίτου, έστω και άνευ της στρατιωτικής δομής, έστω και άνευ στολής, έστω και άνευ όπλου, πλην όμως πάντοτε με το σύνολον των αρμοδιοτήτων της προστασίας της Αγροτικής Ασφαλείας, τα οποία (παρ. 1, παρ. 2 ΠΛΗΡΗΣ και παρ. 3 του άρ. 2 περί αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας) όπως ελέχθη ήδη, ΔΕΝ ΔΥΝΑΝΤΑΙ να επιφορτίσουν την γογγύζουσα ΕΛ.ΑΣ. της Περιφερείας, η οποία ήδη έχει υποστεί τεραστίαν μείωσιν πόρων, προσωπικού και μέσων και συνεπώς μετά δυσχερεία θα αντεπεξέλθει εις τα ήδη αναληφθέντα καθήκοντα! Τούτο, επειδή Χρηστή είναι η Διοίκησις η οποία δεν παγιδεύει τον πολίτη, δεν αυθαιρετεί, αναγνωρίζει τα λάθη της και επανορθώνει, τον προειδοποιεί, δεν τον αιφνιδιάζει, αιτιολογεί τας πράξεις αυτής και εν τέλει είναι επιεικής κατά την άσκησιν της κυριαρχικής εξουσίας αυτης (ΔΕΚ 0090/96) , ήτοι συμπεριφέρεται με τρόπον ο οποίος δεν προσιδιάζει επ’ουδενί, μετά της στάσεως αυτού επί τω προκειμένω. Την στιγμήν κατά την οποίαν διά το σύνολον των υπολοίπων Δημοσίων Υπαλλήλων, αυτό το οποίον αιτούμεθα (έναρξις και διατήρησις απασχολήσεως δεκαπέντε ημέρες από της δημοσιεύσεως των ονομάτων εις το ΦΕΚ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΕΙΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΛΗΦΘΗΣΑΝ) ήδη ισχύει βάσει Νόμου και Συντάγματος (ΣτΕ 3255/1996, ΕΔΚΑ 38,733). Βάσει μάλιστα της αυτής Αρχής, ΈΧΟΥΝ ΉΔΗ ΕΚΔΟΘΕΊ ΔΕΚΑΔΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, κρίνουσες αντισυνταγματικόν τον «κανόνα δικαίου» ο οποίος μας καθιστά κατωτέρους των λοιπών Δημοσίων Υπαλλήλων (ΣτΕ 2650/1986, ΝοΒ 37,139). Βάσει του άρ.25§1 του Συντάγματος, εγκαθιδρύεται και προασπίζεται η Αρχή της Αναλογικότητος, ως απόρροια της Αρχής του Κράτους Δικαίου. Η Αρχή αυτή επιβάλλει (πρβλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2112/1984 μεταξύ πολλών ετέρων) εν συνδυασμώ μετά της Διατάξεως του Άρ.5§1, ότι : «…οι εκ μέρους του νομοθέτου και της διοικήσεως επιβαλλόμενοι περιορισμοί εις την άσκησιν των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενον σκοπόν. Ειδικώτερα, πρέπει να τελούν σε άμεση σχέση με τον σκοπό αυτό, αλλά και προς τα ήδη νομίμως ή εν τοις πράγμασι κεκτημένα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα ή καταστάσεις (γνώσεις επιστήμης…)των υποψηφίων ασκήσεως ωρισμένου επαγγέλματος, καθώς και προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος τούτου». Θεωρείται αδιανόητος ως εκ τούτου, η κατά προτίμησιν και παράνομον πρακτικήν, υπαγωγή εκάστου εκ των Αγροφυλάκων και Αρχιφυλάκων εις την Δασικήν Υπηρεσίαν, ως προς τα καθήκοντα της οποίας δεν έχομε εκπαιδευθεί, δεν έχομε εξετασθεί και δεν έχομε εκδηλώσει ενδιαφέρον προσλήψεως ή μετατάξεως. Κυρίως δε, αφ' ής στιγμής, η έξωθεν επιβληθείσα "τριαρχία" ουδ' έν αναέφερε περί της ημετέρας Υπηρεσίας, η οποία έχει να επιδείξη και επιδεικνύει, εάν ανατρέξετε εις τον Δικτυακόν Τόπον του ΥΠΠΠ, εντυπωσιακότατα αποτελέσματα, βάσει ελαχίστου ΄Δημοσίου κόστους και με την χρήσιν των ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ. ΚΙΝΗΤΩΝ ΤΗΛΕΦΩΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΓΟΡΑΖΟΜΕ, ΣΥΝΤΗΡΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΤΟΜΕ ΜΕ ΙΔΙΑ ΕΞΟΔΑ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ! Το δε ημέτερον δικαίωμα σαφούς διατηρήσεως της υπεσχημένης και δικαιουμένης Εργασίας, αναφερόμενον εις το άρ.22 Συντάγματος , άρ. 15 παρ. 2 Συντ/τος, άρ.5 παρ. 2 Συντ/τος, άρ. 4 ΕΚΧ (ΕΚ), άρ. 6 ΔΣΟΚΜΔ, άρ. 1 παρ. 1 και 9 ΟικΔιακ, 12 ΔιακΕΚοινοβ, αφορά την τριπλήν υποχρέωσιν του Κράτους να μεριμνά (1) διά την δημιουργίαν συνθηκών απασχολήσεως πάντων των πολιτών, (2) διά την ηθική και υλικήν εξύψωσιν του εργαζομένου αγροτικού και αστικού πληθυσμού και (3) διά την κοινωνικήν ασφάλισιν των εργαζομένων. Πάντως την τριπλήν αυτήν υποχρέωσιν του αντιδίκου, περί δημιουργίας έστω και «συνθηκών απασχολήσεως» πάντων των πολιτών, ευθέως παρεβίασε το αντίδικον (καθ’ ομολογίαν και αυτού του Εισηγητού του Ν.3585/2007), προσκρούοντας αφ’ ενός εις την διάταξιν του άρ. 22 παρ.1 που αποτελεί το Γενικόν Συνταγματικόν Θεμέλιον του Κοινωνικού Κράτους Εν Ελλάδι και αφ’ετέρου εις την διάταξιν του άρ. 22 παρ. 4 που αποτελεί το ειδικόν συνταγματικόν θεμέλιον του Κοινωνικού Κράτους εν Ελλάδι (βλ. και ΔΣΕ περί ελαχίστων ορίων κοινωνικής ασφαλίσεως – Ν.3251/1955, ΣτΕ 5024/87 μετά σχολίων Σπ.Φλογαΐτη, ΚριτΕπιθ 1994,231, Κ.Κρεμαλή Δίκαιο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων , 1985, σ.38 επ, 293, Λεβέντη Γ., Τα κοινωνικά Δικαιώματα του Πολίτη, ΤοΣ 1978, 171, του ιδίου, Το Δικαίωμα Για Κοινωνική Ασφάλιση, ΝοΒ 1977, 628, ΣτΕ 3096/2001, ΤοΣ 124 μετά των παρατηρήσεων Α.Καϊδατζή, ΣτΕ 5024/1987 (Ολ) ΕλλΔνη 1989, 855-856) . Ως εκ τούτου, ήδη θυματοποιηθέντες άπαξ, δεν δυνάμεθα να κατανοήσομε το μένος εις βάρος ημών, την στοχοποίησιν εκάστου εξ ημών και την προαναγγελθείσαν υποβάθμισιν εκάστου εξ ημών, ως εάν να είμεθα πολίται β' κατηγορίας ή ανήκοντες εις τους κόλπους ενός και μόνον πολιτικού κόμματος (έχομε ευθέως κατηγορηθεί διά του Ηλεκτρονικού και Εντύπου Τύπου ως τοιαύτοι). Έχομε όμως και ευκρινεστάτη περίπτωσιν παραβιάσεως των Αρχών της Χρηστής Διοικήσεως και της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του Διοικουμένου. Εκ του συνδυασμού, της Αρχής της Νομιμότητος, η οποία αποτελεί έκφανσιν της συνταγματικώς κατοχυρωθείσης Αρχής του Κράτους Δικαίου της οποίας αποτελεί αναγκαίον συστατικόν και της Γενικής Αρχής του Διοικητικού Δικαίου περί της Χρηστής Διοικήσεως και της Προστατευόμενης Εμπιστοσύνης του Πολίτου, οι οποίες πρέπει να διέπουν την δράσιν της Διοικήσεως, γεννάται εις την περίπτωσιν της παραβίασεώς των, λόγος ακυρώσεως της (εκτελεστικής ή έστω και νομοθετικής) πράξεως του Δημοσίου να καθορίζη εάν και κατά πόσο δικαιούμεθα όσα και οι λοιποί Έλληνες πολίται ως προς την υπεράσπισιν των ημετέρων δικαιωμάτων. Ακόμη και εάν ήθελε θεωρηθή ότι το εν λόγω μέτρον της επαναλειτουργίας της Αγροφυλακής ήτο μία αρχική υπόσχεσις του Δημοσίου έναντι ημών, όπως έχει κριθεί, «υπόσχεση της διοικητικής αρχής είναι η βεβαίωση, ότι θα τηρήσει ορισμένη συμπεριφορά στο μέλλον, εφόσον υπάρξουν οι νόμιμες προϋποθέσεις» (Κουτούπα – Ρεγκάκου, Αρμεν., 1995,1383). Η θέσις της Θεωρίας και της Νομολογίας, είναι ότι η σαφής, άνευ όρων και επιφυλάξεων υποχρέωσις του εναγομένου Δημοσίου, είναι ομοία προς την ΥΠΟΣΧΕΤΙΚΗΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑΝ του ιδιωτικού δικαίου (το οποίον ούτως ή άλλως δύναται να εφαρμοσθή βάσει ΕισΝΑΚ 105-106), ώστε ακόμη και εάν η πράξις του αντιδίκου ήτο ΠΑΡΑΝΟΜΗ, η ΥΠΟΣΧΕΣΙΣ ΑΥΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΝΟΜΙΜΟΣ! Ακόμη, δηλαδή και εάν ήθελε θεωρηθή ότι ήτο παράνομος η σύναψις των μεταξύ ημών και του αντιδίκου συμβάσεων εργασίας, Η ΜΗ ΤΗΡΗΣΙΣ ΑΥΤΗΣ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗΝ ΕΥΘΥΝΗΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (Ι.Γ. Μαθιουδάκης, ό.π., σελ. 483) διά πάσαν θετικήν ή αποθετικήν ζημίαν. Η υπόσχεσις περιλαμβάνει μίαν δέσμευσιν ενεργείας ή παραλείψεως της Διοικησεως διά το μέλλον (Κουτούπα – Ρεγκάκου, Αρμεν. 1995,1383). Συναφώς, η διάταξις του άρ. 21 του Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού, την οποίαν παρέβη η Διοίκησις είναι σαφής : «1. Ανάληψη υποχρεώσεως είναι η διοικητική πράξη, με την οποία γεννάται ή βεβαιώνεται υποχρέωση του Δημοσίου έναντι τρίτων…Για την ανάληψη υποχρεώσεων που προβλέπεται ότι θα βαρύνουν είτε τμηματικά είτε εξ ολοκλήρου τα επόμενα οικονομικά έτη, απαιτείται προηγούμενη έγκριση του Υπουργού Οικονομικών», κάτι το οποίον ετηρήθη μέχρις κεραίας, όπως αποδεικνύεται εκ της συνυπογραφής του Ν.3585 και εκ του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος συνυπεσχέθη ομού μετά των λοιπών συναρμοδίων Υπουργών, την χορήγησιν των απαραιτήτων ποσών λειτουργίας της Υπηρεσίας, μόνον και μόνον διά να παγιδεύση ημάς εις την υποβολήν αιτήσεων και την έναρξιν επιτέλους της ημετέρας απασχολήσεως, μόνον και μόνον διά να μας υποβαθμίση, στοχοποιήση, προσβάλλη και απομειώση αργότερα, καλύπτοντας όμως τις ανάγκες και απαιτήσεις του, επί σειράν ετών, επιβάλλοντας εις ημάς τα έξοδα της λειτουργίας της Υπηρεσίας και ούτως, απολαμβάνοντας ήδη υπηρεσίες και οφέλη, διπλάσια των οφειλομένων! Επιπλέον, η ιδιαιτερότης της εν προκειμένω αξιώσεως διατηρήσεως του ημετέρου αντικειμένου εργασίας, βάσει υποσχέσεως (ακόμη και εάν δεν θεωρηθεί ότι εν τέλει δεν ήτο σαφής Διεθνής και Νομική δέσμευσις του αντιδίκου η λειτουργία της Υπηρεσίας Προστασίας του Αγροτικού Περιβάλλοντος, ΟΠΩΣ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΥΠΕΣΤΗΡΙΞΕ ΚΑΙ ΩΜΟΛΟΓΗΣΕ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΨΗΦΙΣΙΝ ΤΟΥ Ν.3585) έγκειται εις το ότι η νομιμότης ή παρανομία των υποσχέσεων ευρίσκεται εν αντιθέσει και αναλογεί αντιστρόφως προς την νομιμότηταν της Κρατικής Πράξεως εις τα πλαίσια του άρ. 105 ΕισΝΑΚ, δεδομένου του ότι βάσει νομίμου (κατά τα ανωτέρω η προκείμενος είναι νόμιμος υπόσχεσις) υποσχέσεως, γεννάται αξίωσις αποζημιώσεως, λόγω της (παρανόμου) μη εκτελέσεώς της. Ακόμη και παρανόμως η διοίκησις να είχε υποσχεθεί την ημετέραν δικαίωσιν, έστω και κατά παράβασιν αρμοδιότητος, νομίμου τύπου κ.λπ., αρκεί η επίφασις της εξωτερικής νομιμότητος (η οποία είναι τόσον δεδομένη, ώστε εν προκειμένω κατέπεισε χιλιάδες Έλληνες να εγκαταλείψουν οιανδήποτε ετέραν απασχόλησιν εις την οποίαν είχαν επί δεκατετραετίαν επιδοθεί μέχρις ότου δικαιωθούν) ώστε ο Πολίτης να προσδοκά την εκπλήρωσιν αυτού, που υπεσχέθη η Διοίκησις - να εργασθή επί συεγκεκριμένου αντικειμένου, Προστασίας του Πολίτου της Αγροτικής Ελλάδος. Η εν ευρεία εννοία Αρχή της Νομιμότητος, αναλυόμενη, εμπλουτιζομένη διά των Αρχών της Χρηστής Διοικήσεως, της Ητιολογηθείσης Εμπιστοσύνης του Διοικουμένου και της Επιεικείας, επιτάσσει η Διοίκησις να φέρεται συνεπώς, διαφανώς και σαφώς, όχι μόνον να μην εξαπατά τον Πολίτη και Δημόσιον Υπάλληλον, αλλά ούτε και να δημιουργή τις συνθήκες εκείνες οι οποίες θα οδηγούσαν εις ένα τέτοιο αποτέλεσμα (Κουτούπα – Ρεγκάκου, ό.π., 1385, Μανιτάκης, Αρμεν. 1984, 186 επ., Κοντόγιωργα – Θεοχαρόπουλου, ΤιμΤομΕλΣ, 325, 327, Δεληκωστόπουλου, Η Προστασία της Εμπιστοσύνης Εν τω Διοικητικώ Δικαίω, 106, Fajnor, Staatshaftung fur verursachten Schaden, 173 επ.). Εις την αντίθετον περίπτωσιν, κατά την οποίαν το Δημόσιον προεξένησε την βλάβην αυτή διά διαψεύσεως των πεποιθήσεων τις οποίες το ίδιον εδημιούργησε επιδεικνύοντας ασυνεπή διοικητική συμπεριφορά, ο ζημιούμενος Πολίτης δικαιούται πλήρους αποζημιώσεως ( ad hoc ΣτΕ 2284/2003). Επί του παρόντος, αναφέρεται ότι αναγνωρίζεται και εις την περίπτωσιν της συνδρομής πταίσματος του Διοικουμένου ο οπ