Άρθρο 13 Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου

1. Ο πειθαρχικός έλεγχος ασκείται από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν απόφασης ή παραγγελίας του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου ή της Διοικούσας Επιτροπής Περιφερειακού Τμήματος ή κατόπιν έγγραφης αναφοράς ή ανακοίνωσης δημόσιας αρχής ή έπειτα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.

2. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζει, με απόφασή του, ένα μέλος του συμβουλίου ως εισηγητή. Ο εισηγητής υποχρεούται να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση, να καλέσει και να εξετάσει ενόρκως μάρτυρες και να ενεργήσει κάθε απαραίτητη κατά την κρίση του πράξη για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης.

3. Μετά από την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, ο εισηγητής συντάσσει και υποβάλλει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο το πόρισμά του. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού εκτιμήσει τα στοιχεία του φακέλου, αποφαίνεται με αιτιολογημένη απόφασή του είτε για τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, οπότε και ενημερώνει εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από τη λήψη της σχετικής απόφασης τον εγκαλούμενο τεχνολόγο ακτινολογίας-ακτινοθεραπείας και τον εγκαλούντα, είτε παραγγέλλει στον εισηγητή της υπόθεσης να συντάξει κατηγορητήριο.

4. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται αιτιολογημένα εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημέρων από την υποβολή προς αυτό του κατηγορητηρίου από τον εισηγητή, αν θα ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή όχι. Σε καταφατική περίπτωση, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ασκεί πρωτοβάθμια πειθαρχική δικαιοδοσία.

5. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει οριστική απόφαση εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) μηνών από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Αν για την ίδια πράξη έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του τεχνολόγου ακτινολογίας-ακτινοθεραπείας, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται να αναστείλει, κατά την κρίση του, την πειθαρχική δίωξη μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια. Η αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμάται αλλά δεν αποτελεί δεδικασμένο για το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

6. Ο Πρόεδρος του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται, επί ποινή ακυρότητας της δίωξης και της ποινής που τυχόν επιβληθεί, να καλέσει με δικαστικό επιμελητή τον τεχνολόγο ακτινολογίας-ακτινοθεραπείας που διώκεται πειθαρχικά, να λάβει ενυπόγραφα γνώση του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της υπόθεσης και να απολογηθεί. Στην κλήση σε απολογία, η οποία επιδίδεται με απόδειξη, περιγράφεται σαφώς το αποδιδόμενο παράπτωμα.

7. Η προθεσμία που δίνεται στον τεχνολόγο ακτινολογίας-ακτινοθεραπείας που διώκεται πειθαρχικά, προκειμένου να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και να απολογηθεί, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) και μεγαλύτερη από δέκα (10) ημέρες από την επίδοση της κλήσης.

8. Μετά από την απολογία ή την υποβολή έγγραφου απολογητικού υπομνήματος ή την πάροδο της ταχθείσας για τον σκοπό αυτόν προθεσμίας, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδίδει την απόφασή του εντός προθεσμίας (8) ημερών από την ημέρα της συνεδρίασης. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ο πειθαρχικά διωκόμενος μπορεί να παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο.

9. Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την ημέρα που έχει προσδιορίσει μπορεί να εξετάζει μάρτυρες κατά την κρίση του και, μετά από την απολογία του πειθαρχικά διωκομένου ή, αν αυτός δεν εμφανίζεται, αφού διαπιστωθεί ότι αυτός έχει νόμιμα κληθεί, εκδίδει απόφαση. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, μπορεί να διατάξει τη συμπλήρωση του κατηγορητηρίου και της ανάκρισης.

10. Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου υπογράφεται από τον Πρόεδρο και όλα τα μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη και επιδίδεται εντός προθεσμίας οκτώ (8) ημερών από την έκδοσή της στον ενδιαφερόμενο τεχνολόγο ακτινολογίας-ακτινοθεραπείας, κοινοποιείται δε στη Διοικούσα Επιτροπή του οικείου Περιφερειακού Τμήματος, του οποίου ο πειθαρχικά διωκόμενος είναι μέλος, ή στο Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο, εφόσον έχουν δικαίωμα έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 14.
11. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και κατά την εκδίκαση υποθέσεων από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετά από παραπομπή.