- Στην περ. κδ’ του άρθρου 4 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), περί ορισμών, προστίθεται η λέξη «μισθωτής», και η περ. κδ΄ διαμορφώνεται ως εξής:
«κδ. «εργαζόμενος τρίτης χώρας»: πολίτης τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στην ελληνική επικράτεια και ο οποίος διαμένει νομίμως και του έχει χορηγηθεί άδεια διαμονής για εργασία ή άδεια διαμονής με δικαίωμα εργασίας, στο πλαίσιο εξαρτημένης μισθωτής σχέσης εργασίας στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος,»,
- Στην περ. λε’ του άρθρου 4 του Κώδικα Μετανάστευσης, προστίθεται υποπερ. λεγ’ και η περ. λε΄ διαμορφώνεται ως εξής:
«λε. «μέλη οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας»:
λεα. ο έτερος των συζύγων, εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, καθώς και τα κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών άγαμα, κοινά τέκνα τους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν νομίμως υιοθετηθεί στην Ελλάδα με δικαστική απόφαση ή με αλλοδαπή δικαστική απόφαση που είναι αυτοδικαίως εκτελεστή ή έχει κηρυχθεί εκτελεστή ή έχει αναγνωρισθεί το δεδικασμένο της στην Ελλάδα,
λεβ. τα λοιπά, κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, άγαμα τέκνα του συντηρούντος ή του ετέρου των συζύγων, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν, κατά τα ανωτέρω, υιοθετηθεί, εφόσον η άσκηση της επιμέλειας έχει νομίμως ανατεθεί για μεν τα τέκνα του συντηρούντος σε αυτόν, για δε τα τέκνα του ετέρου συζύγου στον σύζυγο αυτόν,
λεγ. τα ενήλικα τέκνα του πολίτη τρίτης χώρας ή του/της συζύγου του, τα οποία στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους και συνοικούν και συντηρούνται από αυτόν. Η στέρηση δικαιοπρακτικής ικανότητας αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, είτε ελληνικού δικαστηρίου, είτε αλλοδαπού δικαστηρίου η οποία έχει αναγνωρισθεί στην ελληνική έννομη τάξη ή από ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής, νομίμως επικυρωμένο και μεταφρασμένο,».
- Στην περ. λζ’ του άρθρου 4 του Κώδικα Μετανάστευσης, προστίθεται υποπερ. λζστ’ και η περ. λζ΄ διαμορφώνεται ως εξής:
«λζ. «μέλος οικογένειας Έλληνα πολίτη»:
λζα. ο/η σύζυγος,
λζβ. ο/η συμβίος/α με τον/την οποίο/α ο/η Έλληνας/ Ελληνίδα πολίτης έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον αυτό καταρτίστηκε στην Ελλάδα ή ενώπιον ελληνικής προξενικής αρχής,
λζγ. ανεξαρτήτως ιθαγένειας, οι κατιόντες, συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή, των συζύγων ή των συντρόφων, οι οποίοι είναι κάτω των είκοσι ενός (21) ετών ή ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον είναι συντηρούμενοι, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συμβίου/ ας, όπως ορίζεται στην υποπερ. λζβ’ κατά την ανωτέρω διάκριση, ως προς την ηλικία, καθώς και τα τέκνα που έχουν υιοθετηθεί, επίσης κατά την ανωτέρω διάκριση,
λζδ. ανεξαρτήτως ιθαγένειας, οι συντηρούμενοι απευθείας ανιόντες, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/ της συμβίου/ας, όπως ορίζεται στην υποπερ. λζβ’,
λζε. κάθε άλλο μέλος της οικογένειας Έλληνα πολίτη ή του ετέρου των συζύγων ή συμβίων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, το οποίο δεν εμπίπτει στα αναφερόμενα στις ανωτέρω περιπτώσεις πρόσωπα, εφόσον το μέλος τούτο συντηρείται από Έλληνα πολίτη ή τον έτερο των συζύγων ή των συμβίων και σοβαροί λόγοι υγείας καθιστούν απολύτως αναγκαία την προσωπική φροντίδα του εν λόγω μέλους της οικογένειας από τον Έλληνα πολίτη,
λζστ. τα ενήλικα τέκνα του Έλληνα πολίτη ή του/της συζύγου του, εφόσον είναι πολίτες τρίτων χωρών, τα οποία στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους και συνοικούν και συντηρούνται από αυτόν. Η στέρηση δικαιοπρακτικής ικανότητας αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, είτε ελληνικού δικαστηρίου, είτε αλλοδαπού δικαστηρίου, η οποία έχει αναγνωρισθεί στην ελληνική έννομη τάξη ή από ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής, νομίμως επικυρωμένο και μεταφρασμένο,».
- Στην περ. λη’ του άρθρου 4 του Κώδικα Μετανάστευσης, προστίθεται υποπερ. ληε’ και η περ. λη΄ διαμορφώνεται, ως εξής:
«λη. «μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης»:
ληα. ο/η σύζυγος,
ληβ. ο/η συμβίος/α με τον/την οποίο/α ο/η πολίτης της Ένωσης έχει σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης, βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους, εφόσον η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής αναγνωρίζει τη σχέση καταχωρισμένης συμβίωσης ως ισοδύναμη προς τον γάμο, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής,
ληγ. οι κατιόντες, συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή, οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των είκοσι ενός (21) ετών ή ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον είναι συντηρούμενοι, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συμβίου/ας, όπως ορίζεται στην υποπερ. ληβ’, κατά την ανωτέρω διάκριση, ως προς την ηλικία, καθώς και τα τέκνα που έχουν υιοθετηθεί, επίσης κατά την ανωτέρω διάκριση,
ληδ. ανεξαρτήτως ιθαγένειας, οι απευθείας ανιόντες του πολίτη της Ένωσης, καθώς και εκείνοι του/της συζύγου ή του/της συμβίου/ας, όπως ορίζεται στην υποπερ. ληβ’, εφόσον είναι συντηρούμενοι,0
ληε. τα ενήλικα τέκνα του πολίτη της Ένωσης ή του/της συζύγου του, εφόσον είναι πολίτες τρίτων χωρών, τα οποία στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους και συνοικούν και συντηρούνται από αυτόν. Η στέρηση δικαιοπρακτικής ικανότητας αποδεικνύεται από τελεσίδικη δικαστική απόφαση, είτε ελληνικού δικαστηρίου, είτε αλλοδαπού δικαστηρίου η οποία έχει αναγνωρισθεί στην ελληνική έννομη τάξη ή από ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής της χώρας καταγωγής ή συνήθους διαμονής, νομίμως επικυρωμένο και μεταφρασμένο,
λθ. «προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής»: το δικαίωμα διαμονής των μελών οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διατηρείται αποκλειστικά σε προσωπική βάση,».