• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΕΚΤ' | 10 Ιανουαρίου 2014, 13:23

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ (ΕΕΚΤ) Στο σχέδιο «Γενικές Αρχές και Κανόνες Διεξαγωγής Τυχερών Παιγνίων που Διεξάγονται μέσω Ραδιοτηλεοπτικών και Τηλεπικοινωνιακών Μέσων» ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ. ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ Παράγραφος 1 Ως προς τα αναφερόμενα στην παράγραφο αυτή προτείνεται να γνωστοποιηθεί εγκαίρως (και πάντως πριν από την θέση σε ισχύ του παρόντος κανονισμού) το περιεχόμενο της δήλωσης αποδοχής στους παρόχους έτσι ώστε να μπορούν να υποβάλουν τυχόν σχόλιά τους. Δεδομένου ότι σε περίπτωση αποτυχίας του ελέγχου πληρότητας προβλέπεται ρητά ότι η ΕΕΕΠ θα ζητά εκ νέου συμπληρώσεις και επανακαταθέσεις, οπότε και θα αναστέλλεται η διεξαγωγή του παιγνίου, η παραπάνω ασάφεια είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, αφού ενδέχεται να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα. Παράγραφος 3 Στην παράγραφο αυτή θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα χρονικό όριο εντός του οποίου θα μπορεί να διεξαχθεί ο έλεγχος από την Ε.Ε.Ε.Π. Λαμβάνοντας υπόψη ότι για τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η επεξεργασία των δεδομένων για λόγους χρέωσης επιτρέπεται για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία της επικοινωνίας (βλ. άρθρο 171 παρ. 2, ν. 4070/2012), αλλά και ότι τα δεδομένα κίνησης και θέσης διατηρούνται για τους σκοπούς του ν. 3917/2011 για 12 μήνες ενώ μετά καταστρέφονται (βλ. άρθρο 6, ν. 3917/2011 όπως έχει τροποποιηθεί), προτείνουμε η πρόταση να συμπληρωθεί ως εξής: «3. Η Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια και έως ένα (1) έτος μετά τη λήξη του τυχερού παιγνίου:» Παράγραφος 3.2 Όπως και παραπάνω, πρέπει να τεθεί ένα χρονικό όριο ελέγχου. Εφόσον προστεθεί το χρονικό όριο στην έναρξη της παρ. 3 δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί και στις υποπαραγράφους. Προτείνουμε η παράγραφος να διαμορφωθεί ως εξής: «3.2. Να προβαίνει σε έλεγχο προς επιβεβαίωση της τήρησης των στοιχείων της δήλωσης της παραγράφου 3.1.1. των Γενικών Αρχών της παρούσας και των όρων διεξαγωγής του παιγνίου.» Παράγραφος 3.3 Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε ποιο Μέρος αναφέρονται οι υποπαράγραφοι 3.1 και 3.2. Παράγραφος 5 Προτείνεται η αντικατάσταση της παραγράφου ως εξής: «Ο Πάροχος οφείλει να παρέχει εγγράφως στην ΕΕΕΠ και στα εντεταλμένα όργανα αυτής τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου. Τα στοιχεία παρέχονται κατόπιν υποβολής από την ΕΕΕΠ έγγραφου αιτήματος παροχής πληροφοριών, εντός μηνός από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος.» Παράγραφος 6 Προτείνεται να προστεθεί στο τέλος της παραγράφου το ακόλουθο κείμενο: «Ο Πάροχος οφείλει να περιλαμβάνει στη σύμβαση με τον υπεργολάβο με τον οποίο συμβάλλεται για τη διεξαγωγή ή/και την προβολή του Τυχερού Παιγνίου, σχετικό όρο ο οποίος να προβλέπει τη δέσμευσή του να παρέχει στην ΕΕΕΠ και στα εντεταλμένα αυτής όργανα, πρόσβαση σε στοιχεία, σχετικά με το Τυχερό Παίγνιο. Τα στοιχεία παρέχονται κατόπιν υποβολής από την ΕΕΕΠ έγγραφου αιτήματος παροχής πληροφοριών, εντός μηνός από την παραλαβή του σχετικού αιτήματος. Οι πάροχοι δικτύου δεν θεωρούνται στην περίπτωση αυτή ως υπεργολάβοι του παρόχου του τυχερού παιγνίου». Παράγραφος 7 Στην εν λόγω παράγραφο προβλέπεται ότι η διεξαγωγή και η εκμετάλλευση Τυχερού Παιγνίου δια τηλεπικοινωνιακών μέσων κατά παράβαση των διατάξεων του υπό διαβούλευση Κώδικα επισύρει τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις των άρθρων 51 και 52 του Ν. 4002/2011. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου του ν. 4002/2011, η παροχή παιγνίων χωρίς την απαιτούμενη άδεια, τιμωρείται προκειμένου για παίγνια που διεξάγονται μέσω του διαδικτύου με ποινή φυλάκισης και με χρηματική ποινή από διακόσιες χιλιάδες (200.000) έως και πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Αν δε το παίγνιο που διεξάγεται είναι τυχερό, το αδίκημα τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα έτη. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων δύναται να προκύπτει ακόμη και ότι οποιαδήποτε παράβαση του υπό διαβούλευση Κώδικα, όσο ασήμαντη και αν είναι αυτή, θα επιφέρει ακόμη και κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών στους διευθύνοντες συμβούλους και λοιπούς νομίμους εκπροσώπους του αντίστοιχου παρόχου παιγνίου. Και ενώ η επιβολή των εξαιρετικά αυστηρών κυρώσεων του άρθρου 51 του Ν. 4002/2011 ακόμη και για ασήμαντες παραβάσεις του εν λόγω Κώδικα μπορεί να γίνει κατανοητή, αφού σε κάθε περίπτωση τις σχετικές κυρώσεις θα επιμετρά η ΕΕΕΠ μετά από αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης, η επιβολή εξοντωτικών ποινικών κυρώσεων για κάθε είδους παράβαση του Κώδικα είναι ακατανόητη και προφανώς εκτός οποιασδήποτε έννοιας δίκαιης δίκης και οποιασδήποτε έννοιας αναλογίας μεταξύ αδικήματος και ποινής. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε η εν λόγω παράγραφος θα πρέπει να αλλάξει και να παραπέμπει στις ποινικές κυρώσεις του 52 του Ν. 4002/2011 μόνο την περίπτωση μη υποβολής δήλωσης αποδοχής της παραγράφου 3.1.1 του Μέρους Ι «Γενικές Αρχές» του Κώδικα. Πλέον τούτων, είναι αμφίβολο κατά πόσον η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων από μία κανονιστική πράξη δημόσιας αρχής (και όχι από τυπικό νόμο ψηφισμένο από την Βουλή) είναι σύμφωνη με το άρθρο 7 του Συντάγματος («Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της»). Ακόμη όμως και αν ήθελε κριθεί ότι είναι ανεκτή η θέσπιση ποινικών διατάξεων μέσω κανονιστικών πράξεων της διοίκησης, αυτό είναι επιτρεπτό μόνο εφ’ όσον υπάρχει ρητή και ειδική εξουσιοδότηση παρεχόμενη από τυπικό νόμο. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 53 του νόμου 4002/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 106 του ν. 4209/2013, δυνάμει της οποίας θα εκδοθεί η υπό διαβούλευση απόφαση της ΕΕΕΠ, δεν παρέχει τέτοιου είδους εξουσιοδότηση, δηλαδή εξουσιοδότηση για πρόβλεψη επιβολής ποινικών κυρώσεων για κάθε είδους παράβαση της υπό διαβούλευση εκδοθησομένης απόφασης της ΕΕΕΠ.