• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ' | 16 Ιουλίου 2021, 19:33

    ΘΕΜΑ : Επιτακτική ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΓΛΥΚΟΡΡΙΖΟ ΑΡΤΑΣ ( του ΔΗΜΟΥ ΑΡΤΑΙΩΝ ) Στο Γλυκόρριζο Άρτας δημοτικές εκτάσεις κατέχονται και νέμονται για μακροχρόνιο διάστημα από ιδιώτες ή άλλους φορείς οι οποίοι αξιοποίησαν τις εν λόγω δημοτικές εκτάσεις και βάσει νόμιμων τίτλων ανέγειραν κτιριακές εγκαταστάσεις για τις οποίες φορολογήθηκαν και κατέβαλλαν επί σειρά ετών τα νόμιμα τέλη υπέρ Δήμου και Δημοσίου, ενώ υφίστανται και περιπτώσεις όπου οι εν λόγω περιουσίες που δημιουργήθηκαν από τους ιδιώτες αποτέλεσαν και εμπράγματη ασφάλεια για τη λήψη δανείων. Με προγενέστερες νομοθετικές διατάξεις ( άρθ. 15 του Ν. 2130/1993 και άρθ. 33 του Ν. 3202/2003 ) θεσπίστηκε η δυνατότητα της απευθείας εκποίησης της κατεχόμενης έκτασης από το Δήμο Αρταίων προς τους ιδιώτες. Με νέα ειδική νομοθετική ρύθμιση δύναται να προβλεφθεί παρόμοια δυνατότητα (με υποβολή σχετικών δηλώσεων από τους ιδιώτες ) διότι οι εν λόγω εκτάσεις αποτελούν κοινωφελείς χώροι και όχι κοινόχρηστοι, και αυτό συνεπάγεται την ισχύουσα νομοθετική δυνατότητα μετασχηματισμού της χρήσης γης κατόπιν αποφάσεως δημοτικού συμβουλίου (αρκεί να διασφαλίζεται ισότιμος κοινόχρηστος χώρος και να μην παραβλάπτεται το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον). Να τεθεί νέα προθεσμία, και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής των σχετικών δηλώσεων των εγγραπτέων στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου εμπραγμάτων δικαιωμάτων, ο αιτών, που είναι υπήκοος και κατοικεί στην Άρτα, να υποβάλει δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας αυτού επί του επιδίκου αγροτεμαχίου, με αποτέλεσμα το αγροτεμάχιο αυτό να καταχωρηθεί στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. Εξάλλου, ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο, διαχειρίστηκε τη σχετική εδαφική έκταση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα αγροτεμάχια, ως δημόσιο κτήμα, ούτε προέβαλε οποιαδήποτε εναντίωση όταν οι αιτούντες άρχισαν να ανεγείρουν επί του επιδίκου τις προαναφερθείσες οικίες ή κτίσματα, και με βάση τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες και αφού προηγουμένως οι αιτούντες είχαν λάβει από τις αρμόδιες δημοτικές ή δημόσιες υπηρεσίες τις απαιτούμενες εγκρίσεις και άδειες. Επίσης, επισημαίνεται ότι, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ' αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ'ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016, ΑΠ 1412/2015, ΑΠ 1919/2014). Εφόσον οι ιδιώτες νεμήθηκαν τα σχετικά αγροτεμάχιο, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ( και συνεχώς από το έτος 1980 μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αιτήσεως), ήτοι για χρονικό διάστημα είκοσι οκτώ (28) συνολικά ετών, κατέστησαν κύριοι του αγροτεμαχίου τους, εκτός από τον παράγωγο τρόπο της αγοράς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται η παραγώγως και πρωτοτύπως κτηθείσα κυριότητα του εκάστου αιτούντος επί του επιδίκου αγροτεμαχίου, η αρχική (πρώτη) εγγραφή του αγροτεμαχίου αυτού στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου ως "αγνώστου ιδιοκτήτη" είναι ανακριβής ( Απόφαση : 34/2019 ΑΠ - Α2 ). Από του έτους δε 1975 που τα επίδικα μεταβιβάστηκαν με νόμιμα συμβόλαιο σε οικείους των ιδιωτών, αυτοί ενέμοντο το επίδικο με διάνοια κυρίου καλή τη πίστει δηλαδή χωρίς βαριά αμέλεια και έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου με βάση τους νόμιμους τίτλους. Συγκεκριμένα αυτοί το περιέφραξαν, το επέβλεπαν, το καλλιεργούσαν με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, με συκιές αμυγδαλιές, με αμπέλους, κ.α. χωρίς ποτέ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να αμφισβητήσει την κυριότητα τους και το οποίο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της έκτασης αυτής ( ΑΠ 7/2009, Γ΄ τμήμα). Συνεπώς για την ανατροπή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δημοσίων κτημάτων και για την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την κυριότητα αρκεί η συμπλήρωση μέχρι 11/9/1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (κατά το Βυζαντινορωμαικό Δίκαιο) και στη συνέχεια η απόκτηση της κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του ισχύοντος Αστικού Κώδικα. Σε διαφορετική περίπτωση κρίνεται αναγκαία η θέσπιση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης ή η δυνατότητα συμμετοχής σε διαμεσολάβηση για την τακτοποίηση των εν λόγω ιδιοκτησιακών θεμάτων διότι η προσπάθεια σύνταξης Εθνικού Κτηματολογίου στη χώρα μας χωρίς την προηγούμενη επίλυση του ιδιοκτησιακού θα μεταβάλει το Εθνικό Κτηματολόγιο σε διαδικασία αρπαγής και δήμευσης της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας !!! Το μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει σε κάθε περίπτωση αντιδικίας Δημοσίου και τρίτου σχετικά με την κυριότητα ενός ακινήτου, είναι ότι στα δημόσια κτήματα ισχύει ο κανόνας του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, κανόνας που στερεί στον νομέα τη δυνατότητα να αποδείξει, επικουρικά τουλάχιστον, ότι απέκτησε κυριότητα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Έτσι , όσο μεγάλο και αν είναι το διάστημα που βρίσκεται στη νομή του ακινήτου και ανεξάρτητα από το αν είναι καλόπιστος ή όχι ή αν οχλήθηκε ποτέ, ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του από το Δημόσιο, δεν μπορεί να αποκτήσει κυριότητα και θα υποχρεωθεί τελικά να αποδώσει το ακίνητο στο Δημόσιο. Το προνόμιο αυτό του Δημοσίου, το οποίο θεσπίσθηκε πριν από περίπου 90 χρόνια μέσα σε μια ριζικά διαφορετική, σε σχέση με τη σημερινή, κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, διότι προσβάλλει τόσο την αρχή της ισότητας, όσο και το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στο μέτρο που ειδικά έναντι του Δημοσίου αποκλείει την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, η οποία αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητας τόσο στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις, όσο και στις σχέσεις του Δημοσίου με τρίτους, όταν χρησιδεσπόζον είναι το πρώτο. Υπάρχει πράγματι πρόβλημα συμβατότητας του προνομίου αυτού του Δημοσίου με τα διεθνώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (βλ. απόφαση Ιερές Μονές κατά Ελληνικού Δημοσίου του ΕΔΔΑ), πρόβλημα μπροστά στο οποίο ο Έλληνας νομοθέτης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος. Ούτε, άλλωστε, εξυπηρετεί το πραγματικό συμφέρον του Δημοσίου, δεδομένου ότι επιτρέπει στο Κράτος να εφησυχάζει και να μην επαγρυπνεί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του. Το προνόμιο του Δημοσίου, το σχετικό με το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του , απάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας αλλά και προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτές έχουν ήδη ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και θα πρέπει ως εκ τούτου να καταργηθεί χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του ΑΚ για τη χρησικτησία. Η ουσιαστικώς αβάσιμη ενίσχυση των συμφερόντων του Κράτους στην προκείμενη περίπτωση θα ήταν ασύμβατη με τη φύση του δικαιώματος της κυριότητας ως ιδιωτικού δικαιώματος και με τη φύση των διαφορών σχετικά με αυτή ως ιδιωτικών διαφορών, ακόμη και όταν το ένα διάδικο μέρος είναι το Κράτος, - αλλά είναι προφανές ότι ενυπάρχουν σ΄ αυτήν τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της καλής πίστης, της θεμελιωδέστερης ίσως αρχής που διέπει το ιδιωτικό μας δίκαιο. Γι΄ αυτό και η προστασία που παρέχεται στον νομέα ενός ακινήτου του Δημοσίου μέσω της αμβλύνσεως του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του τελευταίου δεν είναι αυτή που παρέχουν οι διατάξεις του ΑΚ για τη χρησικτησία αλλά πολύ αυστηρότερες, δεδομένου ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση να είναι ο νομέας καλόπιστος (ακόμη και όταν βρίσκεται στη νομή του ακινήτου για 30 χρόνια). Τούτο είναι άλλωστε σύμφωνο και με τη στάση νομολογίας υπό το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς, η οποία, αναγνωρίζοντας τις αδικίες στις οποίες οδηγεί η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καταφεύγει συχνά στην απόρριψη των αξιώσεων του Δημοσίου οσάκις πληρούται το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, όταν δηλαδή η άσκηση της εμπράγματης αξίωσης του Δημοσίου μετά από μακροχρόνια αδράνειά του, συνεπεία της οποίας (αλλά και της λοιπής στάσης του Δημοσίου ο ιδιώτης δικαιολογημένα πίστεψε ότι το Δημόσιο δεν θα ασκήσει την αξίωσή του, κρίνεται καταχρηστική. Η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών, είναι η αρχή που αποτελεί άλλωστε άμεση απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου, και κρίνεται αναγκαία η δέουσα νομοθετική μεταβολή και με γνώμονα την επενδυτική αναπτυξιακή παιδεία.