• Σχόλιο του χρήστη 'WWF' | 30 Σεπτεμβρίου 2011, 17:30

    Αν και είναι καταρχήν θετική η προσπάθεια να διατυπωθεί μία Εθνική Πολιτική για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, το κείμενο έχει μία σειρά από σοβαρές αδυναμίες: 1. Έλλειψη συνεκτικότητας. Το σχέδιο δεν αποτελεί ένα συνεκτικό, συνεχές κείμενο (έκθεση, μελέτη, διακήρυξη πολιτικής ή κάτι ανάλογο), αλλά μία σειρά σημείων ή θέσεων (bullets), πολλές από τα οποίες είναι δυσνόητες, ασαφείς ή ημιτελείς: για παράδειγμα, στο σημείο 3(β) γίνεται επίκληση ενός ευρωπαϊκού προγράμματα (SARMα), το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Λείπουν χρονοδιαγράμματα, ορισμοί, μετρήσιμοι στόχοι, παραπομπή σε ισχύουσα νομοθεσία και βιβλιογραφία. Επίσης, σε ορισμένους βασικούς άξονες – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, δυστυχώς, το «σεβασμό στο περιβάλλον ..στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης» – η εξειδίκευση είναι ανεπαρκής ή ανύπαρκτη. 2. Έλλειψη τεκμηρίωσης. Το σχέδιο Εθνικής Πολιτικής δεν συνοδεύεται από αιτιολογία ή στοιχειώδη τεκμηρίωση, που θα αναδείκνυε την σημασία του. Αν και επικαλείται τρία μη δεσμευτικά κείμενα ευρωπαϊκής προέλευσης, αποκλίνει, από τις προβλέψεις τους σε πολλά σημεία. Για παράδειγμα, η Πρωτοβουλία για τις Πρώτες Ύλες δεν αφορά την λατομική δραστηριότητα (αντιθέτως, αναφέρεται σαφώς εκεί ότι η Ε.Ε. είναι αυτάρκης σε αδρανή υλικά). Γενικότερα, η επικάλυψη ανάμεσα στις «Ο.Π.Υ. ιδιαίτερης σημασίας για την εξορυκτική βιομηχανία της χώρας» και τις πρώτες ύλες που αφορά η Πρωτοβουλία – κυρίως μεταλλικά ορυκτά για εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας (π.χ., κοβάλτιο, νιόβιο, σπάνιες γαίες) - είναι μικρή. Συνεπώς, η επίκληση της Πρωτοβουλίας αυτής για να διασφαλισθεί «κατάλληλος χωροταξικός σχεδιασμός ...ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα αξιοποίησης» (σημείο 2 της Εθνικής Πολιτικής) λατομικών ορυκτών είναι ατελέσφορη. Γενικότερα, το σχέδιο Εθνικής Πολιτικής δεν διακρίνει γενικά μεταξύ λατομικών και βιομηχανικών ορυκτών και μεταλλευμάτων, και ενεργειακών και μη ορυκτών, μολονότι οι ανάγκες, το θεσμικό πλαίσιο και οι πολιτικές είναι ριζικά διαφορετικές. 3. Σύγχυση ανάμεσα σε νομικές υποχρεώσεις και πολιτικές κατευθύνσεις. Η πλήρης εφαρμογή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου δεν αποτελεί «βάση για λήψη πολιτικών αποφάσεων», οι οποίες έχουν από καιρό ληφθεί και θεσμοθετηθεί. Για παράδειγμα, η υποχρέωση παροχής χρηματοοικονομικών εγγυήσεων για την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων ήδη αποτελεί μέρος του θεσμικού πλαισίου των εξορυκτικών δραστηριοτήτων (14 Οδηγίας 2006/21· 16§1 περ. (α) ΚΥΑ 39624/2209/Ε103/2009]. Σε ορισμένα σημεία, το νομικό πλαίσιο παρερμηνεύεται: για παράδειγμα, οι διαχειριστικές μελέτες των προστατευόμενων περιοχών έχουν συγκεκριμένο σκοπό και περιεχόμενο, με το οποίο δεν συμβιβάζεται η επικαιροποίησή τους «σε ό,τι αφορά ...την δυνατότητα χωροθέτησης» εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Ούτε η «άρση των νομικών κωλυμάτων» της δασικής νομοθεσίας για την λειτουργία μεταποιητικών επιχειρήσεων μέσα σε λατομικούς χώρους είναι συμβατή με την συνταγματικά επιβεβλημένη αποκατάσταση του δασικού περιβάλλοντος, ιδίως αν ληφθεί υπόχη ότι οι επίμαχες εκτάσεις δεν έχασαν ποτέ τον δασικό τους χαρακτήρα. 4. Υποβάθμιση της χωροταξίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΣτΕ, πρέπει να εξετάζεται η καταρχήν συμβατότητα «της ασκήσεως της συγκεκριμένης εξορυκτικής δραστηριότητος προς τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία δεν αποκλείεται να καταλήξει, υπό τις ειδικές εκάστοτε περιστάσεις, σε άρνηση της έγκρισης της ασκήσεως της δραστηριότητος ακόμη και σε περιοχή όπου έχει εντοπισθεί κοίτασμα μεταλλευτικών ορυκτών». Ωστόσο, βασικός σκοπός του σχεδίου μοιάζει να είναι η αναγόρευση σε Εθνική Πολιτική της διάταξης του άρθρου 12§1 (α) Ν. 2837/2000, σύμφωνα με την οποία «ο χώρος στον οποίο εντοπίζεται κοίτασμα μεταλλευτικών,βιομηχανικών ορυκτών και μαρμάρων θεωρείται εκ του νόμου χωροθετημένο μεταλλείο ή λατομείο αντίστοιχα» (η οποία μάλιστα επεκτείνεται και σε λατομικές δραστηριότητες). Με τον τρόπο αυτό, αντιστρέφεται η λογική του σχεδιασμού: η εθνική πολιτική θα έπρεπε πρώτα να ορίσει και να ιεραρχήσει τις περιοχές εξορυκτικού ενδιαφέροντος (με την βοήθεια προγραμμάτων όπως το OneGeology), οπουδήποτε και αν βρίσκονται, να εντοπίσει συγκρούσεις με άλλες χρήσεις γης, λαμβάνοντας υπόψη τις εναλλακτικές λύσεις και την δυνατότητα αποκατάστασης και απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, και να ακολουθήσει στην συνέχεια η χωροθέτηση. Όπως προκύπτει και από τις μελέτες που επισυνάπτονται, αυτή είναι και η βέλτιστη πρακτική: για παράδειγμα, το έγγραφο καθοδήγησης της ΕΕ για τις περιοχές του Δικτύου Φύση 2000 αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον Στρατηγικό Μεταλλευτικό Σχεδιασμό (strategic mineral planning), που λειτουργεί με το τρόπο αυτό. Ταυτόχρονα, η μελέτη της ΕΕ για τις βέλτιστες πρακτικές στα Κράτη-Μέλη σε θέματα χρήσεων γης δείχνει ότι η απαγόρευση σε ορισμένες περιοχές της εξορυκτικής δραστηριότητας είναι διαδεδομένη (βλ. Πίνακα 3.2). 5. Περιβαλλοντικά θέματα. Το κείμενο αγνοεί τα περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργεί η εξορυκτική δραστηριότητα. Επιπτώσεις όπως η ρύπανση και η υπεράντληση των υδάτων, ο θόρυβος, και η σκόνη, οι οποίες μπορούσαν να αμβλυνθούν με την σωστή χωροθέτηση, αναμένεται να επιδεινωθούν. Ελάχιστα εξετάζονται οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Οδηγίες Seveso και την Οδηγία για τα εξορυκτικά απόβλητα, η εφαρμογή των οποίων καθυστερεί. Μία από οικειοθελείς δεσμεύσεις του κλάδου σε διεθνές επίπεδο είναι η αυστηρή τήρηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης με την εκπόνηση άρτιων Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (βλ. “Berlin II” Guidelines for Mining and Sustainable Development, UN 2002). Στην αντίθετη κατεύθυνση, το σχέδιο ομιλεί για «απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης» (σημείο 3). Εκτός από μία σύντομη αναφορά σε «εγκαταλελειμμένους» χώρους (ο παραχωρησιούχος των οποίων δε είναι πάντα άγνωστος), δεν δίνεται η δέουσα σημασία στην αποκατάσταση, μολονότι οι χώροι εξορυκτικών αποβλήτων μπορεί να επιβαρύνουν το περιβάλλον για δεκαετίες. 6. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Εθνική Πολιτική δεν είναι δεσμευτική: πρώτα-πρώτα, διότι η ίδια η Πρωτοβουλία δεν είναι δεσμευτική. Οι Ανακοινώσεις δεν αποτελούν πηγές δικαίου, και δεν υπερισχύουν φυσικά εθνικών διατάξεων, διεθνών συμφωνιών και κοινοτικών οδηγιών. 'Αλλωστε, στην αντίθετη περίπτωση, θα έπρεπε να υποβληθεί σε (ή να συνοδευτεί από) στρατηγική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, διότι ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον [2§1 Οδηγίας 2001/42 ].Οι επιπτώσεις αυτές είναι σαφείς στις προβλέψεις της «επικαιροποίησης των διαχειριστικών μελετών ...για τις προστατευόμενες περιοχές, ...σε ό,τι αφορά την δυνατότητα χωροθέτησης εξορυκτικών δραστηριοτήτων», καθώς και «κατ' εξαίρεση διαδικασιών αλλαγής χρήσεων γης ...όταν αυτό είναι αναγκαίο».