• Σχόλιο του χρήστη 'Δρ. Στυλιανός Γκατζογιάννης' | 29 Ιανουαρίου 2012, 14:12

    Οι αλλαγές στο θεσμικό και οργανωτικό πλαίσιο της εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών πρέπει να προηγηθούν κάθε προσπάθειας βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των Δασικών Συνεταιρισμών Δρ. Σ. Γκατζογιάννης, δασολόγος, τ. τακτικός ερευνητής του ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ και ειδικός σε θέματα διαχείρισης δασών και δασικής οικονομίας (Ανάλυση και προτάσεις αλλαγών και βελτίωσης του υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου σχετικά με τη συμπλήρωση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για τη λειτουργία των δασικών συνεταιρισμών). Το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου ανταποκρίνεται πράγματι στην ανάγκη που υπάρχει σήμερα για αναδιοργάνωση των δασικών συνεταιρισμών της χώρας, αλλά παρακάμπτει το μεγάλο ζήτημα της ασφαλούς λειτουργίας δασικών εκμεταλλεύσεων στα κρατικά δάση της χώρας, η επίλυση του οποίου αποτελεί προϋπόθεση και για τη λειτουργία των δασικών συνεταιρισμών. Οι φιλόδοξοι στόχοι που διατυπώνει ο Υπουργός ΠΕΚΑ, κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου στο εισαγωγικό σημείωμά του για το ΣΝ, όπως : • η δημιουργία εύρωστων, οργανωμένων και ανταγωνιστικών συνεταιρισμών, • η διασφάλιση εισοδήματος στους δασεργάτες και • η δραστική βελτίωση του τομέα της διαχείρισης και εκμετάλλευσης των δασών, δεν μπορούν να επιτευχθούν με μόνη την προϋπόθεση, που αναφέρει ο κύριος Υπουργός, τα δεκαετή ή δεκαπενατετή διαχειριστικά σχέδια, αλλά με την ικανοποίηση πολύ πιο ευρύτερων προϋποθέσεων αποδοτικής λειτουργίας κρατικών εκμεταλλεύσεων στα κρατικά δάση της χώρας. --------------------------- (Τα διαχειριστικά σχέδια είναι μόνο δεκαετή και όχι δεκαπεναταετή σύμφωνα με τη δασική νομοθεσία) --------------------------- Το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα δεν αφορά μόνο τους δασικούς συνεταιρισμούς, αλλά αυτό καθαυτό το σύστημα δασικής εκμετάλλευσης που εφαρμόστηκε από το 1986 και ισχύει ακόμα σήμερα. Το ΠΔ 126/86 (κατ’ επιταγή του Ν. 1541/85) που στόχευε στην ανακατανομή εθνικού εισοδήματος υπέρ των ορεινών κατοίκων και προσδιόριζε τη διαδικασία παραχώρησης της εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών στους δασικούς συνεταιρισμούς, αποτέλεσε τομή στα δασικά πράγματα και προσδιόρισε καθοριστικά τις εξελίξεις στη διαχείριση και εκμετάλλευση των δημοσίων δασών. Μέχρι το 1986 τη συνολική ευθύνη εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών είχε το κράτος, με την ίδρυση και λειτουργία κρατικών εκμεταλλεύσεων δασών (ΚΕΔ), οι οποίες λειτουργούσαν, ως παραγωγικές μονάδες, σε επίπεδο δασικών συμπλεγμάτων υπό την αποκλειστική ευθύνη των κατά τόπους Δασαρχείων. Το σύστημα ΚΕΔ (Κρατική Εκμετάλλευση Δασών) που υλοποιούνταν στα δημόσια δάση, περιελάμβανε, όσον αφορά την παραγωγή και διάθεση προϊόντων ξύλου στην αγορά, τις ακόλουθες εργασίες: 1. Εκπόνηση διαχειριστικού σχεδίου, το οποίο ρύθμιζε την υλοτομία δένδρων, τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε αυτές να διενεργηθούν, καθώς και τα παραγόμενα προϊόντα σε κάθε διαχειριστική μονάδα (συστάδα ή Τμήμα) χωριστά. 2. Κατάρτιση ετήσιου προγράμματος υλοτομιών και χρηματοδότηση των εργασιών συγκομιδής. 3. Προσήμανση των προς υλοτομία δένδρων από έμπειρους δασολόγους. 4. Διάνοιξη του δάσους και βελτίωση των εγκαταστάσεων εξωδάσωσης των δασικών προϊόντων και μεταφοράς τους στα κοντινότερα εμπορικά κέντρα. 5. Ανάθεση στους δασικούς συνεταιρισμούς εργασίας των εργασιών συγκομιδής ξύλου, δηλαδή της υλοτομίας δένδρων και τη διαμόρφωσή τους σε προϊόντα ξύλου (τεχνική ξυλεία, καύσιμο ή βιομηχανικό/ για πολτοποίηση ξύλο και της συγκέντρωσης των προϊόντων ξύλου στον πλησιέστερο δασικό δρόμο. 6. Παραλαβή δασικών προϊόντων από το Δασαρχείο, έλεγχος της καλής εκτέλεσης εργασιών συγκομιδής, αμοιβή των δασεργατών και διάθεση των δασικών προϊόντων στην αγορά (από το Δασαρχείο) με διαδικασίες δημόσιου διαγωνισμού και αναχρηματοδότηση της δασικής εκμετάλλευσης. Με τη διαδικασία αυτή εξασφαλιζόταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: - Η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου με ταυτόχρονη προστασία του δασικού οικοσυστήματος. - Η χρηματοδότηση της δασικής εργασίας και το εισόδημα των δασεργατών. - Η λειτουργία παραγωγικών οικονομικών μονάδων στα κρατικά δάση. - Ο έλεγχος των επιπτώσεων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στα δασικά οικοσυστήματα. Με την είσοδο και εφαρμογή του συστήματος που επέβαλε το ΠΔ 126 από το 1986 και μετά, έχουμε σοβαρότατες και συχνά μη αναστρέψιμες επιπτώσεις τόσο στην παραγωγική διαδικασία και την ορεινή οικονομία και ανάπτυξη, όσο και στα δασικά οικοσυστήματα των κρατικών δασών, όπως : 1) Υποβαθμίστηκε η λειτουργία των δασικών συνεταιρισμών, σε βαθμό μη αναστρέψιμο, όπως αναλυτικά επισημαίνεται και στην εισηγητική έκθεση. Η εξέλιξη αυτή θέτει σήμερα υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα ανασύστασης ή ανασυγκρότησης των ίδιων δασικών συνεταιρισμών. Άλλωστε, πολλοί εξ αυτών δεν επιθυμούν πλέον τη συνέχιση της παραχώρησης σε αυτούς της εκμετάλλευσης των δασών, αλλά την επάνοδό τους στο καθεστώς της αυτεπιστασίας και της λειτουργίας τους ως συνεταιρισμών εργασίας (και όχι παραγωγής). 2) Η εφαρμογή του ΠΔ 126 στέρησε πόρους από το Ταμείο Δασών, γεγονός που οδήγησε και στην πλημμελή λειτουργία του συνολικού συστήματος εκμετάλλευσης των δασών. Με το πρόσχημα της "παραχώρησης της δασικής εκμετάλλευσης" οι δφασικές υπηρεσίες έχασαν κάθε έννοια και δομή παραγωγικών μονάδων και μετατράπηκαν σε απλές δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς την ιδιαίτερη ευθύνη και μέριμνα που χαρακτήριζε παλιά τις δασικές υπηρεσίες για αύξηση και βελτίωση της δασικής παραγωγής. 3) Η κατάσταση αυτή συνοδεύτηκε και από υποβάθμιση της διαδικασίας εκμετάλλευσης των δημοσίων δασών σε όλα τα στάδια παραγωγής που αναφέρθηκαν παραπάνω,όπως: • Τα διαχειριστικά σχέδια συντάσσονται πλημμελώς με βάση απαρχαιωμένες προδιαγραφές ή δεν συντάσσονται καθόλου και για πολλά δάση έχει σταματήσει πλήρως η παραγωγική διαδικασία. • Παραγωγικότατες συστάδες εξαιρούνται συχνά από την παραγωγική διαδικασία με το πρόσχημα της υπαγωγής τους στο δίκτυο Natura 2000, εξαιτίας (και μόνο) της αδυναμίας σχεδιασμού της παραγωγής σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 92/43 ΕΟΚ. • Η προσήμανση γίνεται συχνά από μη έμπειρους δασολόγους ή γίνεται πλημμελώς ή και καθόλου, με αποτέλεσμα να χάνεται κάθε έννοια επιστημονικής διαχείρισης των δασών και να χάνεται κάθε δυνατότητα προστασίας και ενσωμάτωσης οικολογικών παραμέτρων στη διαχείριση των δασών. • Η συγκομιδή και διάθεση δασικών προϊόντων στην αγορά από τους δασικούς συνεταιρισμούς γίνεται με όρους κερδοσκοπίας. Συγκομίζεται πχ. το μέρος μόνο του ξυλώδους όγκου που μπορεί να αποδώσει κέρδος στους συνεταιρισμούς, ενώ το υπόλοιπο παραμένει ανυλοτόμητο ή εγκαταλείπεται να σαπίσει μέσα στο δάσος. Η δασική υπηρεσία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, εφαρμόζει πρόσθετες διαδικασίες χρηματοδότησης των ίδιων των δασικών συνεταιρισμών, για συγκομιδή του ξύλου που δεν έδινε κέρδος στους δασικούς συνεταιρισμούς, και για συμπληρωματική καλλιέργεια των ίδιων των συστάδων που είχε παραχωρήσει ήδη με το ΠΔ126. Με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται επικαλυπτόμενα συστήματα εκμετάλλευσης (παραχώρηση σύμφωνα με το ΠΔ 126 και αυτεπιστασία) στην ίδια συστάδα. • Η ενέργεια αυτή της ΔΥ, πέραν της καταστρατήγησης βασικών κανόνων διαχείρισης του δάσους, συνδέθηκε και με αδυναμία ελέγχου τόσο της καλής εκτέλεσης των εργασιών συγκομιδής, όσο και με την αδυναμία ελέγχου επιπτώσεων πάνω στα δασικά οικοσυστήματα. Η ανάθεση αλληλοεπικαλυπτόμενων εργασιών στην ίδια συστάδα, ενώ έπρεπε να ελεγχθεί διοικητικά και να σταματήσει από το νεοσύστατο Υπουργείο Περιβάλλοντος, λόγω της αδιαφάνειας που δημιουργεί αλλά και επειδή κινείται στα όρια της δασικής νομοθεσίας και γενικότερα της νομιμότητας, έρχεται το ίδιο το Υπουργείο και στο άρθρο 44 κατοχυρώνει (με την παράγραφο 2) νομοθετικά την ακαταστασία αυτή διατυπώνοντας ότι: «Στους δασικούς συνεταιρισμούς εργασίας ανατίθενται και εργασίες συντήρησης και βελτίωσης των συστάδων, των οποίων παραχωρείται η εκμετάλλευση». 4) Με την παραχώρηση στους δασικούς συνεταιρισμούς του δικαιώματος πώλησης των δασικών προϊόντων στην αγορά μετατράπηκαν οι δασικοί συνεταιρισμοί σε εμπόρους ξυλείας μέσα σε ένα δύσκολο και διεθνοποιημένο περιβάλλον αγοράς. Χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις, χωρίς ενημέρωση, χωρίς επιστημονικό προσωπικό και χωρίς καμία εκπαίδευση και επιμόρφωση οι δασικοί συνεταιρισμοί αποτέλεσαν, όπως ήταν επόμενο, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εμπόρους και τις βιομηχανίες ξύλου με δυσμενέστατες τελικά επιπτώσεις για την ίδια τη δασική παραγωγή και την εθνική οικονομία συνολικότερα. Εκτιμάται ότι, κατά την περίοδο 1988 έως σήμερα, και σύμφωνα με τους με τους απολογισμούς δραστηριοτήτων των Δασικών Υπηρεσιών του έτους 2009 (www.ypeka.gr/ΔΑΣΗ/ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ), οι εξελίξεις στη δασική οικονομία ήταν οι ακόλουθες: - Η συνολική παραγωγή κωνοφόρων και πλατυφύλλων στα Ελληνικά δάση, αντί να αυξηθεί, μειώθηκε κατά 28,2% (από 1.957 χιλ. κ.μ. το 1988 σε 1.261 χιλ. κ.μ. το 2008). - Η ποιότητα των παραγόμενων δασικών προϊόντων μειώθηκε κατά 14,0% (η συμμετοχή του τεχνικού ξύλου στη συνολική παραγωγή μειώθηκε από το 38,4% που ήταν το 1988 σε 33,0% το έτος 2008). - Η συνολική ετήσια παραγωγή τεχνικού ξύλου στη χώρα, ενώ είχε αύξουσα πορεία από το 1950 (207 χιλ. κ.μ.) μέχρι το 1986 (873 χιλ. κ.μ.) (αύξηση κατά 321%), ξαφνικά άρχισε να μειώνεται από το 1987, για να φθάσει το 2008 στο επίπεδο των 416 χιλ. κ.μ.(μείωση 52%). Εξίσου σημαντικές και καταστροφικές για την εθνική οικονομία ήταν και οι επιπτώσεις στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας, δεδομένου ότι: - Ενώ η συνολική κατανάλωση ξυλείας αυξήθηκε κατά 79% από το 1988 έως το 2004 (από 1688 χιλ. κ.μ. το έτος 1988 σε 3022 χιλ. κ.μ. το έτος 2004), η εγχώρια παραγωγή μειώθηκε κατά 35,7% και η εξαγωγή συναλλάγματος (για την εισαγωγή ξυλείας) αυξήθηκε κατακόρυφα (κατά 424,6%) στο ίδιο διάστημα (από 8.637.041 δρχ. ή 25.347 ευρώ το 1987 σε 107.892 ευρώ το 2004). (για τα έτη 2004 έως 2008 δεν διατίθενται στοιχεία στους ως άνω απολογισμούς) Με το παρόν ΣΝ για τους δασικούς συνεταιρισμούς, παρότι γίνεται μια ειλικρινής προσπάθεια βελτίωσης της οργάνωσης και λειτουργίας τους, εντούτοις δεν εξετάζονται και δεν επιλύονται βασικά ζητήματα της λειτουργίας των δασικών συνεταιρισμών, ως συνεταιρισμών παραγωγής και εμπορίας δασικών προϊόντων, και προπάντων δεν αντιμετωπίζονται τα συνολικά ζητήματα της εκμετάλλευσης των δασών, τα οποία παγιδεύουν και τη λειτουργία και την αποδοτικότητα κάθε μορφής δασικών συνεταιρισμών. Η παραχώρηση της συγκομιδής ξύλου (και όχι της εκμετάλλευσης των δασών, που κακώς ορίζεται έτσι στο άρθρο 44) στους δασικούς συνεταιρισμούς μπορεί βεβαίως να γίνεται και στο μέλλον αλλά με γνώμονα την αποδοτική λειτουργία παραγωγικών δασικών εκμεταλλεύσεων και με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:  Με πλήρη ανάληψη των εργασιών καλλιέργειας και συγκομιδής μιας εκάστης συστάδας από έναν και μόνο δασικό συνεταιρισμό και όχι με επικαλυπτόμενα συστήματα συγκομιδής (ΠΔ 126, αυτεπιστασία κλπ.)  Με ανάληψη της ευθύνης καλής εκτέλεσης εργασιών, όχι από τους προέδρους των δασικών συνεταιρισμών, αλλά από εκπροσώπους τους, ικανούς όμως να κατανοήσουν τους κανόνες συγκομιδής και καλλιέργειας των συστάδων και να αναλάβουν τη σχετική ευθύνη, και αυτοί δεν είναι παρά οι δασολόγοι και οι δασοπόνοι που σήμερα είναι άνεργοι ή βρίσκονται εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ.  Με καθιέρωση υποχρεωτικού μισθώματος ανάλογα με την αποδοτικότητα κάθε συστάδας (λήμματος). Η δωρεάν παραχώρηση της δασικής παραγωγής σε ιδιώτες αγγίζει τα όρια συνταγματικής νομιμότητας και δημιουργεί προνόμια και ανεπιθύμητες μονοπωλιακές καταστάσεις στην παραγωγή και διακίνηση δασικών προϊόντων.  Το ως άνω μίσθωμα πρέπει να καλύπτει πλήρως τα έξοδα σχεδιασμού της δασικής παραγωγής, όπως πχ. μέρος του κόστους εκπόνησης δασοπονικών μελετών, τα έξοδα οργάνωσης και διεκπεραίωσης εργασιών συγκομιδής που επιβαρύνουν τα Δασαρχεία/ το κράτος (προγραμματισμός, εποπτεία, παραλαβή/ πιστοποίηση και έλεγχος διακίνησης δασικών προϊόντων).  Με άνοιγμα του επαγγέλματος και εξασφάλιση της δυνατότητας εμπλοκής επιστημονικών κλάδων (δασολόγων και δασοπόνων) στην εκμετάλλευση των δασών. Η μέχρι τώρα εμπειρία (1987-2011) έδειξε ότι ουδέποτε η πολιτεία εξασφάλισε τους αναγκαίους πόρους για την εκμετάλλευση των δασών, ακόμα και εκεί που εφαρμόστηκε το ΠΔ 126, με αποτέλεσμα και τα Δασαρχεία να μην μπορούν να ικανοποιήσουν βασικές προϋποθέσεις ορθολογικής εκμετάλλευσης των δασών, αλλά και οι δασικοί συνεταιρισμοί να επιχειρούν με μύριες όσες δυσκολίες (χωρίς εξοπλισμό, κατάλληλους δρόμους, τεχνική και επαγγελματική υποστήριξη) να φέρουν σε πέρας ένα τόσο δύσκολο έργο. Η καθιέρωση μισθώματος πρέπει να λειτουργήσει και ανταγωνιστικά και αυτό μπορεί να συμβεί μόνον εφόσον υπάρχουν και λειτουργούν περισσότεροι του ενός συνεταιρισμοί σε επίπεδο Δήμου ή Περιφέρειας (αν τελικά άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν έχουν το δικαίωμα συγκομιδής), ώστε να εξασφαλίζεται διαφάνεια/ ανταγωνισμός και να αποφεύγονται μονοπωλιακές καταστάσεις. Η λειτουργία αποδοτικών κρατικών δασικών εκμεταλλεύσεων με δομή παραγωγικών μονάδων/ κρατικών επιχειρήσεων είναι αναγκαστικός επίσης δρόμος για να διαχειριστούμε τα δάση με τρόπο αειφορικό και να παράγουμε δασικά προϊόντα ικανά να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό. Τέλος, με την επικράτηση του ανορθολογισμού στην εκμετάλλευση των δασών κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα ζητήματα παραγωγής, αλλά και οι δασικοί συνεταιρισμοί «απαλλάχθηκαν» από την ευθύνη προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων σε βαθμό μάλιστα εγκληματικό. Η μη τήρηση κανόνων προστασίας του δάσους κατά τη συγκομιδή μείωσε το παραγωγικό δυναμικό των δασών και έθεσε σε κίνδυνο ολόκληρη την ορεινή οικονομία, όσο αυτή εξαρτάται από τη δασική ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα και τα ίδια τα δασικά οικοσυστήματα. Η απεμπλοκή δε των δασικών συνεταιρισμών από τα ζητήματα αντιπυρικής προστασίας (τόσο κατά την πρόληψη όσο και την καταστολή) που έγινε μετά τη μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα, στέρησε από το δάσος τον αυτονόητο προστάτη του που δεν είναι άλλος από τον δασεργάτη και τον ορεινό κάτοικο που ζει και εργάζεται μέσα στο δάσος, με αποτέλεσμα τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 και όχι μόνο. Και στο σημείο αυτό, το συζητούμενο ΣΝ χωλαίνει γιατί αγνοεί πλήρως το ρόλο αυτό των δασικών συνεταιρισμών και δεν τους εντάσσει λειτουργικά στο σύστημα αντιπυρικής προστασίας. Η δυνατότητα ανάθεσης επ’ αμοιβή κάποιων εργασιών πρόληψης δασικών πυρκαγιών που προβλέπει το ΣΝ, παραμένει στο επίπεδο εργολαβίας και μόνο. Εδώ, αναδύεται βέβαια το πρόβλημα της ασυνέχειας που υπάρχει στο σύστημα της αντιπυρικής προστασίας των δασών, το οποίο αν πρώτα δεν λυθεί, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς στην αποτελεσματική δασοπροστασία. Παρόλα αυτά όμως, θα μπορούσε το ΣΝ να συμπεριλάβει ένα άρθρο θεσμικής και λειτουργικής ένταξης των δασικών συνεταιρισμών τουλάχιστον στο σύστημα πρόληψης δασικών πυρκαγιών που ανήκει στη Δασική Υπηρεσία, καθώς και κάποιες προϋποθέσεις ουσιαστικής εμπλοκής τους στην κατάσβεση. Λοιπές επισημάνσεις και προτάσεις • Ανάθεση συγκομιδής ξύλου και όχι της εκμετάλλευσης δασών στους δασικούς συνεταιρισμούς (άρθρο 44 το ΣΝ). Η έννοια της δασικής εκμετάλλευσης είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει και υποχρεώσεις/ εργασίες των Δασαρχείων και του κράτους που δεν παραχωρούνται στους δασικούς συνεταιρισμούς. • Ο ορισμός των δασικών εργασιών στο άρθρο 1 πρέπει να επανεξεταστεί, γιατί δεν μπορεί πχ. να συμπεριλαμβάνει τα «δασοτεχνικά έργα» και ούτε οι ΔΑ.Σ.Ε μπορούν να αναλάβουν την εκτέλεσή τους, όπως ίσως υπονοείται στο ΣΝ. Δασοτεχνικό έργο είναι πχ και η κατασκευή ενός φράγματος ή μιας γέφυρας σε ένα ρέμα μέσα στο δάσος. Αντί του ορισμού είναι καλύτερα να διατυπωθεί με σαφήνεια το αντικείμενο ανάθεσης. • Οι δασικοί συνεταιρισμοί πρέπει να είναι είτε συνεταιρισμοί εργασίας και να αναλαμβάνουν την εκτέλεση συγκεκριμένων δασικών εργασιών, είτε να είναι συνεταιρισμοί παραγωγής και να έχουν την ευθύνη παραγωγής και πώλησης δασικών προϊόντων. Ο χαρακτηρισμός των ως συνεταιρισμών ειδικού σκοπού ή ως συνεταιρισμών εργασίας που αναλαμβάνουν όμως την ευθύνη παραγωγής και πώλησης δασικών προϊόντων δεν διευκολύνει την επιλογή του κατάλληλου μοντέλου οργάνωσης και διοίκησής τους. • Η σύμπραξη των δασικών συνεταιρισμών με συνεταιρισμούς καταναλωτών πρέπει να αποσαφηνιστεί από πλευράς αναγκαιότητας και στόχων. • Οι αλλαγές στο σύστημα της εκμετάλλευσης των κρατικών δασών πρέπει να προηγηθούν ή έστω να συνοδεύσουν το εν λόγω σχέδιο νόμου, και να εστιαστούν στην οργάνωση των δασικών υπηρεσιών και την εύρυθμη λειτουργία ΚΕΔ,οι οποίες πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι κατάλληλα στελεχωμένες, να έχουν εξασφαλισμένες πιστώσεις, να διαθέτουν σχέδιο και ετήσιο πρόγραμμα εργασιών, να εκδίδουν ετήσιους οικονομικούς απολογισμούς και να διοικούνται με κριτήρια διαφάνειας, αξιοκρατίας και εντιμότητας.