• Α. Ιστορικό Με έκπληξη πληροφορούμαστε το περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου που προωθεί το Yπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής γα τους δασικούς συνεταιρισμούς και ειδικότερα την πρόθεσή του να επιβάλει την λύση των υφιστάμενων αναγκαστικών συνεταιρισμών. Από τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 47 και 49 του σχεδίου νόμου, προκύπτει ότι οι αναγκαστικοί συνεταιρισμοί διαλύονται με απόφαση είτε της γενικής τους συνέλευσης (προφανώς με τις προϋποθέσεις που ο Νόμος και το καταστατικό τους ορίζουν) είτε κατόπιν προσφυγής της κατά τόπον Δασικής Υπηρεσίας. Στην συνέχεια ορίζεται ότι η πλειοψηφία των συγκυρίων θα μπορεί να αναθέτει την διαχείριση των κοινών δασικών εκτάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής του ΑΚ. Θεωρούμε ότι οι ρυθμίσεις αυτές μόνο σοβαρά προβλήματα δημιουργούν: Β. Περί της αιτιολόγησης των νέων ρυθμίσεων. Εντύπωση μας προκαλεί η αναφορά της εισηγητικής εκθέσεως του νομοσχεδίου επί του άρθρου 47 ότι η ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών αντίκειται στο ισχύον Σύνταγμα (και στο πνεύμα του άρθρου 1 του παρόντος νομοσχεδίου) και ως εκ τούτου η σύσταση νέων δασικών αναγκαστικών συνεταιρισμών (ιδιοκτητών, νομέων και καρπωτών δασικών δικαιωμάτων) απαγορεύεται ενώ επιβάλλεται και η λύση των υφισταμένων. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 12 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται: 1. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο. 4. Οι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους όρους του νόμου και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το Κράτος, που είναι υποχρεωμένο να μεριμνά για την ανάπτυξή τους. 5. Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.Είναι λοιπόν προφανές ότι το Σύνταγμα επιτρέπει την ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών προς εξυπηρέτηση των ειδικών σκοπών που ορίζονται σε αυτόν και ειδικά αυτόν της κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής (συνεπώς και του δάσους). Δημιουργεί λοιπόν κατ αρχάς έκπληξη η επίκληση του Συντάγματος καθώς σύμφωνα με την αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των συνταγματικών διατάξεων δεν νοείται «αντισυναταγματικότητα» κάποιου συνταγματικού κανόνα. Δίδεται λοιπόν η εντύπωση ότι η συντάκτες του σχεδίου νόμου αναζητούν «έξωθεν νομιμοποίηση» των προθέσεών τους. Οι συνεταιρισμοί ως ιδιότυπες ενώσεις προσώπων που συνεργάζονται για την προάσπιση και προαγωγή των περιουσιακών, επαγγελματικών κλπ συμφερόντων τους, αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, η οργάνωση και δράση των οποίων, μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που καθιερώνει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα με τις επί μέρους σχετικές διατάξεις του, τελεί υπό την προστασία και εποπτεία του κράτους. Και προβλέπεται μεν ρητά από την παράγραφο 5 η δυνατότητα της συστάσεως αναγκαστικών συνεταιρισμών, κατ΄ εξαίρεση από την εξυπακουόμενη αρχή της ελεύθερης συστάσεως και της ελεύθερης συμμετοχής σε συνεταιρισμούς, η εξαιρετική δε αυτή ρύθμιση, αφορά αποκλειστικά στον τρόπο της συστάσεως (μόνο με νόμο, βλ. Σ.Ε. 1175/1957 Ολομ., 1058/1958 Ολομ.) και τη μορφή της συμμετοχής των μελών του συνεταιρισμού, η οποία καθίσταται υποχρεωτική (Σ.Ε. 2903/1983 Ολομ., 4104/1995 επταμ.), υπό την προϋπόθεση ότι ο αναγκαστικός συνεταιρισμός θα επιδιώκει τους στόχους που καθορίζει αυτή η συνταγματική διάταξη, δηλαδή την εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημοσίου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής και εφόσον εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν. Συνεπώς, μόνον η ύπαρξη αναγκαστικών συνεταιρισμών που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις είναι σύμφωνη προς την συνταγματική αυτή διάταξη. Είναι δε αδιάφορο το αν οι συνεταιρισμοί αυτοί ιδρύθηκαν με νόμο πριν την πρόβλεψη από το Σύνταγμα του θεσμού αυτού (που προβλέφθηκε το πρώτο με ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 109 του Συντάγματος του 1952), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τους καθιστούν συνταγματικά θεμιτούς, οπωσδήποτε τούτο στην περίπτωση που – όπως εν προκειμένω -, υπό καθεστώς συνταγματικής προβλέψεως, οι συνεταιρισμοί αυτοί διατηρήθηκαν με νεότερο νόμο. Τούτο επιβεβαιώνει η διαχρονική αλλά και η πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις 3580 και 3581/2010 αποφάσεις του. Κατά την άποψή μας δεν υφίσταται κανένα απολύτως συνταγματικό κώλυμα ύπαρξης των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, καθώς αποδεικνύεται από την μέχρι τώρα λειτουργία τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής οδηγεί σε ουσιαστική πλήρη αδυναμία διαχείρισης των δασών, κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την επίτευξη των συνταγματικών σκοπών σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Γ. Οι εξαιρετικές δυσχέρειες για την διαχείριση ενός Δασοκτήματος σε περίπτωση εφαρμογής των υπό πρόταση ρυθμίσεων. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο ορίζει ότι μετά την διάλυση των αναγκαστικών συνεταιρισμών, η πλειοψηφία των ιδιοκτητών θα μπορεί να αναθέτει την διαχείριση του κοινού δασοκτήματος (και μόνον) σε επιτροπή ή εκπροσώπους τους. Η ασάφεια του νομοσχεδίου είναι προφανής. Δεν διευκρινίζεται ποιος θα είναι ο αριθμός των μελών της επιτροπής ή των εκπροσώπων, ο τρόπος επιλογής τους και αν θα πρέπει να συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των συγκυρίων σε κάθε πρόσωπο της επιτροπής ξεχωριστά. Εγείρεται μείζον θέμα με την συγκυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά 1/5 επί των δασοκτημάτων και αν θα συνυπολογίζεται αυτό για την διαμόρφωση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών (μέχρι σήμερα το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει ποσοστό συγκυριότητας αλλά δεν συμμετέχει στους Συνεταιρισμούς, οι οποίοι από της ιδρύσεώς τους ασκούν την διαχείριση των Δασοκτημάτων). Θα εμπίπτει λοιπόν και το ελληνικό Δημόσιο στην ανωτέρω διάταξη. Θεωρούμε πως ελάχιστο προαπαιτούμενο για την συζήτηση επί του θέματος θα έπρεπε να είναι η αυτοδίκαιη μεταβίβαση του ποσοστού συνιδιοκτησίας επί των δασοκτημάτων προς τους λοιπούς συγκυρίους. Αναφερόμενοι σε αναγκαστικούς συνεταιρισμούς που κάποιοι προσεγγίζουν τον έναν αιώνα ζωής είναι απολύτως λογικό, με το πέρας των ετών και την κληρονομική διαδοχή των αρχικών συγκυρίων να υφίσταται τεράστια διασπορά μεριδιούχων επί ακόμα και κλασμάτων ιδανικών μεριδίων, πολλοί εκ των οποίων διαβιούν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά αδύνατον να ενημερωθούν για το νέο νομοθέτημα, να γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις ώστε να μπορέσουν να επιλέξουν και να αναθέσουν σε ορισμένα πρόσωπα, κατ απόλυτη κρίση τους καθώς δεν εκλέγονται, ώστε να μετέχουν κάποιας διαχειριστικής επιτροπής. Η εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής του ΑΚ είναι πρακτικά αδύνατη. Είναι εξαιρετικά δυσχερές να συμπτυχθούν πλειοψηφίες (όσο θολά περιγράφεται στο σχέδιο νόμου) που θα αναθέσουν δια συμβολαιογραφικού εγγράφου την σχετική εντολή διαχειρίσεως. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 724 ΑΚ ο εντολέας έχει την δυνατότητα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε και μάλιστα κατ αρχήν χωρίς να είναι αντίθετη συμφωνία. Είναι προφανές ότι κατά τον τρόπο αυτό δεν μπορεί οποιαδήποτε επιτροπή να διαχειριστεί τις δασικές υποθέσεις με την αναγκαία σχετική σταθερότητα, ούτε είναι δυνατόν να επιβληθεί, αν θεωρηθεί ότι βρίσκει εφαρμογή το β’ εδάφιο του ΑΚ 724, συγκεκριμένη διάρκεια (και ποια άραγε;) της συμβάσεως εντολής χωρίς την συναίνεση του εντολέα. Θα δημιουργηθεί το οξύμωρο της αναθέσεως εντολής διαφορετικής χρονικής διάρκειας ή ελεύθερα ανακλητής; Λόγω της φύσεως της δασικής διαχείρισης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν τα όρια της εντολής εντός των οποίων θα πρέπει να ενεργούν οι αντιπρόσωποι ή η Επιτροπή διαχείρισης, που προβλέπει το σχέδιο Νόμου. Επιπλέον προβλήματα δημιουργούνται και στην περίπτωση θανάτου είτε του εντολέα είτε το εντολοδόχου. Σήμερα η διαχείριση των Δασών ασκείται από τον Συνεταιρισμό με τα όργανά του, ανεξαρτήτως τυχόν θανάτου μέλους του ΔΣ ή συνεταίρου, οι κληρονόμοι του οποίου γίνονται μέλη του Συνεταιρισμού κατά τους όρους του νόμου και του Καταστατικού. Αντίθετα σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, αυτή λύεται αυτόματα με τον θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου. Οι κληρονόμοι του εντολέα μπορούν (αλλά δεν υποχρεούνται) να αναθέσουν οι ίδιοι την διαχείριση στον ίδιο ή διαφορετικό εντολοδόχο, οπότε θα πρόκειται για νέα σύμβαση εντολής. Κατά τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη από τον νόμο πλειοψηφία των συνιδιοκτητών (και αν ακόμη επιτευχθεί) καθίσταται ιδιαίτερα εύθραυστη είτε λόγω τυχόν ανακλήσεων εντολής είτε λόγω θανάτου εντολέα ή εντολοδόχου. Επιπλέον επιπρόσθετα προβλήματα θα δημιουργηθούν από την αυτονόητη συνέπεια της δυνατότητας ελεύθερης μεταβίβασης ποσοστού συγκυριότητας προς τρίτους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Ουσιαστικά καταργείται η δυνατότητα απαλλαγής του Διοικητικού Συμβουλίου των Συνεταιρισμών και εφαρμόζεται η διάταξη του ΑΚ 714 που θεμελιώνει την ευθύνη του εντολοδόχου για κάθε πταίσμα, γεγονός που θα αποτρέπει την ανάληψη της διαχείρισης. Καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής ο καταλογισμός δαπανών και εξόδων κατά την εκτέλεση της εντολής και απόδοσης ωφελημάτων προς τον κάθε εντολέα χωριστά, όπως τα ΑΚ 718 και 719 ορίζουνΜε σχεδόν βεβαιότητα θα πρέπει να αναμένεται η «λύση» προσφυγής ορισμένων συγκυρίων στο Δικαστήριο ώστε να οριστεί διαχειριστής. Μια τέτοια «λύση» πέραν των πολλών πρακτικών προβλημάτων (σχεδόν πλήρης αδυναμία επιδόσεων και κοινοποιήσεων στους συνιδιοκτήτες), είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στο πνεύμα της ορθής διαχείρισης ενός Δασοκτήματος. Θα είναι δυνατός ο διορισμός και τρίτου – μη συγκυρίου – ως διαχειριστή, δημιουργούνται πολλά προβλήματα με την διάρκεια και τα όρια της εντολής, σε περίπτωση ανακλήσεως ή παύσεως ή θανάτου θα απαιτείται σημαντικός χρόνος δικαστικού διορισμού νέου εντολοδόχου (με τα ίδια τυπικά ζητήματα – αδυναμία επιδόσεων, κοινοποιήσεων κτλ). Κατά την πλέον κρατούσα άποψη σε περιπτώσεις απλής κοινωνίας δικαιώματος καθώς και ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα ΑΚ 69 και ΚΠολΔ (Βαρθρακ ΕρΝομΑΚ άρθρο 69 στ. 3 και 42). Αλλά και αν ακόμα τελικώς επιτευχθεί ο δικαστικός ορισμός διαχειριστή ή διαχειριστικής επιτροπής, το Δικαστήριο οφείλει να προσδιορίσει, κατά την κρίση του, και τα όρια και περιεχόμενο της διαχείρισης. Έτσι δημιουργείται ο κίνδυνος να δημιουργηθούν διαχειριστικές επιτροπές με διαφορετικά πλαίσια εντός των οποίων θα μπορούν να ενεργούν με αποτέλεσμα να διακινδυνέυει η εφαρμογή μιας ενιαίας δασικής πολιτικής με προφανείς κινδύνους πρωτίστως για το περιβάλλονΟ Αναγκαστικοί Δασικοί Συνεταιρισμοί, διαθέτοντας αυτοτελή νομική προσωπικότητα, στις πολλές δεκαετίες λειτουργίας τους, έχουν αποκτήσει δική τους κινητή και ακίνητη περιουσία, έχουν αντισυμβληθεί με το ελληνικό Δημόσιο ή ΝΠΔΔ (χαρακτηριστικές οι συμβάσεις του Συνεταιρισμού μας με την άλλοτε Νομαρχία Φλώρινας για την λειτουργία του Χιονοδρομικού κέντρου Βίγλας Πισοδερίου) και ιδιωτικές (ελληνικές και αλλοδαπές) εταιρείες (εγκαταστάσεις εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, εγκατάσταση αιολικού πάρκου στο Δάσος Πισοδερίου). Σε περίπτωση λύσεως των Συνεταιρισμών χάνεται η νομική τους προσωπικότητα και η φορολογική τους αυτοτέλεια οπότε όπως είναι φυσικό το κύρος των συμβάσεων όπου μετέχουν αμφισβητείται. Στο σχέδιο Νόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά για την τύχη της περιουσίας των συνεταιρισμών (πέραν του Δασοκτήματος) ούτε για την τύχη των συμβάσεων. Αν ισχύσουν οι περί σωματείων διατάξεις αλλά και οι προβλέψεις των περισσοτέρων καταστατικών τότε η Γ.Σ συνέλευση θα πρέπει να αποφασίσει και την διάθεση των περιουσιακών στοιχείων και σε αντίθετη περίπτωση την σχετική απόφαση θα πρέπει να προβλεφθεί ώστε να λάβει το Μονομελές Πρωτοδικείο στο οποίο θα προσφύγει η Διεύθυνση Δασών. Σε διαφορετική περίπτωση η περιουσία του διαλυθέντος νομικού προσώπου περιέρχεται στο Δημόσιο σύμφωνα με το ΑΚ 77! Πρόκειται για ευθεία προσβολή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Αλλά ακόμα και αν υπάρξει πρόβλεψη περί μεταβίβασής της στα φυσικά πρόσωπα – πρώην μέλη των υπό διάλυση Συνεταιρισμών είναι βέβαιον ότι θα είναι αδύνατη η επίτευξη διαχειρίσεως και στην καλύτερη περίπτωση θα οδηγηθούμε στο ίδιο αποτέλεσμα μέσω αγωγών διανομής των μη δασικών περιουσιακών στοιχείων (η κατάτμηση δάσους δεν επιτρέπεται). Η διαχείριση ενός Δασοκτήματος απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, μελέτη ειδικών επιστημόνων και εκ νέου σχεδιασμό των ορίων και του περιεχομένου της δασικής πολιτικής. Στις σύγχρονες συνθήκες η εκμετάλλευση του Δάσους συνδυάζει την ξυλεία, αξιοποίηση υδάτινων πόρων, ενεργειακά προγράμματα, εναλλακτικό τουρισμό, λειτουργία χιονοδρομικών κέντρων και ορειβατικών εγκαταστάσεων. Είναι απολύτως αδύνατον η διαχείριση αυτή να επιτευχθεί, χωρίς την ύπαρξη φορέα με αυτοτελή νομική προσωπικότητα και ικανότητα να συναλλάσσεται αλλά αντίθετα να ανατιθέμενη σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες μικρομεριδιούχους, σκορπισμένους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.Είμαστε βέβαιοι ότι πέραν αυτών και πολλά άλλα προβλήματα θα ανέκυπταν εάν εφαρμόζονταν στην πράξη η διάλυση των αναγκαστικών δασικών συνεταιρισμών, όπως το σχέδιο νόμου προβλέπει. Ήδη όμως καθίσταται σαφές ότι δεν θα είναι δυνατή η αποτελεσματική άσκηση της δασικής διαχείρισης. Θεωρούμε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων θα οδηγηθούμε σε εγκατάλειψη των δασοκτημάτων και θα τύχει εφαρμογής η νέα διάταξη του άρθρου 152 του Δασικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία μετά από εικοσαετή αδυναμία διαχείρισης, αυτή περιέρχεται στο Δημόσιο, αφού όμως πρώτα έχει προκληθεί ανυπολόγιστη περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Ανοίγει ίσως ο δρόμος ανάθεσης της διαχείρισης (που τεχνητά θα έχει κατ ουσίαν αφαιρεθεί από τους συνιδιοκτήτες) σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Μια τέτοια διαδικασία εξυπηρετεί μόνο ισχυρά οικονομικά κέντρα που θα επιθυμούσαν ίσως να αναλάβουν εργολαβικά της διαχείριση και εκμετάλλευση του δασικού πλούτου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η ύπαρξη των δασικών αναγκαστικών συνεταιρισμών είναι απολύτως πρόσφορη αναγκαία για την αποτελεσματική κοινή εκμετάλλευση των συνιδιόκτητων Δασών, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 12 παρ 5 του Συντάγματος και δεν υπάρχει κανείς συνταγματικός λόγος που να υπαγορεύει την διάλυσή τους. Αγνοούμε συνεπώς την ουσιαστική σκοπιμότητα της διατάξεως των άρθρων 47 και 49 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, οι οποίες δημιουργούν πλείστα όσα προβλήματα σε βάρος του περιβάλλοντος αλλά και των συνιδιοκτητών. Αντίθετα θεωρούμε ότι τυχόν υποχρεωτική κατ ουσία λύση τους αντίκειται πλέον στα άρθρα 5 και 17 του Συντάγματος . Όπως ήδη σας αναφέρουμε ελάχιστες προϋποθέσεις για την διεξαγωγή ενός καλόπιστου διαλόγου είναι τουλάχιστον η απόδοση του μεριδίου του Ελληνικού Δημοσίου στους λοιπούς συνιδιοκτήτες, η εξασφάλιση διατήρησης αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας του όποιου φορέα διαδεχθεί τους Αναγκαστικούς Συνεταιρισμούς, η κατοχύρωση των μη δασικών περιουσιακών στοιχείων των συνεταιρισμών και του κύρους των συμβάσεων που έχουν ήδη υπογράψει, η εξασφάλιση λειτουργικού συστήματος ενάσκησης της δασικής διαχείρισης διευκολύνοντας την αντιπροσώπευσή τους. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε επιβεβλημένη την απόσυρση των διατάξεων αυτών στον βαθμό τουλάχιστον που αφορούν σε αναγκαστικούς δασοκτημονικούς συνεταιρισμούς, έως ότου, τουλάχιστον, προηγηθεί, στα πλαίσια ενός καλόπιστου και οριοθετημένου διαλόγου, η επαρκής και πλήρης επεξεργασία των παραπάνω ζητημάτων. Πισοδέρι Φλώρινας