• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΛΕΝΗ ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗ' | 19 Μαρτίου 2012, 14:27

    ΣΥΝΟΨΗ ΣΧΟΛΙΩΝ Από τον τίτλο της διαβούλευσης λείπει ο όρος ‘Στρατηγική’ για τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η διαφορά ΣΜΠΕ και ΜΠΕ είναι ουσιαστική. Για τη διαβούλευση ενός τόσο σημαντικού ζητήματος πολιτικής προτεραιότητας και στρατηγικής σημασίας, το χρονικό διάστημα των 11 ημερών είναι ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ μικρό. Τα δύο κείμενα της διαβούλευσης – η ΣΜΠΕ και η Έκθεση Αξιολόγησης της Εφαρμογής του θεσμοθετημένου Ειδικού Πλαισίου του Τουρισμού – θα έπρεπε να ‘επικοινωνούν’ και όχι να παρουσιάζονται ως παραθέσεις κατά τα άλλα ενδιαφέρουσας πληροφορίας. Δεν είναι σαφές αν η εκπόνηση της ΣΜΠΕ έλαβε υπόψη, όπως θα έπρεπε, την Έκθεση Αξιολόγησης. Η ΣΜΠΕ των 220 σελίδων επαναλαμβάνει την προηγούμενη, παραθέτει μεγέθη χωρίς να υποδεικνύει τη σχέση τους με τον τουρισμό και το αξιολογούμενο σχέδιο (εφεξής ΕΠΧΣΑΑΤ για συντομία), αφιερώνει μόνο 24 σελίδες σε μια υποτυπώδη και ατεκμηρίωτη εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπτώσεων του προτεινόμενου ΕΠΧΣΑΑΤ και όχι των άλλων δύο εναλλακτικών και πάσχει από σοβαρές μεθοδολογικές αδυναμίες. Ξενίζει η χρήση των όρων «πρωτογενή ή δευτερογενή χαρακτήρα των πιθανών επιπτώσεων» αντί των δόκιμων «άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις» όπως και η παράληψη της σημαντικής για τον τουρισμό κατηγορίας των «παράγωγων» επιπτώσεων. Η επίπτωση του ΕΠΧΣΑΑΤ στους εδαφικούς και σε άλλους πόρους κυρίως λόγω των παράγωγων επιπτώσεων της τουριστικής ανάπτυξης είναι σαφώς υποτιμημένη. Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι η ΣΜΠΕ δεν λαμβάνει υπόψη, ως όφειλε, τις πηγές και τους παράγοντες μελλοντικής, χωρικής και μη, αβεβαιότητας. Μια αξιόπιστη Στρατηγική Εκτίμηση Επιπτώσεων εξετάζει, άσχετα αν δεν αναφέρεται ρητά στη νομοθεσία, τις επιπτώσεις ενός προτεινόμενου σχεδίου κάτω από εναλλακτικά, ρεαλιστικά μελλοντικά σενάρια για το ευρύτερο περιβαλλοντικό και κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο στο οποίο θα υλοποιηθεί ένα σχέδιο. Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα αναγκαίο σε περιόδους κρίσης που επιτείνουν την αβεβαιότητα. Τέτοια σενάρια αφορούν σε (α) διακυμάνσεις μεγέθους και σύνθεσης της αγοράς, (β) εισόδημα τουριστών, (γ) εξάντληση πετρελαίου που επηρεάζει την πρόσβαση από μακρινούς προορισμούς, (δ) ανταγωνισμό φθηνότερων προορισμών, (ε) ανταγωνισμό από άλλες χρήσεις γης και θάλασσας στη χώρα με την ανάπτυξη ΑΠΕ, ανάπτυξη εμπορίου και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, (στ) κλιματική αλλαγή, (ζ) επισιτιστική κρίση. Η εξέταση αυτών των σεναρίων θα οδηγούσε σε επαναξιολόγηση και επαναδιατύπωση πολλών προτάσεων του ΕΠΧΣΑΑΤ που θα μείωναν τους κινδύνους για το περιβάλλον και την οικονομία της χώρας από την εφαρμογή του στη παρούσα μορφή του. Περιεχόμενο του προτεινόμενου αναθεωρημένου ΕΠΧΣΑΑΤ. Η τρέχουσα παγκόσμια κρίση δηλώνεται ως κίνητρο επανεξέτασης του ΕΠΧΣΑΑΤ αλλά δεν τονίζεται επαρκώς η αστάθεια της τουριστικής ζήτησης που αυτή η κρίση έχει αναδείξει και επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά. Οι πηγές και παράγοντες αβεβαιότητας του μέλλοντος που προαναφέρθησαν δεν λαμβάνονται υπόψη με αποτέλεσμα η συζήτηση του ΕΠΧΣΑΑΤ να στηρίζεται σε μεροληπτικές αφετηριακές παραδοχές. Υπό το πρίσμα της τρέχουσας κατάστασης διεθνώς και στη χώρα, θα ήταν σκοπιμότερο να επανεξεταστεί πρώτα η προτεραιότητα του τουρισμού ως στρατηγικής επιδίωξης ανάμεσα σε άλλες εθνικές στρατηγικές επιδιώξεις και κατόπιν να συζητηθεί το πλαίσιο των χωροταξικών κατευθύνσεων για την τουριστική ανάπτυξη. Οι τρέχουσες συγκυρίες δίνουν την ευκαιρία να επανατοποθετηθεί ο τουρισμός σε ορθότερη βάση και προοπτική για να αποτελέσει σταθερό πυλώνα της οικονομίας και της προστασίας περιβάλλοντος θωρακισμένο έναντι της αβεβαιότητας του μέλλοντος. Το προτεινόμενο ΕΠΧΣΑΑΤ αποτυγχάνει να αποτάξει το Ισπανικό μοντέλο, που αποτελούσε τον πυρήνα της σύλληψης του αρχικού ΕΠΧΣΑΑΤ, όταν είναι πλέον γνωστό ότι αυτό το μοντέλο ανάπτυξης είναι αίτιο και προϊόν της κρίσης και ότι η Ισπανία και όσες χώρες το εφάρμοσαν μαστίζονται από ανεργία και δημοσιονομικά προβλήματα, απειλούνται με χρεωκοπία και αντιμετωπίζουν πλήθος περιβαλλοντικών προβλημάτων. Το προτεινόμενο ΕΠΧΣΑΑΤ συνεχίζει την παράδοση του προηγούμενου στη συμβατική, τομεακή αντίληψη για τον σχεδιασμό του χώρου, αναλώνεται σε γενικότητες και επαναλήψεις για αυτονόητα ζητήματα (π.χ. στα Άρθρα 5-8) τα οποία θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν εφόσον αφορούν όλες τις περιπτώσεις τουριστικής δραστηριότητας. Έκπληξη προκαλεί και το πλήθος ρυθμίσεων και κατευθύνσεων είτε καθαρά αρχιτεκτονικού και κτιριολογικού χαρακτήρα είτε μη χωροταξικού χαρακτήρα (π.χ. προβλέψεις για επιχειρηματικές δράσεις, επιμόρφωση, κ.λπ.). Περιλαμβάνει όλες τις μορφές τουρισμού (ασχέτως των χωρικών επικαλύψεων τους) χωρίς, όμως, να δίνει συγκεκριμένες χωροταξικές και περιβαλλοντικές κατευθύνσεις για ειδικές περιπτώσεις (πλην ελαχίστων ορίων πυκνότητας και απόστασης από αιγιαλό). Έτσι, όχι μόνο δεν αίρει αλλά ενισχύει τις αδυναμίες του αρχικού ΕΠΧΣΑΑΤ. Οι κυριότερες αδυναμίες του προτεινόμενου ΕΠΧΣΑΑΤ και, κατ’ επέκταση, τα σημεία στα οποία υπάρχει ελλιπής παροχή ή κενό αναγκαίων κατευθύνσεων είναι τα εξής: (α) Προστασία του περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική διάσταση προστίθεται αντί να συντίθεται με τις άλλες διαστάσεις της τουριστικής δραστηριότητας. Προτάσεις τεχνολογικών λύσεων (π.χ. ανακύκλωση νερού και αφαλάτωση) δεν λύνουν ουσιαστικά προβλήματα ορθής διαχείρισης κρίσιμων πόρων, εκτός του ότι είναι ενεργοβόρες και δαπανηρές. Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις κάποιων ειδικών μορφών τουρισμού (π.χ. χιονοδρομικός) αγνοούνται ενώ είναι σημαντικές τόσο κατά την εκτός περιόδου λειτουργία των περιοχών όσο και όταν εγκαταλειφθούν από την τουριστική δραστηριότητα (λόγω μειωμένης βιωσιμότητας, κλιματικής αλλαγής, κ.λπ.). Η ουσιαστική ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στον χωρικό σχεδιασμό βασίζεται στην αναγνώριση της αναγκαιότητας προστασίας των οικολογικών λειτουργιών και των οικολογικών αποθεμάτων του χώρου, της καθοριστικής σημασίας του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος της χώρας για την οικονομία, το τοπίο και το τουριστικό προϊόν και της θωράκισης έναντι φυσικών κινδύνων. Τούτο συνεπάγεται τον πλήρη αποκλεισμό ορισμένων φυσικών περιοχών – όπως ο παράκτιος χώρος (όχι μόνο τα 50 μέτρα…) και τα μικρά νησιά – από οποιασδήποτε μορφής και έντασης τουριστική δραστηριότητα (πλην επιλεγμένων παθητικών), κάτι το οποίο δεν περιέχεται στο παρόν ΕΠΧΣΑΑΤ. Σ’ αυτά τα πλαίσια, οι προβλέψεις και ρυθμίσεις για τουριστικές χρήσεις στις περιοχές του Εθνικού Συστήματος Προστατευόμενων Περιοχών θα πρέπει να επανεξετασθούν και επαναπροσδιορισθούν επί το αυστηρότερο. (β) Σχέσεις και συγκρούσεις του τουρισμού με άλλες χρήσεις του χώρου. Η σχέση της γεωργίας με τον τουρισμό, παρά την κρίσιμη συμμετοχή της πρώτης στην ανάκαμψη και ανάπτυξη και στη θωράκιση της χώρας έναντι της επισιτιστικής κρίσης, αντιμετωπίζεται χαλαρά και μεροληπτικά υπέρ του τουρισμού ιδιαίτερα όσον αφορά στη χωροθέτηση ΣΤΚ και οργανωμένων υποδοχέων τουρισμού και όσα αυτά συνεπάγονται για τις συγκρούσεις για τη χρήση νερού και άλλων πόρων. Η σύγκρουση της τουριστικής δραστηριότητας με τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, κ.ά.) αποσιωπάται παρόλο που οι τελευταίες, στην μεγάλη κλίμακα που προτείνονται, θα μειώσουν αισθητά την αξία του χαρακτηριστικού Ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Το ίδιο ισχύει και για τις συγκρούσεις μεταξύ τουρισμού, βιομηχανίας (εξόρυξη, γεωτρήσεις για υδρογονάνθρακες, κ.ά.) και άλλων χρήσεων του χώρου, ιδιαίτερα του παράκτιου, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται με συγκεκριμένες, ουσιαστικές κατευθύνσεις με προτάσεις περιβαλλοντικών, χωροταξικών και άλλων κριτηρίων. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για συγκεκριμένες μορφές τουρισμού οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα ανάπτυξης (οικοτουρισμός, τουρισμός φύσης, αγροτουρισμός) λόγω της σημαντικής αλλοίωσης και υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος. (γ) Άναρχη, εκτός σχεδίου δόμηση. Η ανάγκη πλήρους ελέγχου/κατάργησης της εκτός σχεδίου δόμησης, η οποία εντείνεται σε περιοχές τουριστικής δραστηριότητας, και αποτελεί τη σημαντικότερη παράγωγη επίπτωση του τουρισμού, δεν τονίζεται στο προτεινόμενο ΕΠΧΣΑΑΤ παρά το γεγονός ότι αποτελεί σημαντικό παράγοντα υποβάθμισης του τουριστικού προϊόντος, επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές επιλογές, και ευνοεί την περαιτέρω διείσδυση της τουριστικής ανάπτυξης σε φυσικές περιοχές. (δ) Αποκατάσταση τουριστικά κορεσμένων και κατεστραμμένων περιοχών. Οι κατευθύνσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι την αύξηση των σχετικών πυκνοτήτων τουριστικής ανάπτυξης αλλά την ανάπλαση των περιοχών με παρεμβάσεις που θα απαλείψουν τα προβλήματα κορεσμού, θα προσφέρουν υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόν (αντισταθμίζοντας τον περιορισμό των πυκνοτήτων) και θα επιτρέψουν τη μελλοντική ομαλή ανάπτυξη τους. (ε) Θωράκιση έναντι μελλοντικής αβεβαιότητας και μελλοντικών κινδύνων. Όπως προαναφέρθηκε, στο προτεινόμενο ΕΠΧΣΑΑΤ απουσιάζει η μέριμνα για τις μελλοντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που θα επηρεάσουν τόσο την τουριστική δραστηριότητα όσο και τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και άλλες επιπτώσεις της. Η κυριότερη χωρική συνέπεια αυτού του κενού είναι η δέσμευση μεγάλων περιοχών για τουριστική ανάπτυξη και ο αποκλεισμός άλλων περισσότερο επωφελών επιλογών στο παρόν και στο μέλλον. Προβλέψεις για αποθέματα γης σε όλες τις γεωγραφικές ενότητες του Ελληνικού χώρου είναι περισσότερο από αναγκαίες. (στ) Άρθρο 09: ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ (ΟΧΥΤΔ για συντομία). Προβληματισμό προκαλεί το άρθρο αυτό με δεδομένες τις σημαντικές ανεπιθύμητες, τοπικές και υπερτοπικές, άμεσες, έμμεσες και παράγωγες οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ΟΧΥΤΔ (και των υποδομών που συνεπάγονται) και την μειωμένη ευελιξία χωρικών επιλογών που προσφέρουν ενόψει της σημαντικής αβεβαιότητας της βιωσιμότητας τους και των επιτακτικών αναγκών εναλλακτικών χρήσεων του χώρου (γεωργία, βιομηχανία, αναψυχή, κ.λπ.) για κάλυψη μελλοντικών αναγκών. Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι η αποκλειστική χρήση του χώρου από ΟΧΥΤΔ περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης και χρήσης φυσικών και πολιτισμικών «κοινών» από γηγενείς και επισκέπτες. Οι παραχωρήσεις που προβλέπει το άρθρο 9 υπέρ των ΟΧΥΤΔ θα πρέπει να επανεξετασθούν στην προοπτική του μικρού μεγέθους της χώρας, των αναγκών σε χώρο πλήθους συγκρουόμενων δραστηριοτήτων, της ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος ιδιαίτερα σε περιβαλλοντικά ευαίσθητες και πολύτιμες περιοχές όπως τα νησιά, της αδιαπραγμάτευτη ανάγκης προστασίας της γεωργικής γης και της αμφίβολης βιωσιμότητας των ΟΧΥΤΔ. Το τελευταίο συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να δοθούν κίνητρα του επενδυτικού νόμου για ΟΧΥΤΔ διότι επιπλέον διαφημίζονται ως επικερδή επιχειρηματικά εγχειρήματα.