• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 24 Απριλίου 2012, 10:42

    Ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση αποτελεί μια θετική πρόταση που κινείται στη σωστή κατεύθυνση και τυγχάνει της επιδοκιμασίας του WWF Ελλάς. Στην παρούσα οικονομική και πολιτική συγκυρία οποιαδήποτε καθυστέρηση στον πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τοπίου μπορεί να παγιδεύσει την Ελλάδα σε ένα βρώμικο και διόλου αναπτυξιακό μοντέλο και να γίνει αιτία για την απώλεια των μεγάλων ωφελειών, σε κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς όρους, που υπόσχεται η υλοποίηση πολιτικών χαμηλής έντασης άνθρακα. Παρόλα αυτά, ο ενεργειακός σχεδιασμός μπορεί να καταστεί περισσότερο φιλόδοξος, χωρίς να χάσει την αξιοπιστία και τον ρεαλισμό του. Αντιθέτως, είναι τουλάχιστον μη ρεαλιστικό να αναμένουμε πως, τη στιγμή που η ΕΕ στον οδικό χάρτη για την ενέργεια υιοθετεί ως κεντρικό στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 80-95% σε σχέση με το επίπεδο του έτους βάσης 1990, η Ελλάδα θα έχει την ‘ευχέρεια’ να μειώσει τις εκπομπές σε ποσοστό που δεν θα βρίσκεται εντός του εύρους του 80-95%. Επομένως, η παραδοχή πως η Ελλάδα, όντας μέλος της ΕΕ, θα μειώσει τις εκπομπές της μόλις κατά 60-70% έως το 2050 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005 (ή κατά 49-62% σε σχέση με τα επίπεδα του έτους βάσης 1990) στερείται πολιτικού ερείσματος. Είναι προφανές, βέβαια, πως η θέσπιση ενός στόχου στο εύρος 80-95% θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες, σε στενότερα χρονικά πλαίσια και σε τομείς πέραν της ηλεκτροπαραγωγής. Βασικό συστατικό της περαιτέρω επιτυχίας του ενεργειακού σχεδιασμού θα αποτελέσει η προσπάθεια που θα καταβληθεί για τη σημαντική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας σε απόλυτα μεγέθη και όχι η «σταθεροποίησή» της. Όπως το WWF Ελλάς έχει δείξει το 2008 με την έκθεσή του «Λύσεις για την κλιματική αλλαγή: όραμα βιωσιμότητας για την Ελλάδα του 2050», είναι δυνατό να αναληφθούν επιπρόσθετα και πιο φιλόδοξα μέτρα στις μεταφορές, στη βιομηχανία, στη γεωργία και στα κτίρια. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές και πολιτικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο (πχ. αλλαγές στις βιομηχανικές διεργασίες, χρήση νέων αποδοτικών υλικών, εντονότερη δράση για ανακαίνιση υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος κοκ) ώστε ο ενεργειακός σχεδιασμός να σκιαγραφήσει παραστατικά την πορεία που θα ακολουθήσει η Ελλάδα προς μια οικονομία χαμηλής έντασης άνθρακα, που θα δίδει έμφαση στον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας (και την παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας). Σε αυτή την κατεύθυνση θα συντελούσε θετικά η υποστήριξη εκ μέρους της χώρας ενός δεσμευτικού στόχου εξοικονόμησης ενέργειας κατά 20% στην ΕΕ έως το 2020, καθώς θα έδειχνε τη διάθεση της χώρας να προχωρήσει δυναμικά σε δράσεις βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας (οι οποίες δράσεις σύμφωνα με πολλαπλές έρευνες, πχ. McKinsey cost curve, παραμένουν οι πλέον αποδοτικές και προσοδοφόρες σε οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη). Ειδικότερα για τον τομέα του ηλεκτρισμού θεωρούμε απαράδεκτη την προσέγγιση που επιχειρείται για δημιουργία νέων μονάδων λιγνίτη. Η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα δεν είναι και πιθανότατα δεν θα γίνει ποτέ μια βιώσιμη και λειτουργική επιλογή, όχι μόνο λόγω «τεχνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων». Η πρόβλεψη για δημιουργία νέων μονάδων λιγνίτη, που θα συνεχίσουν να λειτουργούν το 2050 δεν θα επιφέρει τίποτα άλλο παρά μόνο την παγίδευση της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής, με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος στο περιβάλλον, την υγεία και την οικονομία. Από τη στιγμή που η ανάλυση του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού καταλήγει στο συμπέρασμα πως η 100% διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα είναι συμφέρουσα και από οικονομικής πλευράς, είναι τουλάχιστον άστοχο να επιχειρείται η δημιουργία νέων μονάδων άνθρακα, οι οποίες, με αναμενόμενο χρόνο λειτουργίας τουλάχιστον 30-40 έτη, απλά θα καταφέρουν να κάνουν απλησίαστο το στόχο μείωσης των εκπομπών σε αποδεκτά επίπεδα. Παράλληλα, η δημιουργία της ψευδαίσθησης πως η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό στο λιγνίτη αντενδείκνυται για την έγκαιρη, ανταγωνιστική και καινοτόμο στροφή της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού. Σε κάθε περίπτωση, είναι τουλάχιστον αδόκιμο να παρουσιάζονται ως πρόσφορες εναλλακτικές καυσίμων η εισαγωγή φυσικού αερίου (ως λύση «απεξάρτησης από τις εισαγωγές πετρελαίου») αλλά και η «αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων» ως εθνική προτεραιότητα οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλής έντασης άνθρακα. Η μόνη απάντηση στα ορυκτά καύσιμα είναι η αξιοποίηση των ΑΠΕ – μια εγχώρια ενεργειακή πηγή, πλούσια σε «κοιτάσματα», καθώς και η μεγιστοποίηση των δράσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης όλων των τομέων. Ιδιαίτερα για την διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή είμαστε πεπεισμένοι πως οι στόχοι για το 2020 είναι δυνατό να επιτευχθούν. Για να παραμείνουμε όμως εντός στόχων θα πρέπει να γίνουν μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε οι ΑΠΕ να καταστούν εθνική υπόθεση και όχι θέμα αποκλειστικά μιας μικρής μερίδας επενδυτών. Τα μέτρα πολιτικής άρσης των εμποδίων για την προώθηση των ΑΠΕ, όπως αναφέρονται επιγραμματικά στη σύνοψη του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, δεν αρκούν για να αντιστρέψουν το κλίμα και κυρίως δεν αρκούν για να καταστήσουν εφικτή την αναγκαία μετάβαση σε ένα απολύτως καθαρό μίγμα ηλεκτρισμού όσο το δυνατό γρηγορότερα. Η δημιουργία συνθηκών διαφάνειας, η άμεση ανάπτυξη αξιόπιστων εργαλείων χωροθέτησης και περιβαλλοντικής πληροφόρησης, η αλλαγή του σημερινού ανεπαρκούς καθεστώτος διαβούλευσης, η ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στην ανάπτυξη των έργων ΑΠΕ μέσα από κατάλληλα κίνητρα δημιουργίας συμμετοχικών-κοινοπρακτικών σχημάτων, η έμφαση στην ορθή ενημέρωση των πολιτών προς άρση των κινδυνολογικών σεναρίων και η εκδίωξη των ‘αλεξιπτωτιστών’ από τον κλάδο των ΑΠΕ είναι δράσεις εξίσου ζωτικής σημασίας που χρήζουν της δέουσας προσοχής του επισπεύδοντος Υπουργείου. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη αξιοποίηση των ΑΠΕ είναι, όπως σωστά επισημαίνεται, η ανάπτυξη των διεθνών διασυνδέσεων, αλλά με πρόβλεψη σαφώς μεγαλύτερη από τα 3000 MW έως το 2050. Εξάλλου, το πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ που σύμφωνα με τις εξαγγελίες και τον πρόσφατο νόμο έχει αποκλειστικά εξαγώγιμο χαρακτήρα αφορά την ανάπτυξη φ/β συστημάτων ισχύος 10.000 MW. Ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός είναι μια αξιέπαινη προσπάθεια που επιτέλους ακολουθεί μια πορεία διαφορετική από την business as usual. Το WWF Ελλάς παραμένοντας πιστό σε όσα εδώ και χρόνια πρεσβεύει περί της ανάγκης για τον τάχιστο πράσινο μετασχηματισμό του ενεργειακού τοπίου με σεβασμό στο περιβάλλον και την κοινωνία θα σταθεί δίπλα σε όσους επιθυμούν με ανιδιοτέλεια να δουν την ενίσχυση και απρόσκοπτη υλοποίηση του ενεργειακού σχεδιασμού. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 6ης Μαΐου δεν θα επιχειρήσει να ανακαλύψει εκ νέου την πυρίτιδα, αλλά θα καταπιαστεί με τα ενεργειακά και περιβαλλοντικά ζητήματα έχοντας ως βάση τον παρόν ενεργειακό σχεδιασμό και προχωρώντας στις κατάλληλες διορθωτικές κινήσεις, από την επόμενη κιόλας ημέρα της ανάδειξης της. Το έτος 2050 μπορεί να φαντάζει μακρινό, οι αποφάσεις όμως οι οποίες θα ληφθούν σήμερα θα είναι καθοριστικής σημασίας για το ενεργειακό παρόν της χώρας σε μερικές δεκαετίες από σήμερα. Για αυτό ζητάμε τη θεσμική κατοχύρωση των στόχων που προβλέπονται για το 2020 και το 2050 ώστε ο μακροχρόνιος ενεργειακός σχεδιασμός να μην αποτελεί απλά μια ακόμη πολιτική διακήρυξη, αλλά μια ξεκάθαρη και δεσμευτική πορεία για το μέλλον. Τέλος, περιμένουμε να δοθεί στη δημοσιότητα το πλήρες κείμενο του ενεργειακού σχεδιασμού, ώστε να γίνουν γνωστές σε όλους οι παραδοχές που έχουν υιοθετηθεί, αλλά και να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση της εξέλιξής του.