• Σχόλιο του χρήστη 'Μαρία Φραντζή' | 27 Μαΐου 2012, 17:53

    O Εθνικός Δρυμός του Παρνασσού ιδρύθηκε το 1938, καλύπτει 3.812εκτ. και η περιφερειακή του ζώνη (5000εκτ. περίπου) περιλαμβάνει ένα οροπέδιο (Λιβάδι), κρημνώδη βραχώδη κομμάτια σε χαμηλότερο ύψος και γυμνούς ψηλούς ορεινούς οικότοπους. Ο Δρυμός και όλο το βουνό έχουν όμορφη θέα, που χαίρονται οι επισκέπτες της αρχαιολογικής τοποθεσίας των Δελφών και οι επισκέπτες που κάνουν χειμερινά αθλήματα. Ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού είχε και διατηρεί σημαντική δυνατότητα να αναπτύξει οφέλη αναψυχής, εκπαίδευσης, έμπνευσης, πολιτισμού, ταυτόχρονα με την παρουσία της αρχαιολογικής τοποθεσίας των Δελφών και των χιονοδρομικών αθλημάτων. Η βλάστηση στον Παρνασσό φέρει έντονα τη σφραγίδα της έντονης ανθρώπινης επέμβασης στο πέρασμα των αιώνων. Οι εναλλασσόμενες βιοκλιματικές και γεωλογικές συνθήκες συνετέλεσαν στη διατήρηση της υπάρχουσας ποικιλότητας της βλάστησης. Η βάση της παραγωγικής δραστηριότητας της περιοχής κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η τουριστική αξιοποίηση. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, τουλάχιστον για τη ζώνη Γ, την ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης (φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον) στο σχεδιασμό και τον προσδιορισμό των ορίων της οικιστικής ανάπτυξης υπό το πρίσμα της αρχής της αειφορίας. Η έννοια της αειφορίας τερμάτισε την ιδεοληψία της οικονομικής ανάπτυξης σαν εμμονή στην μονομερή οικονομική μεγέθυνση, είναι πολυδιάστατη και έχει δεχτεί κατά καιρούς πολλαπλές ερμηνείες. Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια αυτή έχει διαδοθεί και αφομοιωθεί ευρέως από τους περισσότερους επιστημονικούς κλάδους, η αφετηρία της βρίσκεται στους κόλπους της οικολογίας και ορίζεται ως η διαρκής, συνεχιζόμενη ύπαρξη και ανανεωσιμότητα του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια -και με καθαρά οικολογικούς όρους- η αειφορική προσέγγιση βασίζεται στην αξιοποίηση των φυσικών πηγών με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα και η ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Αντίστοιχα η αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη περιγράφεται ικανοποιητικά από το τρίπτυχο «Περιβάλλον - Οικονομία - Κοινωνία». Προκειμένου λοιπόν μία περιοχή να είναι βιώσιμη, πρέπει να ικανοποιεί ένα φάσμα προϋποθέσεων που σχετίζονται με οικολογικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Το διάταγμα που παρουσιάζεται εδώ, όπως αναφέρεται και στο σχέδιο ΠΔ, βασίζεται στην υπάρχουσα Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη Εθνικού Δρυμού Παρνασσού. Η μελέτη αυτή, ανεξάρτητα του χρόνου υπογραφής της, έχει εκπονηθεί το 1993, όταν οι συνθήκες στην περιοχή ήταν σημαντικά διαφορετικές, αναφέρεται σ’ ένα φυσικό οικοσύστημα που, σε μεγάλη έκταση του είναι ριζικά διαφοροποιημένο με αποτέλεσμα το ΠΔ να αγνοεί επιδεικτικά το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται. Για παράδειγμα, διατηρεί τη λογική της δόμησης εκτός σχεδίου (ζώνη Γ) με όσα δεινά έχει σωρεύσει αυτή τα τελευταία χρόνια στην περιοχή. Η οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και εξαρτημένη από το τουριστικό προϊόν και την αντίστοιχη ανάπτυξη, η ορθολογική διαχείριση των οποίων απουσιάζει ολοκληρωτικά από τις προβλέψεις του ΠΔ. Eπισημαίνεται λοιπόν ο άμεσος κίνδυνος πλήρους οικονομικού μαρασμού σημαντικής μερίδας του πληθυσμού της. Με βάση όλα τα παραπάνω το διάταγμα, παρά τους θεμιτούς στόχους του, κρίνεται πρόχειρο, ανεπαρκές, μονόπλευρο και ζητείται να μελετηθεί με την αρμόζουσα σοβαρότητα και επιστημονικά παραδεκτή αρτιότητα αφού γίνει συνείδηση στους συντάκτες του ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ιδιαίτερα σύνθετο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον που χρήζει ολοκληρωμένης προσέγγισης. Τέλος, ελπίζω τουλάχιστον να τηρηθούν οι διαδικασίες δημοσιοποίησης και γνωμοδότησης των φορέων που αναφέρονται στα «ελήφθησαν υπόψη» του Σχεδίου Νόμου ώστε να μην καταστραφεί το μέλλον τους, ερήμην τους.