• Σχόλιο του χρήστη 'ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΦΩΤΟΒΟΛΤΑΪΚΩΝ' | 14 Δεκεμβρίου 2012, 10:55

    Παρατηρήσεις επί του Σχεδίου Νόμου “Ρυθμίσεις θεμάτων ΑΠΕ και άλλες διατάξεις” 1. Επί του αρθ. 1, παρ.2 και παρ. 3 που αφορά στην εγγυοδοσία, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Η απαίτηση για “συνυποβολή επιστολής κατ’ αρχήν ενδιαφέροντος πιστωτικού ιδρύματος για τη χρηματοδότηση του σταθμού” δεν έχει νόημα στην περίπτωση κατά την οποία ο επενδυτής προτίθεται να καλύψει το κόστος με 100% ίδια κεφάλαια, κάτι που αφορά σε αρκετά έργα μικρής σχετικά ισχύος. Δεδομένου ότι αντίστοιχη απαίτηση υπάρχει σήμερα στα έργα φωτοβολταϊκών που εξαιρούνται από την έκδοση άδειας παραγωγής, υπάρχει εμπειρία από περιπτώσεις όπου ο επενδυτής που επιθυμούσε να προχωρήσει σε 100% χρηματοδότηση του έργου του, αντιμετώπιζε αναίτια γραφειοκρατικά προβλήματα προκειμένου να εξασφαλίσει μια επιστολή κατ’ αρχήν ενδιαφέροντος από τράπεζα, την οποία πρακτικά δεν χρειαζόταν. Ακόμα και στην περίπτωση που χρησιμοποιείται τραπεζικός δανεισμός, η επιστολή αυτή δεν αποτελεί δέσμευση και στην πράξη δεν έχει καμία αξία. Στην πραγματικότητα, εξασφάλιση χρηματοδότησης από τράπεζα μπορεί να επιτευχθεί μετά την υπογραφή σύμβασης πώλησης με τον ΛΑΓΗΕ, η οποία έπεται κατά χρονικό διάστημα λίγων μηνών έως και αρκετών ετών (ανάλογα με την ισχύ της Οριστικής Προσφοράς σύνδεσης). Προτείνουμε λοιπόν να απαλειφθεί αυτή η απαίτηση. Προτείνουμε ακόμη, η υποβολή της εγγυητικής να συναρτάται με την έκδοση της οριστικής προσφοράς σύνδεσης και όχι με την αίτηση γι’ αυτήν. Ο λόγος γι’ αυτό είναι εξαιρετικά απλός. Ο αρμόδιος διαχειριστής καθυστερεί επί μήνες ή και χρόνια ακόμη, όπως έδειξε η πρόσφατη εμπειρία, να προχωρήσει στη διατύπωση οριστικής προσφοράς σύνδεσης. Στην περίπτωση που η υποβολή της εγγυητικής συνδεθεί με την αίτηση προς τον διαχειριστή, ο επενδυτής θα επιβαρύνεται επί μακρόν με μία εγγυητική επιστολή χωρίς να γνωρίζει καν αν θα λάβει θετική απάντηση. Η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής ορίζεται “κατ’ ελάχιστον διετής”. Ο χρόνος αυτός είναι υπερβολικός για έργα μικρής ισχύος που μπορούν να ολοκληρωθούν σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Δεδομένου μάλιστα ότι η έκδοση των εγγυητικών επιστολών συνεπάγεται κόστος για τον επενδυτή και το κόστος αυτό συναρτάται και από τη διάρκεια της εγγυητικής επιστολής, προτείνουμε η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής να οριστεί “κατ’ ελάχιστον εξαμηνιαία”, αφού κάλλιστα μπορεί να ανανεωθεί για όσο επιπλέον διάστημα χρειαστεί. Προτείνουμε ακόμη να μην απαιτείται εγγυητική επιστολή για έργα ΑΠΕ μικρότερα των 50 kW, αφού οι τράπεζες, για καθαρά πρακτικούς λόγους και για αποφυγή γραφειοκρατικών διαδικασιών, έχουν ένα κατώτατο χρηματικό όριο για την έκδοση εγγυητικών επιστολών. Προτείνουμε η παρ. 2 του άρθρου 1 να αντικατασταθεί ως εξής: Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του ν.3468/2006, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: «4. Ο αρμόδιος Διαχειριστής με απόφασή του χορηγεί μέσα σε τέσσερις (4) μήνες από την κατάθεση σχετικού αιτήματος, μη δεσμευτική Προσφορά Σύνδεσης, για σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ για τους οποίους απαιτείται η έκδοση άδειας παραγωγής ή που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4, αλλά υπόκεινται σε διαδικασία ΕΠΟ ή ΠΠΔ, ή οριστική Προσφορά Σύνδεσης για σταθμούς ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4, και δεν υπόκεινται σε διαδικασία ΕΠΟ ή ΠΠΔ. Σε περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας αυτής, ο Διαχειριστής οφείλει να παρέχει έκπτωση στο κόστος σύνδεσης που θα υπολογιστεί απολογιστικά ίση με πέντε τοις εκατό (5%), για κάθε συμπληρωμένο μήνα καθυστέρησης χορήγησης της κατά περίπτωση μη δεσμευτικής ή οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης. Στην περίπτωση που η καθυστέρηση αυτή υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες, ο Διαχειριστής είναι υποκείμενος σε διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.4001/2011, κατόπιν έγγραφου αιτήματος του δικαιούχου ή αυτεπάγγελτης παρέμβασης της ΡΑΕ. Προκειμένου για σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ: α) για τους οποίους απαιτείται έκδοση άδειας παραγωγής, ο υποψήφιος παραγωγός προσκομίζει στον αρμόδιο Διαχειριστή την απόφαση ΕΠΟ ή πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων (ΠΠΔ) του σταθμού, εφόσον απαιτείται κατά περίπτωση, προκειμένου για την έκδοση οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης, που δεσμεύει τον αρμόδιο Διαχειριστή και τον δικαιούχο για τρία (3) έτη από την ημερομηνία χορήγησής της, με την προϋπόθεση ότι κατατίθεται από τον δικαιούχο εγγυητική επιστολή, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης. β) που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4, αλλά υπόκεινται σε διαδικασία ΕΠΟ ή ΠΠΔ, ο υποψήφιος παραγωγός προσκομίζει στον αρμόδιο Διαχειριστή την απόφαση ΕΠΟ ή της ΠΠΔ του σταθμού, εφόσον απαιτείται κατά περίπτωση, προκειμένου για την έκδοση οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης, που δεσμεύει τον αρμόδιο Διαχειριστή και τον δικαιούχο για έξι (6) μήνες από την ημερομηνία χορήγησής της, με την προϋπόθεση ότι κατατίθεται από τον δικαιούχο εγγυητική επιστολή, εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης. γ) που εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας παραγωγής, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4, και από την υποχρέωση έκδοσης απόφασης ΕΠΟ, ή τους σταθμούς του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 13 του άρθρου 8 του παρόντος, ο αρμόδιος Διαχειριστής με απόφασή του χορηγεί εξαρχής οριστική Προσφορά Σύνδεσης, που δεσμεύει τον αρμόδιο Διαχειριστή και τον δικαιούχο και ισχύει για έξι (6) μήνες από την ημερομηνία χορήγησής της, με την προϋπόθεση ότι κατατίθεται από τον δικαιούχο εγγυητική επιστολή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης. Σε όλες τις περιπτώσεις, η μη προσκόμιση εγγυητικής επιστολής εντός της τιθέμενης προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της χορηγηθείσας οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης και τη θέση της σχετικής αίτησης στο αρχείο. Η διάρκεια της εγγυητικής επιστολής είναι κατ΄ ελάχιστον εξαμηνιαία, υποχρεωτικά ανανεούμενη προ της λήξεώς της, και μέχρι τη θέση του σταθμού σε δοκιμαστική λειτουργία ή, εάν δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας, μέχρι την ενεργοποίηση της σύνδεσής του. Το ύψος της εγγυητικής επιστολής ορίζεται, ανά μονάδα ονομαστικής ισχύος του αιτήματος σε μεγαβάτ (MW), σε εκατόν είκοσι χιλιάδες Ευρώ (€ 120.000) για το τμήμα της ισχύος έως και 1 MW, εβδομήντα χιλιάδες Ευρώ (€ 70.000) για το τμήμα της ισχύος από 1 MW έως και 10 MW, σαράντα χιλιάδες Ευρώ (€ 40.000) για το τμήμα της ισχύος από 10 MW έως και 100 MW και είκοσι χιλιάδες Ευρώ (€ 20.000) για το τμήμα της ισχύος πάνω από 100MW. Η ανωτέρω εγγυητική επιστολή καταπίπτει υπέρ του ειδικού λογαριασμού του άρθρου 40 του ν. 2773/1999, εάν δεν ανανεωθεί τουλάχιστον τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της ή εάν εντός του χρονικού διαστήματος ισχύος της οριστικής προσφοράς σύνδεσης δεν έχει συναφθεί σύμβαση σύνδεσης. Με την υπογραφή της σύμβασης σύνδεσης το ποσό της εγγυητικής επιστολής μειώνεται κατά το ήμισυ. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζεται ο τύπος των ανωτέρω εγγυητικών επιστολών, οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την κατάπτωσή τους, ο τρόπος διάθεσης των εσόδων από αυτές στη ΛΑΓΗΕ ΑΕ και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με όμοια απόφαση μπορεί να μεταβάλλεται το ύψος και η διάρκεια των εγγυητικών επιστολών, καθώς και τα αντίστοιχα όρια ισχύος. Στις περιπτώσεις αυτές, το ύψος των εγγυητικών επιστολών δεν μπορεί να υπερβεί το 50% των τεθέντων στην παρούσα διάταξη ορίων. Με όμοια απόφαση μετά από γνώμη της ΡΑΕ μπορεί να προβλέπονται ειδικότερες προϋποθέσεις για την υποβολή και επιστροφή των εγγυητικών επιστολών σε περιπτώσεις που η σύνδεση των σταθμών με το Εθνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα γίνεται μέσω ειδικού προς τούτο υποθαλάσσιου καλωδίου ή άλλου σύνθετου έργου. Η συνδρομή των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην απόφαση του προηγούμενου εδαφίου διαπιστώνεται με απόφαση της ΡΑΕ. Από την υποχρέωση υποβολής της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής εξαιρούνται οι σταθμοί ΑΠΕ που εγκαθίστανται σε κτίρια, ανεξαρτήτως ισχύος. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις κτιρίων που στεγάζουν σταθμούς ΑΠΕ. Από την υποχρέωση υποβολής της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής εξαιρούνται επίσης όλοι οι σταθμοί ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ ισχύος μικρότερης των 50 kW ανεξαρτήτως χώρου εγκατάστασης. Εφόσον κατά την ημερομηνία λήξης ισχύος της οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης που χορηγήθηκε για σταθμό του άρθρου 4 έχει συναφθεί η σχετική Σύμβαση Σύνδεσης, η διάρκεια ισχύος της Προσφοράς Σύνδεσης παρατείνεται έως την ημερομηνία κατάπτωσης της σχετικής εγγυητικής επιστολής ή άλλως έως τη θέση του σταθμού σε δοκιμαστική λειτουργία ή, εάν δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας, μέχρι την ενεργοποίηση της σύνδεσής του. Τα αιτήματα χορήγησης Προσφοράς Σύνδεσης για σταθμούς ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ ισχύος έως και 8 MW υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους στον Διαχειριστή του Δικτύου (ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.) ενώ τα αιτήματα για σταθμούς ισχύος άνω των 8 MW υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους στο Διαχειριστή του Συστήματος (ΑΔΜΗΕ Α.Ε.). Οι Διαχειριστές χορηγούν αντιστοίχως τις σχετικές Προσφορές Σύνδεσης, συνεργαζόμενοι όπου αυτό απαιτείται. Σε περίπτωση που η ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ διαπιστώνει αδυναμία σύνδεσης σταθμών του άρθρου 3 στο Δίκτυο, διαβιβάζει το σχετικό αίτημα για χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ. Είναι δυνατή η υποβολή κοινού αιτήματος για χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης στην ΑΔΜΗΕ ΑΕ που αφορά σε περισσότερους σταθμούς του άρθρου 3, όταν η ισχύς αυτών ξεπερνά το όριο των 8 MW, εφόσον η σύνδεση γίνεται μέσω νέου αποκλειστικού δικτύου. Η προτεραιότητα στην έκδοση οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης και δέσμευσης του αντίστοιχου ηλεκτρικού χώρου τηρείται με βάση την ημερομηνία υποβολής από τον δικαιούχο στον αρμόδιο Διαχειριστή, της απόφασης ΕΠΟ ή ΠΠΔ του σταθμού, κατά περίπτωση για τις περιπτώσεις α) και β), και πλήρους φακέλου για την περίπτωση γ). Εάν κατά την υποβολή από τον δικαιούχο στον αρμόδιο Διαχειριστή της απόφασης ΕΠΟ ή ΠΠΔ του σταθμού, κατά περίπτωση για τις περιπτώσεις α) και β), δεν υφίσταται διαθέσιμη χωρητικότητα, ο αρμόδιος Διαχειριστής χορηγεί τροποποιημένη, σε σχέση με τη μη δεσμευτική, οριστική Προσφορά Σύνδεσης με ισοδύναμους, κατά το δυνατό, τεχνικούς και οικονομικούς όρους. Στις περιπτώσεις α) και β), η έκδοση της οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης θα πρέπει να γίνει εντός μηνός από την υποβολή της απόφασης ΕΠΟ ή ΠΠΔ του σταθμού. Σε περίπτωση υπέρβασης της προθεσμίας αυτής, ο Διαχειριστής οφείλει να παρέχει έκπτωση στο κόστος σύνδεσης που θα υπολογιστεί απολογιστικά ίση με δέκα τοις εκατό (10%), για κάθε συμπληρωμένο μήνα καθυστέρησης χορήγησης της οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης. Στην περίπτωση που η καθυστέρηση αυτή υπερβεί τους τέσσερις (4) μήνες, ο Διαχειριστής είναι υποκείμενος σε διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.4001/2011, κατόπιν έγγραφου αιτήματος του ενδιαφερόμενου ή αυτεπάγγελτης παρέμβασης της ΡΑΕ. Η διάρκεια ισχύος της οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης υπολογίζεται από την ημερομηνία οριστικοποίησής της. Ειδικά στην περίπτωση των σταθμών ΑΠΕ που υποχρεούνται σε έκδοση απόφασης ΕΠΟ ή ΠΠΔ, η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος υποβάλει στον αρμόδιο Διαχειριστή την απόφαση ΕΠΟ ή ΠΠΔ του σταθμού, κατά περίπτωση, εντός ενός (1) μήνα από τη χορήγηση τους, άλλως η διάρκεια ισχύος της οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ΕΠΟ ή ΠΠΔ του σταθμού κατά περίπτωση». Προτείνουμε η παρ. 3 του άρθρου 1 να αντικατασταθεί ως εξής: “3. Η υποχρέωση υποβολής της εγγυητικής επιστολής της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν. 3468/2006 καταλαμβάνει και όλες τις περιπτώσεις που μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει χορηγηθεί Οριστική Προσφορά Σύνδεσης, εφόσον δεν συναφθεί σύμβαση σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο ή δεν χορηγηθεί άδεια εγκατάστασης εντός διαστήματος έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η εγγυητική επιστολή του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται στον διαχειριστή, ο οποίος έχει χορηγήσει την οριστική προσφορά σύνδεσης, εντός διαστήματος επτά (7) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Το ύψος της εγγυητικής επιστολής ισούται με το ήμισυ της προβλεπόμενης στην παράγραφο 4 του άρθρου 8 του ν. 3468/2006 και δεν μειώνεται με την υπογραφή της σύμβασης σύνδεσης. Εάν δεν υποβληθεί εγκαίρως κατά τα ανωτέρω η εγγυητική επιστολή, η οριστική προσφορά σύνδεσης λήγει αυτοδικαίως με την παρέλευση του ανωτέρω διαστήματος των επτά (7) μηνών, ο δε διαχειριστής που έχει χορηγήσει την οριστική προσφορά σύνδεσης ενημερώνει με επιστολή του τον κάτοχο για την αυτοδίκαιη λήξη της”. 2. Επί του αρθ. 1, παρ.4 που αφορά στην καταβολή διαχειριστικής αμοιβής υπέρ του αρμόδιου διαχειριστή για την εξέταση των αιτημάτων για χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης, θέλουμε να παρατηρήσουμε πως ο διαχειριστής έχει παραβιάσει κατάφορα και επανειλημμένως την προθεσμία των τεσσάρων μηνών που επιβάλλει ο ν.3851/2010 για την χορήγηση Προσφοράς Σύνδεσης, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν χιλιάδες επενδυτές. Αν λοιπόν θεσπιστεί διαχειριστική αμοιβή υπέρ του διαχειριστή, θα πρέπει αντίστοιχα να οριστεί και αποζημίωση για τον επενδυτή σε περίπτωση που ο διαχειριστής δεν είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις του (βλέπε παραπάνω προτάσεις για τροποποίηση της παρ.2 του αρθ.1). 3. Προτείνουμε να καταργηθεί πλήρως η παρ. 6 του αρθ. 1. Το άρθρο αυτό θέτει, μεταξύ άλλων, όρια στις χορηγηθείσες άδειες παραγωγής και προσφορές σύνδεσης με αναλογία 3:1 σε σχέση με τον καθαρά ενδεικτικό στόχο ανά τεχνολογία, ο οποίος όμως προβλέπεται να αλλάζει ανά διετία με απλή υπουργική απόφαση. Δεν κατανοούμε συνεπώς αυτόν τον περιορισμό του 3:1, δεδομένου του δυναμικού χαρακτήρα της διαδικασίας. 4. Προτείνουμε επίσης να καταργηθεί η παρ. 7 του αρθ. 1 που θέτει, με απλή υπουργική απόφαση, “τέλος διατήρησης” σε μια εξαίρεση από την άδεια παραγωγής που προβλέπεται από το ν.3468/2006. Η εξαίρεση αυτή δεν συνιστά καν διαπιστωτική πράξη και παρέχεται αυτοδίκαια από το νόμο. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να καταβάλλεται τέλος διατήρησης του δικαιώματος αυτού και να υπάρχουν μάλιστα και “συνέπειες” από την άσκησή του; 5. Επί του αρθ. 6 που αφορά στους όρους και προϋποθέσεις για εγκατάσταση μικρών ανεμογεννητριών, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Στην παρ. 3 αναφέρεται πως “μπορεί να προβλέπεται ο συμψηφισμός παραγόμενης και καταναλισκόμενης ενέργειας σε εγκαταστάσεις που βρίσκονται στον ίδιο χώρο στον οποίο αναπτύσσεται ο σταθμός”. Αν εννοείται χρηματικός συμψηφισμός πωλούμενης και καταναλισκόμενης ενέργειας κατά το πρότυπο των οικιακών φωτοβολταϊκών, τότε απαιτείται επαναδιατύπωση προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων. Αν όμως υπονοείται συμψηφισμός με την έννοια του net metering, τότε θα πρέπει να απαλειφθεί τελείως αυτή η πρόβλεψη, αφού δεν προβλέπεται στο ορατό μέλλον και για αρκετά ακόμη χρόνια το ανηγμένο κόστος της αιολικής κιλοβατώρας από μικρές ανεμογεννήτριες να ανταγωνιστεί την τιμή αγοράς από το δίκτυο. Γι’ αυτό άλλωστε ο νομοθέτης ορθά όρισε στο ν.3851/2010 μια αρκετά υψηλή εγγυημένη τιμή πώλησης για τις μικρές ανεμογεννήτριες, για να δώσει μια ευκαιρία στη νέα αυτή αγορά να αναπτυχθεί. Σε ότι αφορά στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να απαλειφθεί πλήρως, αφού θέτει αναίτια εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και παρεμβαίνει ακόμη και στη σύνθεση εταιρικών σχημάτων που επιθυμούν να επενδύσουν σε έργα μικρής κλίμακας. Πρόκειται για γραφειοκρατικό ανοσιούργημα σε μια εποχή που η επιχειρηματικότητα θέλει οξυγόνο για να μπορέσει να αναπνεύσει. Προκαλεί αλγεινή εντύπωση η αναφορά (αρθ. 19, παρ. 3) στην “έκδοση υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν.2244/94, που θα καθορίζει τους ειδικούς όρους και περιορισμούς δόμησης… για την εγκατάσταση των μικρών ανεμογεννητριών”. Δεκαοκτώ χρόνια μετά (!) και πάλι παραπέμπεται στις καλένδες το θέμα αυτό που μπλοκάρει μια νέα αγορά εν τη γενέσει της. Ειδικά για τις πολύ μικρές ανεμογεννήτριες που εγκαθίστανται σε οικόπεδα, κτίρια και αγροικίες από οικιακούς καταναλωτές, προτείνουμε να έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τα οικιακά φωτοβολταϊκά, δηλαδή οι οικιακοί μικροπαραγωγοί να μη χαρακτηρίζονται ως επιτηδευματίες, και να μην έχουν υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων για την πώληση του ηλεκτρικού ρεύματος που διενεργούν προς τη Δ.Ε.Η. Α.Ε. ή άλλο προμηθευτή. 6. Με αφορμή την ψήφιση ρυθμίσεων που αφορούν στις ΑΠΕ, είναι επιτακτικό πιστεύουμε να υπάρξουν άμεσα διορθώσεις σε πρόσφατες ρυθμίσεις (ν.4093/2012) που υπήρξαν ατυχείς. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στην αναγκαία παράταση που πρέπει να δοθεί στις περιπτώσεις εκείνες φωτοβολταϊκών έργων για τα οποία έχει συναφθεί σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας ή έχει υποβληθεί αίτηση με πλήρη φάκελο για σύναψη σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας και καλούνται να ενεργοποιήσουν τη σύνδεσή τους εντός απώτατου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του ν.4093/2012 ή νωρίτερα (δηλαδή πριν τις 12/3/2013). Είναι πασιφανές ότι η ρύθμιση αυτή θέτει σε ρίσκο την υλοποίηση ή/και τη βιωσιμότητα εκατοντάδων έργων και θα πρέπει να υπάρξει μία παράταση 4 μηνών για την προστασία των επενδυτών, πολλοί από τους οποίους απειλούνται πλέον με χρεοκοπία. Προτείνουμε λοιπόν την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του Ι2. “Ρυθμίσεις ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ” του ν.4093/2012, ως εξής: “3. Για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς για τους οποίους έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει συναφθεί σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας ή έχει υποβληθεί αίτηση με πλήρη φάκελο για σύναψη σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, ως τιμή αναφοράς λαμβάνεται η τιμή που ίσχυε κατά την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης ή υποβολής της αίτησης με πλήρη φάκελο, υπό την προϋπόθεση ότι η έναρξη δοκιμαστικής λειτουργίας ή, εάν δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας, η ενεργοποίηση της σύνδεσής τους, θα λάβει χώρα: α. Για τους σταθμούς ισχύος έως και 10 MW, εντός απώτατου χρονικού διαστήματος οκτώ (8) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος ή ενωρίτερα, όποτε συμπληρωθούν δεκαοκτώ (18) μήνες από την υπογραφή της σύμβασης, της παραγράφου 5α) του άρθρου 27Α του ν. 3734/2009, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή της με τον παρόντα νόμο”. Εξίσου επιτακτική είναι και η ανάγκη αναπροσαρμογής των αποζημιώσεων που καλείται να πληρώσει ο Διαχειριστής σε περίπτωση μη έγκαιρης ενεργοποίησης της σύνδεσης. Οι αποζημιώσεις που προβλέπει ο ν.4093/2012 είναι εξαιρετικά μικρές σε σχέση με το μέγεθος της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής λόγω καθυστερήσεων του διαχειριστή. Προτείνουμε οι αποζημιώσεις αυτές να αντικατοπτρίζουν την πραγματική απώλεια εσόδων που υφίσταται ο επενδυτής ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου η καθυστέρηση του διαχειριστή επιφέρει σημαντική μείωση της εγγυημένης τιμής που δικαιούται ο επενδυτής λόγω παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας που προβλέπει το αρθ. 27Α του ν.3734/2009. Προτείνουμε λοιπόν την αντικατάσταση του σχετικού εδαφίου της παρ. 2 του Ι2. “Ρυθμίσεις ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ” του ν.4093/2012, ως εξής: “Σε κάθε περίπτωση η θέση του φωτοβολταϊκού σταθμού σε δοκιμαστική λειτουργία ή, εάν δεν προβλέπεται περίοδος δοκιμαστικής λειτουργίας, η ενεργοποίηση της σύνδεσής του, θα πρέπει να λάβει χώρα εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την υποβολή σχετικού αιτήματος, εφόσον, κατά την ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος, έχουν ήδη ολοκληρωθεί τα προβλεπόμενα στην οικεία σύμβαση σύνδεσης έργα επέκτασης για σύνδεση ή έχει παρέλθει ο συνομολογημένος στη σύμβαση σύνδεσης χρόνος υλοποίησης των εν λόγω έργων. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου και ο ενδιαφερόμενος δεν εξασφαλίσει την τιμή πώλησης που αντιστοιχούσε στην ημερομηνία εμπρόθεσμης κατά τα ως άνω θέσης σε δοκιμαστική λειτουργία ή ενεργοποίησης της σύνδεσης, η ελάχιστη αποζημίωση την οποία υποχρεούται ο διαχειριστής να καταβάλλει στον ενδιαφερόμενο ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 €) ανά μεγαβάτ εγκατεστημένης ισχύος. Παράλληλα, ο ενδιαφερόμενος διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει από τον διαχειριστή επιπλέον αποζημιώσεις για το σύνολο των θετικών και αποθετικών ζημιών που αυτός υφίσταται”.