• Σχόλιο του χρήστη 'Πενταράκης Κωστής, Δρ. Δασολόγος' | 15 Ιανουαρίου 2010, 12:28

    Αγαπητοί συμπολίτες, Νομίζω ότι η συζήτηση θα πρέπει να εστιαστεί περισσότερο στη βασική κατεύθυνση του σχεδίου νόμου, που συνίσταται στον χαρακτηρισμό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ ως δράσης προτεραιότητας που υπερισχύει σε σχέση με άλλες κοινωνικές ή περιβαλλοντικές παραμέτρους (άρθρο 1) καθώς και σε σχέση με τις τοπικές επιπτώσεις (άρθρο 8. παρ.1 καθώς και άρθρο 9, παράγραφοι 1-6). Οι συγκεκριμένες διατάξεις διαμορφώνουν, κατά τρόπο πρωτοφανή, ένα πλαίσιο που πολύ συχνά θα χαρακτηρίζεται από τον εντονότατο ανταγωνισμό των υφιστάμενων χρήσεων γής με τις επιδιωκόμενες δεσμεύσεις εδαφών για εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, καθώς και από αντίστοιχες συγκρούσεις μεταξύ παραδοσιακών, νεώτερων χρηστών (με την ευρύτερη έννοια) γής και υποψήφιων επενδυτών τέτοιων έργων. Μέ τις προτεινόμενες αυτές ρυθμίσεις, η περιβαλλοντική (συμπεριλαμβανομένης της δασικής) Δημόσια διοίκηση ουσιαστικά υποχρεώνεται (κατά τρόπο αντισυνταγματικό) να λειτουργεί κατά το μάλλον ή ήττον ετεροβαρώς προς όφελος των επενδύσεων σε έργα ΑΠΕ. Προκαλεί δε ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη, αλλά και δικαιολογημένη καχυποψία, η σπουδή με την οποία οι συντάκτες του σχεδίου νόμου, είναι πρόθυμοι να υποβάλλουν την Ελληνική ύπαιθρο αλλά και τον περιαστικό χώρο σε σημαντικές απώλειες φυσικών, βιολογικών, τοπιακών πόρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής που ναι μεν, τουλάχιστον σύμφωνα με τις επικρατούσες επιστημονικές απόψεις, συμπεριλαμβάνεται στα (αλληλοσχετιζόμενα) σημαντικότερα προβλήματα του πλανήτη, για την αντιμετώπιση του οποίου όμως η χώρα μας επιβάλλεται να συμμετάσχει στην (όποια) διεθνή προσπάθεια στο μέτρο των πραγματικών δυνατοτήτων της, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα από τους περιορισμούς που επιβάλλει η (στοιχειώδης για κάθε πολιτεία και κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της) ανάγκη παράλληλου σεβασμού των ιδιαίτερων πολιτιστικών, κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών της. Επί πλέον, είναι νομίζω σαφές ότι οι αναγκαίες αντιλήψεις και δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να δρούν συνεργιστικά και όχι αντιθετικά με τις λοιπές αντιλήψεις και δράσεις που στοχεύουν στην επίτευξη του ευρύτερου και κεντρικότερου στόχου, αυτού της αειφορίας. Πράγματι, οι συντάκτες του σχεδίου νόμου δείχνουν να αγνοούν, να παραβλέπουν ή να υποβαθμίζουν, παραμέτρους τεράστιας σημασίας για την αειφόρο ανάπτυξη της χώρας όπως το τοπίο, η βιοποικιλότητα, τα δασικά οικοσυστήματα, οι φυσικοί πόροι, ζητήματα τα οποία έχουν ήδη αναδειχθεί, μέσα από πλήθος εύστοχων παρεμβάσεων, στα πλαίσια της διαβούλευσης για το σχέδιο νόμου. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω κάποια ιδιαίτερα σημεία, που αφορούν ορισμένους από τους παραπάνω παράγοντες σε σχέση με μια (προφανώς αναγκαία αλλά μη υιοθετούμενη από την Πολιτεία) ολιστική θεώρηση του ζητήματος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής: Α. Ότι η καθοριστική συμβολή των τοπίων σε μία πλειάδα παραμέτρων (περιβαλλοντικών, κοινωνικών-πολιτιστικών, οικονομικών –αναπτυξιακών) που αφορούν την ποιότητα ζωής καθώς και τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και παράδοσης των λαών της ηπείρου μας, αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης με την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο, της 20/10/2000. Με τη σύμβαση αυτή, τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνται να αναγνωρίσουν τη σημασία των τοπίων και να ενσωματώσουν μέτρα για την προστασία και διαχείρισή τους στις Εθνικές και τοπικές πολιτικές. Θα ήθελα να προσθέσω, πέρα από την εντυπωσιακή ποικιλότητα της χώρας μας σε τοπία, τα οποία επί πλέον χαρακτηρίζονται από υψηλότατη συνθετότητα, στοιχεία που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία και υψηλή αξία της Ελληνικής υπαίθρου, το τεράστιο ιστορικό και πολιτιστικό (συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού) φορτίο που χαρακτηρίζει τα Ελληνικά τοπία, παράμετροι οι οποίες προκαλούν την Ελληνική Πολιτεία στην υιοθέτηση μέτρων προστασίας τους στο μέγιστο δυνατό βαθμό και όχι σε ρυθμίσεις ουσιαστικής αγνόησής των. (Γράφτηκε σε κάποιες εφημερίδες, το Νοέμβρη του ’09 αν θυμάμαι καλά, ότι η συγκεκριμένη σύμβαση θα ενσωματωθεί στο Εθνικό Δίκαιο με το νόμο για τα δάση της Ανατολικής Αττικής. Τι έγινε τελικά; δεν είδαμε τίποτα στις σχετικές ιστοσελίδες). Β. Ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής προϋποθέτει δράσεις, όχι μόνο στο επίπεδο του περιορισμού της, αλλά και στο επίπεδο της προσαρμογής των κοινωνιών και του περιβάλλοντος στις επερχόμενες (με μάλλον αναπόφευκτο τρόπο) αλλαγές, πράγμα που θα περιορίσει, αντίστοιχα, τις επιπτώσεις των αλλαγών αυτών . Βασικές συνιστώσες των μέτρων και δράσεων προσαρμογής και περιορισμού των επιπτώσεων αυτών στην ύπαιθρο αποτελούν, μεταξύ άλλων: - H προστασία της γεωργικής γής και πρωτίστως φυσικά της γεωργικής γής υψηλής παραγωγικότητας και σε εθνικό επίπεδο, προστασία που θα αποδειχθεί μελλοντικά, υπέρ-πολύτιμη ειδικά για τη χώρα μας, αλλά και για όλη τη Μεσογειακή λεκάνη. Πράγματι, στις προβλέψεις (του 2007) της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή γίνεται λόγος για πιθανή μείωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή της λεκάνης αυτής πλέον του 10 ή και 20% στα τέλη του 21ου σε σχέση με τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, καθώς και για αύξηση της θερμοκρασίας από περίπου έναν έως τρείς βαθμούς C (ανάλογα με την υπόθεση που χρησιμοποιείται) για την ίδια περίοδο αναφοράς. - Η προστασία και διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων σε καλή κατάσταση, όχι μόνο από την άποψη της ποικιλότητας ειδών χλωρίδας και πανίδας, αλλά και από την άποψη της διατήρησης των γενικότερων λειτουργιών τους συμπεριλαμβανομένης της δυναμικής τους.Αυτό θα τους επιτρέψει την ευκολότερη προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς και την ευκολότερη εξάπλωσή τους προς ψυχρότερες περιοχές, δηλαδή προς μεγαλύτερα υψόμετρα και γεωγραφικά πλάτη, προϊούσης της αλλαγής αυτής. Κατά συνέπεια, η, με στόχο την εγκατάσταση αιολικών σταθμών, διάνοιξη οδών συνολικής ζώνης αλλοίωσης (με τα πρανή) πλάτους πάνω από 10-12 μέτρα και η διάνοιξη, συντήρηση πλατειών και δρόμων σημαντικής επιφάνειας στις κορυφογραμμές, στις περιοχές των υψηλών δασοορίων των ορεινών όγκων της χώρας μας, διαμορφώνει, εκτός των άλλων απωλειών, συνθήκες κατακερματισμού των δασικών οικοσυστημάτων και παρεμπόδισης της δυναμικής και των λειτουργιών που αναφέραμε στα αμέσως προηγούμενα. Και όπως είναι λογικό, οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις θα έπρεπε να σταθμίζονται τουλάχιστον με ίση βαρύτητα σε σχέση με τη θετική συμβολή των αιολικών σταθμών στη μείωση εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Φυσικά, με την παράθεση των παραπάνω δεν επιχειρηματολογούμε σε καμία περίπτωση υπέρ απόψεων υπέρ-αυστηρής προστασίας του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Είναι όμως από την άλλη μεριά σαφές (στον κάθε καλόπιστο) ότι οι αντιλήψεις για την ανάγκη προστασίας, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, των βασικών φυσικών, βιολογικών, τοπιακών χαρακτηριστικών της υπαίθρου, θα έπρεπε να ενσωματώνονται κατά τρόπο ουσιαστικό (και να εξειδικεύονται σε τοπικό επίπεδο) σε κάθε πολιτική που αφορά την ανάπτυξη και διαχείριση της υπαίθρου αλλά και του περιαστικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των πολιτικών που αφορούν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, οι αντιλήψεις αυτές θα έπρεπε να διαμορφώνουν το πλαίσιο το οποίο θα σηματοδοτήσει την ανάπτυξη ως αειφορική διαδικασία στην πράξη, ως διαδικασία δηλαδή η οποία υπόκειται σε ποσοτικούς περιορισμούς σε σχέση με κρίσιμες περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους και όχι ως αφηρημένη έννοια (όπως δυστυχώς επικρατεί σήμερα). Και θα έπρεπε η σύγχρονη Ελληνική Πολιτεία, κληρονόμος ιστορίας, πολιτισμού και παράδοσης κριτικής σκέψης χιλιετιών, να πρωτοστατεί σε προσεγγίσεις θεώρησης της ανάπτυξης, πρώτιστα ως διαδικασίας σφυρηλάτησης της ποιότητας και του μέτρου σε όλες τις εκφράσεις και τα επίπεδα της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής, θεώρηση που είναι και η ασφαλέστερη οδός για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αντίθετα, φαίνεται να επιχαίρει (μέσω της Υπουργού Περιβάλλοντος στο Υπουργικό Συμβούλιο της Πέμπτης 14/1/10) για την πιθανότατη απελευθέρωση λιμναζόντων επενδύσεων ΑΠΕ 3 δις. οι οποίες (και αυτό είναι το βασικότερο ζήτημα) με τις συνθήκες που διαμορφώνει το εν λόγω σχέδιο νόμου, θα επιδιωχθεί να επιβληθούν ουσιαστικά άνευ όρων στην Ελληνική ύπαιθρο. Ως συμπύκνωση των παραπάνω απόψεων σε ένα στοιχειώδες επίπεδο θεσμοθέτησης, διατυπώνω τις παρακάτω τρείς ομάδες προτάσεων σε σχέση με βασικές προβλέψεις του σχεδίου νόμου, συμπληρωματικά ή επί πλέον απόψεων οι οποίες έχουν ήδη διατυπωθεί, προς την ίδια κατεύθυνση, στα πλαίσια πολλών δεκάδων εύστοχων παρεμβάσεων στην παρούσα διαβούλευση: 1. Στις περιοχές του δικτύου «Φύση 2000» οι οποίες, κατά κανόνα, αποτελούν την κορωνίδα των περιοχών της χώρας από την άποψη της φυσικής αξίας και όχι μόνο, εφ’ όσον δεν υπάρχει ολοκληρωμένη και εγκεκριμένη από την οικεία επιτροπή παραλαβής Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) θα πρέπει να αποφεύγονται οι χωροθετήσεις έργων ΑΠΕ που απαιτούν άδεια παραγωγής. Οι ΕΠΜ οι οποίες πρόκειται να εκπονηθούν ή να αναθεωρηθούν θα πρέπει, στην τελική τους φάση (όπου διατυπώνονται όροι και περιορισμοί ανά ζώνη προστασίας) να παραθέτουν προτάσεις σχετικά με τη δυνατότητα ή μη χωροθέτησης έργων ΑΠΕ ανά ζώνη, καθώς και ανά είδος, ισχύ έργου. Οι προβλέψεις αυτές πρέπει να συμπληρώσουν την, αφήνουσα κάποιο μικρό παράθυρο αισιοδοξίας, διατύπωση σε τμήμα της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του σχεδίου νόμου: «… ή σταθμίζεται με επιστημονικά επαρκή κριτήρια το επιδιωκόμενο όφελος σε σχέση με την πιθανή απώλεια προστατευτέου αντικειμένου, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι ελάχιστη». Aντίθετα, η αμέσως προηγούμενη διατύπωση περί «αντισταθμιστικών μέτρων» θα πρέπει να απαλειφθεί, δεδομένου ότι, αφ’ ενός μεν θα επιτείνει την πίεση στη περιβαλλοντική Δημόσια διοίκηση να λειτουργεί ετεροβαρώς υπέρ των επενδύσεων σε έργα ΑΠΕ και σε περιοχές του δικτύου (γεγονός που σε μεγάλο βαθμό προοιωνίζεται και τις αντίστοιχες προστριβές με τοπικές κοινωνίες, αλλά και τη μείωση της αξιοπιστίας των Δημόσιων υπηρεσιών) αφ’ ετέρου δε θα αυξήσει το πλήθος των προσφυγών, στο ΣΤΕ, στα αστικά δικαστήρια, αλλά και σε Ευρωπαϊκούς θεσμούς, τις οποίες θα προκαλέσει μία τελική άρνηση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ να καταργήσει ή να τροποποιήσει ριζικά τις επίμαχες διατυπώσεις στα άρθρα 1, 8 και 9 του σχεδίου. Στην περίπτωση που οριστικοποιηθεί αυτή η άρνηση, θα πρέπει να υπάρξει σαφής πρόβλεψη (μπορεί να ενσωματωθεί στο άρθρο 9 του σχεδίου νόμου) για την εξαίρεση των περιοχών του δικτύου «Φύση 2000» από τις εν λόγω διατάξεις των άρθρων 1, 8 και 9 του σχεδίου. 2. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων υπηρεσιών και φορέων Δημόσιας διοίκησης και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τοπικού ή περιφερειακού επιπέδου, θα λειτουργήσει θετικά προς την κατεύθυνση της διείσδυσης των έργων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ κατά τρόπο συνεργιστικό και όχι αντιθετικά ή ανταγωνιστικά άλλων παραμέτρων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης. Αλλωστε, οι τοπικές κοινωνίες και φορείς, έχουν κατά κανόνα πολύ καλή γνώση των τοπικών συνθηκών, αναγκών και περιορισμών και η γνώση αυτή θα πρέπει να αξιοποιηθεί και όχι να απαξιωθεί, όπως ουσιαστικά καταφέρνουν οι συντάκτες του σχεδίου νόμου με τη διατύπωση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 9. Επί πλέον όμως προϋπόθεση για την αξιοποίηση αυτή, είναι η αναθεώρηση του Ειδικού Πλαισίου για τα έργα ΑΠΕ (η οποία έχει ήδη αποφασιστεί όπως πληροφορηθήκαμε από την ιστοσελίδα του ΥΠΕΚΑ) προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης σε αυτό σημαντικών και κρίσιμων κριτηρίων αξιολόγησης των επιπτώσεων και της δυνατότητας ένταξης των έργων αυτών στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα, κριτήρια τα οποία θα διευκολύνουν τις τοπικές κοινωνίες και φορείς σε ουσιαστικές και ποιοτικές κρίσεις και επιλογές, σε αντιδιαστολή με απλουστευτικές προσεγγίσεις. 3. Η στροφή στην ολιστική προσέγγιση για τη διαχείριση της υπαίθρου, της οποίας βασική συνιστώσα είναι η διατήρηση, ενίσχυση και ποιοτική αναβάθμιση του πρωτογενή τομέα σε όλα τα επίπεδα (γεωργία, δασοκομία, κτηνοτροφική και αλιευτική παραγωγή) και η μείωση των διαρκώς διευρυνόμενων ανισορροπιών μεταξύ αυτού και του τριτογενή τομέα, θα πρέπει να αποτελεί πλέον, όχι μόνο Εθνική, κοινωνική, περιβαλλοντική επιταγή, αλλά και βασική παράμετρο των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Κατά συνέπεια αποτελεί αδήριτη ανάγκη, η στο μέγιστο βαθμό προστασία της γεωργικής γής υψηλής παραγωγικότητας με την οποία δεν συνάδουν οι ρυθμίσεις που προτείνονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου. Αποψή μου είναι ότι, στις εκτάσεις αυτές, θα πρέπει να επιτρέπονται μόνο μικρά φωτοβολταϊκά συστήματα (εξαιρούμενα άδειας παραγωγής) μικρά αιολικά συστήματα (για την επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας νοικοκυριών ή αγροτικών επιχειρήσεων και υποδομών) καθώς και μικρές εγκαταστάσεις (τοπικής εμβέλειας) αξιοποίησης βιομάζας. Ιστοσελίδες με πληροφορίες και απόψεις που συνέβαλαν σημαντικά στην παρούσα παρέμβαση: 1. Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή: (www.ipcc.ch). 2. Διεθνής Ενωση Ινστιτούτων Δασικών Ερευνών: (www.iufro.org ) Eυχαριστώ για τη φιλοξενία, Κωστής Ε. Πενταράκης, Δρ. Δασολόγος, Υπάλληλος της Δ/νσης Δασών Χανίων, μέλος της ΝΕΧΩΠ Ν. Χανίων Υ.Γ.1: Θα ήθελα, με την ιδιότητα που υπογράφω, να ευχαριστήσω ξεχωριστά την κα Αρετή Βασιλειάδου για την εντυπωσιακά πλήρη νοημάτων και συναισθημάτων φράση της (που περιέχεται στην παρέμβασή της στις 14/1 στην παρούσα διαβούλευση): «Οι κορυφογραμμές των γενέθλιων τόπων μας είναι δημόσιες δασικές εκτάσεις επί των οποίων έχουμε δικαίωμα προσωπικότητας». Προσωπικά με ενθουσίασε και με συγκίνησε.