• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνιος Β. Καπετάνιος' | 3 Ιουνίου 2015, 07:08

    Η φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι ολωσδιόλου λανθασμένη. Και τούτο διότι εμπλέκει το καθεστώς διαχείρισης των βοσκήσιμων εκτάσεων της χώρας με το καθεστώς των επιδοτήσεων, όπως προκύπτει από τη νέα ΚΑΠ, προσανατολίζοντας όλο το σύστημα της βόσκησης σε αυτή τη λογική. Αυτά τα δύο είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα και θα έπρεπε να διαχωριστούν. Το αντικείμενο της βόσκησης των εκτάσεων ήταν ανέκαθεν δασικό [τελευταίο άρθρο της δασικής νομοθεσίας που ρυθμίζει τη βοσκή είναι το 103 του ν.δτος 86/1968 (δασικός κώδικας) όπως ισχύει], και τούτο είχε συγκεκριμένη φιλοσοφία και ικανοποιούσε μια συγκεκριμένη λογική, που προκύπτει από τα κάτωθι: Η ρύθμιση της βοσκής και η ένταξή της ως δραστηριότητα στη δασική νομοθεσία, στα πλαίσια της διαχείρισης των φυσικών συστημάτων, πραγματοποιήθηκε το πρώτον με το νομοθετικό διάταγμα της 4ης (16ης) Σεπτεμβρίου 1836 (ΦΕΚ 45/1836) «Περί κανονισμού της βοσκής των δασών», που ήταν ένα από τα πρώτα νομοθετήματα του νέου ελληνικού κράτους και το δεύτερο δασικό νομοθέτημα που συντάχθηκε από τους Βαυαρούς, για τη διευθέτηση των ζητημάτων στο δασικό χώρο. Έκτοτε η διαχείριση της βοσκής στο δασικό χώρο (ήτοι, και σύμφωνα με τις κατά νόμο εκτάσεις αρμοδιότητας της δασικής υπηρεσίας, σε δάση, δασικές εκτάσεις, χορτολιβαδικές και φρυγανικές εκτάσεις) ασκείται ανελλιπώς κι αδιαλείπτως από τη δασική υπηρεσία, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Και τούτο είναι φυσικό κι αυτονόητο αφού στα πλαίσια της ολιστικής διαχείρισης του δασικού χώρου και της δασοπονίας πολλαπλών σκοπών, η βοσκή αποτελεί μία από τις πολλές ασκούμενες δραστηριότητες, η οποία πραγματοποιείται συνδυαστικά και αλληλεπίδραστα με τις λοιπές, όπως την παραγωγή ξύλου, τη μελισσοκομία, τη θηραματοπονία κ.ά., καθώς και με τις αναγκαίες και πολύτιμες για την κοινωνία και την ισορροπία του συνόλου προσφορές, όπως την αναψυχική, την υδρονομική, την αντιαβρωτική, την υγιεινή, την προσφορά στη βιοποικιλότητα κ.ά. Η βοσκή είναι επιτρεπτή στο δασικό χώρο δραστηριότητα, με την προϋπόθεση ότι πραγματοποιείται σύμφωνα με τα μέτρα και τους κανόνες που τίθενται από τη δασική νομοθεσία, στα πλαίσια της ορθολογικής και ισόρροπης διαχείρισης του χώρου αυτού. Για το λόγο τούτο ασκείτο ως δραστηριότητα ελεύθερα, εξαιρέσει των περιπτώσεων και για τις περιοχές που υπήρχαν δεσμεύσεις και ίσχυαν περιορισμοί ως προς τη διαχείρισή τους, που απέρρεαν από τη δασική νομοθεσία. Βέβαια, και τούτο αποτελούσε μιαν έλλειψη της δασικής νομοθεσίας, δεν είχε θεσμοθετηθεί ένα κανονιστικό πλαίσιο άσκησης της βοσκής στο δασικό χώρο, με την απαίτηση σύνταξης διαχειριστικών σχεδίων πραγματοποίησής της, κάτι που τελευταίως διευθετήθη με την αντικατάσταση του άρθρου 103 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969, που αποτέλεσε τροποποίηση διάταξης της δασικής νομοθεσίας (σχετικό το άρθρο 60 του νόμου 4264/2014, όπως τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 25 του νόμου 4315/2014). Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ανέκαθεν, από συστάσεως του νέου ελληνικού κράτους, η βοσκή αποτελούσε δραστηριότητα που ρυθμίζονταν με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, καθότι ο νομοθέτης έκρινε ότι ήταν αρμοστό και πρέπον, λειτουργικά κι επιστημονικά ορθό, τη δραστηριότητα αυτή να την εποπτεύει και να τη ρυθμίζει η αρμόδια για την επιτήρηση και διαχείριση του ορεινού χώρου υπηρεσία, δηλαδή η δασική υπηρεσία, σύμφωνα με τις δασικές διατάξεις, συνεπικουρούμενη από τις υπηρεσίες που συναρμοδίως συνεισφέρουν και συνλειτουργούν για την άσκηση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Η οποία αυτή δραστηριότητα συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου και των τοπικών κοινωνιών, ενώ εξυπηρετεί και την Εθνική Οικονομία και το Δημόσιο Συμφέρον, με τον συντακτικό νομοθέτη να εντάσσει στις κατ’ εξαίρεση χρήσεις στα δάση την αγροτική εκμετάλλευση (μέρος της οποίας αποτελεί η κτηνοτροφική), σε σχέση με τον προορισμό τους (παράγραφος 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος). Τη συνταγματική τούτη επιταγή, μόνη νομοθεσία που δύναται να την ρυθμίσει είναι η δασική, αφού αυτή είναι η αρμοδία να καθορίσει τα περί της προστασίας και διαχειρίσεως των δασών θέματα. Εκ τούτων συνάγεται ότι λόγοι ιστορικοί, επιστημονικοί (οικολογικοί) και συνταγματικοί, επιβάλλουν τα ζητήματα που αφορούν στη διαχείριση της βόσκησης να τα ρυθμίσει η δασική νομοθεσία, ως αρμοδίως υφιστάμενη, όπως το έκανε για περίπου 170 χρόνια μέχρι σήμερα. Για το λόγο τούτο οι όποιες ρυθμίσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν εντός του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ήτοι με τροποποίηση/αντικατάσταση του άρθρου 103 του ν.δτος 86/1969, άλλως τίθεται ζήτημα τάξης και μη ορθής εφαρμογής των κανόνων (επιστημονικών και νομικών), που κανονικά (θα έπρεπε να) ρυθμίζουν τη βόσκηση. Πρέπει συνεπώς η βόσκηση των εκτάσεων της χώρας να ρυθμίζεται από άρθρο της δασικής νομοθεσίας, που θα καθορίζει την με επιστημονικό τρόπο διαχείριση αυτής της δραστηριότητας, χωρίς να εμπλέκονται σε αυτό ζητήματα που έχουν σχέση με την εφαρμογή της ΚΑΠ, και χωρίς, φυσικά, όλο το πλαίσιο των ενεργειών να κατευθύνεται από τη λογική ικανοποίησης του Κανονισμού. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφανθεί σχετικά ότι, η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Κανονισμών από τα κράτη-μέλη αφορά κατ’ αποκλειστικότητα τους σκοπούς του Κανονισμού, ενώ η εθνική νομοθεσία εφαρμόζεται για άλλους σκοπούς (EEC783E,27-3-2004). Δηλαδή, η προσαρμογή στον Κανονισμό αφορά αποκλειστικά σε αυτόν, κι όχι σε ολόκληρο το σύστημα διαχείρισης των εκτάσεων της χώρας. Μετά τον καθορισμό του πλαισίου διαχείρισης των βοσκήσιμων εκτάσεων της χώρας από τη δασική νομοθεσία, μπορεί με άλλο νομοθετικό πλαίσιο, ξέχωρο του δασικού, να καθοριστεί το εφαρμοζόμενο πλαίσιο που θ’ αφορά στις εκτάσεις που εντάσσονται στην Εθνική Γεωγραφική Πληροφοριακή Βάση Δεδομένων (ΕΓΠΒΔ) κ.λπ. –διευκρινίζεται δε, διότι επί τούτου υπάρχει σύγχυση, ότι σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του α.ν. 1539/1938, η βοσκή δεν είναι νομή, ούτε δουλεία για τα δάση και τα λιβάδια, αλλά διαχειριστικού τύπου δραστηριότητα επί των δασικών εδαφών, διατηρουμένης της μορφής τους, και σαφώς δεν αποτελεί επιτρεπτή επέμβαση, κατά την έννοια της αλλαγής χρήσης των δασικών γαιών, σύμφωνα με το Έκτο Κεφ. του νόμου 998/1979 όπως ισχύει.