• Σχόλιο του χρήστη 'WWF Ελλάς' | 6 Απριλίου 2016, 09:40

    Ι. ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 23 ΠΑΡ. 2 Α) Ν. 3889/2010: ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΜΕ ΑΠΟΤΥΠΩΜΕΝΑ ΟΡΙΑ Κατά την αιτιολογική έκθεση, πρόκειται για «τους οικισμούς για τους οποίους έχει ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία και έχουν εγκεκριμένα και έγκυρα σχέδια … Για τις περιοχές με πορτοκαλί χρώμα δεν καταρτίζεται δασικός χάρτης, αφού ο έλεγχος για τον δασικό τους χαρακτήρα έχει διενεργηθεί κατά την διαδικασία οριοθέτησης των οικισμών, καθώς και κατά την διαδικασία έγκρισης των πολεοδομικών σχεδίων για τα σχέδια πόλης…». Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα «εγκεκριμένα» σχέδια δεν ταυτίζονται με τα «έγκυρα»: σε αντίθεση με την αιτιολογική, η διάταξη του νομοσχεδίου αναφέρει μόνο τα «εγκεκριμένα». Πράγματι, εάν η οριοθέτηση των οικισμών αυτών έχει γίνει με «έγκυρο» τρόπο, δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαν συμπεριληφθεί δάση ή δασικές εκτάσεις [πρβλ. 1 παρ. 2 εδ. β’ π.δ. της 21.11/2.12.1979 (προϊσχύον)· 1 παρ. 4 π.δ. της 2/13.3.1981· 4 παρ. 2Α εδ. α) του π.δ. της 24.4/3.5.1985, όπως αντικαταστάθηκε από το π.δ. της 25.4/16.5.1989]. Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, και οι «εγκεκριμένες» οριοθετήσεις οικισμών περιλαμβάνουν τα όρια οικισμών που ορίστηκαν με νομαρχιακές αποφάσεις και πράξεις των πολεοδομικών υπηρεσιών που δεν κυρώθηκαν μεταγενέστερα (πρβλ. άρθρο 10 π.δ. της 2/13.3.1981, όπως ισχύει), και οι οποίες είναι αντισυνταγματικές (πάγια νομολογία, τουλάχιστον από την ΣΤΕ 730/1996), ενώ σε μερικές περιπτώσεις, δεν έχουν δημοσιευθεί νόμιμα (πρβλ. ΣΤΕ 488/1991), ή λόγω της φύσης του οικισμού (π.χ., παραλιακού) έπρεπε να είχαν γίνει με προεδρικό διάταγμα σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος (πάγια νομολογία, τουλάχιστον από την ΣΤΕ 5935/1996). Επίσης, εδώ περιλαμβάνονται ρυμοτομικά σχέδια που δεν είχαν υπογραφεί από το Υπουργό Γεωργίας, ή αποφάσεις νομαρχών που έχουν ληφθεί χωρίς σύμπραξη των δασικών αρχών, και τα οποία έχει γίνει προσπάθεια να κυρωθούν με μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις (πρβλ. 9 παρ. 1 ν. 999/1979, και ΣΤΕ 362/1982). Στις περιπτώσεις αυτές, έχει ήδη κριθεί ότι οι διοικητικές αρχές διοικητική αρχή δεν δεσμεύονται από μη νόμιμες κανονιστικού χαρακτήρα πράξεις οριοθέτησης (πάγια νομολογία, τουλάχιστον από την ΣΤΕ 2698/1981, βλ. και ΣΤΕ 1578/2003, 4454/2005 κ.α.). Για να εξαιρεθούν (ή έστω περιοριστούν) οι παραπάνω περιπτώσεις, προτείνεται η εξής αναδιατύπωση: «…όπως τα όρια αυτά έχουν εγκριθεί με έγκυρες πράξεις της διοίκησης…». Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα έπρεπε να αναρτηθεί δασικός χάρτης, ακόμα και χωρίς να θεωρηθεί. Η ανάρτησή του θα ενίσχυε την διαφάνεια της διοικητικής δράσης και θα επέτρεπε στο ενδιαφερόμενο κοινό να ασκήσει τα δικαιώματά του. Θα αποκάλυπτε δασικές εκτάσεις που έχουν χαθεί, και χώρους πρασίνου μέσα στους οικισμούς που θα μπορούσαν να προστατευτούν με μεταγενέστερες πράξεις της διοίκησης. Θα αναδείκνυε οικιστικές και αστικές περιοχές που έχουν αυξημένες ανάγκες σε περιαστικό πράσινο, και δασικές «νησίδες» που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πάρκα ή άλση, ή έστω ως χώροι αστικού πρασίνου, όταν ολοκληρωθεί η πολεοδομική οργάνωση των επίμαχων οικισμών. Από την άποψη αυτή, το άρθρο 23 παρ. 3 α) είναι επίσης ανεπαρκές, γιατί προστατεύει μόνο τα (χαρακτηρισμένα) πάρκα και άλση, και όχι άλλες δασικές εκτάσεις που έχουν συμπεριληφθεί στον οικισμό. ΙΙ. ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΠΑΡ. 2 Β) ΚΑΙ 24 Ν. 3889/2010: ΟΙΚΙΣΜΟΙ «ΣΤΕΡΟΥΜΕΝΟΙ ΝΟΜΙΜΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ» Το άρθρο 24 του νομοσχεδίου ανατρέπει βασικούς άξονες της δασικής νομοθεσίας, και είναι αμφίβολης συνταγματικότητας. Σαν μία γενική, προκαταρκτική παρατήρηση, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η «οικιστική αξιοποίηση» των δασών και δασικών εκτάσεων απαγορευόταν ακόμα και πριν από το Σύνταγμα του 1975/86/2001 (πρβλ. την σχετική νομοθετική αναδρομή στην ΣΤΕ Ολ. 533/2003, για το δάσος «Σταυρονικήτα» Χαλκιδικής), και έχει φυσικά κριθεί αντισυνταγματική υπό το κράτος του Συντάγματος αυτού (πρβλ. ΣΤΕ 666/1994, που έκρινε αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του ν. 998/1979). Από την άλλη μεριά, η αναδάσωση είναι υποχρεωτική για την διοίκηση, εφόσον συντρέχουν οι συνταγματικές προϋποθέσεις (Σ 117 παρ. 3): η προστασία των δασών θεσπίζεται χωρίς κανένα χρονικό όριο στο παρελθόν και δεν εμποδίζεται από την παράνομη καταστροφή ή αποψίλωση του δάσους (πάγια νομολογία, τουλάχιστον από την ΣΤΕ 1621/1977, 925-6/1982). Μάλιστα, παρόμοιες ρυθμίσεις (χωρίς φυσικά συνταγματική ισχύ) υπήρχαν και στην παλαιότερη νομοθεσία (πρβλ. τα προϊσχύοντα 188-201 ν.δ. 86/1969). Ανεξάρτητα από άλλες επιφυλάξεις, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το άρθρο 24 αφορά περισσότερο την νομιμοποίηση αυθαίρετων οικισμών, και λιγότερο τους δασικούς χάρτες (πρβλ. το τίτλο του άρθρου 24, «οικισμοί στερούμενοι νόμιμης έγκρισης», και τις διατάξεις των 24 παρ. 1 και 24 παρ. 7, από τις οποίες προκύπτει ότι αίρεται η δασική χρήση). Οι διατάξεις του άρθρου 24 δεν διακρίνουν μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων διαφορετικής οικολογικής αξίας (πρβλ. την κατηγοριοποίηση του άρθρου 4 ν. 998/1979, όπως ισχύει), και τα εκθέτουν όλα στους ίδιους κινδύνους αλλαγής χρήσης. Επίσης, δεν διακρίνουν μεταξύ οικισμών που βρίσκονται σε προστατευόμενες περιοχές (ή άλλες περιοχές με ειδικά καθεστώτα) και άλλες (πρβλ. τις παρατηρήσες στο πρόσφατο για την ανάγκη σύννομης οριοθέτησης των «διαμορφωμένων» οικισμών εντός της προστατευόμενης περιοχής του Κυπαρισσιακού κόλπου). Η διάταξη δεν μεριμνά για τα πλέον στοιχειώδη αντισταθμιστικά μέτρα για τα δάση και δασικές εκτάσεις που θα αλλάξουν χρήση: παρόμοια μέτρα περιείχαν ακόμα και μερικοί από τους πλέον επιβλαβείς και καταστροφικούς (από περιβαλλοντική άποψη) νόμους των τελευταίων ετών (πρβλ. τις «δράσεις περιβαλλοντικού ισοζυγίου» του άρθρου 40 ν. 4178/2013, ή τις εκτάσεις περιβαλλοντικής αναβάθμισης του άρθρου 1 ν. 4280/2014). Το άρθρο 24 του νομοσχεδίου επιφέρει αλλαγή (και μάλιστα επιδείνωση) χρήσεων γης (πρβλ. άρθρο 24 παρ. 7), για την οποία θα έπρεπε να εξεταστεί αν απαιτείται στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, ακόμα και κατά το ενωσιακό δίκαιο, η «αποδάσωση με σκοπό άλλη χρήση γης» ενδέχεται να απαιτεί περιβαλλοντική αδειοδότηση [Παράρτημα ΙΙ(1)(δ) Οδηγίας 2011/92]. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα διότι η ανάγκη προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων είναι πιεστικότατη, δεν αναρτάται δασικός χάρτης [23 παρ. 3 εδ. β)]). Και φυσικά, δεν γίνεται καμία προσπάθεια να συνδεθεί νομικά η «νομιμοποίηση» αυτή αυθαίρετων οικισμών σε δασικές και εκτός σχεδίου περιοχές με κάποια στοιχειώδη χωροταξική οργάνωση. Κατά το νομοσχέδιο, οι «κίτρινοι οικισμοί» είναι τεσσάρων κατηγοριών. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους οικισμούς «που έχουν οριοθετηθεί με άλλες διατάξεις πέραν των αναφερομένων» στο προηγούμενο άρθρο: εδώ αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο το Υ.Π.ΕΝ. εκθέτει σε κίνδυνο δάση και δασικές εκτάσεις χωρίς να γνωρίζει τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας βάσει των οποίων μπορεί να οριοθετηθεί ένα οικισμός. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τους οικισμούς «για τους οποίους έχει ορισθεί μόνο ακτίνα με βάση το άρθρο 4 παράγραφος β΄ του π.δ. της 24.4.-3.5.1985 (Δ΄181)»: ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι δυνατόν σύννομα να ενταχθούν δάση ή δασικές εκτάσεις, ή άλλα ευάλωτα οικοσυστήματα σε αυτούς (ΣΤΕ 3955-6/1995). Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πριν τον ν. 4280/2014, η δασική νομοθεσία εφαρμοζόταν χωρίς αιρέσεις και εντός των ορίων αυτών: τυχόν δάση ή δασικές εκτάσεις μέσα στην «ακτίνα» διατηρούσαν την μορφή τους ως «δασικοί θύλακες», και (εάν είχαν αποψιλωθεί) κηρύσσονταν αναδασωτέα (πάγια νομολογία, τουλάχιστον από την ΣΤΕ 2893/2004, βλ. και ΣΤΕ 4463/2013, 3190/2012, 4539/2011). Άλλωστε, η οριοθέτηση μέσω «ακτίνας» δεν ισοδυναμεί με σχέδιο πόλης. Κατά συνέπεια, το νομοσχέδιο, αντί να επικυρώνει τις καταστροφικές επιλογές του ν. 4280/2014, θα έπρεπε να δώσει άμεση προτεραιότητα στην ανάρτηση και η κύρωση του δασικού χάρτη στις περιπτώσεις αυτές. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει «τα περιγράμματα των νομίμως υφιστάμενων οικισμών, προ του έτους 1923, για τους οποίους δεν έχει καθοριστεί όριο καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πλην όμως είναι συγκροτημένοι οικισμοί». Εδώ, είναι μάλλον δυσεξήγητο πώς είναι δυνατόν να υπάρχει «νομίμως υφιστάμενος» και «συγκροτημένος» οικισμός, μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις, ο οποίος δεν εντάσσεται σε κάποια άλλη διάταξη του νομοσχεδίου (π.χ., το άρθρο 23, για τους οικισμούς με εγκεκριμένα σχέδια πόλης). Επίσης, όχι μόνο δεν ορίζεται τι αποτελεί «συγκροτημένο» οικισμό – προφανώς (;), κάτι διαφορετικό από τον «συνεκτικό» - αλλά και υπονομεύεται η (ούτως ή άλλως πολύπλοκη και χρονοβόρα) διαδικασία κύρωσης των δασικών χαρτών, και γενικότερα η συνταγματικά επιβεβλημένη προστασία των δασών, μέχρι να ορισθεί με κάποιο τρόπο το όριο. Μάλιστα το νομοσχέδιο, δεν θεωρεί σκόπιμο να επιβάλλει την σύντομη οριοθέτησή τους με βάση τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις. Με τις ασάφειες αυτές, το νομοσχέδιο καταργεί στην πράξη και μία μόνιμη ρύθμιση σε όλους τους σχετικούς νόμους – την εξαίρεση των αυθαίρετων που βρίσκονται σε δάση και δασικές εκτάσεις από τις διαδοχικές νομιμοποιήσεις: αρκεί πλέον μόνο να αποδειχθεί ότι βρίσκονται σε κάποια λίγο-πολύ χαλαρή σχέση με κάποιο κοντινό οικισμό. Η τέταρτη κατηγορία είναι ακόμα χειρότερη, και περιλαμβάνει «τα όρια των πολεοδομικών μελετών και σχεδίων πόλεως που εκπονούνται για τις περιοχές αρμοδιότητάς τους, καθώς και τα υπό καθορισμό όρια οικισμών με βάση το ΠΔ. 24.4-3.5.1985 (Δ΄181) που δεν έχουν ακόμα εγκριθεί». Εδώ, όχι μόνο δεν απαιτείται κάποια προϋφιστάμενη πράξη της διοίκησης (την οποία οι συντάκτες του νομοσχεδίου, για άγνωστους λόγους, προεξοφλούν), αλλά ούτε και συγκροτημένος οικισμός. Το Υ.Π.ΕΝ. όχι μόνο δεν μας εξηγεί γιατί οι (συνταγματικά επιβεβλημένοι) δασικοί χάρτες πρέπει να αναμένουν τους μελετητές του, αλλά ούτε θεωρεί σκόπιμο να ορίσει τι σημαίνει «μελέτη που εκπονείται» (π.χ., σε ποια φάση πρέπει να βρίσκεται, βάσει ποιων διατάξεων εκπονείται), και «υπό καθορισμό όρια». Σε τελική ανάλυση, υπάρχουν παρόμοιες μελέτες που εκπονούνται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα, καμιά φορά για δεκαετίες: στο διάστημα αυτό, οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να προστατεύουν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις με όλους τους επιβεβλημένους τρόπους. Σε όλες τις παραπάνω, ιδιαίτερα προβληματικές, περιπτώσεις, μία Επιτροπή θα συντάξει «έκθεση» για θέματα όπως οι «υφιστάμενες χρήσεις γης» και «ο χρόνος μεταβολής της δασικής μορφής». Είναι εκπληκτικό ότι στην Επιτροπή αυτή υπάρχει μόνο ένας εκπρόσωπος της δασικής υπηρεσίας: έτσι, κρίνεται ότι το θέμα (το οποίο εντέλει αφορά δάση και δασικές εκτάσεις) μπορεί να «διεκπεραιωθεί» χωρίς την συμμετοχή άλλων ειδικών επιστημόνων, αλλά απλώς από υπαλλήλους της πολεοδομίας, εκπρόσωπους των ΟΤΑ και δικηγόρους, οι οποίοι θα αναλάβουν (μεταξύ άλλων) και «αυτοψίες» (24 παρ. 3). Ακόμα πιο εκπληκτικό είναι ότι θα οριστούν, και μάλιστα εκ των υστέρων, «κριτήρια» για την «επεξεργασία» των αντιρρήσεων κατά του περιεχομένου της έκθεσης, ωσάν τα «κριτήρια» της ισχύουσας δασικής και πολεοδομικής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή. Αξιοσημείωτη είναι και η αδιαφανής και ταχύτατη διαβούλευση (24 παρ. 3 προτελευταίο εδάφιο), η οποία αποσκοπεί στην αποτελεσματική και οριστική συγκάλυψη των αυθαιρεσιών: το λιγότερο που απαιτείται σε βασικά θέματα ποιότητας ζωής και προστασίας περιβάλλοντος είναι μία πολύμηνη διαβούλευση σε επίπεδο περιφέρειας και μητροπολιτικής ενότητας. Και στις περιπτώσεις αυτές, θα έπρεπε να αναρτηθεί δασικός χάρτης, για να καταστεί σαφές βάσει ποιών πράξεων της διοίκησης χάθηκαν δασικές εκτάσεις, και ποια δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα εξυπηρετήθηκαν από την απώλεια αυτή. Τέλος, είναι μάλλον σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να αποχαρακτηρίζονται δάση και δασικές εκτάσεις και να νομιμοποιούνται τα όρια αυθαίρετων οικισμών με απλή απόφαση του Συντονιστή της Α.Δ. (24 παρ. 5 και παρ. 7).