• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ' | 9 Σεπτεμβρίου 2016, 12:56

    Σημειώνονται τα ακόλουθα: - Ειδικό κτίριο, σύμφωνα με τον ορισμό του Ν1577/85 όπως τροποποιήθηκε το 2000, ήταν κάθε κτίριο που η κύρια χρήση του (άνω του 50%) δεν ήταν η κατοικία και η διαρρύθμισή του εξυπηρετούσε αποκλειστικά ειδική χρήση. Με τον ορισμό αυτόν κτίρια που στέγαζαν αποθήκες, γραφεία, γενικά εμπορικά καταστήματα δεν θεωρούνταν ειδικά κτίρια και δεν απαιτούσαν τη γνωμοδότηση της αντίστοιχης τότε ΕΠΑΕ. Ως ειδικά κτίρια, με βάσει τον παραπάνω ορισμό, αντιμετωπίζονταν τα κτίρια ή οι χώροι εκείνοι που απαιτούσαν κάποια ειδική έγκριση για τη λειτουργία τους, όπως υπεραγορές, βιομηχανικά και βιοτεχνικά, τουριστικά, εμπορικές – επαγγελματικές αποθήκες, εκπαιδευτήρια, νοσηλευτικά ιδρύματα κ.α. Σήμερα βάσει του Ν4067 ειδικό κτίριο είναι κάθε κτίριο που η κύρια χρήση του (άνω του 50%) δεν είναι η κατοικία. Εξαιρούνται μόνο οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων και τα κτίρια παραμονής ζώων. Σωστό θα ήταν να προσδιοριστεί ο ρόλος του Σ.Α με αρμοδιότητα στις μελέτες των κτιρίων που είναι πραγματικά ειδικές και απαιτούν ειδικές μελέτες και εγκρίσεις. Επίσης να περιοριστεί ή και να εξαλειφθεί από τις αρμοδιότητες του Σ..Α η δόμηση σε περιοχές με ειδικές διατάξεις και χρήσεις όπως οι ΒΙ.ΠΕ. και τα ΒΙΟ.ΠΑ όπου δεν έχει νόημα. - Η έννοια των νομίμως υφιστάμενων προ ’55 κτιρίων είναι άμεσα εξαρτημένη από τη δημοσίευση του ΓΟΚ ’55 και της έκδοσης οικοδομικών αδειών που ξεκίνησε τότε με σαφείς κανονισμούς, και όχι συνυφασμένη με την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς. Προφανώς λοιπόν, κτίριο προ ’55 δεν σημαίνει αυτομάτως και καλαίσθητο ή παραδοσιακό. Άλλωστε την περίοδο 1955 – 2012 (έκδοση Ν4067) οι άδειες επισκευών, τροποποιήσεων και προσθηκών σε προ ‘55 δεν ελέγχονταν από επιτροπές. Ο ρόλος του Σ.Α. στο θέμα των προ ’55 κτιρίων πρέπει να περιοριστεί μόνο στη διαπίστωση των αιτιών και των στοιχείων εκείνων που συντείνουν στο χαρακτηρισμό μιας κατασκευής ως ειδικής προστασίας ή διατηρητέα και όχι στη γνωμοδότηση επί οιουδήποτε αδιάφορου κτιρίου σε οποιαδήποτε θέση και αν αυτό βρίσκεται. Αν δεν συντρέχουν λόγοι ειδικής αντιμετώπισης ή χαρακτηρισμού, που μπορεί να κριθεί και από τον αρμόδιο υπάλληλο της Υ.ΔΟΜ., να προωθείται άμεσα η διαδικασία άδειας δόμησης. Στην περίπτωση αυτή, αρκεί μόνο η φωτογραφική αποτύπωση του κτιρίου. - Η έννοια των υπόσκαφων κτιρίων εισήχθη για πρώτη φορά με ευνοϊκή αντιμετώπιση με τις διατάξεις των αρ. 11 και 12 του Ν4067 πλην όμως συμπεριλαμβάνονται στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής. Το υπόσκαφο κτίριο επί της ουσίας είναι ένα υπόγειο τμήμα κτιρίου με δυνατότητα κύριας χρήσης χωρίς την αντίστοιχη ανωδομή, με βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση, μειωμένη περιβαλλοντική επιβάρυνση σε σχέση με ένα συμβατικό και ουσιαστικά κίνητρα για την κατασκευή του. Η γνωμοδότηση του ΣΑ για χρήση κατοικίας (όχι ειδικό κτίριο) είναι απορίας άξια καθότι για την κατασκευή του δεν μεταβάλλεται ούτε η στάθμη του φυσικού εδάφους. - Επίσης παράλογη είναι η απαίτηση γνωμοδότησης του ΣΑ για διάσπαση όγκων σε εκτός σχεδίου και εκτός οικισμού περιοχές με ταυτόχρονο έλεγχο των όψεων. Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος κατασκευάζει ένα κτίριο μεγάλου όγκου «κάνει ότι θέλει» ενώ με δύο μικρότερα υπόκειται σε αρχιτεκτονικό έλεγχο όχι μόνο όγκων αλλά και όψεων. Τα παραπάνω σε συνάρτηση με την ασαφή λειτουργία του ΣΑ και τρόπο ελέγχου για κάθε περίπτωση, καθιστούν τη μελέτη και την έκδοση άδειας δόμησης ένα συνεχές άγχος διεκπεραίωσης διαδικασίας και όχι ένα δημιουργικό αποτέλεσμα. Επίσης δυσχαιρένουν το έργο του συμβουλίου λόγω του μεγάλου όγκου εργασίας σε περιορισμένο χρόνο. Προτείνεται λοιπόν μια εξειδίκευση του καθορισμού αρμοδιοτήτων του ΣΑ που θα μειώσει το εύρος του αντικειμένου και συνεπώς θα βελτιώσει την ταχύτητα την ποιότητα ελέγχου και την αποτελεσματικότητα. Στα πλαίσια αυτά να προσδιοριστούν αρμοδιότητες ή και να αφαιρεθούν σε κάθε περίπτωση που απαιτεί την έγκριση αρμόδιας υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ. Είναι παράλογο μία αρχιτεκτονική μελέτη να οφείλει να τύχει έγκρισης από δύο διαφορετικά συμβούλια, διαφορετικού φορέα, διαφορετικής σπουδαιότητας με διαφορετικούς χρόνους συνεδρίασης και απόφασης.