• Στο πλαίσιο της διαβούλευσης επί του σχεδίου νόμου για τον «Έλεγχο και την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος», συμμετέχουμε για να εκφράσουμε την ανησυχία μας, και να διατυπώσουμε αφ’ ενός, τις αμφιβολίες μας σε σχέση με την οικονομική αποτελεσματικότητα των προτάσεων που περιέχει και αφ’ ετέρου, την αγωνία μας για την ολέθρια και οριστική προδιαγραφόμενη υποβάθμιση των μεγαλύτερων τουριστικών πόρων της χώρας: του τοπίου και του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος. Κατ’ ευφημισμό πρόκειται για ένα σχέδιο νόμου που επιδιώκει τον έλεγχο και την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος αλλά κατ’ ουσίαν το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου επιδιώκει την περαιτέρω τακτοποίηση των αυθαίρετων κατασκευών. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Το σχέδιο νόμου αποτελεί ένα κείμενο που εμφανίζεται με τη μορφή και τη δομή ενός «κώδικα» ενοποίησης όλων των διατάξεων για τη δόμηση και τον έλεγχό της. Δυστυχώς από πρώτη ανάγνωσή του, αποκαλύπτεται η προχειρότητα σύνθεσής του, καθώς αποτελεί «συρραφή» υφισταμένων διατάξεων που αποσπασματικά τίθενται σε ενότητες ή/και κεφάλαια, δίχως σαφώς καθορισμένη στόχευση, επεξεργασία, εμβάθυνση και εναρμόνιση ώστε να προκύπτει κατά περιεχόμενο και κατά νομική μορφή ένα άρτια συγκροτημένο κείμενο διατάξεων. Όσον αφορά στο ζήτημα της αυθαίρετης δόμησης η ΕΛΛΕΤ πιστεύει ότι: -Είναι απολύτως καταδικαστέα και παράνομη η συνεχιζόμενη αυθαίρετη οικοδομική δραστηριότητα σε: περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου, δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, περιοχές εντός ζώνης αιγιαλού, παραλίας, παρόχθιας ζώνης, κρίσιμης παράκτιας ζώνης, και μικρούς νησιωτικούς υγροτόπους και γενικότερα σε περιοχές στις οποίες απαγορεύεται η δόμηση. Η Ελληνική Πολιτεία οφείλει να διασφαλίσει τις περιοχές αυτές. -Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δεν επιτρέπεται η νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών καθώς αίρει την απαραίτητη για την προσέλκυση επενδύσεων ασφάλεια δικαίου. -Η αδυναμία και απροθυμία περιορισμού της πρακτικής της αυθαίρετης δόμησης δημιουργεί εύλογα ερωτήματα εάν επιθυμία της ελληνικής διοίκησης είναι να προχωρήσει και να ολοκληρώσει το χωρικό σχεδιασμό σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. -Η διαρκής θεσμοθέτηση νομοθετημάτων για τις αυθαίρετες κατασκευές οι οποίες αγνοούν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού, δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, προϋπόθεση αναγκαία μεταξύ άλλων και για την προσέλκυση επενδύσεων. -Η πρακτική της αυθαίρετης δόμησης δυσχεραίνει την προώθηση των διαδικασιών σχεδιασμού, και επιβαρύνει με τις επιπτώσεις της αυθαίρετης δόμησης το κοινωνικό σύνολο. ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ -Πολλές διατάξεις διαφόρων ισχυόντων νόμων, των οποίων μάλιστα δεν γίνεται καν μνεία στο σχέδιο νόμου, «ξαναγράφονται», εμφανιζόμενες ως νέες, χωρίς να προκύπτει η αιτιολόγηση αυτής της επανάληψης και εύλογα δίνεται η εντύπωση ότι ο συντάκτης/τες, ενδεχομένως, δεν έχουν πλήρη ενημέρωση για την ισχύουσα νομοθεσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι διατάξεις για την ηλεκτρονική ταυτότητα των κτιρίων (άρθρο 20 §1) που επαναλαμβάνουν τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3843/2010, ενώ το σχετικό Π.Δ. που προβλεπόταν δεν έχει εκδοθεί έως σήμερα. -Η μη διασαφήνιση και συσχέτιση της τροποποίησης, αντικατάστασης ή κατάργησης ισχυουσών διατάξεων θα έχει ως συνέπεια τη δημιουργία μεγάλης σύγχυσης ως προς το τι ισχύει και τι εφαρμόζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες και οπωσδήποτε δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου για τον πολίτη. -Μολονότι η απλούστευση των διαδικασιών και η μείωση των υπηρεσιών είναι στόχος της μεταρρύθμισης του δημοσίου τομέα, το προτεινόμενο Παρατηρητήριο Δόμησης ουσιαστικά δημιουργεί μια νέα διοικητική δομή, υπαγόμενη κεντρικά στο ΥΠΕΝ, και αντίστοιχα στις Περιφερειακές Υπηρεσίες με αρμοδιότητες οι οποίες σήμερα ήδη ασκούνται από υφιστάμενες υπηρεσίες τόσο του Υπουργείου (π.χ τη ΔΠΣ & ΤΓ για τους τίτλους της ΜΣ) όσο και των Περιφερειών, οι οποίες πιθανόν θα έπρεπε απλώς να ενισχυθούν για να είναι αποτελεσματικότερες. Στην πραγματικότητα με «έμμεσο» τρόπο προτείνεται η τροποποίηση του Οργανισμού του Υπουργείου αλλά και των αρμοδιοτήτων των δομών της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης που έχουν συγκροτηθεί με τον νόμο του «Καλλικράτη», χωρίς το ζήτημα μιας τέτοιας «μεταρρύθμισης» να αναφέρεται ως σκοπός του σχεδίου νόμου. -Προβληματισμό δημιουργεί επίσης η δυνατότητα στελέχωσης μιας τέτοιας δομής -με περιφερειακές υπηρεσίες- στις σημερινές οικονομικές συνθήκες και όταν είναι γενική διαπίστωση η τραγική υποστελέχωση όλων των υφιστάμενων διοικητικών δομών. -Οι αλλαγές στην χρησιμοποιούμενη ορολογία του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου τόσο των αδειών δόμησης (Ν.4030/2011) όσο και της Τράπεζας Γης & Τράπεζας Δικαιωμάτων Δόμησης (Ν.4178/2013 & Ν.4269/2014) δεν αιτιολογούνται και πάντως δεν προκύπτει ότι έρχονται να επιλύσουν προβλήματα νομιμότητας που έχουν διατυπωθεί με νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί του θεσμού της μεταφοράς συντελεστού δόμησης σύμφωνα με το Ν.3044/2002. -Η αντικατάσταση του πρώτου κεφαλαίου του Ν.4178/2011, δεν αποδεικνύει καμιά αλλαγή πολιτικής αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης προς την κατεύθυνση προστασίας του περιβάλλοντος, αντιθέτως προστίθεται και νέα διακριτή κατηγορία αυθαιρέτων που βρίσκονται σε περιοχές αξιόλογου φυσικού περιβάλλοντος, μολονότι οι περιοχές αυτές θα έπρεπε να προστατεύονται. -Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου αντιμετωπίζει τη Μεταφορά Συντελεστή Δόμησης ως κύριο εργαλείο περιορισμού της αυθαίρετης δόμησης αλλά δυστυχώς δεν αντιμετωπίζει το χρονίζον ζήτημα σχεδιασμού των Ζωνών Υποδοχής Συντελεστών. -Επισημαίνεται ότι αυθαίρετες κατασκευές σε κοινόχρηστους ή/και ακάλυπτους χώρους οφείλουν να εξαιρούνται της διαδικασίας νομιμοποίησης και να κατεδαφίζονται. -Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου διατηρεί την αμφιβόλου στόχευσης διάταξη του Ν.4178/2013 που προβλέπει δικαιώματα ιδιοκτησίας σε δάση, στρατόπεδα κλπ και μάλιστα «επιβραβεύει» με αυξημένο κατά 15% συντελεστή δόμησης την αξιοποίηση Ακίνητων του Δημοσίου με τη μορφή ΕΣΧΑΔΑ. -Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου επανέρχεται ο όρος «οικιστική πύκνωση», χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και με αποκλειστική επιδίωξη την νομιμοποίηση αυθαιρεσιών σε περιοχές που διέπονται από ειδικά καθεστώτα προστασίας. Η ΕΛΛΕΤ κρίνει σκόπιμο να αποσυρθεί το σχέδιο νόμου, ώστε να τύχει της δέουσας επεξεργασίας κατά περιεχόμενο και νομοτεχνική μορφή και να θεραπευτούν οι τόσο μεγάλες πλημμέλειές του.