• Σχόλιο του χρήστη 'Γ. Χασιώτης (WWF Ελλάς)' | 12 Ιουλίου 2017, 17:30

    Με το άρθρο αυτό, θεσπίζονται περισσότερες διατάξεις που διακυβεύουν το περιβάλλον και την δημόσια υγεία. Ειδικότερα: (α) Όπως είχε επισημάνει το WWF Ελλάς κατά την ακρόαση στην Επιτροπής Εμπορίου της Βουλής (2011), η διάταξη του άρθρου 40 παρ. 1 ν. 4030/2011, όπως είναι διατυπωμένη, θα έχει δύο συνέπειες: πρώτον, απαλλάσσει του φορείς λατομικών δραστηριοτήτων από την υποχρέωση αποκατάστασης του περιβάλλοντος (τόσο σταδιακά, όσο και μετά την παύση της εξόρυξης)· και δεύτερον, παρέχει μία επίφαση νομιμότητας σε λατομεία που δεν έπρεπε να λειτουργούν, και έπρεπε ήδη να είχαν αποκατασταθεί (όπως, π.χ., ορισμένα γνωστά παραδείγματα από την Αττική). Αυτό, όχι μόνο επιβεβαιώνεται, αλλά 6 χρόνια μετά, ο νομοθέτης νιώθει έτοιμος να αφαιρέσει και το τελευταίο «πρόσχημα», και επιτρέπει και στα «λειτουργούντα» και ανενεργά λατομεία να λειτουργούν παράλληλα ως «εγκαταστάσεις μονάδων επεξεργασίας ΑΕΚΚ». Πρόκειται για επ’ αόριστον συνέχεια λατομικών δραστηριοτήτων που όφειλαν να έχουν παύσει, και για επ’ αόριστον απαλλαγή των φορέων τους από την υποχρέωση αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος. Υπενθυμίζεται ότι, μετά την τροποποίησή της το 2014 (άρθρο 51 παρ. 11 ν. 4280/2014), η ρύθμιση δεν περιορίζεται χρονικά στην φάση αποκατάστασης του λατομείου, ούτε και είναι απαραίτητο η επεξεργασία ΑΕΚΚ να εξυπηρετεί την αποκατάσταση. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η κατάρτιση σχεδίου διαχείρισης αποβλήτων, βάσει του οποίου θα διασφαλίζεται η επαναφορά των εξορυκτικών αποβλήτων και του χώματος εκσκαφής είναι υποχρέωση που απορρέει από το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 5 Οδηγίας 2006/21). Σε τελική ανάλυση, το ίδιο το νομοσχέδιο επαναλαμβάνει την υποχρέωση σταδιακής αποκατάστασης των λειτουργούντων λατομείων (πρβλ. άρθρο 13 παρ. 1 νομοσχεδίου), και, κατά συνέπεια, υπονομεύει τις δικές του ρυθμίσεις. Τέλος, στο νομοσχέδιο υπάρχει μία άλλη διάταξη (13 παρ. 6) η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα αυτά, στον βαθμό που επιτρέπει (αλλά δεν επιβάλλει) την αξιοποίηση των προϊόντων και καταλοίπων επεξεργασίας ΑΕΚΚ για την αποκατάσταση. (β) Με την 4η παράγραφο, οι λατομικές εργασίες στην ουσία απαλλάσσονται από την υποχρέωση «αντισταθμιστικής αναδάσωσης» που θεσπίστηκε το 2014 για όλα τα έργα που λαμβάνουν έγκριση επέμβασης σε δάση ή δασικές εκτάσεις (για πρώτη φορά σε γενική μορφή, με το άρθρο 36 ν. 4180/2014). Η διάταξη έχει ήδη ενταχθεί στον ν. 998/1979 (άρθρο 45 παρ. 8), και δεν είναι σαφές γιατί επαναλαμβάνεται εδώ (41 ν. 4409/2016). Υπενθυμίζεται ότι, το 2017, ο νομοθέτης ουσιαστικά κατάργησε την υποχρέωση αυτή «στην περίπτωση μη εξεύρεσης έκτασης» - σε απλά ελληνικά, ακριβώς στις περιπτώσεις που οι εκτάσεις που εκχερσώνονται είναι μεγάλες, και η υποχρέωση αναδάσωσης είναι περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένη. Τώρα, ειδικά για τις λατομικές επιχειρήσεις, η διάταξη απορρυθμίζεται περισσότερο: ακόμα και στην περίπτωση «εξεύρεσης» της έκτασης, τα λατομεία δεν έχουν καμία υποχρέωση αντισταθμιστικής αναδάσωσης. Πρόκειται για ρύθμιση αμφίβολης συνταγματικότητας: πέρα από τον καθαρά πελατειακό της χαρακτήρα, θα πρέπει για άλλη μία φορά να τονιστεί ότι η (ούτως ή άλλως, αμφίβολη) αποκατάσταση του περιβάλλοντος μετά την παύση της εξόρυξης (δηλαδή μετά από δεκαετίες – μπορεί και 70 χρόνια) δεν μπορεί να υποκαταστήσει την τεράστια υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την απώλεια των φυσικών πόρων κατά την διάρκεια της εκμετάλλευσης. (γ) Με την 3η παράγραφο, οι ερευνητικές γεωτρήσεις για την ανεύρεση ορυκτών εξαιρούνται στην ουσία από την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Όπως συνήθως συμβαίνει, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας συστηματικής έρευνας, από την οποία να προκύπτει ότι οι εργασίες αυτές σε κάθε περίπτωση έχουν μικρές και τοπικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, και πρέπει να ενταχθούν στην κατηγορία (Β). Αντίθετα, από το ίδιο το νομοσχέδιο, προκύπτει ότι οι επιπτώσεις μπορεί (ανάλογα με την περίπτωση), να είναι σημαντικές: για παράδειγμα, στο άρθρο 8 παρ. 2 του νομοσχεδίου, ορίζεται ότι οι απαγορευτικοί λόγοι ισχύουν και για τις ερευνητικές εργασίες· σε συνδυασμό με τα βοηθητικά έργα (π.χ., διάνοιξη δρόμων), άλλες εκπομπές (π.χ., θόρυβος, σκόνη), και ένα ευαίσθητο περιβάλλον υποδοχής (π.χ., κοίτες ποταμών, δάση, αραιοκατοικημένες περιοχές, ευαίσθητα οικοσυστήματα) οι επιπτώσεις μπορεί να είναι σημαντικές.