• § 2 α) Η διάθεση αστικών λυμάτων μεμονωμένων κατοικιών σε σύστημα σηπτικής δεξαμενής (σηπτικού βόθρου) και απορροφητικής δεξαμενής (απορροφητικού βόθρου) που είναι μικρό ιδιωτικό σύστημα επεξεργασίας λυμάτων συνιστά διάθεση στο έδαφος και η επιτυγχανόμενη επεξεργασία είναι τουλάχιστον πρωτοβάθμια. Ακόμα και στον καθορισμό της κατ’ ελάχιστο απαιτούμενης επεξεργασίας σύμφωνα με την ΚΥΑ 145116/2011 (Παράρτημα 1, Πίνακας 1) αναφέρεται ότι στην περίπτωση εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων οικισμών με πληθυσμό μικρότερο από 2000 ισοδύναμους κατοίκους και οικιακών ιδιωτικών συστημάτων επεξεργασίας επιτρέπεται η διήθηση διαμέσου εδαφικού στρώματος μετά από εφαρμογή μεθόδων επεξεργασίας, έστω και αν δεν επιτυγχάνουν για τα BOD5/SS τα όρια της ΚΥΑ 5673/400/1997. Η επεξεργασία μπορεί να περιορισθεί σε πρωτοβάθμια. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 8 της ΚΥΑ 191002/2013 «Τροποποίηση της υπ’ αριθ. 145116/2011 ΚΥΑ» εδαφ. 7 δεν απαιτείται άδεια επαναχρησιμοποίησης αλλά θα λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις διάθεσης λυμάτων που περιλαμβάνονται στην οικοδομική άδεια των ακόλουθων εγκαταστάσεων οι οποίες έχουν δυναμικότητα μέχρι 50 Μ.Ι.Π.: α. μικρών ιδιωτικών συστημάτων επεξεργασίας λυμάτων μεμονωμένων κατοικιών ή πολυκατοικιών, β. ξενοδοχειακών καταλυμάτων, γ. επεξεργασίας λυμάτων αμιγώς οικιακού χαρακτήρα και σαφώς διαχωρισμένων του προσωπικού των βιομηχανικών και άλλων δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα η διάθεση σε απορροφητικούς βόθρους κατά την έννοια αυτή δεν μπορεί να απαγορεύεται. β) Η διάθεση αστικών λυμάτων απευθείας σε απορροφητικό βόθρο όμως είναι συνηθέστερη πρακτική ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές σε μικρούς οικισμούς. Η πρακτική όμως αυτή αφορά περίπου 2.500.000 κατοίκους οικισμών τουλάχιστον κάτω των 2.000 κατοίκων και η άμεση απαγόρευση σημαίνει ότι μεμονωμένες κατοικίες και όλοι οι οικισμοί που δεν διαθέτουν δίκτυο αποχέτευσης και εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων, εξυπηρετούμενοι εκ των πραγμάτων μέσω απορροφητικών βόθρων, καθίστανται αιφνιδίως αυθαίρετοι. Η άμεση αντικατάσταση των απορροφητικών βόθρων από compact συστήματα επεξεργασίας λυμάτων με ιδιωτικά κονδύλια είναι ανέφικτη και η συνολική δαπάνη τεράστια ιδιαίτερα για τις σημερινές συνθήκες. Επίσης η κατασκευή δικτύων αποχέτευσης και εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων μικρών οικισμών με δημόσια χρηματοδότηση είναι εξίσου ανέφικτη καθώς δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Συνεπώς θα πρέπει να υπάρξει προγραμματισμός για την αντιμετώπιση του σημαντικού αυτού προβλήματος λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος, και φυσικά δεν λύνεται με μια απαγόρευση. § 3 β Τα προβλεπόμενα στα ισχύοντα ΣΔΛΑΠ κάποιες φορές είναι υπερβολικά και η τήρησή τους συνεπάγεται υπερβολικό κόστος που δεν έχει υπολογισθεί χωρίς αντίστοιχο περιβαλλοντικό όφελος και θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη στην αναθεώρησή τους. Για παράδειγμα, στο ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας (GR08)/ όπως και ΣΔΛΑΠ Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (GR04)― και στο τμήμα 8.1.2 ΔΙΑΧΥΤΕΣ ΠΗΓΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ , αναφέρεται: «Οι μη σημειακές ή διάχυτες πηγές ρύπανσης των επιφανειακών υδατίνων σωμάτων, σχετίζονται με απορροές ρυπαντικών φορτίων, κυρίως θρεπτικών από την αγροτική δραστηριότητα, την κτηνοτροφία και τα αστικά υγρά απόβλητα από οικισμούς που δεν εξυπηρετούνται από δίκτυα αποχέτευσης και κεντρικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. (…). Αξίζει να σημειωθεί πως το οργανικό φορτίο οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην κτηνοτροφική δραστηριότητα, του αζώτου μοιράζεται μεταξύ της γεωργίας και της κτηνοτροφίας και του φωσφόρου σε μεγαλύτερο βαθμό στην γεωργία. Ως δείκτης σημαντικής πίεσης μπορεί καταρχήν να οριστεί το κατώφλι των 10 mg BOD/l, 10 mg Ν/l και 1 mg P/l, τιμές που αντιστοιχούν σε ποιότητα τριτοβάθμια επεξεργασμένων λυμάτων, κατάλληλων για απεριόριστη επαναχρησιμοποίηση. Επιπρόσθετα τα όρια αυτά βρίσκονται σε συμφωνία με τα θεσμοθετημένα όρια εκπομπής για την περίπτωση του ποταμού Ασωπού (ΦΕΚ 749Β/2010, Παράρτημα Β, Πίν. 6).» Δηλαδή, με αυτή την εκτίμηση για την πίεση από διάχυτες πηγές ρύπανσης, όλες οι υδάτινες μάζες κατατάσσονται στις ευαίσθητες περιοχές (παρά τα κριτήρια, προσδιορισμού που τίθενται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ σημείο Α της 91/271/ΕΟΚ), όλα τα νερά εξομοιώνονται με αυτά του ποταμού Ασωπού (όπου όμως, με την ΚΥΑ 100079/21-1-15(135Β’),τα εν λόγω όρια τροποποιήθηκαν σε 25/15/5) και επιβάλλεται το όριο των 10/10/1 ppm BOD/N/P και η εφαρμογή τριτοβάθμιας επεξεργασίας για κάθε σημειακή πηγή, ανεξαρτήτως μεγέθους και είδους δραστηριότητας, κατηγορίας αποδέκτη και επιθυμητής χρήσης του. Επιπροσθέτως, απαιτείται ικανοποίηση των κριτηρίων για απεριόριστη επαναχρησιμοποίηση (βάσει ΚΥΑ 145116/2011), καθ’ υπέρβαση των ζητούμενων στην οδηγία 91/271/ΕΟΚ στην οποία τα όρια των 10/1 ppm N/P τίθενται ως απαίτηση μόνο για απορρίψεις σε ευαίσθητες περιοχές και για σταθμούς καθαρισμού με ισοδύναμο πληθυσμό άνω των 100.000. Όμως στην οδηγία 60/2000, το άρθρο 10 της οποίας για τη «συνδυασμένη προσέγγιση για σημειακές και διάχυτες πηγές» επισημαίνει ρητώς ότι: «2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την καθιέρωση ή/και εφαρμογή: α) των ελέγχων εκπομπών βάσει των καλύτερων διαθέσιμων τεχνικών, ή β) των σχετικών οριακών τιμών εκπομπής, ή γ) στην περίπτωση διάχυτων επιπτώσεων, των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των βέλτιστων περιβαλλοντικών πρακτικών, που ορίζονται στην οδηγία 96/61/ΕΚ, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης καθώς και στις οδηγίες 91/271/ΕΚ, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, και 91/676/ΕΚ για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορρύπανση γεωργικής προέλευσης. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα ανωτέρω και συνεκτιμώντας ότι η τριτοβάθμια επεξεργασία δεν συνιστά βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική για λιγότερο ευαίσθητες περιοχές, αφού μπορεί να συνεπάγεται υπερδιπλάσιο κόστος επεξεργασίας ακόμη και για σταθμούς με ι.π. άνω των 100.000, πολύ δε περισσότερο αν συνδυάζεται με αναγκαστική επαναχρησιμοποίηση, προτείνεται η διατύπωση : β. τηρούνται οι προδιαγραφές της Οδηγίας 91/271/ΕΟΚ και της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, κατ’ εφαρμογή του Ν.3199/2003 και του Π.Δ. 51/2007 όπως ισχύουν, συνεκτιμώνται δε τα προβλεπόμενα στα εκάστοτε ισχύοντα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών των Υδατικών Διαμερισμάτων της χώρας, υπό το πρίσμα της οδηγίας 96/61/ΕΚ(όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις 03/87/ΕΚ και 03/35/ΕΚ) και των αρχών για βιώσιμη ανάπτυξη. § 4 Προτείνεται η διόρθωση: Στις περιπτώσεις διαχείρισης αστικών λυμάτων και των εξομοιούμενων με αυτά υγρών αποβλήτων, ισχύουν τα προβλεπόμενα ….. § 5 1.Η ΚΥΑ 145116/2011, ελλείψει κοινοτικής οδηγίας για όρους και προϋποθέσεις επαναχρησιμοποίησης λυμάτων, υιοθέτησε σε γενικές γραμμές τον σχετικό κανονισμό της Καλιφόρνια και όχι του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με τον οποίο συντάσσεται εν πολλοίς η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εκ τούτου τέθηκαν αυστηρά κριτήρια. Δεδομένης της εγγενούς αυτής δυσκολίας, ευθύς εξ αρχής, απαιτήθηκε η έκδοση διευκρινίσεων, ακολούθως, προωθήθηκε η τροποποίηση της εν λόγω ΚΥΑ με σκοπό να επιτευχθεί «η απλοποίηση και επίσπευση των διαδικασιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης αλλά και η προώθηση των επενδύσεων με ταυτόχρονη προώθηση της αξιοποίησης των επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, διασφαλίζοντας την προστασία του υδάτινου περιβάλλοντος» (ΚΥΑ 191002/2013. 2. Με την τροποποίηση, όχι μόνο δεν επετεύχθη ο εξαγγελθείς σκοπός της, αλλά έγινε ακόμη πιο δυσχερής η διεκπεραίωση περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων και συναφών επενδύσεων, αφού ανέκυψαν περαιτέρω ασάφειες όπως: α) Άρθρο 1 παρ.6 ΚΥΑ 191002/13:. «Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 7 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο: Η περίπτωση της εσωτερικής ανάκτησης των υγρών αποβλήτων στην ίδια εγκατάσταση και η ανακύκλωσή τους στην παραγωγική διαδικασία δεν αποτελεί επαναχρησιμοποίηση για βιομηχανική χρήση αλλά ανακύκλωση βιομηχανικών υγρών αποβλήτων, εφόσον αυτά δεν εξέρχονται από αυτήν για άλλες χρήσεις, ούτε διατίθενται στο έδαφος καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η ανακύκλωση βιομηχανικών υγρών αποβλήτων στην παραγωγική διαδικασία δεν εφαρμόζεται στις βιομηχανίες προϊόντων που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση, εξαιρουμένων χρήσεων εκτός της κύριας παραγωγικής διαδικασίας, όπως π.χ. νερά ψύξης κ.λπ. και εφόσον σε κάθε περίπτωση εξασφαλίζεται η μη επαφή τους με το προϊόν.». ΣΧΟΛΙΟ: Με την προσθήκη αυτή η έννοια «ανακύκλωση του νερού» περιορίζεται στην έννοια « χρήση επεξεργασμένων απόνερων σε ένα εσαεί κλειστό κύκλωμα (άρα μέχρις εξατμίσεώς τους, ώστε να απαιτείται η διαρκής αναπλήρωση του κυκλώματος)», παρότι στη διεθνή βιβλιογραφία οι όροι reclaimed/reused/recycled water, χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ως συνώνυμοι της επαναχρησιμοποίησης/ αξιοποίησης του απορριπτόμενου νερού ή λυμάτων. β) Άρθρο 1 παρ.8 ΚΥΑ 191002/13:. «Το άρθρο 9 αντικαθίσταται ως εξής: Άρθρο 9-§7. Για τις παρακάτω εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν δυναμικότητα μέχρι 50 Μ.Ι.Π. [μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού (Μ.Ι.Π), κατά το άρθρο 2 της κοινής υπουργικής απόφασης 5673/400/1997]: (…)δεν απαιτείται άδεια επαναχρησιμοποίησης στις περιπτώσεις: α) περιορισμένης άρδευσης μέσω υπεδάφιου συστήματος και β) τροφοδότησης υπόγειων υδροφορέων, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 7 του Π.Δ.51/2007, μόνο μέσω διήθησης και όχι μέσω γεώτρησης, αλλά θα λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις διάθεσης λυμάτων που περιλαμβάνονται στην οικοδομική άδεια των ανωτέρω εγκαταστάσεων(…) -§13. Στο τέλος του παραρτήματος Ι προστίθεται η σημείωση:(…) δεν απαιτείται, κατά την κρίση πάντοτε της αδειοδοτούσας αρχής, δευτεροβάθμια – τριτοβάθμια βιολογική επεξεργασία, εφόσον βέβαια με κατάλληλη επεξεργασία εξασφαλίζονται, ανάλογα με το είδος της επαναχρησιμοποίησης, τα ελάχιστα όρια των πινάκων 1,2 και 3 του παρόντος παραρτήματος.» ΣΧΟΛΙΟ: Με την αντιφατική αυτή διατύπωση (δεν απαιτείται δευτεροβάθμια-τριτοβάθμια επεξεργασία εφόσον βέβαια εξασφαλίζονται τα ελάχιστα όρια των πινάκων 1,2,3 ―οι οποίοι αφορούν σε τουλάχιστον δευτεροβάθμια επεξεργασία), σε συνδυασμό με την προηγούμενη §7 του "διορθωμένου"‘ άρθρου 9 της εν λόγω ΚΥΑ , επιβάλλεται εν τέλει αυθαιρέτως η απαίτηση δευτεροβάθμιου-κατ’ ελάχιστον-καθαρισμού ακόμη και για εγκαταστάσεις μεταξύ 50 και 2000 Μ.Ι.Π., επίσης, αντιμετωπίζεται η κάθε είδους εδάφια ή υπεδάφια διάθεση λυμάτων ως προγραμματισμένη επαναχρησιμοποίηση, καθ’υπέρβαση των οριζόμενων στις συναφείς οδηγίες 86/278/ΕΟΚ, 91/271/ΕΟΚ και 2010/75/ΕΕ. 3. Διαφαίνεται λοιπόν ότι η ΚΥΑ 145116/2011 θα παραμένει ασύμβατη και παρακωλυτική, καθόσον δεν αποσαφηνίζεται ότι διέπει εκ των πραγμάτων μόνο την "προγραμματισμένη επαναχρησιμοποίηση" [βλ. άρθρο 2§1θ) αυτής και διευκρίνιση υπ’αρ.15 Εγκυκλίου Υ.ΠΕ.Κ.Α./Ε.Γ.Υ. οικ.145447/ Αθήνα, 03-11-2011]. Άλλως, όλες οι υφιστάμενες άδειες χρήσης νερού, ιδίως οι αρδευτικές, χορηγηθείσες αρχικώς βάσει ΚΥΑ οικ.150559/2011, έπειτα, βάσει ΚΥΑ 146896/2014 (τροποποιηθείσας με την ΚΥΑ 140424/2017), δεδομένου ότι συνιστούν "απρογραμμάτιστη επαναχρησιμοποίηση" ―βάσει ορισμών ΚΥΑ 145116/2011, χημικών αναλύσεων και/ή εκτιμήσεων πίεσης από αγροκτηνοτροφικό τομέα, εκ μέρους 8.1.2 οικείων ΣΛΑΠ― θα έπρεπε είτε να καταργηθούν είτε να ανασταλούν ως χρήζουσες κατά την ΚΥΑ και άδεια επαναχρησιμοποίησης, επιφέροντας ανάλογο πλήγμα στον πρωτογενή τομέα. Λαμβανομένων τούτων υπόψη προτείνεται η διατύπωση: Στις περιπτώσεις διάθεσης υγρών αποβλήτων στο έδαφος ή υπεδαφίως: α) τηρούνται γενικώς οι κατά περίπτωση περιβαλλοντικοί στόχοι λαμβάνοντας υπόψη τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές συναρτήσει των περιοριστικών και/ή απαγορευτικών όρων που τίθενται για τις ευάλωτες ή ευπρόσβλητες ζώνες βάσει 91/676/ΕΚ, τις ευαίσθητες περιοχές βάσει 91/271//ΕΚ και των διατάξεων του άρθρου 7 του ΠΔ 51/2007(άρθρο 7 οδηγίας 2000/60) και β) ειδικώς, προκειμένου για προγραμματισμένη επαναχρησιμοποίησή τους, απαιτείται επιπροσθέτως η σχετική άδεια κατά τα προβλεπόμενα στην ΚΥΑ 145116/2011(ΦΕΚ Β’ 354), όπως εκάστοτε ισχύει. γ) σε κάθε περίπτωση η ανάχρηση/ανάκτηση/ανακύκλωση (ρυπανθέντος) νερού ή λυμάτων, αποτελεί προαιρετική και όχι υποχρεωτική επιλογή που προκύπτει μόνον κατόπιν ανάλυσης κόστους-οφέλους.