• Σχόλιο του χρήστη 'Δρ Χρήστος Ι. Κολοβός' | 7 Ιουλίου 2018, 16:21

    Καταρχήν ο «Ευρωπαϊκός στόχος» για «απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής» είναι απατηλός, εσφαλμένος και για πολλούς λόγους εν πολλοίς τεχνικά ανέφικτος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η ΕΕ δαπανά όλο και περισσότερα για εισαγωγές ενέργειας και σήμερα δαπανά πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ κάθε ημέρα. Οι εγχώριοι ενεργειακοί πόροι της ΕΕ είναι περιορισμένοι, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχουν αποθέματα γαιανθράκων και δεν είναι καθόλου λογικό να προωθείται «απανθρακοποίηση» των χωρών αυτών επειδή η Δυτική Ευρώπη έχει πλέον ήδη εξαντλήσει τους δικούς της γαιάνθρακες. Ούτε και είναι «απανθρακοποίηση» η διαρκής αύξηση εισαγωγών φυσικού αερίου, (το οποίο βεβαίως και περιέχει άνθρακα), αντίθετα είναι αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά το κατ’ ευφημισμό «Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης», είναι εντελώς γελοίο να νομίζει κανείς πως με 60 εκατομμύρια ευρώ στην τριετία 2018-2020 μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε ουσιαστικό στις λιγνιτοπαραγωγές περιοχές για να υποκαταστήσει τη φθίνουσα δραστηριότητα της ΔΕΗ. Για να έχουμε εικόνα των μεγεθών, τα 60 εκατομμύρια ευρώ στην τριετία είναι μόνο κάτι ελάχιστα περισσότερο απ’ τις αγορές υλικών που κάνει η ΔΕΗ από την τοπική αγορά του Ν. Κοζάνης. Μια τοπική αγορά στην οποία επιπλέον «πέφτουν» μισθοί και αγορά υπηρεσιών. Η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας πριν την έναρξη της αξιοποίησης των λιγνιτικών κοιτασμάτων είχε καθαρά γεωργικό και κτηνοτροφικό χαρακτήρα και οι κάτοικοι μετανάστευαν σ’ όλο τον πλανήτη για να βρουν στον ήλιο μοίρα. Στον 21ο αιώνα οι λύσεις δεν μπορούν ν αναζητούνται στον πρωτογενή τομέα, αντίθετα, η περιοχή έχει ανάγκη από εναλλακτικές δραστηριότητες στο βιομηχανικό τομέα, οι οποίες θα αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Τέτοια πλεονεκτήματα είναι η ύπαρξη ενός πολύ καλά καταρτισμένου βιομηχανικά εργατικού δυναμικού, καθώς και Πανεπιστημίου και ΤΕΙ, καλό οδικό δίκτυο και σιδηροδρομική σύνδεση με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η Εγνατία που συνδέει με το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και την περιοχή της Κων/πολης, μεγάλες εκτάσεις «καθαρές» από αρχαιολογική άποψη, πληθώρα διαθέσιμου μηχανολογικού εξοπλισμού και βιομηχανικών υποδομών λόγω της ύπαρξης της ΔΕΗ, κλπ. Στις επόμενες παραγράφους δίνω δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα ανάδειξης εναλλακτικών βιομηχανικών δράσεων: • Η πολιτική της δήθεν «απανθρακοποίησης» είναι επικίνδυνο ν αφήσει τη Δυτική Μακεδονία με ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα λιγνίτη στα ήδη ανοικτά ορυχεία, τα οποία θα είναι πολύ πιο δύσκολο ν’ αποκατασταθούν. Προκειμένου ν’ αποφευχθεί άσκοπη σπατάλη ή καταστροφή εθνικού πλούτου, από το 2012 είχα προτείνει στη ΔΕΗ την κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ξηρού λιγνίτη δίπλα στη νέα μονάδα Πτολεμαϊδα 5. Η μονάδα ήδη κατασκευάζεται, το ξηραντήριο όχι. Ο Ελληνικός ξηρός λιγνίτης είναι περιζήτητος διεθνώς ως αναγωγικό μέσο στη μεταλλουργία και η κατασκευή του ξηραντηρίου θα επιτρέψει εξωηλεκτρικές χρήσεις του λιγνίτη, όπως π.χ. τηλεθερμάνσεις σε μικρότερους οικισμούς, διατηρώντας περιορισμένη απασχόληση στα ορυχεία και πιο ομαλή μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή. • Η δήθεν «απανθρακοποίηση» θα έπρεπε πρώτα και κύρια να στρέφεται στη μείωση εισαγωγών καυσίμων για τις μεταφορές. Η Ελλάδα αποτελεί προνομιακό χώρο για την εισαγωγή της ηλεκτροκίνησης στα νησιά και τα μεγάλα αστικά συγκροτήματα, όπου οι διανυόμενες αποστάσεις είναι μικρές. Η ηλεκτροκίνηση με αυτοκίνητα αργεί ακόμα, αλλά η ηλεκτροκίνηση με μοτοσυκλέτες μπορεί να προηγηθεί, δεν είναι απαραίτητο να εξελιχθούν ταυτόχρονα. Από το 2015 είχα προτείνει στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας την κατασκευή στην περιοχή μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικών μοτοσυκλετών/σκούτερ σε συνεργασία με τη ΔΕΗ. Την πρόταση μετέφερα και στη ΔΕΗ, που την είδε θετικά. Η παραγωγή θα μπορούσε να γίνει σε συνεργασία π.χ. με Κινέζο κατασκευαστή, στα πλαίσια της πολιτικής της Κίνας «One Belt, One Road», στοχεύοντας καταρχήν στις αγορές των Βαλκανίων, της Κων/πολης και της Μ. Ανατολής, ή και σε συνεργασία με Ευρωπαίο κατασκευαστή. Δυστυχώς, πέρα απ’ την αποδοχή της πρότασης από Περιφέρεια και ΔΕΗ, τίποτα δεν προωθήθηκε για υλοποίηση. Αλλά οι λύσεις δεν έρχονται έτοιμες, χρειάζονται ενασχόληση και αφοσίωση. Στο τέλος του υπό διαβούλευση κειμένου αναφέρεται πως η αυτοδιοίκηση εκπονεί «αναθεωρημένα αναπτυξιακά σχέδια και οδικούς χάρτες». Αυτό από μόνο του αποτελεί λόγο ανησυχίας, καθώς η αυτοδιοίκηση έχει αποδείξει επανειλημμένα την πλήρη αδυναμία της να διατυπώσει αξιόπιστη πρόταση για το μέλλον της περιοχής, επειδή προσπαθεί ν’ αντιγράψει δράσεις άλλων χωρών χωρίς να μπορεί να αναλύσει τις Ελληνικές ιδιαιτερότητες και χωρίς όραμα για το μέλλον. Επιπλέον, όπως είναι διαμορφωμένο το «Εθνικό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης», με αποσπασματικές χρηματοδοτήσεις δράσεων ήδη απ’ το 2018, απλώς διασπά πόρους. Κάτι που έχουμε ήδη δει στη Δυτική Μακεδονία να συμβαίνει εδώ και χρόνια από την αυτοδιοίκηση, με τη διαχείριση του Τοπικού Πόρου, που έχει κατασπαταληθεί χωρίς ορατό αποτύπωμα στην περιοχή. Συνοψίζοντας, εστιάζω σε δύο πόλους: α) η «δίκαιη» μετάβαση απαιτεί πολύ περισσότερους πόρους και θα πρέπει να βρεθεί κατάλληλη χρηματοδότηση, β) να αποφευχθεί η πολυδιάσπαση των πόρων. Παραμένω στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, για διευκρινίσεις στα πιο πάνω.