• Σχόλιο του χρήστη 'Δρ. Μάρκος Γκουβάς' | 10 Σεπτεμβρίου 2018, 10:52

    Προβλήματα και ελλείψεις του Σχεδίου Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας αναφορικά με την Αντιπυρική Προστασία, το Φυσικό Τοπίο και τη χωροταξία των ΑΠΕ. Ένα μακρόπνοο Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας δεν μπορεί να επικεντρώνεται στη Δασική Υπηρεσία, παραβλέποντας το ρόλο του Πυροσβεστικού Σώματος. Τούτο δε, διότι κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δασικής πυρκαγιάς, ο επικεφαλής των δυνάμεων καταστολής της καθίσταται, εξ’ ανάγκης, διαχειριστής της καιόμενης βλάστησης, καθώς και εκείνης προς την οποία η φωτιά κατευθύνεται. Συνεπώς η «τύχη» (σύνθεση και δομή) της βλάστησης, στις περιοχές που πλήττονται από πυρκαγιές, είναι κατ’ ουσίαν στα χέρια του Πυροσβεστικού Σώματος και όχι της Δασικής Υπηρεσίας. Χωρίς θεώρηση, οπότε, του Πυροσβεστικού Σώματος ως δεύτερου κύριου πυλώνα της Δασικής Πολιτικής, αλλά ως απλό συνεργαζόμενο φορέα της Δασικής Υπηρεσίας, ο όποιος μακροπρόθεσμος σχεδιασμός της Δασοπονίας κινδυνεύει με μικρή ή μεγάλη κατάρρευση. Το Πυροσβεστικό Σώμα έχοντας ως αποστολή «την ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του κράτους, καθώς και του δασικού πλούτου και φυσικού περιβάλλοντος της χώρας από τους κινδύνους των πυρκαγιών…», όπως και «την ευθύνη και τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της καταστολής των πάσης φύσεως πυρκαγιών και την παροχή κάθε είδους δυνατής συνδρομής για τη διάσωση των ατόμων και υλικών αγαθών, που απειλούνται από αυτές…», στοχεύει, απλά, στην ελαχιστοποίηση της συνολικής ετήσιας καιόμενης επιφάνειας δασικής γης, ανεξαρτήτως τύπου βλάστησης. Όμως, η αδιάκριτη δασοπυρόσβεση, με υπερπροστασία, από το Πυροσβεστικό Σώμα, δασών και θαμνώνων μικρής οικολογικής και οικονομικής σημασίας, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες της Δασικής Υπηρεσίας στον τομέα της πρόληψης (καθαρισμό δασών), καθώς και τη μείωση της έντασης ξύλευσης και βόσκησης στην ύπαιθρο, παρά την επιτευχθείσα σημαντική μείωση της ετήσιας καιόμενης έκτασης δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων κατά τις περισσότερες χρονιές της τελευταίας 20ετίας, σε σχέση με εκείνες της 20ετίας 1978-1997, έχει οδηγήσει: Α. Σε αύξηση της μέσης ετήσιας καιόμενης επιφάνειας: 1. Ειδών με προβλήματα φυσικής αναγέννησης μετά από πυρκαγιά και πολύ αργή επαναφορά στην πρότερη κατάσταση (δασών ελάτης από 319 σε άνω των 5000 στρεμμάτων ετησίως, καθώς και αρκεύθων). 2. Διπλοκαμένων ή τριπλοκαμένων εκτάσεων σε χρόνο μικρότερο του απαιτούμενου για την εξασφάλιση της φυσικής αναγέννησης των πλατυφύλλων (περίπου 5ετία) και των ειδών πεύκης (περίπου 20ετία), όπως π.χ. τα πευκοδάση στην ανατολική Πεντέλη. 3. Αναδασώσεων (για τις οποίες έχει δαπανηθεί χρήμα και ανθρώπινος κόπος). 4. Σπάνιων δασικών φυτικών ειδών (π.χ. φοινικόδασος Πρέβελης Ρεθύμνου) ή άλλης ιδιαίτερης σημασίας δασών και συστάδων (π.χ. απομονωμένα ελατοδάση Ελληνίτσας Αρκαδίας και Κλωκού Αχαΐας) . Β. Σε μεγάλη διακύμανση της μέσης ετήσιας καιόμενης επιφάνειας από έτος σε έτος, εξαρτώμενη άμεσα από τις καιρικές συνθήκες, με τρομακτικές εξάρσεις των καμένων εκτάσεων κατά τις χρονιές με έντονη ξηρασία (με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τον τομέα της πολιτικής προστασίας), λόγω της συσσωρευθείσης νεκρής και ζωντανής καύσιμης ύλης και τελικό αποτέλεσμα: μέση ετήσια καμένη επιφάνεια δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων 20ετίας 1998-2017 (404380 στρ.) ελάχιστα υπολειπόμενη εκείνης επί Δασικής Υπηρεσίας (438600 στρ. 20ετίας 1978-97). Εστιάζοντας το πρόβλημα στον όλεθρο των καμένων ελατοδασών, συνειδητοποιεί κανείς ότι τα άνω των 100.000 στρεμμάτων αμιγών και μικτών (με μαύρη πεύκη) ελατοδασών, που αφανίστηκαν από πυρκαγιές την τελευταία 20ετία (Μαινάλου, Πάρνηθας, Ταϋγέτου, κλπ), αφενός μεν ότι συνιστούν την πιο εκτεταμένη, μόνιμου χαρακτήρα (αφού το χρονικό διάστημα αποκατάστασή τους υπερβαίνει το μέσο όρο της ανθρώπινης ζωής) βλάβη της ελληνικής φύσης, τουλάχιστον μεταπολεμικά, αφετέρου δε ότι η ταχύτερη δυνατή αποκατάστασή τους απαιτεί κόστος αναδασώσεων άνω 100.000.000 ευρώ (βάσει ετήσιου κόστους αναδάσωσης 9497 ευρώ/ha), χωρίς να είναι βέβαιη και η επιτυχία τους. Αν σε αυτά προστεθεί το κόστος αναδάσωσης των πολλαπλώς καμένων πευκοδασών, αμέσως προκύπτει ότι η αδιάκριτη δασοπυρόσβεση οδηγεί το οικονομικό κόστος αποκατάστασης της βλάστησης σε επίπεδα δυσβάστακτα για την προβληματική ελληνική οικονομία. Με άλλα λόγια, το μοντέλο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών από τη Δασική Υπηρεσία και της καταστολής τους από το Πυροσβεστικό Σώμα οδηγεί, μακροπρόθεσμα και με ακρίβεια, σε υποβάθμιση της ελληνικής δασικής βλάστησης, με υποκατάσταση των φυτοκοινωνιών των κωνοφόρων από φυτοκοινωνίες αειφύλλων και φυλλοβόλων πλατύφυλλων, φρυγάνων στα χαμηλά υψόμετρα και χορτολίβαδων στην ψευδαλπική ζώνη (με κυριαρχία, μάλιστα, εκείνων των φυτικών ειδών μεγαλύτερης πρεμνοβλαστικής και ριζοβλαστικής ικανότητα). Για ανατροπή της εφιαλτικής αυτής προοπτικής, ένα μακρόπνοο Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας πρέπει να προβλέπει ενιαία σχέδια αντιμετώπισης δασικών πυρκαγιών από το Πυροσβεστικό Σώμα και τη Δασική Υπηρεσία (βλ. στόχο 1.3.8, άρθρου 5 του υπό διαβούλευση Σχεδίου), όπου η ελληνική δασική βλάστηση θα διακρίνεται (συσχ. με στόχο 3.4.5, άρθρου 6 του υπό διαβούλευση Σχεδίου) σε 3 κατηγορίες ανάγκης προστασίας από τις πυρκαγιές (μεγάλης, μέσης και μικρής), βάσει της στοιχειώδους λογικής ότι προέχει η προστασία των δασικών φυτικών ειδών με τη μεγαλύτερη δυσκολία φυσικής αναγέννησης και, κατ’ επέκταση, των περιοχών με το μεγαλύτερο χρόνο αποκατάστασης της βλάστησης μετά την πυρκαγιά. Ομοίως προέχει η προστασία απομονωμένων πληθυσμών των αυτοφυών δασικών ειδών, καθώς και εκείνων των ειδών με περιορισμένη φυσική γεωγραφική εξάπλωση σε εθνικό επίπεδο, λόγω της ιδιαίτερης τους αξίας από φυτογεωγραφικής, οικολογικής, αισθητικής και γενετικής απόψεως. Προέχει, τέλος, η προστασία δασών και θαμνώνων ιδιαίτερης αξίας σε τοπικό επίπεδο σε ό,τι αφορά την εθνική οικονομία (ξυλοπαραγωγή, βόσκηση), την αναψυχή, την προστασία του κλίματος και του εδάφους κλπ. Υπό αυτή τη φιλοσοφία, το Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας οφείλει να υποχρεώνει: Α. Τον πρώτο φορέα (Πυροσβεστική) να δίνει προτεραιότητα, όταν δεν απειλούνται κατοικημένες περιοχές, στις πυρκαγιές που πλήττουν ή κατευθύνονται σε τύπους βλάστησης μεγάλης ανάγκης προστασίας, όπως: 1) Δάση ελάτης και ερυθρελάτης οποιασδήποτε ηλικίας. 2) Φυσική αναγέννηση πεύκης και κυπαρισσιού (στάδια νεοφυτείας και πυκνοφυτείας) ή πλατυφύλλων (έως 5 ετών) οποιασδήποτε σύνθεσης. 3) Αναδασώσεις μικρής-μέσης ηλικίας οποιασδήποτε σύνθεσης. 4) Θαμνώνες δρυπώδους αρκεύθου (Juniperus drupacea) στα όρη Πάρνωνας, Ταΰγετος (περιοχή Αναβρυτής) και Κτενιάς (περιοχή Αχλαδοκάμπου Αργολίδας, κορυφή Μερονίτσα). 5) Δάση και θαμνώνες υψηλής αρκεύθου (Juniperus excelsa) σε Πρέσπες, Άσκιο, κοιλάδα Νέστου, Θάσο κλπ. 6) Όλοι οι φυσικοί πληθυσμοί (δάση και συστάδες) κυπαρισσιού (Κρήτης, Ρόδου, Σύμης, Κω, Καλύμνου, Σάμου, Χίου και Μήλου). 7) Όλα τα φυσικά δάση και συστάδες μαύρης πεύκης σε νησιά (Σάμο, Λέσβο, Θάσο), καθώς και εκείνες στην περιοχή Περάματος-Πετρωτών Θράκης, Σουφλίου και Σιθωνίας (Χαλκιδική), ανεξαρτήτου ηλικίας. 8) Οι συστάδες πενταβέλονης πεύκης στα όρη Βόρας και Ροδόπη. 9) Δάση κουκουναριάς οποιασδήποτε ηλικίας. 10) Δάση λευκόδερμης πεύκης οποιασδήποτε ηλικίας 11) Συστάδες ιτάμου οποιασδήποτε ηλικίας. 12) Δάση παραγωγής καλής ποιότητας ξυλείας. 13) Δάση ή θαμνώνες οποιασδήποτε σύνθεσης και ηλικίας πάνω σε εδάφη με κατολισθήσεις ή κατακρημνίσεις. 14) Περιαστικά δάση. 15) Τοποθεσίες με διατηρητέα μνημεία της φύσης και ανακηρυγμένα αισθητικά δάση. Οι πυρκαγιές στα μέσης και μεγάλης ηλικίας δάση μαύρης και δασικής πεύκης απαιτούν ιδιαίτερο χειρισμό. Πρέπει να θεωρούνται δάση μικρής ανάγκης προστασίας στις έρπουσες πυρκαγιές, διότι ευνοούν τη διατήρηση των δασών αυτών, ενώ στις επικόρυφες, που τα αφανίζουν, να αντιμετωπίζονται ως δάση μεγάλης ανάγκης προστασίας. Οι πυρκαγιές στους θαμνώνες των υπόλοιπων ελληνικών ειδών αρκεύθου (οποιασδήποτε ηλικίας και πυκνότητας) πρέπει να θεωρούνται μεν μικρότερης προτεραιότητας σε σχέση με εκείνες των προαναφερόμενων, μεγάλης ανάγκης προστασίας, τύπων βλάστησης, οπωσδήποτε όμως να αξιολογούνται και να αντιμετωπίζονται ως σοβαρότερες των τύπων βλάστησης με μικρή ανάγκη προστασίας από τις πυρκαγιές (με εύκολη φυσική αναγέννηση και ταχεία αποκατάσταση από άποψης σύνθεσης και δομής) και συγκεκριμένα των: 1) Δασών χαλεπίου και τραχείας πεύκης μέσης και μεγάλης ηλικίας. 2) Δασών και θαμνώνων αειθαλών και φυλλοβόλων πλατυφύλλων χωρίς άρκευθο, μέσης και μεγάλης ηλικίας. 3) Φρυγανότοπων και ψευδαλπικών λιβαδιών χωρίς άρκευθο, που χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια. Να σημειωθεί ότι οι περιοχές, που κατά καιρούς έχουν ανακηρυχθεί «προστατευόμενες» (εθνικά πάρκα, περιοχές Natura κλπ), εξαιτίας των τεραστίων διαστάσεων τους, εμπεριεχομένων τύπους βλάστησης διαφορετικής ανάγκης προστασίας από τις πυρκαγιές, δεν μπορούν να θεωρηθούν περιοχές προτεραιότητας προστασίας σε όλη τους την έκταση, πλην π.χ. των πυρήνων των εθνικών δρυμών (συσχ. με παρ. 3.4.5, άρθρου 6 του παρόντος Σχεδίου). Η ανάγκη, τέλος, εμπλοκής των δασολόγων αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος στον ως άνω σχεδιασμό και άμεσης συνεργασίας αυτών με τους συναδέλφους τους στις κατά τόπους Δασικές Υπηρεσίες και στο -υπό σύσταση- Συντονιστικό Γραφείο Προστασίας (στόχοι 3.2.1 και 3.4.2, άρθρου 6, παρόντος Σχεδίου) προϋποθέτει τον υπερδιπλασιασμό τους (από λιγότεροι των 100 σήμερα, σε τουλάχιστον 200), για καλύτερη, μεταξύ των άλλων, κατανομή τους ανά την επικράτεια, καθώς και υποχρέωση εφαρμογής των στόχων 1.3.4-1.3.6, 3.1.3, 3.2.1 (επιστημονικό μητρώο στελεχών) και 3.2.2 του άρθρου 5, του υπό διαβούλευση Σχεδίου και από το Πυροσβεστικό Σώμα. Β. Το δεύτερο φορέα (Δασική Υπηρεσία): Β.1. Για άμεση έναρξη εκτεταμένων καθαρισμών, τουλάχιστον στα δάση και στις αναδασώσεις μεγάλης ανάγκης προστασίας από τις πυρκαγιές, με σκοπό την απομάκρυνση των ξυλωδών υπολειμμάτων, που έχουν εκεί συσσωρευτεί τις τελευταίες δεκαετίες εξαιτίας νεκρώσεων των δέντρων από επιδημίες εντόμων (συσχ. με 2.3.2, άρθρου 6, παρόντος Σχεδίου) ή παλαιότερες πυρκαγιές. Τούτο δε, διότι πρόληψη δασικών πυρκαγιών σημαίνει πρωτίστως μείωση της νεκρής δασικής καύσιμης ύλης και δευτερευόντως κατασκευή ή συντήρηση δασικών δρόμων, υδατοδεξαμενών κλπ, το δε μερίδιο ευθύνης της Δασικής Υπηρεσίας στην καταστροφή των ελληνικών ελατοδασών από τις πυρκαγιές είναι τεράστιο, πιθανότατα μεγαλύτερο εκείνου του Πυροσβεστικού Σώματος. Έχει βρεθεί (http://climveget1.blogspot.com/) ότι τα ξυλώδη υπολείμματα (κορμοί, κλάδοι) στα ελατοδάση βρίσκονται σήμερα σε ποσότητες ικανές για εκδήλωση πυρκαγιών με καταστροφικές συνέπειες για τα δάση αυτά κάθε ξηρή και θερμή χρονιά (συσχ. με στόχους 2.1.1 και 2.2.1, άρθρου 6, παρόντος Σχεδίου), κατάσταση η οποία θα εξακολουθεί να υφίσταται για αρκετές ακόμα δεκαετίες, θέτοντας σε κίνδυνο και τις αναδασώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί ή θα πραγματοποιηθούν σε καμένες εκτάσεις αυτών. Μέρος του κόστους των καθαρισμών μπορεί να καλυφθεί με διάθεση της νεκρής δασικής καύσιμης ύλης για ενεργειακούς σκοπούς (συσχ. με στόχους 1.2.4 και 1.3.5, άρθρου 6 του παρόντος Σχεδίου). Μέσα και κατάλληλες τεχνικές υπάρχουν στις προηγμένες δασοπονικά χώρες, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς και μέσω διαδικτύου. Λείπει το όραμα, η διάθεση και οι πρωτοπόρες συνεργασίες με ΔΕΗ και άλλους φορείς (βλ. στόχο 3.2.2, άρθρου 5 του υπό διαβούλευση Σχεδίου). Β.2. Για την αποστολή του δασάρχη ή αναπληρωτή του δασολόγο στις δασικές πυρκαγιές (βλ. στόχο 3.4.9 άρθρου 6 παρόντος Σχεδίου), υπό το ρόλο του διαχειριστή της δημόσιας δασικής γης, εκείνου, δηλαδή, που επιβάλλεται να ερωτηθεί για το ποιοι τύποι βλάστησης πρωτεύουν να προστατευθούν και ποιοι όχι στην περιοχή ευθύνης του, πού θα διανοιχτούν εκτεταμένες ζώνες με μπουλντόζες, πού θα εφαρμοστεί αντιπύρ ή κατάκαυση κ.ά., βάσει: 1) των φυτικών ειδών που συνθέτουν τη βλάστηση 2) της ηλικία τους 3) της δομή τους 4) της οικολογικής, φυτογεωγραφικής ή γενετικής τους αξίας (ύπαρξη σπάνιων ή ενδημικών ειδών φυτών ή ζώων κλπ) 5) της χρησιμότητάς τους (ξυλοπαραγωγή, βόσκηση, αναψυχή, προστασία εδάφους κλπ). Β.3. Για αλλαγή της δασικής και πολεοδομικής νομοθεσίας σε ό,τι αφορά τις κοπές δέντρων στις -επί των κυρωμένων δασικών χαρτών- «μη δασικές εν γένει εκτάσεις» (αγροτικές και οικιστικές). Αν δεν απαλλαγούν οι πολίτες από την υποχρέωση αδειοδότησης κοπής δασικών δέντρων και θάμνων εντός των αγροκτημάτων ή οικοπέδων τους, είναι βέβαιο ότι θα θρηνήσουμε ξανά θύματα από τις πυρκαγιές (συσχ. με στόχο 1.2.3, άρθρου 5 παρόντος Σχεδίου). Πέραν αυτού, η αδιαλλαξία της δασικής νομοθεσίας στο πρόβλημα των δασωμένων αγρών και των αυθαίρετων οικισμών (πεδίο μάχης χαμένο, άλλωστε, εδώ και δεκαετίες για τη Δασική Υπηρεσία) ήταν και θα είναι αίτιο πρόκλησης νέων πυρκαγιών και άλλων προβλημάτων. Με άλλα λόγια, μόνο με αλλαγή της δασικής νομοθεσίας είναι εφικτοί οι στόχοι 3.3.3 και 3.4.6 του άρθρου 6 στο υπό διαβούλευση Σχέδιο. Β.4. Για αναθεώρηση του «Χάρτη περιοχών Δασών και Δασικών εκτάσεων ευαίσθητων σε πυρκαγιές» (Π.Δ. 575/1980). Οι τεράστιες ποσότητες ξυλωδών υπολειμμάτων, που έχουν συσσωρευτεί τελευταία στα ορεινά μας δάση, έχουν διαμορφώσει στην πράξη ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό επικινδυνότητας και ευαίσθητων δασικών περιοχών σε σχέση με τη δεκαετία του 80. Επιβάλλεται πλήρης αναθεώρηση του εν λόγω Π.Δ. (συσχ. με στόχο 3.5.2, άρθρου 6 παρόντος Σχεδίου). Όλα τα προαναφερόμενα είναι ανάγκη να προβλεφθούν από το Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας, διότι μόνο όταν η δασοπυρόσβεση λειτουργήσει (προληπτικά και κατασταλτικά) συμπληρωματικά των όποιων άλλων διαχειριστικών σχεδίων, όταν πραγματοποιείται, δηλαδή, αποσκοπώντας στην ταχύτερη αποκατάσταση της καιόμενης βλάστησης στην, προ της πυρκαγιάς, σύνθεση και δομή, τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί ότι το εν λόγω Σχέδιο ανταποκρίνεται στον στόχο της «αειφόρου διαχείρισης των δασών» (βλ. ορισμό 1, άρθρου 4 του παρόντος Σχεδίου) και στο θεμελιώδες αξίωμα της Δασοκομίας: «μιμηθείτε τη φύση, επιταχύνετε το έργο της». Αναφορικά με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), ένα μακρόπνοο Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας δεν μπορεί να αγνοεί τα μακρόπνοα σχέδια της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, βάσει του γεω-πληροφορικού χάρτη της οποίας (http://www.rae.gr/geo/) σε εκατοντάδες χιλιόμετρα κορυφογραμμών, από την Κρήτη έως τα βορειότερα σύνορά μας, σχεδιάζονται να εγκατασταθούν ανεμογεννήτριες, στις δε πλαγιές τους, φωτοβολταϊκά πάρκα. Αποτέλεσμα αυτών θα είναι (είναι ήδη) μια σοβαρή οπτική αλλοίωση (υποβάθμιση) του ελληνικού φυσικού τοπίου, χειρότερη ίσως εκείνης των αυθαίρετων κτισμάτων των προηγούμενων δεκαετιών, μιας και οι κορυφογραμμές, σχηματίζοντας την γραμμή του ορίζοντα, συνιστούν τα τμήματα του τοπίου με τη μεγαλύτερη τρωτότητα (ευαισθησία), εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο προβάλλονται οι διάφορες διαταραχές, όπως διδάσκονται οι δασολόγοι στο μάθημα της «Αρχιτεκτονικής του Τοπίου». Πέραν του σοβαρότατου πλήγματος που θα δεχθεί ο ελληνικός τουρισμός, το όλο εγχείρημα ενδεχομένως να προκαλέσει πολλά άλλα προβλήματα, μεταξύ των οποίων: Αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών το καλοκαίρι, εξαιτίας του εκτεταμένου δικτύου μεταφοράς ρεύματος μέσης τάσης, που απαιτείται να κατασκευασθεί σε δασικές περιοχές όπου μέχρι σήμερα δεν υπήρχε, για τις ανάγκες των ΑΠΕ. Προβλήματα στη δασοπυρόσβεση και ιδιαίτερα στην αεροπυρόσβεση, εξαιτίας της άτακτης χωρικής τους διανομής. Εμπόδια στις μεταναστευτικές διαδρομές των αποδημητικών πουλιών. Μείωση του αριθμού των αρπακτικών πουλιών. Πρόβλημα δεδομένο και υπαρκτό. Τα ολιγάριθμα αρπακτικά πουλιά, που φωλιάζουν συνήθως στις βραχώδεις κορυφογραμμές της πατρίδας μας και εκμεταλλεύονται τα θερμικά, ανοδικά ρεύματα των βουνοπλαγιών κατά το θέρος στην ηπειρωτική χώρα, που δεν πνέει συχνά συνοπτικός άνεμος, ώστε σχεδόν ακίνητα στον αέρα να εποπτεύουν την ευρύτερη περιοχή για θηράματα, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι μπορεί να βρίσκονται στην πορεία των πτερυγίων των ελίκων των ανεμογεννητριών. Λόγω του μικρού πληθυσμού τους, ως κορυφή της τροφικής αλυσίδας, η απώλεια έστω και ολίγων ατόμων τους είναι γεγονός τραγικό και σε καμία περίπτωση δικαιολογημένο. Απαράδεκτη και μόνον για αυτό το λόγο η ανάπτυξη αιολικών πάρκων στην ηπειρωτική χώρα (Άγραφα, Τζουμέρκα, κεντρική Πελοπόννησος κλπ). Ψυχολογικά προβλήματα στους κατοίκους των περιοχών που περικλείονται από βουνά (π.χ. Τρίπολη). Βάσει των προαναφερομένων, το τίμημα, κατά το μακρόπνοο σχεδιασμό της ΡΑΕ, μιας -τέτοιας κλίμακας- αλλοίωσης του ελληνικού φυσικού τοπίου, υφιστάμενης και μελλοντικής, για αναμενόμενη παραγωγή, μέσω των ΑΠΕ, μόλις του 20-30% της απαιτούμενης για τη χώρα μας ηλεκτρικής ενέργειας, είναι τεράστιο! Το Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας οφείλει, συνεπώς, να επιβάλλει άμεσα αυστηροποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας, ειδικά εκείνης που έχει θεσπισθεί προς παράκαμψη της δασικής, αν όχι φραγμό, από εδώ και στο εξής, στην εγκατάσταση ΑΠΕ, ως ασυμβίβαστες με τη θέση (στις διαδρομές των αποδημητικών πτηνών), την μικρή έκταση, το σχήμα, τη γεωμορφολογία, το κλίμα (ξηρό θέρος με πυρκαγιές) και τις άλλες φυσικές ιδιαιτερότητες του ελλαδικού χώρου.