• Σχόλιο του χρήστη 'Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία' | 14 Σεπτεμβρίου 2018, 20:47

    Στο άρθρο 3 του σχεδίου της Εθνικής Στρατηγικής για τα Δάση επιχειρείται η αναγνώριση του ρόλου της θήρας ως εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης σαν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του προτύπου Μεσογειακής Δασοπονίας. Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω σχεδίου δεν τεκμηριώνεται έστω κατ’ ελάχιστο κάτι αντίστοιχο. Είναι αδικαιολόγητη, η ιδιαίτερη μεταχείριση που απολαμβάνει η θήρα στο σχέδιο σε σχέση με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες στα δάση. Η δασική νομοθεσία αναγνωρίζει αποκλειστικά την άσκηση της θήρας ως αθλητική και μόνο δραστηριότητα (άρθρο 251. Παρ.1 - Δασικός Κώδικας). Οι υποστηρικτές της άποψης ότι η θήρα αποτελεί εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης θα πρέπει να προσκομίσουν ερευνητικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν ακριβώς αυτό. Αντίθετα, σε αρκετές έρευνες (Ενδεικτικά: Díaz-Fernández, Arroyo, Casas, Martinez-Haro, & Viñuela, 2013; Beja et al., 2009; Bronwen, D., 2010; Mustin, K., Newey, S., Irvine, J., Arroyo, B. & Redpath, S., 2011; J. C. Duckworth, L. G. Firbank, R. C. Stuart & S. Yamamoto, 2003) αναφέρεται η προστιθέμενη αξία διαχείρισης της θήρας (game management, hunting management) τόσο για τη διαχείριση των πληθυσμών των θηρεύσιμων όσο και των μη θηρεύσιμων ειδών. Η θήρα λοιπόν, δεν αποτελεί μέσο περιβαλλοντικής διαχείρισης, αλλά η διαχείριση αυτής, η οποία εμπίπτει στις υποχρεώσεις της Πολιτείας και οφείλει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους από εξειδικευμένο προσωπικό. Μια τέτοια διαχείριση, που αφορά σαφώς οριζόμενη κυνηγετική περιοχή, πρέπει να βασίζεται σε υπαρκτά πληθυσμιακά δεδομένα, τόσο των θηρεύσιμων όσο και των μη θηρεύσιμων ειδών που μπορεί να επηρεαστούν από τους σχεδιασμούς που αποσκοπούν στηv αύξηση των θηρεύσιμων ειδών, καθώς και να ελέγχεται συστηματικά ως προς την ορθή εφαρμογή των διαχειριστικών μέτρων. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σαφώς οριζόμενες κυνηγητικές περιοχές καθώς το κυνήγι επιτρέπεται παντού εκτός από συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. ΚΑΖ). Δηλαδή ισχύει το αντίθετο. Η θήρα αποτελεί δε, μια μόνο από τις δραστηριότητες που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τα δασικά οικοσυστήματα και θα πρέπει η διαχείριση αυτής να σχεδιάζεται από κοινού με τις υπόλοιπες δυνατές χρήσεις (οικοτουρισμός, ξύλευση, διατήρηση σπάνιων ειδών κ.ά.). Στη διαχείριση άγριας πανίδας αναφέρεται διεθνώς μόνο ο έλεγχος πληθυσμών μέσω της επιλεκτικής θανάτωσης (selective killing) και ελέγχου του πληθυσμού με θανάτωση μέρους αυτού (culling). Σε αυτές τις περιπτώσεις η θανάτωση γίνεται από τις κατά τόπους υπεύθυνες υπηρεσίες (Δασικές Υπηρεσίες κ.λπ.) και όχι με την επιστράτευση των κυνηγών που ασκούν το χόμπι τους. Στα διάφορα βιβλία της δασολογίας, η θήρα αναφέρεται ξεκάθαρα ως πηγή αναψυχής. Ενδεικτική παράθεση κάποιων σημείων: 1) «Τα άγρια ζώα διακρίνονται σε θηραματικά και μη. Στα πρώτα ανήκουν τα είδη εκείνα των οποίων η προστασία και διατήρηση επιβάλλεται [...] επειδή η θήρα τους αποτελεί πηγή αναψυχής για σημαντικό μέρος του πληθυσμού του ανθρώπου» (σ. 13, Παπαγεωργίου 1990.) 2) «Ο διαχειριστής (ενός οικοσυστήματος) πρέπει να γνωρίζει το στάδιο εκείνο της διαδοχής (κλίμαξ) που ευνοεί την παρουσία ενός είδους και με διάφορες επεμβάσεις (βοσκή, ελεγχόμενη πυρκαγιά, υλοτομίες) να εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις δημιουργίας [...] σταδίων διαδοχής ανάλογα με τις απαιτήσεις του είδους (σ. 58, Παπαγεωργίου, Ν., 2005.)». Δεν αναφέρεται η θήρα. Δεν προκύπτει από πουθενά ο ρόλος της θήρας και του κυνηγού ως εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης και διαχειριστή αντίστοιχα. Σε περίπτωση που υπάρξει τεκμηριωμένη ανάγκη βάσει εμπεριστατωμένων μελετών και έγκυρων δεδομένων για την πληθυσμιακή διαχείριση ενός είδους, η οποία απαιτεί την απομάκρυνση του συνόλου ή μέρους του πληθυσμού ή κάποιων συγκεκριμένων ατόμων από τη φύση (π.χ. χωροκατακτητικά ξενικά είδη ζώων ή/και φυτών) αυτό αποτελεί μέριμνα της Πολιτείας και υλοποιείται με αυστηρή μεθοδολογία και συστηματικότητα (π.χ. σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, σε συγκεκριμένες περιόδους, με ειδικές μεθόδους). Πουθενά δεν αφήνεται κάτι τέτοιο στα χέρια των κυνηγών, οι οποίοι εξασκώντας ένα χόμπι κατά βούληση, εκμεταλλεύονται αποκλειστικά για αναψυχή τα δασικά (και άλλα) οικοσυστήματα. Η Πολιτεία οφείλει να λαμβάνει πολύ σοβαρά το ρόλο της στη διαχείριση της Ελληνικής φύσης και να μην εναποθέτει μέρος αυτής στα χέρια ομάδας ανθρώπων που ουσιαστικά εξασκούν ένα χόμπι. Η θήρα αντί για εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης αποτελεί ουσιαστικά μια πολύ επιβαρυντική για το φυσικό περιβάλλον δραστηριότητα: Για την άσκηση της χρησιμοποιούνται μολύβδινα σκάγια (με εξαίρεση του υγροτόπους βάσει της κείμενης νομοθεσίας) που είναι επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Σημειώνεται ότι κάθε χρόνο, το Δέλτα του Έβρου (όπου απαγορεύεται η χρήση μολύβδινων σκαγιών στην άσκηση της θήρας) επιβαρύνεται με περίπου δύο τόνους μόλυβδου (Καζαντζίδης κ.ά. 2015). Η επιβάρυνση στα δασικά οικοσυστήματα αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερη, καθώς δέχονται πλήθος κυνηγών που κάνουν χρήση μολύβδινων σκαγιών, ενώ συχνά απορρίπτουν τις συσκευασίες των φυσιγγιών επιτόπου, οδηγώντας στη συσσώρευση εύφλεκτων υλικών κατά θέσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών ένα μεγάλο ποσοστό των κυνηγών (22%) αδυνατούν να προσδιορίσουν με ακρίβεια ένα είδος πουλιού πριν το πυροβολήσουν. Αποτέλεσμα αυτής της ανεπάρκειας είναι να θηρεύονται, κατά λάθος, σπάνια ή προστατευόμενα είδη ζώων, όπως άλλωστε φαίνεται και από τα στοιχεία των κέντρων περίθαλψης άγριων ζώων. Σημαντική επιβάρυνση δέχονται και είδη πτωματοφάγων αρπακτικών, όπως ο Χρυσαετός και οι γύπες (Bounas et al 2016), τα οποία εκτίθενται στη μολυβδίαση μέσω της κατανάλωσης θηραμάτων, τα οποία δεν καρπώθηκαν από κυνηγούς. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω ζητούμε να αφαιρεθεί η φράση: «Η αναγνώριση του ρόλου της θήρας ως εργαλείο περιβαλλοντικής διαχείρισης». Βιβλιογραφία: •Καζαντζίδης Σ., Ι. Βασιλειάδης, Β. Ηλίας και Ε. Μακρυγιάννη. 2015. «Εκτίμηση της άμεσης και έμμεσης επίδρασης της κυνηγετικής δραστηριότητας στον διαχειμάζοντα πληθυσμό της Νανόχηνας (Anser erythropus) στο Δέλτα Έβρου». Τελική αναφορά. Πρόγραμμα: LIFE10 NAT/GR/000638 Safeguarding the Lesser White-fronted Goose Fennoscandian population in key wintering and staging sites within the European flyway. Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «ΔΗΜΗΤΡΑ» - Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, Θεσσαλονίκη. 116 σελ.+ Παραρτήματα. •Παπαγεωργίου., Ν. Οικολογία και διαχείριση της άγριας πανίδας, , 2η έκδοση, University Studio Press, 2005 ISBN 960-12-1404-6 •Παπαγεωργίου., Ν. Βιολογία Άγριας πανίδα, , Α' έκδοση, University Studio Press, 1990 ISBN 960-12-0291-9 •Bounas, A., Ganoti, M. Giannakaki, E. Akrivos, A., Vavylis, D., Zorrilla I., and Saravia, V. "First confirmed case of lead poisoning in the endangered Egyptian Vulture (Neophron percnopterus) in the Balkans” 2016, Vulture News 70. •Bronwen Daniel (2010) Effects of sporting estate management practices on biodiversity in Scotland (with Dr R. Bryce & Prof S. Redpath, University of Aberdeen). •Díaz-Fernández, S., Arroyo, B., Casas, F., Martinez-Haro, M., & Viñuela, J. (2013). Effect of Game Management on Wild Red-Legged Partridge Abundance. PLoS ONE, 8(6). https://doi.org/10.1371/journal.pone.0066671. •JESÚS CARO, MIGUEL DELIBES-MATEOS, ALBA ESTRADA, RUI BORRALHO, LUÍSGORDINHO, LUÍS REINO, PEDRO BEJA and BEATRIZ ARROYO Effects of hunting managementon Mediterranean farmland birds. Bird Conservation International, Available on CJO 2014doi:10.1017/S0959270914000197. •Mustin, K., Newey, S., Irvine, J., Arroyo, B. & Redpath, S. Biodiversity impacts of game bird hunting and associated management practices in Europe and North America. (2011). •J. C. Duckworth , L. G. Firbank , R. C. Stuart & S. Yamamoto (2003) Changes in Land Cover and Parcel Size of British Lowland Woodlands over the Last Century in Relation to Game Management, Landscape Research, 28:2, 171-182, DOI: 10.1080/0142639032000070184 Δημοσιευμένα στοιχεία της ΑΝΙΜΑ - Σύλλογος Προστασίας και Περίθαλψης Άγριας Ζωής: https://www.wild-anima.gr/wp-content/uploads/2018/02/ANIMA_Shot_2008-2013.pdf https://www.wild-anima.gr/wp-content/uploads/2018/02/ANIMA_Illegal_Hunting_2008-2013.pdf